ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ (1940-1991)
Πέντε χρόνια πέρασαν-Μάης μήνας θαρρώ πως ήταν
όπως θάλεγε και ο Αλεξανδρινός-που έφυγε από κοντά μας ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας των
Αγγέλων και των Δαιμόνων, των κολασμένων νυχτών και των καθαρών ηδονών, της
ερωτικής απελπισίας και της αγαθότητας των προθέσεων,θεματοφύλακας των
πληγωμένων προσωπικών μας ορίων και δημιουργός του «περιθωρίου» με τους
σπασμούς της ατομικής του αγωνίας στο καθαρό μέτωπό του.
Περπάτησε πάντα τον δικό του ατομικό Γολγοθά έτσι όπως τον διαβαίνει κάθε γνήσιος δημιουργός χωρίς να περιμένει
την Αναστάσιμο φήμη, λαμπρύνθηκε από την Ιώβειο υπομονή, την
υπομονή της θλίψης και της καρτερίας που ταιριάζει σε αυτούς που γνωρίζουν να
σπαταλούν την ζωή τους στα σοκάκια του έρωτα και του θανάτου, δεν αγαπούσε τα
λεκτικά ψιμύθια αρνιόταν την αποστολή της Τέχνης δεν πίστευε στα πολιτισμικά είδωλα δεν λάτρεψε ποτέ του κοινωνικούς μύθους, δεν κολακευόταν από τον έπαινο των
αναγνωστών του γνώριζε την ματαιότητα της δημιουργικής φιλοδοξίας.
Απέναντι στην ζωή, όταν οι άλλοι
τυλίγονταν με την αυτοκολακεία τους εκείνος στεκόταν γυμνός μπρος στην
ακρωτηριασμένη αριστοκρατικότητά του, έρημος και είρων μέσα στην πολύβουη
μεγαληγορία των άλλων, απειλητικός στην τρυφερή μοναξιά του. Ποτέ δεν επεδίωξε να
ενδυθεί μια στολή διαφορετικών εν δυνάμει προσωπικοτήτων που καλύπτουν το
πραγματικό Είναι του ανθρώπου, ήταν πάντα ο εαυτός του ακόμα και όταν
εικονογραφούσε την συντριμματική παρέκκλιση της ερωτικής πολιτισμικής πρότασης
των άλλων, ακόμα και όταν επεδίωκε να αυτοκαθορίσει την διαφορετικότητά του
μετασχηματισμένη σε λυρική ποιητική αίσθηση γραφής, μια γραφή που αποτύπωνε
οτιδήποτε διαφορετικό υπάρχει μέσα στην ζωή και την κοινωνία και την καθόριζε σαν
αρετή και αμαρτία ταυτοχρόνως. Μια ζωή κρεμασμένη από το ερωτικό τσιγκέλι του
κόσμου, στην προσφορά μιας ατελέσφορης αναζήτησης του ιδανικού συντρόφου του
συντρόφου εραστή και θανάτου μαζί. Μιας γραφής που δεν ψευδαισθητοποεί την
τρομώδη επαφή των ερωτικών πράξεων γιαυτό και η γλωσσικά αφυδατωμένη έκφρασή
του δεν σηκώνει μεγάλα βάρη, δεν αντέχει μεγάλες ιδιαιτερότητες και νοηματικές
αποχρώσεις ή αναδιπλώσεις, δεν ρέπει προς τα διάφορα ποικίλματα που συγκροτούν
ένα ποιητικό έργο, αλλά έχει την ατμόσφαιρα της απελπισμένης επίγνωσης ότι η
διαστολή των λυρικών συγκινήσεων και η μεγενθυμένη ακινησία των εικόνων ίσως
αποτρέψει την γλωσσική φετιχοποίηση δηλαδή, την απρουπόθετη κατανόησή της.Την ποίησή του την χαρακτηρίζει μια άκρως ιδιαιτεροποιημένη και στο έπακρο
ψυχολογική (θρηνητική) λειτουργία, μια λειτουργία που προϋποθέτει τα πάθη τα
ερωτικά τα υπέροχα και αποτρόπαια της αρσενικής φυλής των ωραίων και ένδοξων
μέσα στην φτώχεια τους Ελλήνων.
Η άδολη και λυγρή περιπέτεια του βίου του
προκαλούσε την αδήριτη ανάγκη της ζωής, μιας ζωής που διήρκεσε ώσπου να γίνει η
ίδια θάνατος, μια και ήταν πλασμένη από το ίδιο φύραμα με εκείνον, από την ίδια
χαοτική ερωτική ευαισθησία.Ίσως γιαυτό η θεματολογία της ποίησής του να είχε
αγκυλωθεί μόνο στην ετερότητα της προσωπικής του προβληματικής, ο προσωπικός
του τρόπος υπάρξεως η κοχλάζουσα διαφορετικότητά του, γονιμοποίησε αλλά και
περιόρισε ασφυκτικά μέχρι το τέλος την δημιουργία του.
Μια μηδενιστική ερωτική ελευθερία διαπνέει
την ποιητική του πνοή. Ο πνιγηρός και στενός εσωτερικός κόσμος των ηρώων του συνήθως διαμελίζεται μεταξύ του κοινωνικού ορμέμφυτου και του ερωτικού δέοντος.
Ο Πειραιώτης ποιητής γνωρίζει
καλά ότι ο ερωτικός σύντροφος που τυχαία επιλέγει κλείνεται μέσα σε έναν συναισθηματικό θώρακα, τον
θώρακα των πολιτισμικών του συντεταγμένων, η εν ακινησία ευαισθησία των ερωτικών
του συντρόφων που υαλογραφεί, εξοβελίζεται όχι μόνον από την σωματική επιβολή
του προσώπου του άλλου αλλά και από την ίδια την τραυματισμένη συνείδησή της,
την αυτοαναγνωρισή της. Η ομότροπος ερωτική φιλία των ατόμων δεν συναιρεί
αναβαπτιστηκά στην ομόφυλη σχέση αλλά μάλλον διαλυτικά, καταστροφικά, απροσδιόριστα
στον μεταλλαγμένο αυτοσκοπό της.
Η ερωτική προβληματική άλλοτε αδιόρατα άλλοτε ξεκάθαρα, καταστρέφει την συμβολική χαρακτηρολογία του ποιητικού προτύπου της ποίησης του Ανδρέα Αγγελάκη, ακόμα και το σπαρακτικότατο ποιητικό
κείμενο των τελευταίων δεκαετιών-όπως το έχει επισημάνει ο συγγραφέας Γιώργος
Ιωάννου-η «Μεταφυσική της μιας νύχτας», είναι μια ποιητική σύνθεση που
πλημμυρίζει από τον ευφορικό μύθο της ερωτικής ευτυχίας ως πρόβλημα και όχι ως
ερωτική ευτυχία-πρόταση ζωής ή αγαπητική ευωχία απελευθερωτική της ανθρώπινης
παθολογίας. Ιχνογραφώντας με απέριττο οπτικό ρεαλισμό ο Αγγελάκης με βαθύ πόνο
ψυχής και θλίψη οτιδήποτε κατάστρεψε ο έρωτας, οικοδομεί τελικά τα ερείπια της
ερωτικής σχέσης και την μάταιη αναζήτηση της χαμένης αλήθειας της. Ο νευρωσικός
έρωτας, ο «εκχυδαϊσμένος» και εμπορευματοποιημένος αλλά πλούσιος σε
αισθήσεις τυχαίας και στιγμιαίας τρυφερότητας που αναδύεται με ρεαλισμό συγκίνηση ωμότητα κινήτρων
από την συλλογή «Μεταφυσική της μιας νύχτας», δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα ενός
κόσμου κατεστραμμένου από την ίδια του την επιθυμία, αλλά και ο αποτρόπαιος
συμβιβασμός μας με αυτήν, ίσως, για να μην καταποντιστούμε μέσα της ή επειδή
έχουμε ήδη καταποντιστεί;
Ο κόσμος που οδυνηρά μας κατέγραψε ο Ανδρέας Αγγελάκης, έχει προ πολλού λησμονήσει πως ο έρωτας δεν είναι μια αδρανής σχέση όσο ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης, μια πρόταση αυτοσυνειδησίας και όχι ακρωτηριασμού
της ευαισθησίας μας.
Ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης
αφήνει τα ποιητικά του πρόσωπα εγκιβωτισμένα στις «έμφυτες» αυτοκαταστροφικές
τους τάσεις, με τον τρόπο αυτόν τα καιόμενα πάθη τους αναφλέγονται ραγδαία,
εξασθενώντας την όποια απόπειρα μεταμόρφωσής τους,
δεν τον ενδιαφέρει η ποιότητα της
καθημερινής πρακτικής των ανθρώπων που συναντά, όσο η αποτελεσματικότητά της, γιαυτό
δεν καταφεύγει στην συναισθηματική απλοποίηση όσο οδυνογόνος και αν είναι η
εμπειρία της γραφής, όπως επίσης, δεν παρεμβαίνει το πλήρης λυρικής διαθέσεως συναίσθημα στην λογική επεξεργασία της απεικόνισης.Στον Κωνσταντίνο Καβάφη
αντίθετα, η πρακτική αυτή η καθημερινή και επώδυνη γίνεται μνήμη, αίσθηση ενός
κόσμου τρυφερού και ακμαίου που «καντραρίστηκε» μέσα στο ποίημα για να
λειτουργήσει ως μνημονικό δίδαγμα, ως ερωτική ατμόσφαιρα όταν το σώμα ήταν ακόμα
σφριγηλό και οι αισθήσεις ανθοφορούσαν. Το νόημα στα ποιήματα του Κωνσταντίνου
Καβάφη συγκεκριμενοποιείται σε ηθική επιταγή, σε έναν καλώς νοούμενο
διδακτισμό. Στον ερωτικό Αλεξανδρινό έχουμε μια συλλογική μνημονική
ερωτογραφία, ο αναγνώστης συμμετέχει στα δρώμενα όπως ο θεατής μιας παράστασης
στην εξέλιξη του έργου δεν εκφυλίζεται η μνήμη του μέσα στον ιδανισμό και την
άλογη έκταση. Στον σημαντικό ποιητή από την Θεσσαλονίκη τον ερωτικότατο Ντίνο
Χριστιανόπουλο πάλι, λειτουργεί ως εξαντλητική πρόταση γραφής, αφυδατωμένη, από
την προσπάθεια καταγραφής της, μια πραγματικότητα «φετιχοποιημένη» από την ίδια
την ποιητική της έκφρασή και εκφορά. Στον ποιητή του μεσοπολέμου ακόμα,τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, έχουμε έναν άκρατο και ενίοτε ανέρειστο ιδεαλισμό, έναν ιδεαλισμό
που αντιμάχεται την μνήμη υιοθετώντας την ωραιοποίηση της πραγματικότητας. Στον
Πειραιώτη ποιητή Γιώργο Χρονά επίσης μένει μετέωρη η πραγματικότητα αυτή
μεταξύ της παρελθούσης εμπειρίας και της σημερινής ανάγνωσής της, το ποίημα
ισορροπεί ανάλογα με την πρόθεση του αναγνώστη.
Στους ποιητές αυτούς συναντάμε μια
ερωτική ξενηλασία. Το σώμα κουρασμένο από τις αναρίθμητες εμπειρίες, πλούσιο
αλλά κουρασμένο από πάμπολλες αισθήσεις καταφεύγει στην βοήθεια της μνήμης για
να εξαγνισθεί. Έχουμε μάλλον μια μνημονική «ακολασία» παρά μια σωματική η μνήμη αποκρυσταλλώνει τα σωματικά πάθη και τα καθαρίζει, ή μάλλον τα αποπλένει
από το αρνητικό τους φορτίο.
Τα πρόσωπα του έργου του Ανδρέα Αγγελάκη τα
σχεδόν ανώνυμα μέσα από τις αταβιστικές και απελπισμένες χειρονομίες τους,
θέτουν ως στόχο τους την λειψή επιβίωσή τους και όχι την υπέρβαση της που επιφέρει την τιμή πλέον της ίδιας της Ζωής και την κάθαρσή της.
Ο συνειδητός ερωτικός άνθρωπος γνωρίζει, ότι η προσπάθεια επιβίωσης από μόνη της περιορίζει μάλλον την ζωή, σε μια τυχαία σειρά από τρεμουλιαστές ερωτικές αναλαμπές μόνο σε ότι είναι εμπορεύσιμο, και
αποκλείει ταυτοχρόνως κάθε απόπειρα ερωτικής ανακάλυψης του άλλου σαν σχέση
ζωής, σαν απόπειρα ερωτικής προσέγγισης,κατανοεί επίσης, ότι αν το ήθος της
ερωτικής ανίχνευσης είναι κεντρισμένο μόνο στο υποκειμενικό αδιέξοδο του ανιχνεύοντος
ατόμου το αδιέξοδο αυτό εξαπλώνεται ραγδαία και στον γύρω χώρο.
Ο Ανδρέας Αγγελάκης, υπήρξε αναμφισβήτητα
ένας σημαντικός δημιουργός της γενιάς του που η ποιητική του πνοή και δημιουργία είχε από πολύ
νωρίς αποδεσμευτεί από τα πνευματικά όρια της γενέθλιας πόλης του, από όλες
αυτές τις σκουριασμένες σνομπαρίες που μην κατανοώντας το έργο του τον
απέρριψαν από τα κοινά της πόλης του Πειραιά. Η ποιητική του όμως συμβολή σαν δημιουργός-άνθρωπος που αγωνίστηκε να εκφράσει την πτώση της ανθρώπινης ψυχής και την δεσμευτική τυραννία του σώματος, είναι και θα παραμείνει ανοιχτή στους μελλοντικούς
αναγνώστες όχι μόνο της πόλης του Πειραιά αλλά και ολάκερης της Ελλάδας.
Πολύπλευρη πνευματική
προσωπικότητα,υπήρξε ποιητής,μεταφραστής,θεατρικός συγγραφέας,συγγραφέας
παιδικών διηγημάτων, στιχουργός, άφησε πίσω του ένα «μικρό» μάλλον σε
θεματολογία δυνατό όμως σε ένταση και ευαισθησία λυρικής πνοής έργο.
Ο Ανδρέας Αγγελάκης δεν μας άφησε
ποιητικούς χαρακτήρες ή φιγούρες της φαντασίας του η φερεγγυότητα της
ποιητικής του δύναμης δεν στηρίζεται μάλλον στην αρτιότητα της φόρμας του-των
σημείων της-αλλά στην πειστικότητα του ίδιου του φορέα, ο άφεγγος πεσιμισμός
του είναι εκείνος που πλημμυρίζει όλη σχεδόν την ποιητική του κατάθεση.
Με ακρίβεια ανατόμου σκιαγράφησε την
φασφουντοποίηση της κοινωνίας μας και των ερωτικών μας επαφών διαισθάνθηκε από νωρίς την εκβαρβαρισμό της και αυτόν απεικόνισε με θάρρος και γενναιότητα, χωρίς προθέσεις νοσταλγικής αναδρομής, χωρίς μίζερες αναπολήσεις, χωρίς να μας
προτείνει οποιαδήποτε σωτηριώδη πολιτισμική πρόταση μέσω της γραφής του.
Η φωτογραφική ακόμα τεκμηρίωση του
«δόγματος του τυραννικού» η «σημαίνουσα» και άμεσα «υποδηλώνουσα» τεκμηρίωση
της ατμόσφαιρας του κειμένου, συνθέτει το προσωπικό του ύφος και την καθαρότητα
της σύνθεσης.
Η εμπειρία της μακρόχρονης γνωριμίας μας,
με κάνει να πιστεύω ότι ο ίδιος δεν πίστευε στις πολιτισμικές αντιπροτάσεις
ζωής σάρκαζε την μεταφυσική δικαίωση, στέκονταν κυνικά ακόμα και στην ενδεχόμενη
σχέση των όμορων ερωτικά ζευγαριών.
Ίσως ο Ανδρέας Αγγελάκης να μην
κατανόησε ότι η όποια ερωτική επιθυμία δεν είναι μια πληθωρική εκτόνωση των
παγιδευμένων στις διασκεδαστικές ενοχές τους ανθρώπων αμφοτέρων των φύλων, αλλά
μια ακτιβιστική πρόταση ψηλάφησης της προσωπικής μας ελευθερίας. Μια επώδυνη
διαδικασία απενοχοποίησης από την υποκουλτούρα της «πλανητικής εποχής μας» και
η επιδίωξη ανεύρεσης του ουσιαστικού και του καίριου δηλαδή της όντως
Ομορφιάς, και, η αποκρυστάλλωσή της πάνω στο χαρτί πριν την σβήσει και αυτήν ο
ζοφερός κόσμος του Αναστάσιμου Χάους.
Ο προσωπικός του χρόνος στάθηκε εχθρικός
απέναντί του-έφυγε μόλις 51 ετών-και το προσκήνιο της εποχής του που σμίλευσε
με αυτόν τον νευρώδη σπαρακτικό ρεαλισμό του με αυτήν την πληγωμένη αλλά
κυνική ματιά του, ίσως να επικάλυψε το παρασκήνιο της δικής του ατομικής
αγωνίας και αναζήτησης.
Και κάπου εκεί, μέσα στην αμφίβολη
αβεβαιότητα του Φαοσφόρου Χάους περιδιαβαίνοντας αναζητώντας τον ιδανικό
σύντροφο, ίσως να χαμογελά σαρκαστικά με τις απόπειρες ερμηνείας και
αποκωδικοποίησης του έργου του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Πόρφυρας», τεύχος 79/10,12, 1996,
σελίδες 91-93.
Πειραιάς, Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου
2013
Υ. Γ. Και για τις σκουριασμένες
σνομπαρίες του Πειραιά, αυτές που τον απέρριψαν και τον αγνόησαν όσο ζούσε μέχρι
το Σάββατο 18 Μαΐου του 1991 που έκλεισε τα μάτια του και ταξίδεψε στην
γειτονιά των δικών του Αγγέλων το παρακάτω ποίημα από την «Η Μεταφυσική της
μιας νύχτας», εκδόσεις Γνώση 1982, με φωτογραφίες Tress.
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Και το φεγγάρι
αυτοπυρπολείται
ξέροντας τόσα πολλά για
όλους μας,
σαν πουτάνα που γέρασε
στο κουρμπέτι
και σκύβει τώρα στο
πλεχτό της,
σοφή απ’ όσα είδε,
χωρίς ελπίδα ή
ψευδαισθήσεις,
χωρίς να περιμένει
πουρμπουάρ,
χωρίς να περιμένει
σύνταξη,
χωρίς να καρτεράει το γιό
της απ’ τη φυλακή,
χωρίς ν’ αδημονεί καν για
το θάνατο.
Πειραιάς, Κυριακή 11/1/2015
Πειραιάς, Κυριακή 11/1/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου