Κώστας Ταχτσής (1927-1988)
Αναφορά στον συγγραφέα που χάθηκε
τόσο άδοξα
Ο Κώστας Ταχτσής, γεννήθηκε στην
Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1927. Μεγάλωσε όμως και σπούδασε όπως και άλλοι
συγγραφείς της συμπρωτεύουσας στην Αθήνα.
Ο συγγραφέας ανήκει στην γενιά
εκείνη των πνευματικών δημιουργών που η εφηβεία τους, συνέπεσε με την Γερμανική
επίθεση εναντίον της Ελλάδας και τον πόλεμο, την μετέπειτα σκληρή περίοδο της
Κατοχής, και τις εσωτερικές στιγμές της μεγάλης απόφασης του εμφύλιου διχασμού.
Ήδη η Ελλάδα είχε χάσει την Μικρά Ασία, από τα λάθη τόσο των Κωνσταντινικών,
όσο και του Εθνάρχη αλλά μεγαλοιδεάτη αστού πολιτικού του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Και οι εδώ κάτοικοι του Ελληνικού Βασιλείου, αποκαλούσαν τουρκόσπορους τους
εξόριστους και κατατρεγμένους Έλληνες της Σμύρνης, και δεν τους έδιναν ούτε
τροφή για να φάνε. Αυτά για να θυμόμαστε τι τράβηξαν και οι δικοί μας Έλληνες
πρόσφυγες από τα εδώ αδέρφια τους.
Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1951. Ήταν μια μικρή ποιητική συλλογή με
τίτλο «Δέκα ποιήματα» και ήταν αφιερωμένη στην
αδερφή του. Γνωστός στο ευρύτερο κοινό, θα γίνει μερικά χρόνια αργότερα, όταν
θα εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Συμφωνία του Μπραζίλιαν» το 1954, και
«Καφενείο το Βυζάντιο» το 1956. Έκτοτε δεν θα ξανασχοληθεί με την ποίηση, θα
τον αφήσει αδιάφορο και ίσως μάλιστα θα σταθεί και αρνητικά απέναντί της.
(Τουλάχιστον αυτό η δική μου μνήμη θυμάται από τις συζητήσεις μας, ίσως να
λαθεύω).
Και οι τρεις του ποιητικές συλλογές που
εξέδωσε σε διάστημα περίπου έξι χρόνων, βρίσκονται κάτω από τον αστερισμό δύο
μεγάλων και πολυσήμαντων ποιητών, αυτόν του Κωνσταντίνου Καβάφη και εκείνον του
Κώστα Καρυωτάκη.
Ο μεγάλος Αλεξανδρινός-αυτή η πονηρή ποιητική αλεπού της Αλεξάνδρειας
που δεν άφηνε κοκόρι για κοκόρι-θα τον βοηθήσει-και όχι μόνον αυτόν αλλά και το
σύνολο σχεδόν των νεοελλήνων δημιουργών-να διατυπώσει με τρόπο λιτό και επιγραμματικό,
αλλά και ακρίβεια γραφής, εκφραστική ελευθερία και χωρίς κοινωνικούς
ενδοιασμούς την προσωπική του ιδιαίτερη επιλογή στον ερωτικό τομέα.
Ο ιδανικός αυτόχειρας της ποίησης πάλι,
αυτός που χωρίς να το συναισθανόμαστε έχει επηρεάσει τόσες και τόσες γενιές
ποιητών, αυτός που τόσο δυστύχησε στην προσωπική του ζωή, αυτός που ειρωνεύτηκε
πρώτα τον εαυτό του και μετέπειτα αυτήν την εχθρική προς τους Έλληνες πατρίδα, που
χάθηκε τόσο άδικα-χωρίς να πληρώσει ποτέ κανένας δημόσιος καρεκλοκένταυρος,
κάτι που εξακολουθεί ακόμα μέχρι σήμερα-θα του προσφέρει την αίσθηση του
αδιεξόδου, του ψυχικού κενού της κοινωνικής απαισιοδοξίας, την κριτική ειρωνική
ματιά πάνω στα γεγονότα που αγγίζει τα όρια της φάρσας, όπως φαίνεται στην
ποιητική του κατάθεση και χαράσσεται αδρότερα στο μοναδικό μυθιστόρημά του, την
μελαγχολία των συναισθηματικών καταστάσεων και την χαρμολύπη της ίδιας της
ζωής.
Από το 1954 και για μια δεκαετία, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής θα ζήσει
εκτός του Ελλαδικού χώρου. Θα ταξιδέψει στην Ευρώπη, την Αφρική, την Αμερική,
την Αυστραλία, μετερχόμενος διάφορα επαγγέλματα. Από ναύτης σε φορτηγό πλοίο
μέχρι υπάλληλος επί των δημοσίων σχέσεων στην κοινοπολιτειακή τράπεζα της
Ωκεανίας. Από τα πιο ταπεινά θα λέγαμε μέχρι τα πιο κοινωνικά υποφερτά.
Το 1962, εποχή πρωθυπουργίας του
Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, (χρονιά που ο μυθιστοριογράφος Γιάννης
Μπεράτης θα λάβει το Β βραβείο μυθιστορήματος για το έργο του «Στρόφιλος»,
πρώτο δεν δόθηκε) με δικά του έξοδα ο Κώστας Ταχτσής, δημοσιεύει το πρώτο και
μοναδικό του μυθιστόρημα, «Το Τρίτο Στεφάνι».
Το Ελληνικό αυτό μυθιστόρημα,
κυκλοφόρησε το 1967 με μεγάλη επιτυχία στην Γαλλία, εποχή του στρατηγού Σαρλ
Ντεγκώλ, και πρωθυπουργίας Ζωρζ Πομπιντού, από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Γκαλλιμάρ
και υπήρξε επίσης, το πρώτο Ελληνικό βιβλίο που εκδόθηκε από τις γνωστές
Αγγλικές εκδόσεις βιβλίων τσέπης, Πένγκουιν το 1968. Στην Ελλάδα ήμασταν ακόμα
στον πρώτο χρόνο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Το Ελληνικό αυτό μυθιστόρημα είχε προταθεί για το Βραβείο Φορμέντορ,
μαζί με μυθιστορήματα συγγραφέων όπως η Γαλλίδα συγγραφέας Μαργκαρίτ Ντυράς, ο
Γερμανός Γκύντερ Γκρας και άλλοι.
Το βιβλίο στην Ελλάδα, έτυχε μιας όχι και
τόσο ευνοϊκής αναγνώρισης από τους κριτικούς.
Οι απόψεις ήσαν αντίδρομες και οι
θέσεις που εκφράστηκαν αμφιλεγόμενες.
Από την μία οι: ο κριτικός και
ιστορικός της λογοτεχνίας καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, ο επίσης κριτικός και
καθηγητής Απόστολος Σαχίνης, και ο κριτικός και δοκιμιογράφος Βάσος Βαρίκας, και
από την άλλη οι: ο καθηγητής και Ομηριστής, συγγραφέας Δημήτρης Μαρωνίτης, ο
καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Λίνος Πολίτης, και ο νομπελίστας
ποιητής Γιώργος Σεφέρης, οι οποίοι το επαίνεσαν και στάθηκαν με συμπάθεια στο
έργο. Για να περιοριστώ σε τρεις σημαντικούς αντιπροσώπους της κριτικής και από
τις δύο πλευρές.
Όμως το μυθιστόρημα αυτό του Κώστα Ταχτσή,
(το οποίο να θυμίσουμε είχε ζητήσει την άδεια ο διεθνούς φήμης σκηνοθέτης
Θεόδωρος Αγγελόπουλος για να το σκηνοθετήσει και εκείνος αρνήθηκε, με την
ηθοποιό Ειρήνη Παππά, αυτό το είχα ακούσει από τα δικά της χείλη κάποτε που την
είχα γνωρίσει στο σπίτι του Ταχτσή) θεωρώ κατά την δική μου άποψη-και ίσως να
λαθεύω-ότι δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί, παρά τις επανειλημμένες εκδόσεις
του, ούτε σχολιασθεί συστηματικά και ενταχθεί μέσα στον χώρο και το χρόνο της
Ελληνικής μυθιστορηματικής πορείας. Ούτε επίσης έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε η
δομή του, η τεχνική του σε σχέση με τα άλλα μυθιστορήματα εκείνης της περιόδου,
και ασφαλώς ο γλωσσικός του ιστός και ιδιωματικός λεκτικός πλούτος.
Πολλούς ενόχλησε και ενοχλεί, ο
στεγνός και φλύαρος λόγος του, η επιδερμική του ηθογραφία και ο σκληρός
ρεαλισμός των εικόνων και των σκηνών του. Ακόμα οι χωρίς συναισθηματικές
υπεκφυγές και αποκρύψεις ωμές περιγραφές των χαρακτήρων των ηρώων του. Αλλά και
η διαρκής τάση του, να στέκεται με σχολαστικότητα στις λεπτομέρειες, αλλά και
τα ελαττώματα και τις μικρότητες των ατόμων, στις μικροκατινιές τους, και τον
κουτσομπολίστηκο χαρακτήρα των ηρωίδων του.
Όμως γιατί θα πρέπει να κλείνουμε τα μάτια,
στην γραφή ενός οποιουδήποτε συγγραφέα που περιγράφει με ωμό και κυνικό τρόπο
στάσεις ζωής και ηθικής της εποχής εκείνης, σε μια σκληρή και άχαρη
πραγματικότητα.
Αυτά τα ομοιόμητρα,
ετεροκαθορισμένα «μικρόνοα» μορφώματα που είναι οι ήρωες του Ταχτσή, δεν
απαρτίζουν την ίδια την ζωή και την ατμόσφαιρά της και μάλιστα της Ελληνική
εκείνη την περίοδο;
Ο μικρός αυτός μίζερος και νωθρός
κόσμος που περιγράφει με μαεστρία ο μυθιστοριογράφος δεν υπήρξε η ίδια η
Ελλάδα, μιας περίπου τριακονταετίας;
Αυτή η Φλωμπερική κουραστική
επαναληπτική περιγραφή των δύο γυναικών και ο γοητευτικός εξομολογητικός τους λόγος-κόσμος,
μήπως δεν ήταν η πραγματικότητα της τότε κοινωνικής ζωής; Ή τουλάχιστον ενός
μεγάλου πληθυσμιακά μέρους της.
Τι άλλο εκτός από μιζέρια,
πολυτεκνία, φτώχεια, αναδουλειές, κοινωνικές κακοτυχίες, ατομικές δυστυχίες,
ξεκάθαρες πολιτικές και οικονομικές γραμμές, αγραμματοσύνη, υποκρισία,
προλήψεις και δεισιδαιμονίες, μοιρολατρία και καφετζούδες και άλλα πολλά
επικρατούσαν στις φτωχές συνοικίες, τις γνωστές παραγκουπόλεις τις δεκαετίες
του 1940, του 1950, του 1960.
Να θυμηθούμε την ταινία «Συνοικία
το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη, τις άλλες ελληνικές ταινίες με τον Νίκο
Ξανθόπουλο και την Μάρθα Βούρτση, εκείνες με την αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου;
Τον Μίμη Φωτόπουλο;(που οι λιγούρηδες και πεινασμένοι συγκάτοικοί του στην
πολυκατοικία του Κολωνακίου δεν τον δεχόντουσαν γιατί ήταν λαϊκής και τρε
μπαναλ τάξης; Την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη;
Η Ελλάδα, ήταν μια μικρή στενάχωρη κι βρώμικη αυλή που μέσα της ζούσε
και ανέπνεε αλλά και ονειρευόταν ο λαός της.
Οφείλουμε κάποτε να πετάξουμε τα γυαλιά του μικροαστικού μας
φορμαλισμού, αλλά και την στείρα λαϊκίστικη ηθική της αριστεράς, περί λαϊκού
μεγαλείου, και άλλα ανέξοδα και κρατικίστικα επαναστατικά τινά, και να
αντικρίσουμε την ιστορική μας πραγματικότητα σαν λαός και σαν Έθνος. Για όσους
τουλάχιστον έτυχε να μην ανήκουν στις όποιες εξουσιαστικές κάστες της Ελληνικής
νομενκλατούρας.
Ασφαλώς και έχει αρκετά τρωτά σημεία από
καθαρά τυπικής λογοτεχνικής τεχνικής το μυθιστόρημα αυτό, όμως όποιος είχε την
μεγάλη και ανεπανάληπτη τύχη να το ακούσει επί Μάνου Χατζιδάκι στο ραδιόφωνο,
το Τρίτο Πρόγραμμα, με την Σμάρω Στεφανίδου και την Ρένα Βλαχοπούλου, αν
θυμάμαι σωστά, θα καταλάβει ίσως τι θέλω να πω με το παραπάνω.
Μετά την εμπορική αλλά και λογοτεχνική
επιτυχία που είχε το «Τρίτο Στεφάνι» ο συγγραφέας δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα.
Σαν η κατάρα της επιτυχίας του να τον απέτρεπε από το να ξαναγράψει, ή σαν να
εξαντλήθηκε μυθιστορηματικά. Όμως το λαχείο της επιτυχίας συνήθως έρχεται μια
και μόνο φορά, και ο Ταχτσής το κέρδισε και το εξαργύρωσε.
Το 1968 επιχορηγείται από το
γνωστό Ίδρυμα Φορντ, της Νέας Υόρκης για το συγγραφικό του ταλέντο με 15.οοο
χιλιάδες δολάρια.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, συνυπογράφει
την γνωστή Δήλωση των 18 ενάντια στην Δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Έκτοτε, η συγγραφική του πορεία,
θα έχει μια πτώση χωρίς επιστροφή. Τα δυο βιβλία που αργότερα κυκλοφόρησε με
διηγήματα: «Τα Ρέστα» και «η Γιαγιά μου η Αθήνα», θα λέγαμε ότι είναι
ετερόφωτοι συγγραφικοί δορυφόροι του πρώτου του μυθιστορήματος.
Ασχολήθηκε ακόμα, με μεταφράσεις Θεατρικών έργων όπως αυτό του
νοτιαμερικανού συγγραφέα Αντάιντε, «Δεσποινίς Μαργαρίτα» που παίχτηκε με μεγάλη
επιτυχία από την μεγάλη Έλλη Λαμπέτη(είχα την τύχη να την παρακολουθήσω αρκετές
φορές μαζί με τον μεταφραστή),πολύ αργότερα ανέβηκε από τον Γιώργο Μαρίνο και
νομίζω και από την ηθοποιό Θέμης Μπαζάκα. Επιτυχία είχαν και οι μεταφράσεις των
κωμωδιών του Αριστοφάνη που ο Ταχτσής έκανε με μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Αλησμόνητη θα μείνει η παράσταση
της «Λυσιστράτης» από τον θίασο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Σε αυτήν την θρυλική
ταράτσα αν θυμάμαι καλά με τον συγχωρεμένος Λευτέρη Βογιατζή και άλλους
ηθοποιούς του τότε Αντιθεάτρου, κ.λ.π.
Ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, μετά την
διεθνή αναγνώριση που του πρόσφερε το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα,
κοιτούσε να βρίσκεται πάντα μέσα στην επικαιρότητα της καλλιτεχνικής και όχι
μόνο ζωής της περιόδου εκείνης, με προκλητικές εύστοχες και άλλοτε όχι προσωπικές
του δηλώσεις και συνεντεύξεις.
Ας κλείσουμε τη μικρή αυτή αναφορά στον
μυθιστοριογράφο που χάθηκε προχθές τόσο άδοξα και τραγικά, και που η ζωή και η
μοίρα του στάθηκαν όχι μόνο ευνοϊκές αλλά και αρκετά φειδωλές, με ένα του
ποίημα.
Η
ΖΩΗ ΜΟΥ
Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου
κλώτσ’ από δω
κλώτσ’ από κει
γκόλ! γκόλ!
το χάσαμε το παιχνίδι».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η
Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 12911/29-8-1988.
Πειραιάς, Σάββατο, 23 Νοεμβρίου
2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου