ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ
«Καβάφης
καθ’ οδόν»
Από
το Θέατρο Έναστρο-Δωματίου
Ένας κόμπος ανεβαίνει σταθερά στο λαιμό,
κάθε φορά που έρχονται στην σκέψη μου πρόσωπα που γνώρισα και έφυγαν τόσο
πρόωρα από κοντά μας.
Μια αίσθηση ματαιότητας με πλημμυρίζει για
το ανόητο, ελπιδοφόρο αυτό παιχνίδι του τίποτα, που όλοι μας παίζουμε και
λέγεται Ζωή, λέγεται Ιστορία, γενέθλιος Πόλη, Έρωτας του Ωραίου, αναζήτηση της
ιδανικής Ομορφιάς, πελαγοδρόμηση μέσα στους λαβυρίνθους της ψυχής και του
πνεύματος. Ρεύμα επιθυμίας προς το άλλο σώμα που σε απωθεί και σε έλκει ταυτόχρονα,
που σε οδηγεί προς το χάος και το στίγμα του Έρωτα, της αγάπης και της αγωνίας,
της ιστορίας σου και της τέχνης σου. Θάνατος, η μουσική χωρίς νότες, η τέχνη
χωρίς μορφή, ο έρωτας χωρίς τα άγγιγμα του σκληρού πόθου, το σκούρο και
ανερμήνευτο του ειδώλου μας μπροστά στον καθρέπτη της πρόσκαιρης ζωής.
Η πόλη του Πειραιά σαν θηλυκή μαινάδα μπροστά
στην φουφού της ιστορίας της κηδεύει τα παιδιά της με άσπλαχνο τρόπο, αδιαφορία,
κυνισμό, απάθεια και παθιασμένο έρωτα προς αυτά, που ολοκληρώνεται μόνο με την
φυσική τους απώλεια. Εκεί στην κρυφή γωνιά του τίποτα της ιστορίας της που δεν
θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.
Ζωή τρελή, ζωή μηδαμινή, ζωή σημαδεμένη στο
χάος βουτηγμένη.
Και
ενώ η αδιάφορη προς το ανθρώπινο ζώο Φύση μας υπενθυμίζει σταθερά και αδιάκοπα το
βέβαιο του θανάτου και μας οδηγεί με χαιρεκάκια στα όρια της ανυπαρξίας με
σταθερά και αργά βήματα μέχρι ο χρόνος να μας σπρώξει στην μαύρη τρύπα ομαδικώς, ο όποιος Πολιτισμός και οι μεγάλοι διαχρονικοί μύθοι του αλλά και οι
μικρότεροι οι προσωπικοί μας που γίνονται εικόνες τέχνης, αγωνίζονται
ασθμαίνοντας να μας βοηθήσουν να κρατηθούμε από το ελπιδοφόρο δόλωμα της
Τέχνης όπως το ψάρι από την τριχιά του θανάτου του ψαρά.
Γιαυτό
πιστεύω ότι η ζωή κυλάει, όχι τόσο με τις ανδραγαθίες των μεγάλων και
φημισμένων αντρών της Ιστορίας και τα ένδοξα κλέη τους, όσο με τα χιλιάδες
καθημερινά μας πάθη και αστοχίες τις κρυφές και παράλογες αμαρτίες μας τις
αστοχίες εκείνες που πικραίνουν δημιουργικά το βίο μας και φωτίζουν έστω και με
μουντό φως την μοναχική μας πορεία αλλιώς.
Από την Λαϊδα ως την Μαρία την Αιγυπτία και από την Σαπφώ ως την Κασσιανή κοινός ο δρόμος της ζωής.
Από
τον ωραίο και καλλίγραμμο οινοχόο βοσκό τον Γανυμήδη ως τα μαβιά μάτια του
Κωνσταντίνου Καβάφη κοινός ο πόθος του έρωτα.
Και
από το παράπονο του κραταιού Αχιλλέα στον Άδη ως το τραγούδι του Νεκρού
αδερφού, κοινή η μοίρα και το μοιρολόγι της ζωής.
Μνήμη
θανάτου στην καθ’ οδόν πορεία μας ελπίζοντας μάλλον περισσότερο για τους άλλους, παρά για εμάς τους ίδιους.
Μνήμη
θανάτου προς τις μοιραίες φαντασιώσεις μας, τα παραπαίοντα ίχνη των ονείρων
μας.
Ο
καθένας ρίχνει τα ζάρια της ατελέσφορης πορείας μας και όποιος και όσο αντέξει.
Μεγάλη υπόθεση στον χώρο της ζωής και της
ποίησης ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.
Ένα
όνομα που κερδίζει συνεχώς έδαφος, ένας ποιητικός λόγος που ακούγεται και
διαβάζεται από τους πάντες ανά την υφήλιο.
Κωνσταντίνος
Καβάφης, αυτός ο πονηρός γέρων της Αλεξάνδρειας. Αυτής της πόλης των ηδονών και
της μαγείας, του ανατολίτικου ρυθμού και της μαγγανείας της γνώσης, αυτής της
παγκόσμιας μέσα στην ιστορία Εταίρας που αποδέχθηκε τα πάθη της και
καταφεύγοντας στην έρημο της απάθειας αγίασε.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης με την ποιητική του
γραφή και ερωτικό οραματισμό, μας δίδαξε τις
ανάγκες του σώματός μας, έδωσε στο σώμα μας και τις ανάγκες του φωνή να μιλήσει
και να αφηγηθεί τις δικές του επιθυμίες, να μιλήσει για ότι εκείνο και μόνο το
αφορά. Οι επιθυμίες και οι ανομολόγητες αισθήσεις του αναδύθηκαν από την άβυσσο
της μεταφυσικής και της ομιχλώδους και ευμετάβλητης μέσα στην ιστορία ηθικής
μας. Οι αισθήσεις του σώματός μας αποκαθηλώθηκαν από την ονειρική φαντασία μας,
αποπαγηδεύτηκαν από την σκουριά των θρησκευτικών προλήψεων, περπάτησαν σιμά μας
και μας αγνόησαν πανηγυρικά, μας έστρεψαν αυτές την πλάτη.
Ο
ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας οικουμενικός δημιουργός γιατί, ενώ μας
μιλά για τις προσωπικές του επιθυμίες, τους ατομικούς του έρωτες-αυτοί οι
μνημονικοί Καβαφικοί ομοφυλόφιλοι έρωτες με τις δεκάδες αισθήσεις και ερωτικές
μυρωδιές-μας αναφέρει τα δικά του ερωτικά σκιρτήματα και ερεθίσματα των δικών
του αισθήσεων, ταυτόχρονα μας παραπέμπει στα διάφορα ιστορικά συνδηλούμενα με αποκαλυπτικό τρόπο και σαγηνευτική μαγεία, σε μια καθημερινή και απλή γραφή με ένα
κοίταγμα τόσο σε εμάς οικείο, που καθιστά το δικό του ατομικό θέμα και βλέμμα
πανανθρώπινο και διαχρονικά επίκαιρο.
Ο Καβάφης σωματοποιεί τις ενδόμυχες
επιθυμίες μας, τις απαγορευμένες σκέψεις μας, και μας προτρέπει να τις
κοιτάξουμε κατάματα αποφεύγοντας το βλέμμα της Μέδουσας των κοινωνικών μας Ερινύων.
Χωρίς ενοχές, χωρίς σκάνδαλα, χωρίς φόβο,
χωρίς έπαρση για τους αδυνάτους, αλλά και χωρίς ταπείνωση και εύκολο μεταφυσικό
εξιλασμό μας λέει: Να, κοιτάξτε το σώμα σας είναι εδώ, μοναδικό και
ανεπανάληπτο και σας περιμένει, σας καλεί μέσω των επιθυμιών των άλλων σωμάτων, οι επιθυμίες του όποιες και αν είναι στέκονται εδώ μπροστά σας, οι διάφορες και κάθε φορά
μαγευτικές του ανάγκες περιμένουν δικαίωση, μετά από αυτό η μνήμη, μόνον την
φθορά του μπορεί να απεικονίσει.
Είναι αγχώδης η γραφή του και η φωνή του
όλο πίκρα, γλυκόπικρη ιχνηλασία επιθυμιών ανεκπλήρωτων.
Το
σώμα δεν ακολουθεί πάντα τα ένστικτά του. Οι εποχές, οι φραγμοί της
κοινωνίας, οι πολιτικές συνθήκες, οι ιστορικές απαγορεύσεις οι δολοφονικές απαγορεύσεις των
θρησκευτικών δοξασιών, οι προσωπικές συνθήκες ζωής και παιδείας, τα
οικογενειακά βιώματα, οι κάθε είδους προλήψεις και δισταγμοί, εμποδίζουν το
σώμα να εκφραστεί με τους δικούς του κανόνες, να μιλήσει την δική του και μόνο
γλώσσα, να αφεθεί ελεύθερο στην απόλαυση των καθημερινών στιγμών, στην
μυσταγωγία της εκπλήρωσης των αναγκών του.
Δεσμωτήριο κατά τον θείο Πλάτων της ψυχής
είναι το σώμα, όμως του σώματος, είναι η κοινωνία.
Ναός
του Θεού είναι για την χριστιανική παράδοση το σώμα, αλλά οι εμπορικές κάθε
είδους συναλλαγές του, σκοτώνουν κάθε υγιή μας επιθυμία και αμαυρώνουν την ζωή
μας άχαρα και δυναστευτικά.
Το σώμα, το σώμα μας, στην ποίηση του
Κωνσταντίνου Καβάφη έχει την δική του φωνή, αντίθετα από τον ίδιο τον ποιητή που
η φωνή του γίνεται μνήμη, αναπόληση περασμένων στιγμών. Η μνήμη όμως, προσφέρει
λαλιά στον δημιουργό για να εκφράσει οτιδήποτε εκείνος θεωρεί ότι πρέπει να
διασωθεί από την ελεύθερη φωνή του σώματός του.
Ο
Καβάφης κατορθώνει αυτό που δεν μπόρεσαν να πετύχουν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς
με το τεράστιο έργο του, ο μύστης Άγγελος Σικελιανός με το αχαρτογράφητο μάλλον
ακόμα ποιητικό του πεδίο, ακόμα και ο Διονύσιος Σολωμός, με τον ωραιοπαθή
δεκαπεντασύλλαβό του και τον μισοτελειωμένο μυστικό του οραματισμό και ιδεαλιστικό του ερωτισμό, αλλά και αυτός ο σκληροτράχηλος Νίκος Καζαντζάκης, με
την κάπως κακοτράχαλη γραφή του, την μεγάλη του εγκεφαλικότητα που συναντάμε μέσα
στην ποιητική ή πεζή φόρμα του και την ακόμα πιο τεράστια θεματολογία του.
Η γραφή εναντίον του σώματος, να η διαφορά
της γενιάς του Κωστή Παλαμά από εκείνη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Και στην μέση,
η αμφιβολία και ο πεσιμισμός του Κώστα Καρυωτάκη και η άλλη Στροφή του Γιώργου
Σεφέρη, πριν φανεί το όνειρο και πάλι του μελωδού Οδυσσέα Ελύτη.
Τα
άρρητα ρήματα της παράδοσής τους ανθίζουν και μοσχοβολούν ακόμα.
Ο Καβάφης, κατέβασε στη γη το σώμα και τις
επιθυμίες του, το σταύρωσε και το ανάστησε όπως οι διάφοροι πολιτισμικοί μύθοι
κάνουν με τους συλλογικούς τους ιδεοτύπους.
Ο
ποιητής συνομιλεί όχι με ιδεατά πρόσωπα μεταφυσικές ιδέες, αλλά με υπαρκτά
ιστορικά αγαπημένα του πρόσωπα ή πρόσωπα της ιστορίας που σημάδεψαν την εποχή
τους ή άλλαξαν τον ρου της καθημερινής ιστορίας της εποχής τους.
Γιαυτό
και το σώμα, όταν αποτυγχάνει στην ιστορική του ερωτική πορεία ειρωνεύεται,
σαρκάζει, μειδιά, την ίδια του την προσπάθεια, και όλοι μας γνωρίζουμε, πόσο
εξίσου φρικτή και επώδυνη είναι η αποτυχία του σώματός μας παραπλήσια με εκείνη
των ιδεών μας. Το τίμημα είναι αβάσταχτα σκληρό και είτε εκδηλώνεται ως αρρώστια, είτε κρυφοκαίει ως
ανεκπλήρωτη επιθυμία, έτσι όταν υποψιάζεται την αποτυχία του, παραμένει στο
ημίφως, κρύβεται πίσω από τις απαλές
σκιές των κεριών, σκηνοθετεί την παρουσία του αλλά και την όποια έλλειψή του.
Σωματικές
σκιές που επιθυμούν είναι μάλλον το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του
Αλεξανδρινού. Σώματα που κοχλάζουν από
ζωή και αγωνίζονται να παραμείνουν στην επιφάνεια της ιστορίας, σώματα που
γνώρισε και αγάπησε, σώματα που ερωτευθήκαμε και ποθήσαμε και εμείς μέσω της ποίησής του.
Από την άλλη, ο Πειραιώτης δημιουργός Ανδρέας
Αγγελάκης, βιώνει και αυτός την ματαιότητα του ερωτικού εγχειρήματος, το
άδοξο των ερωτικών του επιθυμιών, καταφεύγει στην ενοχική λαγνεία, την
τρομαχτική πραγματικότητα των τραυματικών επιθυμιών, στην μοναχική και αδηφάγα
λύτρωση του θανάτου. Η οδυνογόνος γραφή του έρχεται από την ζωή της πιάτσας
του λιμανιού, των σκοτεινών σοκακιών, των ατέλειωτων σκιών των πάρκων και όχι
του κλειστού δωματίου η γραφή του ανακαλεί στην μνήμη την ταινία «Μάμα Ρόμα» του Πιέρ
Πάολο Παζολίνι και τους ατέλειωτους ερωτικούς δρόμους της Άννας Μανιάνι, χωρίς
όμως τον δικό της λυρισμό και μητρική αποφασιστικότητα.
Οι
προσωπικές του ενοχές και τα ατομικά του αδιέξοδά γίνονται εφιαλτικά όνειρα γραφής, τρόμος ποιητικού κενού. Συναντάμε στο έργο του μια ερωτική ξενηλασία που παγώνει την αίσθηση μέσα από την περιγραφή της σωματικής φθοράς.
Το ποιητικό έργο «Καβάφης καθ’ οδόν»,
γράφτηκε μετά την σπαρακτική συλλογή του «Μεταφυσική της μιας Νύχτας» (1982),
το συγκλονιστικότερο και δραματικότερο μάλλον έργο του Ανδρέα Αγγελάκη, και την ποιητική του σύνθεση
«ο Μακρύς μονόλογος για την Πολυδούρη» (1989) που γράφτηκε μετά, τα ποιήματα αυτά έχουν μια ενότητα ύφους χωρίς την ίδια πάντοτε ισορροπία.
«ο Μακρύς μονόλογος για την Πολυδούρη» (1989) που γράφτηκε μετά, τα ποιήματα αυτά έχουν μια ενότητα ύφους χωρίς την ίδια πάντοτε ισορροπία.
Ο «Καβάφης καθ’ οδόν» είναι μία ακόμα
αφορμή για να μας μιλήσει ο συγγραφέας για την δική του ζωή και τα ερωτικά της
πάθη, και φυσικά, η φιλοδοξία του ποιητή να ζωντανέψει ποιητικά έναν άλλο
ομότεχνό του ποιητή, τον Αλεξανδρινό ποιητή με τα όμορα ερωτικά βιώματα και να
τον καταστήσει πρόσωπο οικείο στις μέρες μας.
Μια
προσπάθεια που μάλλον κατά την γνώμη μας, δεν πετυχαίνει τον στόχο της.
Οι δέκα ποιητικές ονειροφαντασίες του
Ανδρέα Αγγελάκη δεν μας προσφέρουν με επάρκεια ούτε αναπλάθουν το μαγευτικό
κλίμα της ζωής του Αλεξανδρινού και της εποχής του, ούτε επίσης το ερωτικό
τοπίο των ποιημάτων του, την ερωτική απελευθερωτική ανάσα της ποιητικής του
φόρμας, το θρόισμα της ερωτικής του μοναξιάς.
Το ποίημα, είναι μια προσωπική κραυγή
απόγνωσης του Πειραιώτη συγγραφέα που αποζητά διέξοδο μέσα από άλλες ποιητικές
φωνές και παρουσίες με όμορες ευαισθησίες και ψυχικές απογνώσεις. Σίγουρα ο
Ανδρέας Αγγελάκης πρέπει να γνώριζε και να είχε διαβάσει την ποιητική σύνθεση του ποιητή Γιάννη
Ρίτσου για τον Αλεξανδρινό, αλλά η ποιητική στιγμιοτυπική ποίηση του Ρίτσου
είναι ένα άλλο πρόβλημα, όπως επίσης και το πώς παρουσιάζεται το αντρικό σώμα,
το πώς θαυμάζεται ή το πώς θωπεύεται, το πώς αιχμαλωτίζεται από το βλέμμα του
ποιητή, αυτό φαίνεται καθαρότερα στο έργο τα "Ερωτικά" του ποιητή της Μονεμβάσιας.
Το κείμενο αυτό του ποιητή Αντρέα Αγγελάκη
δεν έχει την πιο άρτια δομή που είχε το άλλο του έργο ο μονόλογος για την
Πολυδούρη, πεζολογεί αναμνησιακά για να αναφερθεί στα δικά του αδιέξοδα που
ίσως του προετοιμάζουν την δική του πορεία την σε εμάς γνωστή. Η «Μεταφυσική
της μιας Νύχτας» είχε ήδη δουλέψει υπόγεια και σκληρά και προετοίμαζε το
αποτέλεσμα.
Τότε θα αναρωτηθούμε, προς τι το θεατρικό
ανέβασμα; Σκοπιμότητες θεατρικές, Καβαφικές αγάπες επίκαιρες; Ή μόδα
Σμαραγδιακή;
Πως μετατρέπεται σε θεατρική πρόταση η
όποια ανθρώπινη παθολογία, χωρίς να σκανδαλίσει ή να χαθεί κάτω από το βάρος
μιας δήθεν επίκαιρης επαναστατικότητας;
Ο σκηνοθέτης κύριος Μίλλας, έστησε μια
φασφουντάδικη παράσταση χωρίς νεύρο, περισσότερο από όσο έπρεπε στο πόδι, και
μας έδωσε μια θεατρική απόπειρα ενός ποιητικού έργου χωρίς να γνωρίζει ούτε τι
είχε προηγηθεί του ποιητικού κειμένου, ούτε τι ακολούθησε μετά στην συγγραφική
διαδρομή του ποιητή. Χωρίς
αίσθηση του ποιητικού χώρου του κειμένου που επεξεργάστηκε, χωρίς να κατορθώσει να αναπλάσει την ατμόσφαιρα μια εποχής κάπως κοντινή σε μας, χωρίς τις ανάλογες εξωτικές μυρουδιές από τις ερωτικές διαθέσεις του ποιητή, ή ακόμα χωρίς να
κατορθώσει να συλλάβει την συγκινησιακή απόγνωση του Ανδρέα Αγγελάκη. Μια δήθεν πορεία
προς ένα δήθεν αδιέξοδο.
Το
ίδιο το κείμενο έχει από μόνο του αρκετές δυσκολίες στο ανέβασμά του, δυσκολίες περισσότερο ανάπλασης της ατμόσφαιρας θα σημειώναμε, και μάλιστα καθ’ οδόν προς τον Πειραιά.
Ακόμα, οι υποτυπώδεις διάλογοί του είναι από μόνοι τους παρακινδυνευμένες
προσπάθειες για να μην καταφύγει κανείς στην γραφικότητα του προκλητικού, της ομοφυλόφιλης επιτήδευσης.
Ο
θεατρικός καθρέπτης δωματίου, δεν είναι εύκολο να μετατραπεί σε ψυχιατρικό ντιβάνι
του σκηνοθετικού προτρεπτικού μηνύματος.
Το έργο δεν είχε καν ατμόσφαιρα, οι
φωτισμοί ήσαν τόσο έντονοι που εξαφάνιζαν κάθε απόπειρα ανάμνησης Καβαφικής
σκιαγράφησης αλλά, και Πειραιώτικης ερωτικής πρότασης.
Ο ηθοποιός κύριος Γιώργος Λιβανός, χωρίς
αίσθηση των κανόνων του μονολόγου και της θεατρικής διασκευής, απέδωσε χωρίς
ρυθμό τον λόγο, δεν κράτησε τους απαραίτητους χρόνους του κειμένου, δεν είχε τις αναγκαίες παύσεις που
ολοκληρώνουν την προσωπική ερμηνεία του κάθε θεατή, τράβηξε ένα μακαρόνι τόσο
βιαστικό και κακόηχο που καταλάβαινες αμέσως ότι ο άνθρωπος βιαζόταν και ήθελε
να πάει σπίτι του, ότι ήθελε να απαλλαγεί από το θεατρικό και σκηνοθετικό αυτό φορτίο
Οι
μεγάλες και ανεξέλεγκτες χειρονομίες του, βοήθησαν έτι περισσότερο στην κακόηχη
απαγγελία του, δεν είχε ύφος, ούτε καν ατομικό.
Η κυρία Βαρβάρα Κυρίτση, όμορφη στην
εμφάνιση-αλλά αυτό δεν αρκεί-σε μια μικρή και υποτυπώδη σκηνή, μάλλον δεν
πρόσφερε τίποτα περισσότερο από το να ξεκουράσει για λίγο τον τόσο βιαστικό
παρτενέρ της.
Και αναρωτιόμαστε, προς τι όλη αυτή η
απόπειρα σκηνοθέτη και ηθοποιών; Και οι δύο ηθοποιοί όπως γράφει το κακόγουστο
φωτοτυπημένο σημείωμα, έχουν δουλέψει και αλλού, δεν κατανοώ τουλάχιστο εγώ,
γιατί αυτές οι προχειρότητες και δουλειές του ποδαριού; Μήπως θα όφειλαν να
επαναπροσδιορίσουν την θεατρική τους διαδρομή και να σταθούν με σεβασμό προς
τον θεατρικό εαυτό τους περισσότερο, παρά τους άμοιρους όποιους θεατές ή τα
όποια θεατρικά κείμενα;
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 16.235/ Παρασκευή 9
Μαρτίου 2001, σελίδες 6,7.
Πειραιάς,
ημέρα του Αγίου Ανδρέα που αντρειώνει το κρύο, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.
Πειραιάς, διορθώνοντας τις αβλεψίες του 11/1/2015
Πειραιάς, διορθώνοντας τις αβλεψίες του 11/1/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου