ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ
« Ο Πεζογράφος και το πιθάρι του», εκδόσεις Καστανιώτη
Ᾱθήνα 1992.
Σε μια εποχή που η πνευματική ορατότητα
του κόσμου εξατμίζεται σ’ ένα καλειδοσκόπιο από ασύνδετα και πομπώδη γεγονότα.
Που, δεσπόζει, μια ακατανόητη εισαγγελική φλυαρία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,
τα οποία με έμφαση υιοθετούν μια καλλιεργημένη βαρβαρότητα, που, σφετερίζεται
τον λόγο των ελάχιστων πια δημιουργών. Επιβάλλοντας την ασημία της συλλογικής
μνήμης και προβάλλοντας χωρίς αιδώ, όχι μόνο τον κλονισμό της αξιοπιστίας της
όποιας ετερόλογης φωνής ή υψοποιούς «καρδιακής» αγωνίας,-έναν κλονισμό που
συμβάλλει στην συνειδησιακή αποδόμηση της ιστορικής μνήμης του παρόντος
ιστορικού χρόνου, και, γίνεται αφορμή, για μια ευκρινή αποτίμηση όλων των
λειτουργικών ελλειμμάτων- αλλά, και την ηθική μιας καθηλωτικής, αποχαυνωτικής
κοινωνικής Τήλε-ευμάρειας.
Μιας υλικής Τήλε-ευμάρειας που μόνο ο πίνακας του γνωστού
και σπουδαίου Ισπανού Σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί «Έμποροι σκλάβοι»
αποδίδει σε όλη την υψηλή συγγένειά της με την απόγνωση.
Εκεί που ο Γάλλος διαφωτιστής και φιλόσοφος Βολταίρος,
γίνεται έμπορος σκλάβων, και, στην εποχή μας σήμερα, που η ατομική ιστορική
συνείδηση διαλύεται κάτω από τις δυσεύρετες και υποχρόνιες αιτιώδεις πιέσεις
μιας υπεροπτικής υλικότητας, ενός αλαζονικού και διαβρωτικού υλόφρονου ήθους.
Ενός χυδαίου υλισμού, όπως θα έλεγε και ο παππούς Κάρλ
Μαρξ, Και, η πολιτική αχαμνή μας Δημοκρατία, δεν είναι μάλλον η ελεύθερη και
αβίαστη δημοκρατικότητα της συλλογικής και προσωπικής συνείδησης των πολιτών,
ενσαρκωμένη μέσα στις ίδιες τους τις πράξεις, ή τις όποιες ιδιαιτεροποιημένες
μορφές και πρακτικές τους, αλλά, μελαγχολικές αναμνήσεις αγωνιστικών προγονικών
συμφωνιών αλληλεγγύης.
Και το δίλημμα
που αναφύεται είναι, αν αξίζει άραγε ο όποιος δημιουργός να αποτολμήσει την
έξοδο του έργου του στον χρόνο και τις κατηγοριοποιήσεις του. Μπορεί το όποιας
μορφής αυτοβιογραφικό έργο και η αιμάσσουσα μνήμη του δημιουργού, να
αποτελέσουν σημαίνουσες συνιστώσες της ιστορικής πορείας της εποχής του αλλά,
και αυτής της ίδιας της λογοτεχνικής δημιουργίας με τις ποικίλες εκφάνσεις της;
΄Η μήπως η έξοδός μας από το σπήλαιο-μήτρα, σημαίνει ταυτόχρονα και την
αναγκαία ωρίμανσή μας. Το οριστικό και αμετάκλητο χάσιμο της πρωταρχικής
παιδικής μας κοσμολογικής θέασης, και αθωότητας.
Και την έξοδό
μας αυτή στο χρόνο μάλλον αποπειρώνται με μια σειρά από αξιόλογα βιβλία που
επιμελήθηκε για τον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη, ο συγγραφέας και συνεκδότης του
λογοτεχνικού περιοδικού «η λέξη», Θανάσης Θ. Νιάρχος. Τίτλος της σειράς: Σκέψη,
Χρόνος, και Δημιουργοί. Ανάμεσα στα αξιοπρόσεκτα βιβλία που έχουν εκδοθεί μέχρι
σήμερα είναι και αυτό της πεζογράφου Μάρως Δούκα.
Το βιβλίο με τον
τίτλο «Ο Πεζογράφος και το πιθάρι του», περιλαμβάνει δώδεκα κείμενα και μία
ομιλία. Κείμενα που γράφτηκαν ύστερα από παραγγελία, στο περιθώριο της
μυθιστορηματικής δραστηριότητας της συγγραφέως, κατά την χρονική περίοδο
1981-1991.
Η ομιλία η οποία δάνεισε και τον τίτλο της στο βιβλίο,
εκφωνήθηκε από την πεζογράφο στο Ίδρυμα Χορν Γουλανδρή, και δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «η λέξη» τεύχος 107. Από τα άλλα κείμενα, ένα δημοσιεύτηκε στο
πολιτικό περιοδικό «Κομουνιστική Επιθεώρηση», δύο παρουσιάστηκαν στο
λογοτεχνικό περιοδικό «το Δέντρο», δύο επίσης στο πολιτικό περιοδικό «Αντί», και
τα υπόλοιπα επτά στο λογοτεχνικό περιοδικό «η λέξη».
Τα σπονδυλωτά
αυτά κείμενα, αποτελούν κομβικά σημεία της συγγραφικής δραστηριότητας της Μάρως
Δούκα, αφού όπως και η ίδια αναφέρει, αφορούν πρόσωπα και έργα που την
στιγμάτισαν λογοτεχνικά, και κατά κάποιον τρόπο καθόρισαν την σταδιοδρομία της
σαν συγγραφέα. Αλλά, και πολιτικές ιδέες, κοινωνικές καταστάσεις,
προβληματισμοί, και διάφορα γεγονότα που άγγιξαν άμεσα την προσωπικότητά της,
οριοθέτησαν τις αναζητήσεις της, και ωρίμασαν την σκέψη της.
Η Δούκα στέκεται
συνήθως σε μια σειρά θεμάτων που εστιάζονται στην υποκειμενική εμπειρία, στην
προσωπική μυθολογία. Σε έναν οικείο και όχι μόνο ιδιωτικό χώρο, αναπλασμένο με
γλαφυρό και αναπαραστατικό γλωσσικό ιδίωμα, που η στοχαστική μεταμόρφωση της
μνημονικής πραγματικότητας δίνει τον κύριο τόνο στα κείμενα. Ενώ ταυτοχρόνως,
παράγει μια δομή αυξητικής αφήγησης που φανερώνει τις υφολογικές της
συγγένειες, αισθητικές της αναφορές, αλλά και την ιδιαίτερη ατομική της ευαισθησία.
Το ύφος της είναι τρυφερό, λυρικό, συγκινητικό, υποταγμένο μεθοδικά στην
νοσταλγία της αναφοράς. Σε μια ήρεμη αρμονία ανάμεσα στις ονειρικές εντάσεις,
έτσι όπως αναδύονται από το ονειρικό κείμενο για την πρώτη εκδότρια του Κέδρου,
Νανά Καλλιανέση, και την λεπτή ισορροπία κριτικής λογικής και προσωπικού συναισθήματος
όπως διακριβώνεται από την ρεαλιστική καταγραφή των σκέψεών της, όσον αφορά την
αριστερά και τα συνεπακόλουθα προβλήματά της. Μέσα από την διαφαινόμενη
στοχαστική προέκταση του κριτικού της λόγου η Μάρω Δούκα περιγράφει την
μελαγχολική αίσθηση που απορρέει από τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές της
αριστεράς και την αναπότρεπτη ήττα της.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ήδη ότι το
προσκλητήριο του βιβλίου είναι προσκλητήριο αριστερών συγγραφέων, σημειώνει ο
κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Και πράγματι, η πλειοψηφία των προσώπων του
θεματικού κύκλου που εξετάζει η συγγραφέας, ανήκει στον χώρο αυτόν: Δημήτρης
Χατζής, Γιάννης Ρίτσος, Μέλπω Αξιώτη, Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης,
Στρατής Τσίρκας και άλλοι. Αξιοσημείωτα πρόσωπα που σημάδεψαν με την παρουσία
τους τόσο τα καλλιτεχνικά πράγματα της Ελλάδας, όσο και την πορεία της
αριστερής σκέψης. Πρόσωπα,-όπως ασφαλώς και άλλα από άλλους ιδεολογικούς
χώρους-, που είχαν την τύχη να χαράξουν και να διαμορφώσουν την εποχή τους. Πρόσωπα
που, με το έργο τους, παρήγαγαν πολιτισμό Ελληνικό και συνέχισαν τον Ελληνικό
στοχασμό και την παράδοση. Και η συγγραφέας τα πρόσωπα αυτά δεν τα αφήνει να
χαθούν στην λήθη, δεν προσπερνά το έργο τους
με την ευκολία της αναγνωρισμένης πεζογράφου, αλλά, ανοίγει μια διαρκή
συνομιλία μαζί τους, μελετά το έργο τους, στέκεται με δημιουργική αμφιβολία
πάνω στο όραμά τους.
Μας μεταφέρει με νοσταλγία ίσως, την αίσθηση που χαρίζει η
ανάγνωση των έργων τους, ή την συγκίνηση της μνημονικής υπενθύμισης της
παρουσίας τους. Ακόμα και οι νεκρολογίες της, κινούνται σε έναν κόσμο
δημιουργικής «σιωπής», όπου μέσα του αντανακλάται η Τέχνη όπως αντίστοιχα μέσα
στην βαθύτερη ουσία της Ζωής ιζηματοποιείται η παγερή όψη του Θανάτου.
Δύο ακόμα
θεματικοί κύκλοι που κυριαρχούν στον παρόντα τόμο, είναι ο προβληματισμός σχετικά
με την πολιτική, και ο θάνατος, διότι αδιάκοπα στα σημεία αυτά υποδηλώνεται η
απουσία και η απώλεια, γράφει η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά.
Οι ημερολογιακοί
σχολιασμοί που προτάσσονται των κειμένων είναι μορφές αιτιολόγησής των, που,
καθιστούν πληρέστερη την κατανόησή τους, αλλά και επεξηγούν τις συνθήκες
συγγραφής των.
Οι σχολιασμοί αυτοί ερχόμενοι σαν αρωγός των κύριων
θεματικών κειμένων, μας γεννούν το εξής ερώτημα: Ως πιο σημείο μπορεί να
επεκταθεί ένα σχόλιο, χωρίς τελικά να καταλήξει σε ένα ευσύνοπτο δοκίμιο; χωρίς
να παγιδευτεί ο σχολιασμός από την αποτελεσματικότητα της ίδιας της δοκιμιακής
πράξης;
Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί και το κείμενό της με τον τίτλο
«Αλλιώς -αλλιώς αηδόνα μου» σελίδα 31, που αναφέρεται στην Απριλιανή
Δικτατορία. Ένα κείμενο που, δεν κομπορρημονεί για τις αντιστασιακές περγαμηνές
κάποιων αριστερών διανοουμένων της εποχής εκείνης, αλλά και δεν απολησμονάει
την ευθύνη που φέρει το σύνολο σχεδόν του λαϊκού σώματος με την παθητική του
στάση, και τις επιλογές που επέδειξε.
Εύστοχοι είναι
επίσης οι χαρακτηρισμοί της Μάρως Δούκα όταν αναφέρεται σε πρόσωπα όπως :ο
πεζογράφος Κώστας Ταχτσής, ο πεζογράφος και ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς, η
Αναγνωστάκη, η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας και
άλλοι. Αλλά επίσης, και όταν εκφράζει τις ιδέες της για το τι είναι το
Μυθιστόρημα, τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό, την Πολιτική γραφή κ.λ.π.
(εδώ γεννάτε το ερώτημα; άραγε είχε ποτέ η αριστερά μεγάλα
κριτικά πνεύματα; Και μιλάμε για κριτικούς, όχι αριστερούς αγωνιστές, γιατί
ασφαλώς ο Γιάννης Κορδάτος και ίσως ο Μάρκος Αυγέρης, δεν μας αποδεικνύουν του
λόγου το αληθές.-Κάποιος ασφαλώς μπορεί να προβάλλει το επιχείρημα ότι το
περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και το περιοδικό «Πρωτοπόροι» εκκολάψανε
αρκετά ενδιαφέροντα πρόσωπα της
αριστερής κριτικής διανόησης-).
Ευχάριστη επίσης αίσθηση αφήνει και η ανάγνωση των
περιπαικτικών σχολίων που κάνει η συγγραφέας όσον αφορά την κριτική για το
βιβλίο της από τον καθηγητή Γιώργο Σαββίδη.
Οι χαρακτηρισμοί και οι κρίσεις της Δούκα, δεν
αποτελούν ένα είδος πλαισίου που μεταφέρει τα δηλούμενά της έξω από τον κόσμο
της πεζογραφικής της πραγματικότητας. Αλλά ουσιαστικές παρατηρήσεις και
χαρακτηρολογικοί σχολιασμοί που υποδηλώνουν την εξάρτησή τους από την συμβολική
αποτελεσματικότητα της γλώσσας που χρησιμοποιεί αλλά και τις αντηχητικές
αποκρίσεις ιδεών και σκέψεων της μυθιστορηματικής της δημιουργίας, έτσι όπως
αυτές ανιχνεύονται μέσα από τις διαδρομήσεις της σύνολης καλλιτεχνικής της
εργασίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα
«Εξόρμηση» Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1994, σελίδα 23.
«Εξόρμηση» Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1994, σελίδα 23.
Πειραιάς 23-Ιουνίου 2013.
Σημείωση: Την πεζογράφο Μάρω Δούκα, δεν είχα την τύχη μέχρι
σήμερα να συναντήσω από κοντά. Στο τηλέφωνο μόνο αν θυμάμαι σωστά έχουμε
μιλήσει μία ή δύο φορές. Όμως τα βιβλία της τα διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον και
θεωρώ ότι η πεζογράφος Μάρω Δούκα, είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες
συγγραφικές παρουσίες που έχουμε στον χώρο της πεζογραφίας και της γενιάς της.
Η Μάρω Δούκα όπως και άλλες γυναικείες παρουσίες στο χώρο
του Μυθιστορήματος ή του Διηγήματος φρονώ ότι μπορούν να διδάξουν πολλές σημερινές
πεζογράφους, που γράφουν εμπορικά μεν, αλλά ανούσια, ογκώδη,(βιβλία τούβλα) ή
σεναριοποιημένα πεζά, που είναι της μιας χρήσεως ή για να διαβαστούν μέσα στο
λεωφορείο.
Η γυναικεία
πεζογραφική παρουσία, σε σχέση με εκείνη των αντρών, δεν έχει νομίζω ακόμα
προσεχθεί όσο θα έπρεπε. Και αν κόμισαν κάτι καινούργιο και διαφορετικό σαν
θεματολογία, ύφος, γλώσσα και γραφή, στην σύγχρονη πεζογραφική πραγματικότητα
στα χρόνια μετά την Δικτατορία της 21ης Απριλίου. Και ασφαλώς
αναφέρομαι και σε γυναικείες φωνές που δεν άνηκαν ούτε ανήκουν στον αριστερό
χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου