Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ- "ΥΓ."

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

« ΥΓ.» εκδόσεις Νεφέλη-Αθήνα 1992, σελίδες 40

Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


     Το «ΥΓ.» είναι ένας μινυνθάδιος ποιητικός λόγος, μια στοχαστική «μινιατούρα» πάνω στο ποιητικό υφαντό της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ο Αναγνωστάκης δεν γράφει ποίηση. Τα ποιήματά του είναι ο σχολιασμός, οι σημειώσεις στο περιθώριο της ποιητικής του ζωής. Είναι οι μνημονικές ρήσεις των παλίντυχων προσώπων της γενιάς του. Το «ίζημα του βιώματός του» όπως εύστοχα σημειώνει ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς. Η ζωή του ποιητή, οι αγώνες του, οι κατά τακτά διαστήματα παρεμβάσεις του στα κοινά, πάντα κάτω από τον αστερισμό της λεγομένης ανανεωτικής αριστεράς, είναι η όντως ποίησή του.
Ο Αναγνωστάκης-όπως και ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κώστας Βάρναλης, και άλλοι ποιητές, νιώθει «συνοικουρός κακών» του ιδεολογικού χώρου στον οποίον με επιμονή και συνέπεια ανήκει.
Στους «αριστερόξαντους» αυτούς ποιητές η ζωή τους είναι τόσο συνυφασμένη με την ιδεολογία τους, που δύσκολα διακρίνεις αν οι πράξεις τους είναι η ατομική τους γραφή, ή αν η ποίησή τους είναι η αληθινή θεωρία της ιδεολογίας τους. Τα ευαίσθητα και έντονα πολιτικοποιημένα αυτά άτομα είχαν την ατυχία να μεγαλώσουν και να ανδρωθούν σε έναν μελαμφή Κόσμο, σε σε μια μαυρόψυχη εποχή.
Ο Μανούσος Φάσσης, το περίσσευμα της ψυχής του το μετατρέπει σε πολιτική δράση, κοινωνικό αγώνα, πολιτική διαμαρτυρία, ιδεολογική παρέμβαση, περισσότερο μάλλον παρά ποιητικό λόγο. Η δωρική και παγερή ορισμένες φορές ποίησή του ασθμαίνοντας ακολουθεί το «της ψυχής του το λεπτόν ηρωικό όχημα». Πολλές φορές χωρίς να κατορθώνει τόσο εύστοχα ο συνοπτικός λόγος του (ο διαγνωστικός θα λέγαμε, που τείνει προς την αφθεγξία) να καταγράψει την προσωπική του επώδυνη παρέμβαση. Γι’ αυτό και μας παρουσιάζεται η ποίησή του, κατακερματισμένη, μονόηχη, μονοσύλλαβη, συμπυκνωμένη σε μικρούς πυρήνες αίσθησης, καθώς η παλίντροπος μνήμη του, ανακαλεί παραστάσεις του παρελθόντος.
«Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή» σελίδα 30.
«Ζω μισά» σελίδα 29.
«Το ήξερε πως δε θα άντεχε στον Μεγάλο Πόνο» σελίδα 19.
Το πλούσιο σε συγκρατημένη ευαισθησία συναίσθημα του ποιητή δεν συναντάται μόνο στην διακριτικά απαισιόδοξη αποφθεγματική ποίησή του, όπως είναι και το «ΥΓ.», αλλά στον τρόπο ζωής του. Ποίηση και Ζωή είναι συγκοινωνούντα δοχεία, στα οποία ρέει το ηρωικό ποιητικό αίμα των ανθρώπων μιας ολόκληρης εποχής.
     Η επιγραμματική γραφή του, τα φευγαλέα λεκτικά αγγίγματα της ποίησής του, τα στιγμιαία πλάνα της μνημονικής ανεκπλήρωτης εμπειρίας ίσως λίγο πριν την σιωπή, αποτελούν το αποκορύφωμα ενός Βίου που έφθασε στα όριά του. Ανεξάρτητα από το αν επιτεύχθηκαν οι στόχοι του δημιουργού. Και όχι τα αδιέξοδα όρια του ίδιου του καταγράφοντος τις εμπειρίες του ποιητή λόγου. Κάτι που μάλλον συμβαίνει στη γραφή του συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά. Του οποίου η γραφή ιχνογραφεί την περιπλάνησή της, τις πλούσιες εμπειρίες της μέσα στο λιβάδι των ονείρων της, τα παιχνίδια της, και τελικά, τα ασφυκτικά όριά της, παγιδεύοντας έτσι τον δημιουργό.
Και αν ο ποιητικός λόγος του Αναγνωστάκη αναδύεται από το σύνολο του ποιητικού του έργου ορισμένες φορές τεμαχισμένος- αμιστύλλευτος ως προς το θέμα του- αφοριστικός στην εννοιολογική του διάσταση, είναι γιατί ο δημιουργός περιβάλλεται από ένα άξενο, θρυμματισμένο, παγερό και ποιητοκτόνο περιβάλλον.
    Το «ΥΓ.» είναι η πνιγμένη ανάσα του δημιουργού πάνω στο παγερό πρόπλασμα της ποιητικής μνήμης.
Τα ολιγόστιχα ποιητικά αυτά σπαράγματα, ο λυγμικός εξομολογητικός αυτός τόνος μιας παράτασης μνημόσυνου,
«Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει-τώρα έπαιζε την παράταση» σελίδα 14,
 μας δίνουν την αίσθηση ενός «οπτικού φαινόμενου» του λόγου που με αγωνία, επιμονή και αποσπασματικότητα προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε γεγονός ποιητικής αφής. Ο ποιητικός πυρήνας αγωνίζεται να μορφοποιηθεί πριν την έξοδό του από το μνημονικό κέλυφος, θέλοντας να εικονογραφήσει μια αβάσταχτη καθημερινότητα.
«Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας» σελίδα 34.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν υποβάλλει μια συζήτηση για τον εαυτό της, τις καταβολές της, τη φόρμα της, μάλλον- όπως παραδείγματος χάρη συμβαίνει με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου- όσο μια συνομιλία για την προσωπικότητα και τις πολιτικές δραστηριότητες του δημιουργού της. Η δραματικότητά της δεν βρίσκεται μόνο στην αποτύπωση των μνημονικών αποχρώσεων και των ιστορικών της παραπομπών, αλλά και στην εξελισσόμενη ψυχογραφία του ποιητή, με τα ατελέσφορα και ατερπή βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς και της εποχής της.
     Η διασπορά εικόνων αίσθησης, η διάσπαση της ενιαίας ποιητικής μορφής, ο κοφτός τόνος, το πεζολογικό ύφος, η ευρυθμία μέσα στο ελάχιστο, η υποχρεωτική εσωστρέφεια του λόγου, η υπαινικτική σαρκαστική διάθεση,
«Απαίτηση της αλήθειας-ποιάς αλήθειας» σελίδα 34.
αποτελούν την μόνη μάλλον αξιοπρεπή επιλογή του ποιητικού σώματος που επέλεξε ο δημιουργός. Αυθεντική εικόνα του κόσμου είναι ο πολυτάραχος και όχι ακίνδυνος βίος του ποιητή. Αντίθετα προς τις ποιητικές του φωνές διαμαρτυρίας, τα «αγγελτήρια θανάτου» μιας ιδεολογίας και μιας εποχής που αποτελούν την προσπάθεια του δημιουργού να στοχασθεί πάνω στην ιστορία του κόσμου και της ατομικής του πορείας. Ο ποιητικός λόγος είναι η λεκτική μορφοποίηση του αισθήματος που αποπνέει η «βασανιστική λειτουργία της μνήμης», όπως σημειώνει ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, προσπαθώντας να ανιχνεύσει το βάδισμά της πάνω στα χνάρια της Ιστορίας.
Η γραφή αποδέχεται τα σαν «σήματα μορς» μηνύματα της μνήμης και τα μετατρέπει σε ειρωνική ή σαρκαστική ορισμένες φορές αίσθηση, ενώ ταυτόχρονα αποφορτίζεται η μνήμη από την εφιαλτική της ατμόσφαιρα και επανεπεξεργάζεται την σκληρή εμπειρία μιας προαπελθούσας θνησιμαίας εποχής.
    «Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο συντακτικός τύπος των 124 αποσπασμάτων στο ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη: κυριαρχεί ο τριτοπρόσωπος λόγος, έπεται ο δευτεροπρόσωπος, ως αποστροφή σε ένα πραγματικό ή ρητορικό εσύ κατ’ εξαίρεση, τέλος ο λόγος συντάσσεται κάποτε και σε πρώτο πρόσωπο. Έτσι δημιουργείται ποικιλία τόνων επιμονή στην εσκεμμένη ουδετερότητα, η οποία εντούτοις επιτρέπει και παθολογικότερες διαφυγές» επισημαίνει σε σημείωμά του για τον ποιητή ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης.
     Ομαδοποιώντας τους θεματικούς άξονες που διέπουν το έργο, θα λέγαμε ότι είναι: ο σχολιασμός του ήθους της πολιτικής ζωής, η αίσθηση της ερωτικής φθοράς, το ανεκπλήρωτο των εμπειριών, η επίγνωση του χαμένου χρόνου, ο σαρκασμός της Τέχνης, η εμμονή του στη διαλεκτική σχέση του χρόνου σαν ιστορία και του χρόνου σαν ανάμνηση που, συναντώνται, σε έναν ορισμένο χώρο, σε ορισμένους κύκλους εποχών.
Πρωτεύον στοιχείο στο έργο του μάλλον, είναι, και η αυτοκριτική θεώρηση των ιδεολογικών του θέσεων, ο ιδεολογικός επαναπροσανατολισμός των διαφόρων γεγονότων της ιστορικής πορείας της αριστεράς, και κατ’ επέκταση της Ελληνικής Ιστορίας.
Ο Αναγνωστάκης είναι ίσως ο μόνος ποιητής(;) που δεν αγωνίστηκε μόνο συντροφιά με την σκέψη της αριστεράς, αλλά στοχάστηκε πάνω στην θεωρία της και μέσα στους λαβυρίνθους της σκέψης της και τα αδιέξοδά της, και, με τα γραπτά του προσπαθεί να διευρύνει τους ορίζοντές της.
     Ο αποσπασματικός λόγος του Μανόλη Αναγνωστάκη αν και αυτοπεριορίζεται, λογοκρίνεται, δεν οδηγείται στα προσωπικά αδιέξοδα της ποίησης του άλλου μεγάλου και σημαντικού ερωτικότατου αλλά φιλόψογου ποιητή της Θεσσαλονίκης του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ο οποίος με έντονο Καβαφικό ναρκισσισμό χαριεντίζεται καταγράφοντας με (απολιτικ τρόπο) τα λουσμένα από ηδονή και αυταρέσκεια στιγμιότυπα, και «περιπτωσιολογίες» των προσωπικών ερωτικών του φετίχ, καθώς το ποιητικό του πρόσωπο συνθλίβεται από τα ρωμαλέα μιλιταριστικά ποιητικά πρότυπα και άλλα αντικείμενα που περιγράφει.
Απουσιάζει επίσης στον Αναγνωστάκη η Ορθόδοξη θεολογική «μαγγανεία» αυτός ο πολύχρωμος και πολυδιάστατος εγκεφαλικός παγανισμός του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Θεολογία στον Αναγνωστάκη είναι η Ιδεολογία του.
     Ο Αναγνωστάκης ανήκει στην φημισμένη τριάδα της αριστερής διανόησης-Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης- που ο έμπειρος, ευαίσθητος και θυσιαστικός λόγος τους ακούγεται τις περισσότερες φορές σαν απόηχος από περασμένα ιστορικά ναυάγια. (ας μην μας διαφεύγει ότι από τους τρεις μόνο ο ένας παρέμεινε μέχρι το τέλος του βίου του στην «ορθόδοξη» εκδοχή και πολιτική του ιδεολογικού τους πιστεύω).
      Αντίθετα από τον «παλαιό των ημερών» ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που αναγάγει τα ιστορικά συμβάντα σε μια μυθική σφαίρα, τα συμβολοποιεί και τους «προσάπτει» τα αναγκαία ιδεολογικά επιμύθια, για να τα μεταμορφώσει σε ηρωικά εικονίσματα, ή σε σημεία αναφοράς για τους μεταγενέστερους, ο Αναγνωστάκης αποφεύγει τον διδακτισμό, απομυθοποιεί τα γεγονότα-ακόμα και την αχλή που μεταφέρει μέσα της η ποιητική γλώσσα-τα αποφλοιώνει, και μας τα παρουσιάζει καθαρά χωρίς τον στέφανο του μαρτυρίου και κατ’ επέκταση της δόξας. Έχουμε έτσι μια ποιητική λειτουργική συμπόρευση της Ιστορίας με την Ιδεολογική της μαρτυρία. Με τον τρόπο αυτό η λειτουργία της ποίησής του προσδιορίζεται από τον κοινωνικό της ρόλο. Συν-πρωτεύοντα ρόλο παίζουν δηλαδή τα ιδεολογικά της κριτήρια.
     Μια ποίηση «αυτόβουλα στρατευμένη» όπως γράφει για τον ποιητή ο συγγραφέας Γιάννης Δάλλας που, με την επαμφοτερίζουσα προοπτική της και τον σκεπτικιστικό της τόνο συνδιαλέγεται και τοποθετείται, τόσο πάνω στον μνημονικό χρόνο της Ιστορίας, όσο και στον κοινωνικό χώρο που παρεμβαίνει και στοχάζεται.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, 
περιοδικό Κ.Λ.Π. (Και Γράμματα και Τέχνες) τεύχος 2/ Σεπτέμβριος 1993.
Πειραιάς 15/ Ιουνίου 2013.                         
           



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου