ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΑΤΑΥΝΤΕ
«Μέθοδος της Δεσποινίδος
Μαργαρίτα»
Θέατρο ΚΑΠΠΑ
Τι έμεινε άραγε-σε μας της γενιάς του
1980-από το περιπετειώδες ταξίδι του πνεύματος, από το πέρασμα μέσα από τους λαβυρίνθους
της κοινωνικής αμφισβήτησης, το περιβόητο σχέδιο της εκπαιδευτικής αλλαγής, της
τόσο πολυδιαφημισμένης πολιτικής ανατροπής, στην μετά τη Δικτατορία εποχή.
Τι
αξίζει να θυμάται κανείς από μια παρατεταμένη περίοδο πολλαπλών ζυμώσεων στον
καλλιτεχνικό χώρο, τότε που η ονειρική μεγαλοσύνη της εφηβείας συνοδοιπορούσε
με τον ερωτικό εξτρεμισμό του σώματος που δεν είχε χαράξει ακόμα τα ίχνη του.
Ένας φιλοσοφικός επαναστατικός αναρχισμός
κουφόβραζε στις ψυχές όλων μας. Τότε που το προσωπικό ήταν και κοινωνικό, το
ατομικό γίνονταν και συλλογικό, και η οραματική εσωστρέφεια δεν είχε μπολιάσει
ακόμα τις καρδιές μας.
Σκόρπιες μνήμες που βίωσαν το χρόνο και
επιβίωσαν της χρονικής στιγμής που τις κυοφόρησε, δεν είναι ο βίος μας;
Μνημονικός μελοδραματισμός ή εξομολογητική
μελαγχολία, τώρα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν;
Τω καιρώ εκείνω, που το κόκκινο βιβλιαράκι
των μαθητών διαβαζόταν παράλληλα με το κόκκινο βιβλίο του Μάο, και τα
επαναστατικά κείμενα του Τσε, είδα για πρώτη φορά το έργο του Ατάυντε.
Στο Θέατρο «Διονύσια», το
πρόγραμμα που έχει απομείνει από εκείνη την θρυλική παράσταση βοηθά την μνήμη
να ξεδιπλωθεί ξανά.
Τρεις φορές παρακολούθησα την παράσταση.
Δύο μαζί με τον μεταφραστή του έργου, συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, και μία μαζί με
την συντροφιά της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του τότε σκηνοθέτη Μιχάλη
Κακογιάννη.
Ήταν το θεατρικό γεγονός,
όχι μόνο εκείνης της ταραγμένης ποικιλοτρόπως εποχής.
Ο αντιεξουσιαστικός αυτός θεατρικός
μονόλογος,(τότε που δεν ήταν ακόμα τόσο εύκολο να σταθής στην σκηνή μόνος σου)
έγινε «μύθος»στο θεατρόφιλο κοινό αφού τον ρόλο υποδύονταν η μεγάλη Έλλη
Λαμπέτη.
Διακριτικά, σεμνά, αθόρυβα, με παιδικό
δέος παρακολουθούσα την DIVA στις πρόβες του έργου και
πάνω στην σκηνή.
Εύθραυστη, ονειρική,
μαγευτική, κυκλοθυμική ορισμένες φορές, τραγικά γήϊνη, ερμήνευσε τον ρόλο με
τον τρόπο που η ίδια γνώριζε με την βελούδινη κάπως υψηλών τόνων φωνή της. (και
ένα ελαφρό ψεύδισμα αν δεν κάνω λάθος;)
Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα», είναι ένα
θεατρικό έργο γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, ας μην μας διαφεύγει ότι γράφτηκε
σε μια εποχή ανατροπών.
Κυριαρχεί η λεκτική
υπεραφθονία, οι εκκωφαντικοί λεκτικοί γδούποι, συχνότατες μηνυματικές
διακηρύξεις διαδέχονται τις τραγικές σιωπές και τις αλλόφρονες σωματικές
κινήσεις.
Οι αριστοφανικού τύπου
αθυροστομίες, ο νευρωτικός του ρυθμός, και η έντονη σεξουαλική του πρόκληση, χρειάζονται
σίγουρα την υποκριτική δεξιοτεχνία ενός μεγάλου ταλέντου για να «σαρκωθούν» να
αποκτήσουν το απαραίτητο ειδικό βάρος που προϋποθέτει το θεατρικό αυτό σύμβολο,
που, δεν έχει χαρακτήρα μάλλον, ούτε το ίδιο το έργο μεγάλες δραματικές εναλλαγές.
Η διαβρωτική αυτή σάτιρα χρειάζεται
το σωματικό ύφος μιας μεγάλης υποκριτικά παρουσίας για να σταθεί πάνω στην σκηνή,
να αποδοθεί σε όλη της την επαναστατική κυνικότητα. Ο ανατρεπτικός του καλπασμός
πρέπει να χαλιναγωγηθεί από ένα πειθαρχημένο σώμα, που θ ελέγχει το σωματικό ύφος
και τους εξτρεμιστικούς φωνητικούς του χρωματισμούς.
Χωρίς αυτά τα αυτονόητα πράγματα, το κείμενο
μετατρέπεται σε ένα ξεπερασμένο-ιδιαίτερα σήμερα που οι συνθήκες άλλαξαν-κηρυγματικό
μανιφέστο. Ένα ανατρεπτικό μεν, αλλά κλασικό στο είδος του ιδεολογικά φορτισμένο
τσιτάτο.
Η αντικομφορμιστική του όμως γλωσσική ιδεολογία,
ενταγμένη στην εποχή της και με ότι αυτό πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά συνεπάγεται,
μετά μάλιστα τον αγώνα για την σεξουαλική απελευθέρωση και την κάθε είδους ιδεολογική
αντιστροφή, τι μπορεί να σημαίνει ο λόγος ενός τέτοιου κειμένου;
Κατανοεί τη συμβολή του θεατρικού λόγου σήμερα,
ένα μάλλον αδρανές θεατρικά κοινό, βραχυκυκλωμένο από τα διάφορα τηλεπαιχνίδια
και τους βίαιους και αιματηρούς πολέμους γύρω του;
Το κέντρο βάρος του έργου, πέφτει στην
σκιαγράφηση του χαρακτήρα μιας συμπλεγματικής δασκάλας, μιας ανέραστης γυναικείας
παρουσίας που μην κατορθώνοντας να αγαπηθεί, ή ορθότερα φλεγόμενη από το πάθος για
έρωτα, δεν ισορρόπησε σαν χαρακτήρας, σαν άτομο, καταφεύγει στην εύκολη και
δοκιμασμένη επιλογή που του δίνει ένα κυρίαρχο δυναστευτικό σύστημα.
Την πνευματική, την ψυχική
αλλά και σωματική εξουσιαστική βία. Την ίδια στιγμή, που η εξέλιξη της θεατρικής
της ιχνογράφησις αναδύεται η σαθρότητα της επιλογής της.
Λάμπει το κενό της ψυχής της,
μαραγκιάζει το σώμα της,
κούφια αυστηρή κηρυγματολογία
βγαίνει από το στόμα της.
Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι ο στερημένος
εαυτός όλων μας. Ο παράφορος αλλά εκτροχιασμένος συναισθηματικά τρόπος να αγαπήσουμε
και να αγαπηθούμε.
Το αιρετικό αυτό κείμενο μας «διδάσκει» το
πώς μια αστική ηθική με τους τρεις πυλώνες της κυριαρχικής της δομής, το στρατό,
την εκκλησία, και την εκπαίδευση, ποδηγετεί τις συνειδήσεις των ανθρώπων, και
αλυσοδένει τις επιθυμίες όλων μας.
Ο Γιώργος Μαρίνος, έχοντας ευτυχώς κάνει στροφή
στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, μας μαγεύει με την πραγματικά σημαντική αυτή
παράσταση.
Μακριά, από την φωτεινή
ενζενική παρουσία της Έλλης Λαμπέτη, και την ορθή δεύτερη σκηνική παρουσία της Πρωτοψάλτη,
αλλά και εκείνη της Θέμις Μπαζάκα, οικοδομεί την δική του θεατρική εικόνα.
Νευρώδης, επιθετικός, βασανιστικά αγχώδης,
βίαιος, σαρκαστικός, εκδικητικός, με τον έντονο υστερικό του χαρακτήρα ενσαρκώνει
έναν ρόλο σε όλο το τραγικό αδιέξοδο της ψυχικής του πτώσης.
Αποκαλυπτικές χειρονομίες,
σωματικός «παροξυσμός», οδυνηρές σωματικές κινήσεις απεγνωσμένοι φωνητικοί χρωματισμοί,
σπονδυλώνουν, την ηρωϊδα σύμβολο, με τρόπο εύληπτο, αλλά και ηδονικό ταυτοχρόνως.
Ο Γιώργος Μαρίνος, δεν μας λέει το
Φλωμπερικό: «Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είμαι εγώ» και αυτό το οφείλει στην σωστή
καθοδήγηση του σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη. Αλλά, μας λέει και σε μας τους μαθητές-θεατές,
ποια είναι η ευνουχισμένη προσωπικότητα όλων μας, από τις συγκεκριμένες επιλογές
μας που προέρχονται από την κυρίαρχη ηθική. Και είναι εύστοχη η σκηνοθετική αυτή
άποψη γιατί με τον δηλωτικό αυτόν τρόπο, το σύμβολο αντέχει μέσα στον χρόνο,
πείθει διαρκώς ο θεατρικός λόγος πέρα από την εποχή που τον κυοφόρησε, και την
κοινωνική ατμόσφαιρα που το προεξόφλησε θεατρικά.
Πληθωρικός ο Γιώργος Μαρίνος όπως πάντα
και παιγνιώδης, υστερικός ακόμα και στις παύσεις του, αμήχανος από την λεκτική
καταιγίδα που και εκείνον τον πλημμυρίζει, εκτίθεται σε ένα θεατρικό παιχνίδι
δεξιοτεχνίας απαράμιλλο.
Η ορθή σκηνοθετική επιλογή του Γιώργου
Μιχαηλίδη οδήγησε τον ηθοποιό σε σωστούς δρόμους, χωρίς να τον αγκυλώσει σε
παλαιότερες ερμηνευτικές ερμηνείες άλλων ηθοποιών. Ο ρόλος απέκτησε μια μάλλον άλλη
ταυτότητα.
Ο λειτουργικός λόγος της μετάφρασης,
κοινωνεί ακόμα και σήμερα ίσως χωρίς τους ίδιους γλωσσικούς κώδικες, αλλά σε
ευρύτερα πλαίσια σκηνικής παρουσίας.
(υπάρχει και κυκλοφορεί στο
εμπόριο και η μετάφραση του Πάνου Κατέρη, από τις εκδόσεις Δωδώνη).
Ο ακραίος ρεαλισμός της σκηνοθετικής ματιάς,
δεν άφησε και πολλά περιθώρια στην σκηνογράφο και ενδυματολόγο Κατερίνα Καμπανέλλη
να αυτοσχεδιάσει.
Έτσι, τα μουντά, σκοτεινά
χρώματα του σκηνικού βάθους, ο δωρικός σκηνικός διάκοσμος αλλά και η ζεστή παλαιομοδίτικη
ενδυματολογική πρόταση της ηρωίδας χωρίς προκλητικότητα, αποκάλυψαν σε εμάς τους
μαθητές-θεατές την πληγωμένη προσωπικότητα της Δεσποινίδος Μαργαρίτας που δεν έχει
από πουθενά αλλού να κρατηθεί πέρα από την εξουσία της.
Όμως η Ιστορία μας διδάσκει, ότι η ψυχική άβυσσος
χαίνει με τέτοιου είδους εκφράσεις και τρόπους συμπεριφοράς, αλλά και στείρας
διδασκαλικής αυταρχικής συμπεριφοράς, χρειάζονται άλλου είδους υπερβάσεις από όλους
μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός φύλλου 16506/Δευτέρα 22 Απριλίου 2002, σελίδα 4.
Πειραιάς, Σάββατο, 30
Νοεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου