Ο Πειραιάς, το ΔΙΑΒΑΖΩ και η εποχή μου
Τι λαμπερό
που είναι το φως μες στον καθρέπτη της αβύσσου.
Πως αστράφτουν οι νεκροί μες στους κυματισμούς του
ονείρου.
Τι άλλο είναι η Τέχνη, παρά μνήμη θανάτου.
Μια μνήμη σαγηνευτική, εκμαυλιστική, μυρωμένη από τα
αγριολούλουδα των λέξεων. Κεραυνωμένη μνήμη, ραντισμένη από την επιθυμία της
σιωπής που αρνείται να γίνει χώμα.
Παιχνίδι
λαγοκοίμητο για τους αντρείους της ερημιάς είναι η Τέχνη. Φιλντισένια
παρηγοριά, για το τάχα, το δήθεν, το ίσως, το πέραν της αθανασίας.
Μια παράξενη
φλυαρία, μια λυρική εξόδια εξομολόγηση με πλημμυρίζει πάντα όταν μαθαίνω τον
θάνατο γνωστών μου προσώπων, ανεξάρτητα από τον βαθμό γνωριμίας μου μαζί τους.
Ο θάνατος, αυτή η κόκκινη πορφύρα σιωπής μέσα στην
έρημο των ανθρώπινων θορύβων. Αυτός που είναι παντού και πουθενά. Αυτός που
είναι η ίδια του η ομοιότητα. Ο μεγάλος οφθαλμός που γίνεται πρόσωπο ή σκόνη
που μας σκεπάζει με πείσμα.
Η απουσία του, και μάλιστα η ξαφνική, σου βεβαιώνει
την ματαιότητα της προσπάθειας των λέξεων, το ατελέσφορο του αγώνα της ζωής, την
άσκοπη θλίψη της όποιας πίστης, την τραγική τυχαιότητα της ίδιας μας της
ύπαρξης.
Δεν μοιρολογείς τον Άλλον αυτές τις στιγμές αλλά την
ευλογημένη δική σου εν αναστολή παρουσία. Μια παρουσία που επιβεβαιώνεται από
την παρουσία του άλλου πάντοτε για να επαληθεύσει την δική της αλήθεια, την
δική της αληθινή μαρτυρία. Τους μυστικούς ρυθμούς της δικής σου ζωής που
τρεμολάμπει μέσα στο χρόνο από τους τριγμούς μιας ατέλειωτης κουστωδίας
κεκοιμημένων προσώπων. Υπάρχουν στιγμές, που δεν διακρίνεις και συ ο ίδιος σε
ποια κατηγορία ανήκεις.
Αχ! Πως
φεύγουν όλοι μονομιάς και μένει η Πόλη μας γυμνή από αναμνήσεις και επιθυμίες.
Πως ερημώνει η πόλη μας από έναν κόσμο όπου εγώ λείπω. Πως βυθίζομαι μέσα στο
βάθος της πικρής ερημιάς ενός ευλύγιστου ονείρου θανάτου. Πως θα μοιάζει άραγε
η γενέθλιος πόλη μας όταν ο Πειραιώτης καυτός ήλιος βυθιστεί μες στο λιμάνι των
ψυχών μας. Όταν κανείς δεν θα προσέξει την δική μας απουσία. Κανείς δεν θα
ονειρευτή το δικό μας πέρασμα από την πόλη. Την πόλη σώμα και μνήμα μαζί. Το
σήμα της ιστορικής κατάθεσης.
Πόσοι
άραγε θυμούνται πως ήταν ο Πειραιάς τα χρόνια εκείνα τα μεταπολιτευτικά, τα
κρυστάλλινα και εύθραυστα ταυτοχρόνως χρόνια
της Πειραιώτικης εφηβείας μας. Η ισχνή μας πολιτική Δημοκρατία έκανε δειλά,
δειλά τα πρώτα της βήματα, μετά τον γύψο των αφρόνων Συνταγματαρχών. Ο απόηχος
της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν ακόμα αρωγός βίου, και όχι μνήμης
παραστάτης. Η Ελληνική ζαλισμένη κοινωνία έβγαινε από το τέλμα μιας θλιβερής
πολιτικής περιόδου, έχοντας χάσει ένα μέρος του Κυπριακού ελληνισμού, και
ψηλαφούσε την νέα της ταυτότητα μέσα στην οικονομικά και πολιτικά ισχυρότερη
Ευρωπαϊκή αγκαλιά.
Έθετε
ερωτήματα, είχε κρίσεις αυτοσυνειδησίας και πολιτικών συμπεριφορών, καλλιεργούσε
την αμφισβήτηση, πρόβαλε την κοινωνική αυτοθυσία, την ιδεολογική συντροφικότητα
και την αλληλεγγύη ως στάση ζωής που προέρχονταν από την ιστορική της πορεία ως
έθνους μέσα στην διάρκεια του χρόνου. Υιοθετούσε κάθε μορφής και λογής
ετερότητα και διαφορετικότητα, πρόσβλεπε στην όποια ιδιαιτερότητα των πολιτών
της. Η φαντασία των ευαίσθητων και υποψιασμένων ανθρώπων στέναζε από την
επαναστατημένη καθημερινότητα. Μικροί θεοί μεγάλης ελπίδας, ενός νέου κόσμου
αναφοράς και συγκίνησης.
Τουλάχιστον αυτό φιλοδοξούσαμε, οι μοιραίοι έφηβοι εκείνης της τόσο
φουρτουνιασμένης από όλες τις απόψεις εποχή.
Και ο
Πειραιάς, ένας καθρέπτης των περιλάλητων ονείρων μας. Μια κόκκινη σελήνη
ελπίδας και προσδοκίας. Η ελπίδα μας που
τότε επιζούσε. Δεν είναι οι φίλοι που φεύγουν, είναι η Πόλη σου που σιγά-σιγά
αργοπεθαίνει μες στα μαύρα χρώματα των αισθημάτων μας γι’ αυτήν.
Ο Πειραιάς
με την θερμή και ερωτική του ατμόσφαιρα βεβήλωνε τις δήθεν αθώες εφηβικές
συνειδήσεις μας και οριοθετούσε το πεδίο των κοινωνικών μας δραστηριοτήτων.
Για την
κινηματογραφική μας παιδεία, είχαμε την ομάδα της ΕΚΙΤΕΠ, μιας φιλικής παρέας
που είχε μυηθεί πρώτα μέσα στις αίθουσες του σινεμά «Στούντιο», «Αλκυονίδα» και
«Ίλιον» στην Αθήνα. Αλλά και στης «Ζέας» τα ζεστά σκαλιά στο Πασαλιμάνι, στης
«Καστέλας» την θερινή παρουσία, στο «Σινεάκ» και το «Αττικόν» της Πλατείας
Κοραή στο κέντρο του Πειραιά, αφουγκραζόμαστε τις επιθυμίες του Άλλου, και
αγοράζαμε πρωτοπόρα για την εποχή εκείνη βιβλία στο φουαγιέ τους. Ιδιαίτερα ο
κινηματογράφος «Καστέλα» που ήταν και χειμερινός, και ήταν για εμάς τους
Πειραιώτες ότι για τους Αθηναίους ο κινηματογράφος «Βοξ» στα Εξάρχεια.
Την
εικαστική μας ευαισθησία και παιδεία εμπλούτιζαν οι επισκέψεις μας στην
«Αίθουσα Τέχνης του Πειραιά» του Παυλόπουλου αν θυμάμαι καλά, καθώς και οι
ζεστές ξύλινες σκάλες του πολιτιστικού
κέντρου ο «ΝΩΕ», και τις συνακόλουθες συζητήσεις και άλλες πολιτιστικές
ζυμώσεις των αναγνωστών του εικαστικού περιοδικού ο «Ζυγός».
Για τους ταβλαδόρους και τους δυνατούς σκακιστές
υπήρχε το «ΝΑΤΖΑ», το γνωστό καφενείο των γυναικών, που είχε δανειστεί το όνομά
του από το έργο του Γάλλου υπερρεαλιστή ποιητή και κριτικού Αντρέ Μπρετόν για
να μας θυμίζει ότι απαγορεύεται κάθε απαγόρευση.
Ένα άλλο ζεστό και οικείο περιβάλλον ήταν και το «Ροζέ
Κλαίρ» με τις δεκάδες γεύσεις τσαγιού, θεσπέσιων γλυκισμάτων, πολύχρωμων καραμελών,
και άλλων εύγευστων και γλυκών ποτών και εδεσμάτων.
Για τους αντρείους της ηδονής, υπήρχαν έξι και βάλε,
γκέι μπαράκια την εποχή εκείνη στον Πειραιά, που σύχναζαν και αρκετοί επώνυμοι
και γνωστοί καλλιτέχνες Αθηναίοι.
Ο Χριστός Πειραιάς μου του Πειραιώτη ποιητή Αντρέα
Αγγελάκη, ανασταίνονταν από τους αφηνιασμένους ερωτικούς παλμούς της εφηβείας
μας στους χώρους αυτούς.
Για την
ονειρική μας περατζάδα και τα φανερά κρυφομιλήματα της φαντασίας μας είχαμε την
παραλία του Πασαλιμανιού, και την Πλατεία Αλεξάνδρας στην Καστέλα, τον
λιμενοβραχίονα της Ζέας, τον είχαμε για τα φιλικά μας λακιρντί και τα σχέδιά
μας για την ανατροπή των κακώς πολιτικών κειμένων της κοινωνίας, καθώς τα λάγνα
βλέμματά μας περισκοπούσαν για συνενόχους της σκοτεινής εκπλήρωσης των σχεδίων
μας.
Όλα τα άντεχε η γενέθλιος Πόλη μας ακόμα και την
αδιαφορία μας.
Για την
γνώση μας φρόντιζαν τα γνωστά στέκια των βιβλιόφιλων και βιβλιοφάγων, όπως ήταν
το μικρό αλλά θαυματουργό βιβλιοπωλείο του Αντώνη Τσαμαντάκη μέσα στην στοά της
Τροχαίας, κάτω από τα φροντιστήρια των αγγλικών του Στρατηγάκη. Εκεί που
έβρισκες και εξακολουθεί να βρίσκει ο φιλαναγνώστης Πειραιώτης κάθε είδους
βιβλία, το σκονισμένο από την γνώση των παλαιών βιβλίων χώρο του Γιώργου
Σωτηρόπουλου, στην οδό Κολοκοτρώνη, κοντά στον Ζήνωνα, τον μικρό και ζεστό χώρο
στην Σωτήρος Διός, δίπλα στην Σχολή της Ιωννιδείου το βιβλιοπωλείο του
Μαυρογιώργη, που έβρισκε κανείς πολιτικά και μουσικά βιβλία και αμέτρητες μουσικές
παρτιτούρες. Τον εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο του Γ. Ζαχαρόπουλου, δύο στενά
κάτω από την τεχνική σχολή του Πυθαγόρα του Ιάκωβου Μαρκοζάνη, στο κέντρο του
Πειραιά, που γινόντουσαν τόσες και τόσες πολιτικές συνήθως συζητήσεις, το βιβλιοπωλείο στην πλατεία Κοραή της Βαγγελίτσας και Δημήτρη Σολωμού, "Η Κιβωτός" με την μεγάλη παιδεία και την εξίσου μεγάλη καρδιά, που τόσοι και τόσοι κουλτουριάρηδες του Πειραιά, πέρασαν από τον φιλόξενο αυτό χώρο, θυμάμαι ακόμα τον πολιτιστικό χώρο της "Στοάς", εκεί που ανήκει και στεγάζει σήμερα το ίδρυμα και την βιβλιοθήκη Λασκαρίδη, εκεί, πρωτοσυνάντησα τον Κώστα Θεοφάνους και τον Στέλιο Γεράνη, σε μια έκθεση ζωγραφικής και αγόρασα τα παραμύθια του Όσκαρ Ουάιλντ, το παλαιοπωλείο του Θανάση
Ζαφειρόπουλου, δίπλα στον ΟΤΕ που μας προμήθευε κάθε είδους παιδικά περιοδικά
και παλαιά σχολικά αναγνώσματα, και πολλοί άλλοι χώροι βιβλίων που επάξια και
με θάρρος φρόντιζαν να μας αδειάσουν από τις τσέπες μας το πενιχρό χαρτζιλίκι
μας.
Ακόμα
θυμάμαι τον μικρό χώρο του Μαρινάκη απέναντι από το καινούργιο Ταχυδρομείο, για
τους παθιασμένους λάτρεις και συλλέκτες νομισμάτων αλλά και των περιβόητων
γραμματοσήμων. Αχ! Οι ταλαίπωροι, τι αγώνας και τι προσωπικά έξοδα για να
βρεθεί η περιβόητη κεφαλή του Ερμή. Ο Θεοφανίδης στην Φίλωνος, πίσω από την
Αγία Τριάδα, με τα εκατοντάδες βινίλιά του, μας προετοίμαζε για τα πυρετώδη
ξεφαντώματα των Σαββατόβραδων στις διάφορες Ντίσκο του Πειραιά, αλλά, και για
τους υποψιασμένους μουσικά, υπήρχε το μικρό μαγαζάκι στην οδό Τσαμαδού, το
Νέγκρο, όπου η κλασική μουσική ήταν το σήμα κατατεθέν του και όχι μόνο.
Άραγε, η
Ζωή ήταν αλλιώς, ή εμείς πολύ νέοι; Για τις ξένες γλώσσες μας είχαμε τον
Στρατηγάκη και τον Παπαηλιού στο κέντρο της πλατείας Κοραή, Αλλά και για τα γερμανικά
μας υπήρχε του Θωμά, στην Δευτέρα μεραρχίας δίπλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο
παλιό σπίτι του Στρίγγου στο Πασαλιμάνι, με το γνωστό καφενείο από το κάτω
μέρος όπου τρώγαμε γιαούρτι με μέλι ή κανέλλα. Γιαούρτι με μέλι και φρέσκα
γλυκά και πάστες τρώγαμε και στο ζαχαροπλαστείο της Στάνης, αλλά και σε εκείνο
του Ακροπόλ, στην πλατεία Κοραή.
Για τις κατατακτήριες εξετάσεις μας για τα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, είχαμε το φροντιστήριο του Ραγιά, στην Γρηγορίου
Λαμπράκη με την Τσαμαδού, αλλά και διάφορα άλλα στο κέντρο.
Οι
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των διαφόρων πολιτιστικών Σωματείων πραγματοποιούνταν
στην μεγάλη και λαμπερή αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου, και την αίθουσα του
Πειραϊκού Συνδέσμου και αλλού, και, μας υπενθύμιζαν τον στίχο του ποιητή: «πάρε
τη λέξη μου, δος μου το χέρι σου».
Πειραιάς,
μια Πόλη, πολλά όνειρα, Πειραιάς, μια εποχή αμέτρητες αισθήσεις και ηδονές.
Βουλιάζαμε ωραίοι, νέοι και αλλοπαρμένοι στα Πειραϊκά ηλιοβασιλέματα και τις
ερωτικές βαρκάδες με τις μικρές βαρκούλες που βρίσκαμε στο Πασαλιμάνι, απέναντι
από την πιτσαρία Αμέρικαν Πίτσα, και προς την πλατεία Αλεξάνδρας. Πόσα
εικοσάρικα δεν είχαμε ξοδέψει για αυτές τις βαρκάδες μέσα στο βουρκάρι του
Πασαλιμανιού.
Εκείνη πάνω
κάτω την εποχή γνωρίστηκα με τον καθηγητή και συγγραφέα και τεχνοκριτικό Μανόλη
Βλάχο, ομότιμο πια καθηγητή Πανεπιστημίου, την καθηγήτρια αγγλικών την
αξιολάτρευτη και αγία γυναίκα την Ιωάννα Βλάχου, με τον κουλτουριάρη σύζυγό της
Φώτη Πετρόπουλο, πόσες και πόσες συζητήσεις δεν έγιναν μέσα στο σπίτι τους στον
Πειραιά. Με τον μεταφραστή του Πάουντ και καθηγητή Ηλία Κυζηράκο, τον παιδικό
φίλο Βρασίδα Καραλή από την Αγία Σοφία, συγγραφέα και καθηγητή τώρα στο
Πανεπιστήμιο του Sydney της Αυστραλίας. Τον Αντώνη Σταυροπιεράκο κλασικό
φιλόλογο σε Πανεπιστήμιο του Καναδά, τον τόσο πρόωρα χαμένο. Τον συγγραφέα και
καθηγητή Βαγγέλη Αθανασόπουλο, τον μαθηματικό Γιώργο Βαρδαλάκη, τον θεατρόφιλο
και καθηγητή Γιώργο Βελουδάκη, και άλλους αξιοσημείωτους Πειραιώτες λάτρεις των
γραμμάτων και όχι μόνο, που σημάδεψαν θετικά την ζωή μου.
Αυτήν την
ιστορική για εμάς της γενιάς του 1980, ιστορική περίοδο, μια ομάδα μορφωμένων
και καλλιεργημένων νέων, από τον Πειραιά, ο Περικλής Αθανασόπουλος, ο Ηρακλής
Παπαλέξης, ο Γιώργος Γαλάντης, η Χάρις Χατζηωάννου, αργότερα προστέθηκε και η
Βάσω Σπαθή, αποφάσισαν να αναταράξουν τα λογοτεχνικά νερά της εποχής και του περιοδικού
χώρου. Έτσι εξέδωσαν την λογοτεχνική επιθεώρηση «ΔΙΑΒΑΖΩ».
Ένα λογοτεχνικό καθαρά περιοδικό που κόμιζε κάτι το
εντελώς διαφορετικό στον χώρο των όμορων περιοδικών αλλά και τον εκδοτικό. Το
πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1976, και κόστιζε τότε,
35 δραχμές, η δίμηνη αυτή επιθεώρηση του βιβλίου.
Ήταν ένα πολυφωνικό, πλουραλιστικό και ποικίλων
πνευματικών ενδιαφερόντων πολιτιστικό περιοδικό. Η ύλη του, δεν περιορίζονταν
μόνο στα αμιγώς λογοτεχνικά βιβλία ή δοκιμιακές μελέτες, αλλά αγκάλιαζε κάθε
είδους και ειδίκευσης ποιοτικό βιβλίο, και άλλων επιστημών και ειδικών
ενδιαφερόντων έτσι όπως το ονειρεύτηκαν και το σχεδίασαν οι πρώτοι Πειραιώτες
βιβλιόφιλοι ιδρυτές του. Με ελάχιστα οικονομικά εφόδια και ίσως τεχνικές
γνώσεις στον χώρο της εκτύπωσης, με μόνη την αναγνωστική υποστήριξη που από την
αρχή το μικρό κοινό των βιβλιόφιλων πρόσφερε με αγάπη στην εμπνευσμένη αυτή
μικρή παρέα, το περιοδικό άντεξε σε πείσμα των δύσκολων καιρών και των
οικονομικών αντιξοοτήτων. Καινούργιοι για την εποχή εκείνη τίτλοι
παρουσιάστηκαν, πρωτοπόροι μελετητές βρήκαν έναν χώρο να εκθέσουν τις απόψεις
τους, έγιναν εκατοντάδες αφιερώματα για παλαιότερους και σύγχρονους συγγραφείς
Έλληνες και ξένους, εκατοντάδες επίσης κριτικές και κριτικά σημειώματα
γράφονταν από νέους πρωτοεμφανιζόμενους τότε δημιουργούς, σχόλια, παρατηρήσεις
πάνω στα πολιτιστικά πράγματα, γράμματα αναγνωστών, θέσεις και αντιθέσεις που
δημιουργούσαν έντονες ζυμώσεις στα πολιτιστικά δρώμενα της εποχής.
Το
σημαντικό στο περιοδικό αυτό ήταν, ότι δεν περιορίζονταν μόνο στην λογοτεχνική
ύλη, αλλά, έβρισκες θέματα, άρθρα, μελετήματα, για όλες σχεδόν τις Τέχνες. Δεν
υιοθέτησε κουλτουριάρικες παρεϊστικες θέσεις, ούτε ενέδωσε σε πολιτικές ή
ιδεολογικές προτροπές, στάθηκε μακριά από συντεχνιακές καταστάσεις-τουλάχιστον
για μεγάλο χρονικό διάστημα-και ακολούθησε μια πορεία ανοιχτή στα πλαίσια της
εποχής του και των αρχικών σκοπών και επιδιώξεών του.
Νομίζω ότι ακόμα και σήμερα, δεν έχει ερευνηθεί η
προσφορά του περιοδικού αυτού, αλλά και των άλλων περιοδικών που εκδόθηκαν την
περίοδο αυτή σε όλη την Ελληνική επικράτεια στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας
μας.
Οι
αποδελτιώσεις του-των καινούργιων εκδόσεων, των βιβλιοκριτικών-ακόμα και των
κριτικών εντύπων υπήρξαν χρησιμότατες τότε και σήμερα.
Η αρχική
πνοή και πάθος των κουλτουριάρικων παιδιών από τον Πειραιά, τροφοδότησε με
πνευματική τροφή, όχι μόνον την πόλη του Πειραιά, που τους γέννησε ή τους ανάθρεψε,
αλλά και τον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Το μεράκι τους έπιασε τόπο, δημιούργησαν
μια νέα φουρνιά βιβλιόφιλων και απόκτησαν μια πανοραμική ενημέρωση για τις νέες
εκδόσεις.
Ένα από τα
ονειροπόλα παιδιά του «ΔΙΑΒΑΖΩ», ήταν και ο Ηρακλής Παπαλέξης, που τόσο ξαφνικά
και τόσο νέος, έφυγε από κοντά μας, όπως και ο άλλος Πειραιώτης ο Περικλής
Αθανασόπουλος.
Ήρεμος, χαμογελαστός, γνώστης της παραγωγής και της
διακίνησης του βιβλίου διακόνησε τον χώρο του ευσυνείδητα και με αγάπη για
πολλά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια, είχε αναλάβει την διεύθυνση του περιοδικού
και ακόμα δική του ιδέα ήταν εκείνη των βραβείων του περιοδικού που υιοθέτησε
αμέσως ο κόσμος του βιβλίου. Ήταν επίσης σύμβουλος στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
και συνεργάτης του περιοδικού ΙΤΗΑΚΑ. Κείμενα και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στον
ημερήσιο Αθηναϊκό τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Η
συνεισφορά του περιοδικού αυτού, που και ο Ηρακλής Παπαλέξης, ίδρυσαν η μικρή
ομάδα από τον Πειραιά δεν έχει ακόμα ερευνηθεί, όπως και η βοήθεια που πρόσφερε
στους εκδότες και βιβλιοπώλες αλλά και τους Πανεπιστημιακούς χώρους, τους
καθηγητές, τους μαθητές και σε όσους αγαπούν το βιβλίο και την γνώση
γενικότερα.
Πειραιάς, μια Πόλη, μια Ιστορία, μια Μνήμη
Τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς»,
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2003, σελίδα 6.
Πειραιάς, Τρίτη, 19 Νοεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου