Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ

ΚΩΣΤΑΣ  ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ

«Ασκήσεις επί χάρτου 1»

                              Στον Νάσο Βαγενά


     Η απόλαυση του κειμένου είναι η στιγμή ακριβώς εκείνη που το κορμί μου ακολουθεί τις δικές του ιδέες, γιατί το κορμί μου δεν έχει τις ίδιες με εμένα ιδέες, γράφει σε κείμενό του ο Γάλλος Ρολλάν Μπάρτ.
      Μια σημαντική και σημαδιακή παρατήρηση για όσους συγγραφείς πρεσβεύουν ότι η Τέχνη της γραφής επιτελεί μια λειτουργία ξεχωριστή από τον Κόσμο και τους δυνητικά πληροφορημένους αναγνώστες.
     Άραγε, έχουμε αναρωτηθεί γιατί διαβάζει ένα άτομο; Ποια ανάγκη τον ωθεί στην ανάγνωση ενός βιβλίου; Γιατί άραγε έπαψε να ιστορεί τα δραματικά γεγονότα της ζωής του, να ακούει παραμύθια, να πλάθει παροιμιόμυθους, να συνθέτει Δημοτικά τραγούδια, να αφηγείται ιστορίες, και αντί αυτών να θέλει να αποτυπώσει σε ένα χαρτί τις σκέψεις του; Είναι αυτό μια φιλαρέσκεια του ανθρώπινου όντος ή μια πολιτισμική ανάγκη; Τι τον ωθεί ή τον αποτρέπει στην ανάγνωση ενός κειμένου; Ακολουθεί την ίδια διαδικασία με αυτήν της αποδοχής ή της απόρριψης των αρχέγονων πολιτισμικών μύθων; Τι απολαμβάνει και τι όχι από μια σωστή ανάγνωση; Τι αποδέχεται και τι απορρίπτει; Αποδέχεται τις ιδέες του συγγραφέα ή ανακαλύπτει αυτό που ήδη προϋπάρχει μέσα του; Δέχεται με ικανοποίηση το ύφος του, συμμερίζεται τους γλωσσικούς του κώδικες, τους μαιάνδρους της σκέψης του, την ιδεολογική του ερμηνεία, την αισθητική του ματιά, την αριστοτεχνική ψυχογραφία του; Έχει αποδεχτεί έστω και ασύνειδα την χαρακτηρολογία του συγγραφέα, το όραμά του; Αλλά και ίσως την φανερή ή όχι πρόθεσή του να ανατρέψει κοινωνικά θεμέλια, να αρνηθεί κανόνες και κατεστημένες πρακτικές, ή να καταρρίψει κοινωνικές αξίες και εθνικές ιδέες; Κ.λ.π.
Με ποιόν τελικά ταυτίζεται ο αναγνώστης, με τον ήρωα, ή τον συγγραφέα που σκιαγραφεί αυτόν και τις πρακτικές του; Με την παραβατικότητα ή με την προσαρμοστικότητα; Αναγκαία επιλογή για επιβίωση μπορούμε να αποκαλέσουμε τον αναγνώστη νέο δημιουργό  ή συνδημιουργό κατά την στιγμή της ανάγνωσης; Έχει ή αναγνωρίζει πνευματικούς δεσμούς ο αναγνώστης και με ποιόν από τους ήρωες του συγγραφέα και τι αναγνωρίζει στο πρόσωπό τους;
Αναγνωρίζει τον συγγραφέα που σκιαγραφεί την προσωπικότητα του ήρωα ή τον ίδιο τον ήρωα που υπάρχει πλέον αυτόνομα πέρα από τις προθέσεις του δημιουργού; Υπάρχει άραγε ταξική αναγνωσιμότητα αν δεν θέλουμε να κάνουμε λόγο για αριστοκράτη αναγνώστη; Και που οφείλεται η διάκριση αυτή, μόνο στην καλλιέργεια, ή και σε κοινωνικούς ανεξέλεγκτους παράγοντες; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις απορρίπτουμε ένα κείμενο, ή γιατί δεν μας πάει ένα κείμενο;
Η λογική ή το συναίσθημα είναι που μας ωθεί ή όχι στην ανάγνωση ενός κειμένου, τι πέρα από το ίδιο το κείμενο; Τι υπάρχει εντεύθεν της ανάγνωσης ενός κειμένου, τι πέρα και από το ίδιο το κείμενο. Υπάρχει δημιουργική παρανάγνωση;
Και τέλος, γιατί ενώ επικοινωνιακά ρέπουμε προς τον προφορικό λόγο εξακολουθούμε να θέλουμε να γράψουμε;
      Σκόρπιες σκέψεις άτακτα διατυπωμένες στροβιλίζουν στο μυαλό μου καθώς διαβάζω το βιβλίο «Ασκήσεις επί χάρτου» του Πειραιώτη θεατρικού συγγραφέα Κώστα Μουρσελά.
     Ο Κώστας Μουρσελάς άφησε την θεατρική διαπραγμάτευση των θεμάτων αυτών, και μας προσφέρει τις σκέψεις του αυτούσιες σε ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Έχοντας μας προϊδεάσει με κείμενά του στην εφημερίδα «Τα Νέα», που αρθρογραφεί συχνά, με τις επιφυλλίδες του έρχεται τώρα να μας προτείνει συγκεντρωτικά τις σκέψεις αυτές. Αποτυπώνει ξεκάθαρα με απλό και κατανοητό τρόπο τις θέσεις του πάνω σε θέματα αισθητικής, κοινωνικά, και θα γράφαμε λειτουργικά όσον αφορά την διαδικασία της ίδιας της γραφής.
Στέκεται κυρίως στην σχέση αναγνώστη και συγγραφέα, στην σχέση του αναγνώστη με το ίδιο το κείμενο, αλλά και στην σχέση που θα ήθελε να οικοδομήσει ο εκάστοτε συγγραφέας με τον αναγνώστη του.
Πάνω στους προβληματισμούς αυτούς εστιάζει το ενδιαφέρον του ο Πειραιώτης συγγραφέας, με ύφος καθαρό, γλώσσα απλή και στρωτή, και τρόπο εύληπτο. Πέρα από κηρυγματικές καλλιτεχνικές διαθέσεις, συγγραφικές αξιώσεις μεγαλόπνοης πνοής, και ασφαλώς περισπούδαστες αξιολογήσεις. Ανιχνεύει κλιμακωτά τους τρόπους με τους οποίους επιδιώκει ο συγγραφέας να έρθει κοντύτερα στον αναγνώστη, και να τον καταστήσει κοινωνό των απόψεών του. Αλλά, και να ενεργοποιήσει τις ψυχικές και πνευματικές του δυνάμεις χωρίς να του στερήσει την όποια πρωτοβουλία.
Για τον Κώστα Μουρσελά, και πολύ σωστά, η λειτουργία της ανάγνωσης αρχίζει μετά το πέρας της ίδιας της περιπέτειας της ανάγνωσης. Όπως συμβαίνει και με την Θεία Λειτουργία μέσα στις εκκλησίες, που συντελείται ουσιαστικά μετά το τελετουργικό μέσα στους Ναούς. Ο ιερέας λέει: «Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών…» που σημαίνει ότι όλα τώρα αρχίζουν καθαγιασμένα, στο σπίτι στην ενορία, τις γειτονιές το άμεσο εξωτερικό περιβάλλον. (εδώ αναφέρω ότι μόνο η Θεία Λειτουργία του Ιακώβου του αδελφοθέου τελειώνει με την φράση: απολύεστε εν ειρήνη»). Και, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο άγιος Νίκος Καζαντζάκης, Τετέλεσται, δηλαδή Αναγέννηση. Όλα πάλι από την αρχή. Όταν ο αναγνώστης βοηθηθεί από το κείμενο να εξομολογηθεί τις δικές του βιωματικές εμπειρίες, τα προσωπικά του άγχη και αδιέξοδα, τις προσωπικές του εσωτερικές φοβίες και αναστολές.
     Ο Μουρσελάς ορθά φρονεί στην θεραπευτική λειτουργία της Τέχνης, στον εξαγνιστικό ρόλο της όπως μας τον δίδαξε εδώ και αιώνες για την λειτουργία της τραγωδίας ο άγιος Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, αλλά και οι τέσσερεις βιογράφοι της χριστιανικής μυθολογίας και θρησκευτικής παραμυθίας. Η αποδοχή όμως αυτή, οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στον ίδιο τον αναγνώστη, στην δική του και μόνο προαίρεση. Ο ίδιος ο αναγνώστης θα αποφασίσει αν θέλει να αναπνεύσει με το οξυγόνο του κειμένου που του παρέχει απλόχερα ο συγγραφέας σαν πρόταση ζωής. Ο δημιουργός είναι ο ναυαγοσώστης και το κείμενο είναι η σχεδία μέσα στην τρικυμία του βίου. Ο Κώστας Μουρσελάς, επίσης συνεχώς μας υπενθυμίζει μέσα στα διαλογικής αλλά και στοχαστικής διάθεσης κείμενά του, την ανασταλτικότητα που πρέπει να έχει ο συγγραφέας, την διστακτικότητα που πρέπει να τον διακρίνει απέναντι στον κόσμο του αναγνώστη.  Ο συγγραφέας αρκετές φορές μας υπενθυμίζει την ετερότητα του προσώπου κάτι που μόνο η Τέχνη κάνει σε αντιδιαστολή με τις διάφορες θρησκευτικές δοξασίες, τις πολιτικές μυθολογίες, τις ιδεολογικές προτάσεις, ή τις άνωθεν μεταφυσικές νομικές επιταγές.
     Η Τέχνη δεν δογματίζει αλλά προτείνει.
Η Τέχνη δεν καταδικάζει αλλά ελεεί.
Η Τέχνη δεν έχει κόλαση-αντίθετα με την ιστορία, και την πολιτική-παράδεισός της είναι η απολαυστική προσφορά της. Αυτό το τυχαίο ή οργανωμένο παιχνίδι με τα σημεία, τις κουκίδες που ονομάζουμε λέξεις.
Η Τέχνη είναι η πίστη της Πίστης.
Η Τέχνη προϋποθέτει την Τέχνη για να υπάρξει.
Η Τέχνη δεν έχει ιερατείο, μόνο πιστούς.
Η Τέχνη σαν τον πελαργό που αποδημεί κουβαλά πάνω στα φτερά της τους πιστούς της.
Η Τέχνη είναι ο ΛΟΓΟΣ.
     Ο Πειραιώτης συγγραφέας μας υπενθυμίζει συνεχώς τον λόγο του μεγάλου Αλεξανδρινού του αγίου Κωνσταντίνου Καβάφη: «Και πάλι μες στην τέχνη ξεκουράζομαι από την δούλεψή της».
Γιατί η Τέχνη, είναι κάθε αποφατική και κοινωνική λειτουργία του ανθρώπου, το μεγάλο αραξοβόλι της ίδιας της ζωής.
Εύστοχα ακόμα ο δημιουργός μας μιλά για την μεθοδολογία του και τον τρόπο οργάνωσης των κειμένων του, που σκοπός του είναι η αυτογνωσία του αναγνώστη και όχι η επιβολή του κειμένου πάνω του.
     Διαλογικά κείμενα, μικροί στοχασμοί, τα minima moralia του γνωστού και καταξιωμένου θεατρικού συγγραφέα, παράπλευρες συγγραφικές υποδείξεις, δεκάδες παραδειγματικές αναφορές από θεατρικά έργα, από πεζογραφικά ακόμα και από ρήσεις απλών ανθρώπων και άλλων ομοτέχνων του, κινηματογραφικές αναφορές, και λοιπά σπονδυλώνουν τις «Ασκήσεις επί χάρτου». Περισσότερο σαν ένα παιχνίδι στοχαστικής διάθεσης που προκαλεί χωρίς να ενοχλεί, που προτείνει χωρίς να αποτρέπει, παρά σαν ένα πολεμικό παιχνίδι δοκιμιακών επιταγών.
     Ο Μουρσελάς απεχθάνεται τις θεωρίες, αναζητά τις αιτίες της γραφής του στην πιο ακραία καθημερινότητα, στους ποιο ξεχασμένους καθημερινούς ανθρώπους, αυτούς που οι άλλοι δεν θα τους αναζητήσουν ούτε στα αζήτητα της ιστορίας. Ούτε στους καθημερινούς πολιτικούς αγώνες και στις εφήμερες αντιξοότητες. Ο Μουρσελάς αδιαφορεί για την μακροϊστορία της πολιτικής, γι’ αυτόν η ιστορία αρχινά με την κατάθεση των σωματικών και ψυχικών εμπειριών των ηρώων του.
    Η γραφή του είναι πολλές φορές αφαιρετική, αρκετέ φορές πάλι, προβάλλει στους ήρωές του έναν έντονο σεξουαλισμό, (κάτι που θυμίζει τον Καραγάτση), τον ενδιαφέρουν οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους τα άτομα παρά ένα μεγάλο κοσμοϊστορικό γεγονός. Ο συγγραφέας και θεατράνθρωπος Μουρσελάς γνωρίζει ότι η Τέχνη δυστυχώς δεν μπορεί να υπερβεί το κακό, μπορεί μόνο να το ξορκίσει ή να το μεταλλάξει, να σταθεί δίπλα στον άνθρωπο ως τροφός του.
      Ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Γουσταύος Φλωμπέρ, η ποιήτρια Κική Δημουλά, ο Άγγλος δραματουργός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο αρχαίος τραγικός Ευριπίδης, ο συγγραφέας Έρνεστ Μπροχ, ο θεατρικός συγγραφέας Έντουαρτ Άλμπυ, και άλλοι ομότεχνοί του αναλύονται με τρόπο λιτό μέσα από μια αβάσταχτα καθημερινή γλώσσα, έναν λόγο καφενείου θα λέγαμε χωρίς όμως να έχει την ανιαρή ατμόσφαιρα και την κενότητα των συζητήσεων που συνήθως ακούμε στα καφενεία. Ο Μουρσελάς ενδιαφέρεται για την καθημερινή λεπτομέρεια των ανθρώπων, για τις βιοτικές τους ανάγκες, και όχι για τις όποιες ενδεχομένως υπαρξιακές τους αναζητήσεις. Οι ήρωες του Μουρσελά είναι γήινοι, χωμάτινοι θα γράφαμε, οι ανάγκες τους σε πρώτο επίπεδο μας φαίνονται τόσο πεζές, όμως πίσω από αυτήν την πεζότητα και καθημερινότητα κρύβεται μια αβάσταχτη πίκρα και μια απαισιοδοξία για το ατελέσφορο πολλές φορές των προσπαθειών τους.
   Το κείμενο του Μουρσελά, ανακαλεί στην σκέψη μας τους διαλόγους της εκπομπής «Εκείνος και Εκείνος» που τόσο είχε αγαπηθεί από το κοινό και είχε επίσης θαυμάσια ερμηνευτεί από τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Πειραιώτη ηθοποιό Βασίλη Διαμαντόπουλο. Για τον συγγραφέα η προσωπική ιστορία του αναγνώστη έχει μεγαλύτερη σημασία από την προσωπική ιστορία του ίδιου του συγγραφέα, και ίσως και από αυτή του ήρωά του….
     Στρωτά κείμενα, σε ύφος απλό έως απλοϊκό χωρίς φαντασμαγορικές διαθέσεις εντυπωσιασμού, ανεξάρτητα αν κανείς διαφωνεί ή συμφωνεί σε όλες τις θέσεις και απόψεις του συγγραφέα, ο αναγνώστης των κειμένων του αναγνωρίζει στον δημιουργό τους την καλή του πρόθεση να ενθαρρύνει τον ίδιο να ψάξει βαθύτερα την δική του ιστορία.
     Η πραγματική ιστορία γνωρίζουμε πλέον ότι γράφεται από όλους μας κάθε στιγμή. Ίσως επειδή το προπατορικό αμάρτημα είναι ένα επαναλαμβανόμενο παράδειγμα στην ζωή μας, και οι επιλογές μας, μας καθορίζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άνωθεν εντολή ή ενδεχόμενη τιμωρία.
      Και η Τέχνη δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας το υπενθυμίζει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2002, σελίδα 4.
Πειραιάς, Σάββατο, 9 Νοεμβρίου 2013.


Υ. Γ. Τον Κώστα Μουρσελά, τον πρωτογνώρισα όταν μαζί με τον Θανάση Νιάρχο και άλλα άτομα πήγαμε και παρακολουθήσαμε ένα δικό του έργο, αν θυμάμαι καλά στο Θέατρο του Τριβιζά στην Κυψέλη, και μετά ως συνήθως φάγαμε όλοι μαζί. Η συζήτηση μαζί του, μου έδειξε ένα ενδιαφέρον άτομο, που γνώριζε πολύ καλά την θεατρική Τέχνη. Κατόπιν όταν μάζευα υλικό για το «Πειραϊκό Πανόραμα», αρκετά χρόνια αργότερα όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο δύο ή τρείς φορές θυμάμαι ότι με θυμόταν και με ρώταγε για την περιοχή που μεγάλωσε στην Αγία Σοφία του Πειραιά. Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα θεατρικά του έργα, και ασφαλώς το γνωστό του μυθιστόρημα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά",  μου άρεσε επίσης και η μεταφορά του στην τηλεόραση. Σε κάποιο φροντιστήριο ξένων γλωσσών στο Πασαλιμάνι,(πίσω περίπου από το παλαιό Υπουργείο Ναυτιλίας), γνώρισα και τον πραγματικό ήρωα του μυθιστορήματος και είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Η κυρία που είχε το φροντιστήριο, τον είχε στην δούλεψή της, μια και ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, και, παρά την επιτυχία του σίριαλ, όπως έλεγε ο ίδιος δεν πήρε φράγκο.                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου