Ένα
Θέατρο, μια πόλη
Νίκος
Αξαρλής, Κατερίνα Μπρεντάνου: επιμέλεια
«Ο
Πειραιάς και το Δημοτικό Θέατρο», εκδόσεις Τσαμαντάκη 2008.
(Πρακτικά
της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Πανεπιστήμιο Πειραιά 13/4/2003)
Ο πολιτισμός ενός λαού, φανερώνεται τόσο
στα επίπεδα ανθρωπιάς που προσφέρει απέναντι στους ομόφυλους και αλλόφυλους
κατοίκους της χώρας του, στα πλεονάσματα ευαισθησίας που εκπέμπει στον πόνο του
άλλου, όσο και στον καθημερινό τρόπο που αντιμετωπίζει το περιβάλλον, μέσα στο
οποίο ιστορικά αναπτύχθηκε, διαχρονικά δημιούργησε και πολιτιστικά αναπαρήγαγε την
αισθητική του αγωγή και τις όποιες κοινωνικές του σχέσεις. Δικαιώνεται από την
δια βίου μικρή αλλά σταθερή του αντίσταση απέναντι στις ανθρώπινες εκείνες
δυνάμεις, που ελέω πολιτικής καιροσκοπικής ανοχής και ιδεολογικής αφιλίας, αλλά
και καθυστερημένων τοπικιστικών μικροσυμφερόντων καταστρέφουν με συνειδητό
κομπασμό οτιδήποτε δεν τους είναι οικονομικά χρηστικό και μικροπολιτικά
αποτελεσματικό. Κάθε τι που δεν βρίσκεται εντός των ορίων της ατομικής τους
εγωτικής ιδιοτέλειας και στενόμυαλης προχειροπρακτικής.
Δυστυχώς φοβάμαι ότι μετά το στρατιωτικό
πέρας του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου-αλλά και νωρίτερα-στην Ελληνική
επικράτεια, αναπτύχθηκε μια αυτοκαταστροφική στάση ζωής και μια θεσμοθετημένη
κρατική καθολική παιδεία συστηματικής άρνησης και ωχαδερφισμού για όποιο
αρχιτεκτονικό ή άλλου είδους κτιριακό μεγαλούργημα που με αρκετό μόχθο
οικοδόμησαν οι συνέλληνες προπάτορές μας. Εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τις
δικές τους καλλιτεχνικές ανησυχίες, τις συλλογικές ανάγκες του βίου της εποχής
τους, τους ατομικούς και συλλογικούς πόθους και επιθυμίες για ανετότερη και
ομορφότερη κοινωνική επιβίωση. Στις μέρες μας ιδιαίτερα επικρατεί μια χαροποιός
άρνηση, μια επιβραβεύουσα απαξίωση γι’ αυτό που ονομάζουμε Ελληνικό Πολιτισμό
γενικότερα.
Οι Νεοέλληνες αδιαφορούν νωχελικά για τις
όποιες περιβαλλοντολογικές και πολιτιστικές ιδιοτυπίες του Ελληνικού χώρου και
ότι αυτές εκφράζουν. Κλείνουν χαριεντιζόμενοι τα μάτια της συνείδησής τους σε
αυτό που ονομάζουμε αισθητική αγωγή ψυχής, εμπειρική διαπαιδαγώγηση πνεύματος
και, που μορφοποιείται και αντανακλάται στα διάφορα αρχιτεκτονήματα της
Ελληνικής ιστορικής συνείδησης, την αστείρευτη μυσταγωγία της λαϊκής τέχνης και
παράδοσης, την πολυχρωμία της Δημοτικής μουσικής, τις διάσπαρτες λόγιες και
λαϊκές εικαστικές προτάσεις, τα θύραθεν αλλά και εκκλησιαστικά θεατρικά
δρώμενα, στην Δημοτική ποίηση και με δύο λόγια στην κάθε είδους ατομική και
συλλογική καλλιτεχνική δημιουργία. Αρνούνται να κατανοήσουν, ότι η Τέχνη σε
όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της αντικατοπτρίζει την πιο γνήσια κοινωνική
δημιουργικότητα ενός λαού και ότι αυτός πρεσβεύει και μεταφέρει στο σεντούκι
της ιστορικής του παρακαταθήκης.
Και
επικουρικά συμβάλλει στην ασφαλέστερη και λειτουργικότερη Εθνική συνδεσμολογία μιας
χώρας.
Και αν πανελλήνια συναντάμε την
εγκατάλειψη κάθε πολιτιστικού στόχου ή σκοπού από την μεγάλη μάζα του λαού,
τότε τι να σχολιάσει κανείς για τις επιμέρους τοπικές κοινωνίες και
μεγαλουπόλεις, πέραν των ορίων της πρωτεύουσας.
Πειραιάς, μια πόλη, ένα επίνειο, όπου για
«ανεξήγητους λόγους» έχει τροχοδρομηθεί η φθορά και η παρακμή του.
Αν
μελετήσει κανείς προσεκτικά τα κείμενα που κατά καιρούς δημοσιεύονται για την
πόλη του Πειραιά, όχι μόνο θα απογοητευθεί αλλά και πικραμένα θα αναρωτηθεί, αν
πραγματικά άξιζε μια τέτοια τύχη για μια πόλη που ήκμαζε κάποτε από κοινωνική
ζωή, πρόσφερε πλουσιοπάροχα τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις στους πολίτες
της, φλέρταρε με σπουδαία πολιτιστικά γεγονότα και καταθέσεις δημιουργικής αναφοράς.
Σύμβολο της πολιτιστικής ιστορίας του
Πειραιά από τους Πειραιώτες και όχι μόνο, υπήρξε το Δημοτικό του Θέατρο, ένα
λαμπρό και ένδοξο αρχιτεκτονικό στολίδι της πόλης που αποτελούσε μια αυτοδύναμη
πολιτιστική παρουσία και συγκεφαλαίωνε την αισθητική, τον πλούτο και την
ποιότητα όλης της πειραϊκής παράδοσης.
Το
Δημοτικό Θέατρο, ισάξιο του Εθνικού Θεάτρου, με την περίοπτη και σημαίνουσα
θέση που καταλαμβάνει στο κέντρο της Πόλης, με την κομψότητα και καθαρότητα των
αρχιτεκτονικών του γραμμών, την μαγευτική οπτική εντύπωση που αποπνέει, την
εσωτερική του κομψότητα και δομική ρυθμολογία, την αυτοδύναμη παρουσία του
ύφους του, την αναφορικότητά του στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, δεν είναι
μόνο η κειμηλιοθήκη της Πειραϊκής πολιτιστικής συνείδησης αλλά και ο
τυπολογικός κοινωνικός χαρακτήρας μιας πόλης που κάποτε μεγαλούργησε, υιοθέτησε
αξίες διαχρονικού μεγαλείου, ενσωμάτωσε ιδέες, και μας παρέδωσε πρότυπα λαϊκού
κοινωνικού ήθους και συμπεριφοράς. Πριν ακολουθήσει, και αυτή με την σειρά της,
την πληθωρική νεοελληνική κακομοιριά και αδιαφορία.
Όπως είναι φυσικό επακόλουθο, ο πειραϊκός
πτωχοπροδρομισμός της πόλης και της πειραϊκής κοινωνίας γενικότερα, είχε τις
κατασταλτικές επιπτώσεις του και πάνω στο Δημοτικό Θέατρο στον 20ο
αιώνα. Οι δύο μεγάλοι σεισμοί που έπληξαν τον Ελληνικό χώρο το 1981 και το 1995
αντίστοιχα, έδωσαν την χαριστική βολή στο περίλαμπρο αυτό σύμβολο της πόλης,
που του έμελλε να συμβολίζει την τραγελαφική τραγωδία και πολιτιστική παρακμή
της πειραϊκής πόλης, ενώ αρχιτεκτονήθηκε για να την δοξάζει.
Το βιβλίο που επιμελήθηκαν, με άψογη
φροντίδα και αγάπη, η θεατρολόγος Κατερίνα Μπρεντάνου και ο μελετητής και
συγγραφέας του άλλου αξιόλογου βιβλίου, «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά-θέατρο και
πόλη» εκδόσεις Οδός Πανός 2001 Νίκος Αξαρλής, είναι απαραίτητο όχι πρωτίστως σε
κάθε Πειραιώτη, αλλά σε όποιον ενδιαφέρεται ουσιαστικά και αληθινά για την
ιστορική περιπέτεια και της δικής του πόλης. Το βιβλίο επίσης κοσμείται με
έγχρωμες φωτογραφίες από διάφορες ιστορικές φάσεις της ιστορίας του Θεάτρου.
Τα
θέματα που εξετάζονται είναι ποικίλα και ορισμένες φορές αρκετά ειδικού βάρους
και, ενδιαφέροντος.
Οι
εισηγητές είναι επιστήμονες και ειδικοί από όλο το φάσμα του ειδικού και
τοπικού αυτού προβληματισμού.
Από
την αρχαιολογική του σκοπιά, το κείμενο του Γιώργου Σταϊνχάουερ μας μαρτυρά την
αρχαία οικία και το ιερό που υπήρχε στο σημείο αυτό κατά την αρχαιότητα και τα
προβλήματα της ανασκαφής του.
Ο
ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος, στην δική του εισηγητική κοινωνιολογική
διαπίστωση του Δημοτικού Θεάτρου ως συμβόλου της πόλης, εκφράζει την θέση, και
όχι αστήρικτα, για το τέλος της «Μικρής μας Πόλης», και το Δημοτικό άγος
παλαιότερης πειραϊκής αρχής να διώξει από την πόλη ένα από τα σπουδαιότερα
τέκνα της, τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη.
Για
την απαξίωση της πειραϊκής αρχής απέναντι στον λαμπρό αυτόν θεατράνθρωπο,
κάνουν λόγο και η τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου σε προσφώνησή της στην αρχή του
βιβλίου, μιλώντας για την συνεργασία της μαζί του.
Επίσης,
η επίκουρη καθηγήτρια και θεατρολόγος Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, στο
κείμενό της «Ο Δημήτρης Ροντήρης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 1957-1959», κάνει
σύντομη αναδρομή στην μεγάλη προσφορά του σκηνοθέτη στην πόλη, μας μιλά για
τους στόχους, τα οράματά του, τις ανιδιοτελείς φιλοδοξίες του και τις δυσκολίες
του.
Θεατρικού
ενδιαφέροντος αλλά και ιστορικά πληροφοριακού είναι η εισήγηση της
εκπαιδευτικού και θεατρολόγου Κατερίνας Μπρεντάνου, που μας μιλά και για τα
άλλα θεατρικά σχήματα και θεατρικούς χώρους που δημιουργήθηκαν στον Πειραιά
κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ο
αρχιτέκτονας Νικόλαος Ντόριζας αναφέρεται στα κτίρια του Πειραιά κατά τον 19ο
αιώνα και την ιστορία τους.
Η
αναπληρώτρια καθηγήτρια θεατρικών σπουδών και συγγραφέας Άννα Ταμπάκη,
σχολιάζει γενικά τον θεατρικό χώρο και την αστική κοινωνία.
Για
την αρχιτεκτονική χωροθέτηση του Δημοτικού Θεάτρου και τις δυσκολίες και
πολιτικές αντιξοότητες της αποκατάστασής του μας μιλούν σε ιδιαίτερα κεφάλαια
οι αρχιτέκτονες Ελένη Φέσσα-Εμμανουήλ, που ασχολείται με τα πανευρωπαϊκά
αρχιτεκτονήματα της εποχής της οικοδόμησης του, και της σύνολης μορφολογικής
του σύνθεσης.
Ο
αρχιτέκτονας Νίκος Μπελαβίλας, που μιλά για την επανασημασιοδότηση της
χωροταξικότητας της πόλης με την αρχιτεκτόνησή του, ενώ ο Θεόδωρος Τιμαγένης
μας γνωστοποιεί τα σχετικά με την ακουστική και αρχιτεκτονική του.
Υπάρχει
επίσης το κείμενο του εκπαιδευτικού και σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά, του
μουσικοσυνθέτη Γιώργου Κουρουπού, και άλλων παρεμβάσεων.
Αξίζει
να μνημονεύσουμε τις καίριες διαπιστώσεις του Νίκου Αξαρλή, που με θλίψη μιλά
για την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για το Δημοτικό Θέατρο και την πόλη από
τις εκάστοτε Δημοτικές και άλλες αρχές, και το κείμενο του αρχιτέκτονα Μιχάλη
Δωρή, για την προσωπική του περιπέτεια στην προσπάθεια αποκατάστασης και
αξιοποίησής του.
Καλλιτεχνικά εξαντλημένος από την
εσκεμμένη αδιαφορία και τις καθυστερημένες προσπάθειες της επίσημης Δημοτικής
αρχής τα τελευταία 27 χρόνια, όσον αφορά το Δημοτικό Θέατρο αλλά και την
κρατική αβελτηρία, όσον αφορά την αναστήλωσή του, ο Πειραιάς θεωρώ ότι δεν
μπορεί να αντέξει το κόστος της αποπεράτωσής του.
Θα πρέπει το Δημοτικό Θέατρο να περιέλθει
στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού και να τύχη της ίδιας μέριμνας και
φροντίδας που έχει το Εθνικό μας Θέατρο.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή», 29 Ιουνίου 2008, σελίδα 33.
Πειραιάς
9 Ιουνίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου