Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

«Το παιχνίδι του τέλους», εκδόσεις, Νεφέλη-Αθήνα 1988, σελίδες 73.

     Το βιβλίο αυτό είναι το τέταρτο που εκδίδει η Βερονίκη Δαλακούρα. Η θητεία της στην ποίηση, της δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίζει τα διηγήματά της με στοιχεία που χρησιμοποιεί ο πεζός λόγος για να γίνει πιο εύκαμπτος και εύπλαστος, χωρίς να χάσει από τη λογική του δομή. Η θεματογραφία των μικρών αυτών διηγημάτων ακολουθεί την πορεία και των άλλων βιβλίων της συγγραφέως. Αν εξαιρέσει κανείς την πρώτη ιστορία που καταλαμβάνει και τον μικρότερο σε έκταση γραφής χώρο-και αναφέρεται στην κλασική απορία, ποια είναι τα όρια της ποίησης και ποια του πεζού λόγου, και που τελειώνουν τα σύνορα της μιας και που αρχίζουν τα σύνορα του άλλου-οι άλλες τρεις ιστορίες περιστρέφονται γύρω από τον θεματικό κύκλο: έρωτας, θάνατος, πίστη.
     Στα διηγήματα αυτά κύριο στοιχείο της πλοκής είναι τα δυο σπουδαιότερα αισθήματα του ατόμου΄ αυτό του έρωτα και του θανάτου. Ριζωμένα στο ένστικτο αποτελούν την ουσία του ανθρώπου, πέρα από τους «αμετάκλητους» κανόνες της λογικής και τα διάφορα παιχνιδίσματα της φαντασίας.
     Με λόγο πληθωρικό η Βερονίκη Δαλακούρα εναλλάσσει τους ρυθμούς των δύο αυτών αισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων, ανάλογα με την ένταση των γεγονότων. Όταν δε με χειμαρρώδη γραφή σκιαγραφεί την ψυχή των ηρώων της, σκιαγραφεί τη δική ψυχή. Όλα τα πρόσωπα, αρσενικά-θηλυκά, αποτελούν τα προσωπεία της συγγραφέως. Και αυτό συμβαίνει επειδή η δημιουργός όχι μόνο δεν αποστασιοποιείται από τα συμβάντα της ζωής των ηρώων της, αλλά ηθελημένα ενστερνίζεται τους ρόλους τους και τους εξαναγκάζει να βιώσουν τα δικά της αδιέξοδα. Σε ένα τέτοιο σύμπλεγμα άμεσης προβολής καταστάσεων και συγκινήσεων είναι ευνόητο ότι οι ήρωες χάνουν την αυτονομία και την ετερότητά τους και τείνουν να προβάλλουν μόνο τις ιδέες του δημιουργού τους.
     Ο θάνατος είναι παρών μέσα σε όλο το έργο. Όταν δε, πέσει και η μάσκα του συγγραφέα, τότε θα φανεί και το δικό του πρόσωπο. Όταν οι διαπροσωπικές σχέσεις καταλήγουν σε αδιέξοδο, ο έρωτας παραμένει σκιά που δεν καταφέρνει να συνδέσει τα άτομα, όταν και η πιο απελπισμένη προσπάθεια του ατόμου να αγαπηθεί αποτυγχάνει, τότε δεν απομένει παρά το «πάθος» να πεθαίνει κανείς-καθημερινά.
Όπως συμβαίνει και με τον τραγικό ήρωα του τέταρτου διηγήματος. Επανάληψη της δεύτερης ιστορίας, όπου η συγγραφέας βλέπει τον δικό της θάνατο να την υποδέχεται.
     Αυτό το παιχνίδι του ονείρου και της πραγματικότητας που καταφέρνει να στήσει μπροστά μας η Βερονίκη Δαλακούρα με την καθαρότητα και αμεσότητα του λόγου της, δεν είναι παρά το άλλο εξίσου σημαντικό, συναίσθημα του ανθρώπου, η πίστη δηλαδή στην ίδια την ζωή. Η κραυγή της Δαλακούρα είναι η απεγνωσμένη κραυγή μιας πληγωμένης ύπαρξης. Είναι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και ερωτικοί σπασμοί ενός πλάσματος ανελέητα χτυπημένου από τα γεγονότα της ζωής, μιας θηλυκής ψυχής που δεν βρήκαν ανταπόκριση τα όνειρά της.
      Γι’ αυτό σε όλα τα κείμενά της, ποιητικά ή πεζά, -πέρα από την όποια αισθητική τους αξία-παρατηρεί κανείς την τάση της να επανέρχεται στις ίδιες έμμονες «νοσηρές» ιδέες που την καταδιώκουν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό, «Διαβάζω» τεύχος 209/ 22 Φεβρουαρίου 1989.
Πειραιάς 1/ Ιουνίου 2013.

Σημείωση: Γράφοντας ατακτοποίητα και χωρίς πολλές διορθώσεις τα κείμενα αυτά που έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στα διάφορα περιοδικά και τις εφημερίδες, θέλω να σημειώσω ότι το παρόν κείμενο θέλω να το αφιερώσω σε έναν φίλο που έφυγε και αυτός νωρίς, τον ποιητή και μεταφραστή Σωκράτη Ζερβό.
Ο Σωκράτης Ζερβός ήταν αυτός που μου μίλησε για πρώτη φορά για την ποιήτρια και συγγραφέα Βερονίκη Δαλακούρα. Πρέπει να ήταν η περίοδος που μόλις είχαν βγει τα ποιήματά του από τις γνωστές εκδόσεις, τότε, «Κάλβος», στη σειρά των νέων ποιητών. Με τον Σωκράτη μας ένωνε μια βαθιά φιλία πέρα ασφαλώς από τις εφηβικές μας κόντρες και εγωισμούς της εποχής εκείνης, μέσα της δεκαετίας του 1970. Από το 1975 έως και όταν έφυγε για σπουδές στην Γαλλία βλεπόμαστε πολύ συχνά, έχω ακόμα στο αρχείο μου αρκετές κάρτες και γράμματά του, και δώρα ορισμένα βιβλία για την Τέχνη. Βλεπόμαστε στο σπίτι, εδώ στον Πειραιά, ερχόταν μαζί με τον Νικολά, τον Γάλλο φίλο του ή με άλλους γνωστούς του. Εγώ πάλι, τον είχα γνωρίσει στους δικούς μου φίλους τους παιδικούς. Τον Βρασίδα Καραλή, τον Νίκο Τόμπρα, τον Στέλιο Πισσαρίδη, τον Αντώνη τον Ερωδιάδη και άλλους εφήβους κουλτουριάρηδες που πιστεύαμε ότι θα αλλάξουμε τον Κόσμο πριν καν γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Θυμάμαι τα κείμενά του στο περιοδικό «Η Λέξη» και διάφορα σκόρπια ποιήματά του και μεταφράσεις του που είχαν δημοσιευθεί σε διάφορα γνωστά και μη περιοδικά της εποχής εκείνης. Οι μαραθώνιοι καβγάδες για κουλτουριάρικα θέματα θα μου μείνουν αξέχαστοι, καθώς και οι νυκτερινές έξοδοι στα τότε γνωστά Καβαφογενή μπαράκια της Αθήνας για τις ανάγκες της αίσθησης και τις μυρωδιές του κορμιού. Με τι σπατάλη αλήθεια τότε, ξοδεύαμε τον χρόνο μας και τα κορμιά μας. Άλλες εποχές άλλες ανάγκες.
     Δεν ξέρω αλήθεια τι θα μείνει και αν μείνει κάτι από το ποιητικό του πέρασμα, σίγουρα όμως θα μείνουν οι μεταφράσεις του των Γάλλων συγγραφέων αλλά και των Ελλήνων στα Γαλλικά. Οι ιστορικοί του μέλλοντος της νεοελληνικής γραμματείας και της γενιάς του 1980 στην οποία ανήκουμε, εύχομαι να διαθέσουν μερικές γραμμές στα βιβλία τους για το πέρασμα αυτού του σγουρομάλλικου εφήβου με την βραχνή φωνή, το βαρύ παλτό και το συνεχώς αναμμένο τσιγάρο.
Κάποτε χαριτολογώντας μου είχε πει ότι θα φύγω πολύ νωρίς μια και ήμουν ο πιο ατακτούλης της εφηβικής αυτής παρέας, η μοίρα το έφερε να μείνω πίσω και να προσπαθώ να διατηρήσω στη μνήμη, και στη γραφή, ζωντανή την παρουσία αυτών των παιδιών που σαν αποδημητικά πουλιά πέρασαν από το στερέωμα της τέχνης και της ζωής και άφησαν πίσω τους μια τρυφερή ανάμνηση και μια βαθιά μελαγχολία.
            

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου