ΔΑΜΙΑΝΟΣ
ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΗΣ
Μνήμη ήθους
Δαμιανού
Ήταν
θυμάμαι η εποχή που ο αναζητητής του κεκρυμμένου φωτός του Οδυσσέα Ελύτη,
οργάνωνε τις ενδιαφέρουσες πνευματικές ομιλίες και διαλέξεις στο φουαγιέ του
Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Αυτού του περίλαμπρου στολιδιού της αστικής τάξης
της πόλης μας, το κέντρο αναφοράς των πνευματικών εκδηλώσεων, που, και μόνο ότι
πραγματοποιούνταν στον χώρο του Δημοτικού Θεάτρου αποκτούσαν περισσότερη αίγλη.
Την περίοδο εκείνη, καταβάλλονταν προσπάθειες έτσι
ώστε ο Πειραιάς, να αποκτήσει μια άλλη πνευματική φωνή, να ξυπνήσει από έναν ξεπερασμένο
λήθαργο. Να μην είναι ο σταθερός και σίγουρος ανταποκριτής της βλαχολουμπίνικης
πρωτεύουσας που αργά και σταθερά από την ίδρυσή του επεδίωκε να τον
παραγκωνίζει και να τον αγνοεί. Την περίοδο αυτή τέλη της δεκαετίας του 1980
αρχές του 1990, οι μεμονωμένες αυτές πνευματικές δυνάμεις, αγωνίζονταν ώστε
στον Πειραιά να πάψει να ακούγεται μόνον η παλαιομοδίτικη μονωδία των
συνταξιούχων συγγραφέων και των επ’ αμοιβή χρονικογράφων της μικρής γνωστής
ομαδούλας της πόλης μας. Φιλοδοξούσαν να απεγκλωβιστεί ο πνευματικός του λόγος από
τον κλοιό των νυσταζόντων ακροατών, και των ακράτητων χασμουρητών που
προκαλούσαν οι τόσες πολλές και αμοιβαίες φιλοφρονήσεις και έπαινοι, των
συνδαιτυμόνων της γνωστής για τα ωραία εδέσματά της και περίφημης πια λαϊκής
ταβέρνας στην περιοχή της Αγίας Σοφίας του Πειραιά της «Βασίλαινας».
Φιλότιμες
και ίσως φιλόδοξες προσπάθειες, που επιδιώκονταν και από άλλες ετερόνομες
μοναχικές φωνές του Πειραιά, ώστε ο Πειραϊκός λόγος να ανακαλύψει την σύγχρονη,
μοντέρνα και αυθεντική «εαυτότητά του». Και φυσικά να ξεφύγει ο όποιος
στοχασμός του, ή η όποια αισθητική του, από την λιμνάζουσα και παιδαριώδη αλλά
και «χρησιμοθηρική» υποβάθμιση και καθήλωσή του σε προπολεμικές νηπιακές
πολιτιστικές εκφράσεις άσημης εμβίωσης.
Προσπάθειες μεμονωμένες που λειτούργησαν σαν
ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις, αδυνατώντας όμως να αφυπνίσουν τους Πειραιείς και τις
κοιμισμένες συνειδήσεις τους, και να προτείνουν καινούργιες κατευθύνσεις στους
προσανατολισμούς των. Μια, που η ανάγκη του να ανήκει κανείς και πάλι σε μια
λογοτεχνίζουσα παρεούλα ή σωματείο υπήρξε μεγαλύτερη και ισχυρότερη από την
θετικότητα του να είναι κανείς λογοτέχνης, σοβαρά σκεπτόμενος Πειραιώτης και,
να στοχεύει τουλάχιστον στην θεραπευτική αγωγή της ταλαιπωρημένης ψυχής του μέσω
της Τέχνης.
Την
περίοδο αυτή, την τόσο πολιτικά ταραγμένη 1987-1989, γνώρισα για πρώτη φορά,
στο περιοδικό «Δαυλός» που τότε δημοσίευα κριτικές, τον Θεολόγο και συγγραφέα
κυρό Δαμιανό Στρουμπούλη.
Από τις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε-όταν του είπα
ότι είμαι από τον Περαία-κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα συντηρητικών αρχών μεν
άτομο, με ηθικές αρχές μιας απελθούσας ευτυχώς εποχής
(Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια), όμως ένα άτομο καλλιεργημένο που αφουγκράζονταν
τους παλμούς των νέων της εποχής του έστω και αν δεν συμφωνούσε μαζί τους, και,
είχε μάθει να τους ακούει και το σημαντικότερο να τους ενθαρρύνει και δεν
αποζητούσε την δημόσια προβολή του στον χώρο του σε σχέση με άλλους Πειραιώτες
που κυκλοφορούσαν και ήθελαν να τους αντιμετωπίζουνε σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες,
επειδή τύπωσαν μια ποιητική συλλογή, ή έγιναν μέλος ενός σωματείου.
Και το
γεγονός ότι ήταν σεμνός και χωρίς να ζητά την προβολή, φάνηκε από το γεγονός
όπως είχε ο ίδιος ομολογήσει, το ότι δεν θέλησε ούτε επεδίωξε να μονοπωλήσει
«εκλογικό κληρονομικό δικαιώματι» την σφραγίδα του προέδρου του γνωστού
Σωματείου της πόλης που υπήρξε για ένα σύντομο διάστημα πρόεδρος του.
Ήταν ευθυτενής, ειλικρινής και αγαπούσε τον Πειραιά.
Υποστήριζε την γνώμη του με θάρρος, είχε δηλαδή άποψη και την εξέφραζε.
Θυμάμαι, ότι
με είχε ο ίδιος προσκαλέσει να παρακολουθήσω την ομιλία του «Περί Ποιήσεως»,
στην μεγάλη αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου. Με είχε διαβάσει στον τοπικό τύπο
που τότε είχα αρχίσει να δημοσιεύω διάφορα κειμενάκια και ποιηματάκια. Ήταν η
εποχή, που ακόμα η αξιόλογη αυτή εφημερίδα του Πειραιά, που βρίσκονταν στην οδό
Νοταρά, στο υπόγειο του κτηρίου που εκδίδονταν και το περιοδικό «Πειραϊκά
Χρονικά», η «Η Φωνή του Πειραιώς» που ανήκε στην οικογένεια του Παύλου Πέτσα,
εκδίδονταν στο χέρι και οι δύο τυπογράφοι γάνιαζαν να διαβάσουν τα χειρόγραφα
πολυτονικά κείμενα. Το μικρό αλλά χρήσιμο πληροφοριακά έντυπο που είχε εκδώσει
ο Δήμος για τις εκδηλώσεις που οργάνωνε τότε ο Χρίστος Αδαμόπουλος, επί
Δημαρχίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, και διευθυντή του Γεράσιμου Βουτσινά, και αν
θυμάμαι καλά εκλεγμένου δημοτικού συμβούλου και διευθυντή στο Κανάλι Ένα του
Πειραιά, του Πειραιώτη ηθοποιού Δημήτρη Παπαμιχαήλ, έγραφε ότι την επόμενη
εβδομάδα θα ακολουθούσε η δική μου ομιλία.
Η αίθουσα
που θα έδινε την ομιλία ο Δαμιανός Στρουμπούλης, ήταν σχεδόν γεμάτη. Εγώ καθόμουν πίσω στην γαλαρία, νομίζω δίπλα μου βρίσκονταν ο ποιητής και
δοκιμιογράφος Δημήτρης Πιστικός και ο γλυκύτατος Τάκης Χαρλαύτης γνωστός για τις
κινηματογραφικές του ενασχολήσεις και τα κοινά του Πειραιά.
Δυστυχώς η ομιλία, ήταν μια συρραφή από απόψεις
διαφόρων συγγραφέων και λόγιων για την Ποίηση. Θέσεις γνωστές χιλιοειπωμένες
για εκείνους τουλάχιστον που μελετούν όχι γράφουν, ποίηση. Και το τραγικότερο
ήταν ότι δεν άκουσες την γνώμη, την όποια γνώμη του ομιλητή, απλά παρέθετε
απόψεις και ρήσεις. Ίσως να μην ήταν η τυχερή βραδιά του κυρού Δαμιανού. Το
ακροατήριο είχε κουραστεί αφάνταστα, άλλοι σηκώνονταν και έφευγαν, άλλοι
δυσανασχετούσαν, άλλοι σιγοψιθύριζαν διάφορα. Η ομιλία ήταν τόσο μακροσκελής
και πολύωρη, που άρχισαν οι τριγμοί από τους ήδη κουρασμένους ακροατές.
Ξαφνικά μια
φωνή διαμαρτυρίας ακούγεται από τα τελευταία καθίσματα. Ακολουθεί μια σύντομη
συνομιλία μεταξύ του ομιλητή και του διαμαρτυρόμενου ακροατή για την ποιότητα
και τα λεγόμενα της ομιλίας καθώς και για τον χρόνο της. Αφού ο ακροατής
εξέφρασε δημόσια την αντίθεσή του, λέγοντας ότι είναι τόσο γνωστά και
κουραστικά αυτά που ο ομιλητής μας λέει, έφυγε από την αίθουσα.
Η τύχη όμως έπαιξε το παιχνίδι της, στον όχι
και τόσο διπλωμάτη και ξύπνιο ακροατή, αφού και αυτός σε μια εβδομάδα θα έδινε
την δική του ομιλία. Το επόμενο χρονικό διάστημα, ο διαμαρτυρόμενος ακροατής
βρέθηκε ομιλητής και ο Δαμιανός ακροατής του. Φυσικό είναι να σας περιγράψω το
πόσο αμήχανα και άχαρα ένιωσε ο ομιλητής όταν αντίκρισε τον Δαμιανό στην πόρτα
της αίθουσας, τον χαιρέτησε και του είπε: «ήρθα να παρακολουθήσω την ομιλία σου,
ελπίζω να μου αρέσει», όλο άγχος εκείνος τον χαιρέτησε και περίμενε να
αντιδράσει ανάλογα.
Το θέμα ήταν για το ερωτικό εβραϊκό ποίημα «Άσμα
Ασμάτων» και την σχέση του με συλλογή του ποιητή Τάκη Σινόπουλου. (αργότερα
βγήκε σε ένα μικρό 4 δεκαεξασέλιδων βιβλιαράκι).
Η αίθουσα,
παρότι ήταν η πρώτη ομιλία που έδινα στον Πειραϊκό χώρο, ήταν περίπου γεμάτη,
ήσαν όπως τα μετρήσαμε περίπου 70 άτομα, πολλά άγνωστα σε εμένα. Και φυσικά δεν
πάτησε κανείς από το γνωστό σωματείο, με σνόμπαραν. Ο Χρίστος, να έχει και
αυτός αγωνία, και να με συμβουλεύει, να μην κάνω καμιά φασαρία αν πει τίποτα ο
Δαμιανός, να κάνω την πάπια, μην χαλάσει η εκδήλωση μια και ήταν και η πρώτη
μου. Η αγωνία μου είναι αλήθεια δεν περιγράφεται.
Ο Δαμιανός, άκουσε με προσοχή τον ομιλητή και το θέμα
που ανέπτυξε και μετά το πέρας της ομιλίας που χειροκροτήθηκε οφείλω να πω, σαν
κάτι νέο και πρωτότυπο στα λογοτεχνικά πράγματα στον Πειραιά, πλησιάζει τον
ομιλητή, του σφίγγει το χέρι, τον συγχαίρει για την ομιλία, αλλά και μιλά
κολακευτικά για τις πάμπολλες γνώσεις του και την ευρύτητα της παιδείας του και
την γραφή του. Τονίζοντας χαμηλόφωνα, ότι ο ομιλητής, στην δική του την
ομιλία-δηλαδή του Δαμιανού-είχε αντιδράσει με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Όπως ήταν επόμενο, η συγκίνηση του νεότερου ομιλητή
ήταν μεγάλη και μια αδιόρατη θλίψη τον κυρίευσε για την άκομψη δική του
συμπεριφορά στην ομιλία του Δαμιανού. Βλέποντας ένα άτομο στην ηλικία του
Δαμιανού, να ξεπερνά τις μικρότητες, να ξεχνά τις λογοτεχνικές κακίες, να
υπερβαίνει τις καλλιτεχνικές αρνητικές αψιμαχίες, και να κατανοεί και να
συγχαίρει τον αρνητή του, ένιωσε όπως ήταν φυσικό τόσο άσχημα και άβολα που δεν
ήξερε τι να πει και που να κρυφτεί.
Και όταν
αργότερα η ομιλία αυτή βγήκε σε ένα μικρό βιβλιαράκι, συμπληρωμένη και με την
σχετική βιβλιογραφία, και ο ομιλητής την στέλνει με ευχαριστίες στον Δαμιανό,
εκείνος, του στέλνει μια επαινετικότατη επιστολή και του επαναλαμβάνει τις
θετικές του εντυπώσεις και του μιλά ακόμα πιο ένθερμα.
Η πράξη
αυτή του Δαμιανού, ενός ατόμου μιας κάποιας ηλικίας και αναγνωρισμένος στην
μικρή πνευματική κοινωνία του Πειραιά, δηλώνει ένα ήθος και μια πνευματική
εντιμότητα αλλά και μια ανθρώπινη ανυστεροβουλία που δεν συνάντησα έκτοτε
τουλάχιστον στον Πειραϊκό χώρο, αλλά και στις μέρες μας γενικότερα.
Ο γράφων
δεν θα ξεχάσει την χειρονομία αυτή του Δαμιανού Στρουμπούλη. Είναι το ζωντανό
παράδειγμα ενός πνευματικού ανθρώπου που επιδιώκει αληθινά και έμπρακτα την
έξοδο προς τον Άλλον. Γιατί ψηλαφώντας τα όρια μας, ανακαλύπτουμε τον Εαυτό
μας, και ανακαλύπτοντας τον Εαυτό μας προσφερόμαστε στους Άλλους.
Και ο
Δαμιανός γνώριζε να προσφέρει, η ενασχόλησή του με τα προβλήματα της γλώσσας το
επιβεβαιώνει ακράδαντα.
Γιατί η σπουδή της γλώσσας είναι μια βιωματική
οντολογία αφού η μόνη πατρίδα του καλλιτέχνη είναι αυτή. Δηλαδή ο σαρκωμένος
Λόγος της Τέχνης.
Και αναπολώντας την μορφή και τα λόγια του Δαμιανού,
θυμάμαι τα λόγια του ποιητή.
«Σε μια χώρα, στην πιο απόμακρη, μες σ’ ένα δρόμο
χωρίς ίχνη και σκιά, ψυχή και σώμα μετουσιώνονται, ζω στην ψυχή του Μοναδικού
Αγαπημένου, αναγεννημένος».
Ίσως εκεί
σε αυτήν την άγνωστη χώρα, που το φως δεν βασιλεύει ή είναι τόσο συνδεδεμένο με
το σκοτάδι που δεν ξεχωρίζει, και ο χρόνος-θάνατος δεν κυβερνά, να στέκεις
σιωπηλός και σκεπτικός Δαμιανέ. Έχοντας την βεβαιότητα, ότι με το παράδειγμά
σου ίσως γίνει κάποτε καλύτερος ο
κόσμος, και μαζί του η πόλη που γεννήθηκες, έζησες και δημιούργησες. Και ίσως
εκτός από τους βιολογικούς σου απογόνους, να υπάρχουν νέα, επαναστατημένα
Πειραιωτόπουλα που θα αναζητήσουν τα κείμενά σου και θα σκιαγραφήσουν το προφίλ
σου μέσα από αυτά.
Η μνήμη σου,
όπως και των άλλων πνευματικών δημιουργών του Πειραιά που έφυγαν για το μακρύ
ταξίδι της ανέκφραστης χαράς ας είναι αιώνια.
Και κάπου
από την γαλαρία του σύμπαντος ο παλαιός ομιλητής θα σου ζητά να του δείξεις το
άστρο του μικρού πρίγκιπα για να χτίσετε μαζί τον πύργο των ονείρων των νέων
Πειραιωτών.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πειραιάς, πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 14659/ 6-2-1995.
Πειραιάς, Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου