ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
Ο Υπνοβάτης, εκδόσεις Ερμής,
Αθήνα 1988.
Η κυρία Μαργαρίτα Καραπάνου είναι κόρη της
γνωστής και αξιόλογης συγγραφέως, σεναριογράφου και θεατρικού δημιουργού
Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Μιας δημιουργού που είχα την τύχη να διαβάσω πριν την
γνωρίσω από κοντά. Ακόμα η μνήμη μου φέρνει εικόνες μιας περασμένης εποχής, που
μαζί με τον συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού» να με κρατούν από το μπράτσο και
να πηγαίνουμε να παρακολουθήσουμε ομού θεατρικές παραστάσεις (το θρυλικό για
την εποχή του θεατρικό έργο «Έκβους» στο Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη,
αλλά και αρκετές άλλες). Η Λυμπεράκη παρότι δεν έχει γράψει πολλά βιβλία, θεωρώ
ότι είναι μια πολύ αξιόλογη γυναικεία φωνή των Ελληνικών γραμμάτων που τις
αξίζει περισσότερη προσοχή, από τους ερευνητές και ιστορικούς της λογοτεχνίας.
Δυστυχώς προβλήματα και αδιέξοδα της ζωής, με από μάκρυναν από την παρουσία της
και χαθήκαμε πολύ γρήγορα. Όμως αυτές οι μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών
συναντήσεις και τηλεφωνικές μας επικοινωνίες θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη
της εφηβικής μου ηλικίας. Τα βιβλία της όμως με τις τρυφερές αφιερώσεις είναι
πάντα κοντά μου.
Ο «Υπνοβάτης», είναι το δεύτερο βιβλίο της
συγγραφέως κυρίας Μαργαρίτας Καραπάνου, το πρώτο με τίτλο «Η Κασσάνδρα και ο
λύκος» είχε κυκλοφορήσει από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1977. Ένα βιβλίο που
πραγματικά σημάδεψε την τότε εποχή. Τα μικρά αυτά διηγήματα (ποιος δεν θυμάται
ακόμα τα «Μέλια» και άλλα μικρά κομμάτια) ήταν κάτι καινούργιο για την τότε
πεζογραφική πραγματικότητα. Μικρές ιστοριούλες «γοτθικής υφής» που ήταν κάτι
πρωτόγνωρο αλλά ταυτόχρονα και συναρπαστικό. Μπορεί η θεματολογία τους να ήταν
άγρια και σοκαριστική, αλλά το σύνολο περιεχόμενο των μικρών αυτών
στιγμών-διηγημάτων ήταν εξαιρετικό και γαργαλιστικό ταυτοχρόνως χωρίς να γίνεται
σκανδαλώδες, σε σημείο που, αφού κανείς διαβάσει το βιβλίο να θέλει αμέσως να
μοιραστεί την εντύπωση που του έκανε με άλλους αναγνώστες και λάτρεις της
λογοτεχνίας, και να τους ρωτήσει ανοίγοντας συζήτηση για το περιεχόμενό του. Το
βιβλίο από ότι είχα μάθει και ενημερωθεί από φίλους, είχε γίνει το δώρο της
εποχής. (όπως αργότερα το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη…)
Ακόμα και σήμερα μετά από τόσες
δεκαετίες αυτό το πρώτο βιβλίο της κόρης της Μαργαρίτας Λυμπεράκη διαβάζεται με
μεγάλη ευχαρίστηση και ενδιαφέρον. Αν και έχει πάρει επάξια την θέση του στην
χορεία των άλλων πεζογραφημάτων των γυναικείων φωνών.
Ο χώρος μέσα στον οποίο κινεί τους
«παθογόνους» ήρωές της η συγγραφέας είναι ένα Ελληνικό κοσμοπολίτικο νησί. Η
ιστορική και δοξασμένη Ύδρα. Ένα από τα δεκάδες Ελληνικά νησιά, που ο Έλληνας
επισκέπτης από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα το επισκεφτεί θα αρχίσει να
αναρωτιέται αν πραγματικά βρίσκεται σε Ελληνικό έδαφος, ή σε ένα διεθνές forum που συναντώνται άτομα
από όλα τα μέρη της Υδρογείου, και η βαβελική τους γλώσσα δεσπόζει της
Ελληνικής.
Ο χώρος όμως που έπλασε η συγγραφέας-για να κινούνται οι ήρωες του
«Υπνοβάτη» της είναι «μολυσμένος». Δεν είναι «νοσηρός» από κάποια φυσική ή
μεταφυσική αιτία, ή δύναμη. Αλλά, γιατί τα άτομα τα οποία δρουν-αλλά και αυτά
που στέκουν βουβοί θεατές των γεγονότων που εξελίσσονται γύρω τους-είναι
μολυσμένα. Και δεν είναι ρυπαρά επειδή έχουν μια «ιδιαίτερη» προσωπική ζωή, αυτή άλλωστε η διαφορετικότητά τους, και παράξενη ιδιοσυγκρασία δεν προσθέτει ή
αφαιρεί τίποτα από την προσωπικότητά τους, αλλά είναι διαβρωμένα γιατί η
επιλογική τους συμπεριφορά είναι παθογόνα. Διακατέχονται από συμπλέγματα κάθε
μορφής, και χρωματισμού, από μια εμφανή σεξουαλική ανικανότητα και μια
ψυχολογική έλλειψη ισορροπίας και, με μια έντονη και εμφανή πνευματική διαταραχή.
Είναι αυτό που στην καθομιλουμένη λέμε, ότι τα άτομα αυτά είναι κουνημένα.
Οι ήρωες της Καραπάνου περιδιαβαίνουν τον
χώρο άσκοπα και αναίτια. Είναι τρομερά εγωπαθείς, έντονα ανερμάτιστοι,
υπερφίαλοι μέχρι αηδίας, γεμάτοι έπαρση για την μωρία τους. Αγωνίζεσαι να βρεις
κάτι πάνω τους για να τους συμπαθήσεις. Ας θυμηθούμε τηρουμένων των αναλογιών
τους ήρωες του μυθιστορήματος ο «Ψυχοβγάλτης» του Μπορίς Βιάν, αν και στο έργο
αυτό, ο ήρωας-κεντρικός πυρήνας, που στρέφονται οι άλλοι γύρω του, είναι το
εξιλαστήριο θύμα, ο εξαγνιστικός αμνός για τις αμαρτίες των άλλων, της κοινότητας.
Ο χρόνος-Κρόνος πάλι, ελλοχεύει σαν
αθόρυβη ρουφήχτρα για να οδηγήσει τον «σαπρώδη» αυτόν συρφετό στον πυθμένα,
στον πάτο του τελευταίου κύκλου της «Κόλασης». Η γλωσσική τους ισορροπία έχει
χαθεί, οι λέξεις τους το μόνο που μπορεί να εκφράσουν είναι την φορτισμένη
παθογένειά τους. Και καθώς υποχωρεί ή εκμηδενίζεται κάθε λεκτική καθαρτήρια
πρόταση, την θέση της παίρνει η έντονη και αποκρουστική σχιζοφρένεια της εικόνας.
Οι ανομολόγητοι πόθοι, τα κρυφά πάθη, και
οι τερατώδεις επιθυμίες που καραδοκούν μέσα στο μυαλό του «Μανώλη»-του
κεντρικού ήρωα, και καταδυναστεύουν αρνητικά και δεσμευτικά την ζωή του, (δεν
τον μετατρέπουν σε ένα δικαιοκριτή του Κόσμου, όπως μες στην παράνοια των
σκέψεών του επιθυμεί, αλλά τον καθιστούν σε ένα ανισόρροπο, ευτελές και ποταπό άτομο), δεν είναι δηλαδή η άλλη όψη της «Λούκας» που καταγράφει τις δικές
του κτηνώδεις πράξεις, όσο επίσης και αυτές των άλλων ηρώων γύρω του.
Ποιος από του δυο και πότε παίζει
το ρόλο του κυρίου «Χάιντυ», αυτό μόνο η ίδια η συγγραφέας το γνωρίζει.
Όμως η κυρία Καραπάνου, μην
καταφέρνοντας να μεταπλάσσει τους χαρακτήρες σε λογοτεχνικούς μύθους, έτσι ώστε
να αποκτήσει η πλοκή αληθοφάνεια, τους μεταμόρφωσε σε φρικτές καρικατούρες
(φοβερά αρνητικά φορτισμένες) που μέσα από ανομοιογενείς εικόνες εναλλάσσονται
με εξεζητημένη χυδαιότητα.
Φλύαρα σκέλεθρα που φιλήδονα
κινούνται πάνω σε ερημικό τοπίο. Η σκληρότητα των πλάνων, η βαναυσότητα των
εικόνων, οι ωμές και ανατριχιαστικές περιγραφές και ένας «επίπλαστος ρεαλισμός»
που διαχέεται σε όλο το έργο και διαπερνά εμετικά τις σελίδες, προκαλούν την
δυσφορία του αναγνώστη. Στους ήρωες λείπει παντελώς η όποια κοινωνική αναστολή,
το όποιο συνειδησιακό ήθος, ακόμα και οι γλωσσικοί κώδικες που υιοθετούν είναι
τόσο παγεροί και στείροι από κάθε είδους καλώς εννοούμενης «ηθικής». Τους
λείπει κάθε είδος κοινωνικού ή ατομικού οράματος. Η δράση τους είναι κραυγαλέα, χωρίς έλεος, με πομπώδεις θορύβους και άκομψες χειρονομίες. Οι πράξεις τους δεν
εκφράζουν παρά μόνο την σκοτεινή πλευρά της ζωής τους, πολλές φορές είναι τόσο
κακόγουστες σε σημείο αηδίας. Τα Ελληνικά τους είναι τρισβάρβαρα, κάκιστα. Ένας
φτηνός χολιγουντιανός εντυπωσιασμός απορρέει μέσα από τις σελίδες του
πεζογραφήματος. Και αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί το πάθος της πλοκής και τα
προσωπικά πάθη που κινούν τους ήρωες της συγγραφέως δεν έχουν μέτρο, δεν έχουν
ούτε καν την απαραίτητη γλωσσική ισορροπία. Ο ανελέητος και συνεχής
βομβαρδισμός από δήθεν «ιερόσυλες πράξεις» που προσπαθούν να αναιρέσουν την
«ιερότητα» ορισμένων κοινωνικών συμβόλων δεν φορτίζει θετικά την εξέλιξη της
πλοκής αλλά και δεν κάνει ευχάριστη την ανάγνωση, όπως εύστοχα θα μπορούσε να
συναντήσει κανείς σε άλλους συγγραφείς. (Βλέπε τα έργα του Μαρκησίου ντε Σαντ.)
Αλλά συνθλίβει την όποια εντύπωση αφήνει το γεγονός προσφέροντάς μας μια έντονη
αίσθηση σκανδαλοθηρίας.
Ούτε πάλι σοκάρουν ορισμένες
ενέργειες και πρακτικές αυτούς που διακατέχονται από μεταφυσικό συναίσθημα, ή
ανάγκη μιας στηρικτικής της ζωής τους πίστη, γιατί οι πράξεις αυτές(των ηρώων)
πηγάζουν από αρρωστημένες καταστάσεις, είναι θα γράφαμε ειδικές κλινικές περιπτώσεις
που ανάγονται σε άλλες σφαίρες έρευνας. Απλώς προκαλούν δυσφορία γιατί
ούτε την θνησιμαία εποχή μας απεικονίζουν, ούτε εμπλουτίζουν τον μύθο της
πεζογραφικής αφήγησης. Απλά κατά την άποψή μου, προσπαθούν να προκαλέσουν το
ενδιαφέρον εκεί που δεν υπάρχει.
Τελικά τι μένει από όλη αυτή την
προσπάθεια της βραβευμένης συγγραφέως;
Αβίαστα θα απαντούσαμε πλήξη.
Άξιζε άραγε τόσος θόρυβος για
λογοτεχνικά σκύβαλα;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση περιοδικό
«Δαυλός» τεύχος 77/ Μάϊος 1988
Πειραιάς 1-Ιουνίου 2013.
Σημείωση: Εδώ θα ήθελα να
σημειώσω τα εξής: Πάντοτε πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω και να υποστηρίζω
ότι όταν διαβάζεις ένα έργο λογοτεχνικό ή μη, εκείνο που πρέπει και οφείλεις να
κρίνεις είναι οι ιδέες του, η πλοκή του, η τεχνική του, η γλωσσική του
αρτιότητα, οι διάφορες επιρροές του και τα λοιπά στοιχεία που απαρτίζουν ένα
έργο και το καθιστούν κλασικό στο χρόνο αλλά και στην εποχή του. Δεν πρέπει και
δεν χρειάζεται να κρίνεις αρνητικά τον συγγραφέα. Μόνο την δημόσια εικόνα του
καθενός μας έχουμε δικαίωμα να σχολιάζουμε να απορρίπτουμε ή να αποδεχόμαστε ή
να στεκόμαστε επιφυλακτικοί μαζί του. Άλλο η δημόσια εικόνα και άλλο η
προσωπική επιλογή του καθενός μας. Ο γνωστός και βραβευμένος Γερμανός
συγγραφέας Χέρμαν Έσσε, σε κάποιο έργο του έγραφε τα εξής: «δεν έχουμε το
δικαίωμα να κρίνουμε μια άλλη ζωή, έχουμε μόνο το δικαίωμα να κρίνουμε τους
κανόνες του παιχνιδιού που καθένας αποφασίζει να υιοθετήσει και να ακολουθήσει
στην προσωπική του ζωή» Νομίζω ότι είναι από τον «Σιντάρτα» ή τον «Ντέμιαν», δεν θυμάμαι ακριβώς μετά από τόσα χρόνια που τον έχω διαβάσει, σημασία όμως
έχει, ότι οφείλουμε να κρίνουμε μόνο την δημόσια εικόνα του καθενός μας και τα
γραφτά μας τα δημόσια, δηλαδή το ιδεολογικό μας οπλοστάσιο. Και μάλιστα σε μια
εποχή όπως η σημερινή, που το σκάνδαλο, η σκανδαλοθηρία, και το κουτσομπολιό
δυναστεύει την ζωή και την χώρα μας και ποδηγετούν τις όποιες θετικές πλευρές
πνευματικής ανάτασης κρύβουμε μέσα μας και της ψυχικής μας γαλήνης.
Γιατί τα γράφω αυτά; Γιατί όταν
άρχισα να δημοσιεύω σαν νέος κάποτε στο έγκριτο περιοδικό «Δαυλός» ο διευθυντής
του κύριος Δημήτριος Λάμπρου, μου είχε πει ότι παρότι το περιοδικό δεν είναι
λογοτεχνικό εγώ μπορώ να έχω ελευθέρως και ανέξοδα σελίδες για να γράφω
κριτικές βιβλίων. Μου είχε πει επίσης, ότι του άρεσαν οι κριτικές μου που είχε
διαβάσει σε άλλα έντυπα. Όμως ο κύριος Λάμπρου σαν διευθυντής του περιοδικού
άρχισε να παρεμβαίνει στα κείμενά μου και μάλιστα χωρίς να με ρωτήσει. Το ίδιο
έκανε και στην συγκεκριμένη κριτική για το βιβλίο της κυρίας Μαργαρίτας
Καραπάνου. Δυστυχώς πρόσθεσε στο τέλος πράγματα που εγώ δεν είχα γράψει και δεν
θα έγραφα, χωρίς να με ρωτήσει. Όταν είδα το κείμενο τυπωμένο ένιωσα φοβερά
άσχημα, διότι στην αρχή της κριτικής και συγγραφικής μου «καριέρας» χρεώθηκα
πράγματα-λόγια που δεν ήταν δικά μου και δεν πίστευα. Η κριτική μου είπε ότι
είχε να πει για το βιβλίο και όχι τα υπόλοιπα. Η επιστολή διαμαρτυρίας που είχα
αποφασίσει να στείλω και την είχε διαβάσει γνωστός κριτικός δεν στάλθηκε, γιατί
όπως με συμβούλεψε, περισσότερο σκάνδαλο θα προκαλούσε ή αρνητικό ντόρο παρά θα
είχε αποτέλεσμα από τα τότε έντυπα. Η καλύτερη λύση είναι η σιωπή-αλλά και η
γνωστοποίηση των καθεκάστων- σε ορισμένους φιλικά προσκείμενους σε μένα
ανθρώπους. Αυτό είχε ασφαλώς σαν συνέπεια να χάσω την εμπιστοσύνη μου και να
μην δεχτώ να δημοσιεύσω ξανά στο περιοδικό αυτό. Το ίδιο έχω πάθει και άλλες
δύο φορές αν θυμάμαι καλά από δήθεν πνευματικούς μεγαλόσχημους των Αθηνών.
Με την πάροδο του χρόνου πιστεύω
ότι εφόσον δεν είναι κανείς «ψώνιο» για να περιφέρεται στις λογοτεχνικές
ταράτσες των διαφόρων συνάξεων, η ορθότερη λύση είναι η διαφύλαξη του
προσωπικού μας ήθους, όχι ηθικής, αλλά ήθους. Η σιωπή είναι η ορθότερη λύση, αν
και χρεωνόμαστε πράγματα ξένων. Στον χώρο τον καλλιτεχνικό, τον δημοσιογραφικό
κ.λ.π. αυτά όπως η ζωή αποδεικνύει συμβαίνουν. Δυστυχώς και οι λεγόμενοι
άνθρωποι του πνεύματος είναι και αυτοί-και εμείς- άτομα με μικρότητες και πάθη
για μια στιγμή αναγνώρισης και πρόσκαιρου κέρδους.
Όπως και να έχει για την ιστορία, χρεώθηκα τότε για πρώτη φορά λόγια που δεν πίστευα και δεν έγραψα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου