ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
(Ξάνθη 23/10/1925-Αθήνα 15/6/1994)
(Ξάνθη 23/10/1925-Αθήνα 15/6/1994)
Ο Μελωδιστής των ονείρων
Τι μπορεί να σημαίνει για τον σημερινό
Έλληνα, με τις ατέλειωτες υλοβιωτικές προοπτικές του και το επιδειξιακό
στοιχείο αγραμματοσύνης του η απώλεια του Μάνου Χατζιδάκι; Είναι ένα ερώτημα
που ίσως θα έπρεπε να μας απασχολεί σοβαρά, από τότε που ο κεκλιμένος της
χαράς, ο ταξιάρχης του έρωτα, ο μελωδός των ονείρων μας, μας εγκατέλειψε για
την ουράνιο μουσικόπολή του.
Το ίδιο ερώτημα τίθεται και για τους
άλλους Διόσκουρους της Ελληνικής ιδιοπροσωπίας και παράδοσης που έφυγαν από
κοντά μας.
Τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη,
τον ζωγράφο και στοχαστή Πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, τον θεατρικό δάσκαλο και
σκηνοθέτη Κάρολο Κουν, τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον ποιητή της
«Αμοργού» Νίκο Γκάτσο, την χορογράφο Δώρα Στράτου, την μουσικολόγο και
συλλέκτρια δημοτικών τραγουδιών Δόμνα Σαμίου, την χορογράφο Ραλού Μάνου τον
ποιητή αρχιτέκτονα Πειραιώτη Δημήτρη Πικιώνη και άλλους αξιοσημείωτους Έλληνες.
Ποια επιρροή μπορούν να έχουν στους
σημερινούς νεοέλληνες λάτρεις της κακόηχης μουσικής, της σκυλάδικης μουσικής
ατμόσφαιρας και των άρρυθμων και χωρίς ταυτότητα ήχων, οι εκλεπτυσμένες μελωδίες
του Μάνου, τα μουσικά του ιντερλούδια, οι φεγγαρίσιες ανταύγειες των ηχητικών
του συνόλων, η εκτυφλωτική διαφάνεια των ονειρικών του περιπλανήσεων, οι
καντιλένιες φωνητικές του γραφές, αυτού του λαχειοπώλη του ουρανού.
Το πνευματώδες ύφος του, η σοβαρότητα της
σκέψης του, το ρωμαλέο και αντρικό του ήθος, ο αιθέριος λυρισμός των συνθέσεων
του, οι περίτεχνες πενιές του, οι σοβαρές και καίριες παρεμβάσεις του, ανήκουν
στην χαμένη μας αθωότητα, στην Ελλάδα της βουκαμβίλιας, του δυόσμου και του
πεύκου, και της μαγείας του λευκού, της ασπρισμένης αυλής και της πήλινης
κανάτας με το κουκουνάρι και το μαντήλι; Ή μπορούν ακόμα να μπολιάσουν την
εποχή μας και τον εναπομείναντα αυθαίρετο και καταπατημένο από τους
νεογραικίλους δημόσιο χώρο;
Το έργο του που προσδιορίζεται ανάμεσα στα
άλλα από τον πολιτισμό του γιασεμιού, και του λιβανιού, της κλαρωτής φούστας
και του μωσαϊκού, του σήμαντρου και των φιλόξενων ψαλμωδιών, μπορεί να
γονιμοποιήσει την ευαισθησία των κατοίκων των άξενων και άφιλων μεγαλουπόλεων;
Είναι ο πρώτος που μας δίδαξε αληθινή
αισθητική ακρόαση και ουσιαστική λαϊκή αλλά αριστοκρατική ταυτοχρόνως μελωδία.
Είναι ο πρώτος που σε δύσκολους πολιτικά και ιστορικά καιρούς, αυτός ένα
επαρχιωτόπουλο από την Ξάνθη-σε αυτά τα πέτρινα της Ελληνικής ιστορίας και
αβάσταχτα κοινωνικά χρόνια, διέρρηξε τους δεσμούς του με την έως τότε ακαδημαϊκή
αντίληψη, που είχε τοποθετήσει την μουσική παράδοση μέσα σε μουσειακά άψυχα
πλαίσια και με το απαράμιλλο ήθος του και την ακαταμάχητη εργατικότητά του και
εσωτερική του καλλιέργεια και το πρωτοποριακό έργο του, διακήρυξε την ανάγκη
δημιουργίας γνήσιας «νεοελληνικής» μουσικής στηριγμένη στο μελωδικό σχήμα των
λαϊκών μας μοτίβων.
Ένα έργο απλό στην έκφραση, ερωτικό στην
διάθεση, μυσταγωγικό στην ατμόσφαιρα του, φωτοφόρο στο σύνολό του. Συμμετρικό
και με αρμονική αρχιτεκτονική, διακριτικά μελαγχολικό αλλά και παράδοξα ηρωικό,
πνευματώδες αλλά και σχολιαστικό. Ένα έργο με αδρές και λεπτές νότες που
ακολουθούν η μία την άλλη αρμονικά συντεταγμένες, οι οποίες ορθώνονται σε
εντυπωσιακά ύψη ευαισθησίας και ρομαντικής διάθεσης και κατόπιν μετά από
δημιουργικές παύσεις ανάπαυσης των σε ένταση αισθήσεών μας, ξαναβυθίζονται στην
μελαγχολική διάθεση, διευρύνονται, αλλά και συγκλίνουν ξανά και ξανά,
ξαφνιάζοντας μας αποκαλυπτικά και διαρκώς σε μια αισθητική εναλλαγή ηρεμίας και
έντασης, ηχητικής γοητείας και ρυθμοποιητικών ιδεών.
Πάνω από πενήντα χρόνια, από το μουσικό του
μετερίζι με πνευματική θέρμη και ακτινοβόλο εσωτερικό πάθος και ψυχική δύναμη,
γεώργησε το Ελληνικό μυριόπνοο μουσικό περιβόλι με το αλάνθαστό του ένστικτο,
την προστατευτική του ευαισθησία και τις λαϊκότροπες μελωδικές συνθέσεις του.
Όλο του το έργο δεν θα ήταν ελπίζω παράδοξο αν γράφαμε ότι ήταν μια συνεχής
μουσική αγωνία εντάσεων και λύσεών τους των θεμάτων που τον απασχολούσαν. Χωρίς
να αποφεύγει να ασχολείται και με χαροποιά θέματα και μοτίβα με τα οποία έγινε
ευρύτατα γνωστό στο ελληνικό κοινό. Πρόσφερε και προσέλαβε με ευγενική και
αυστηρή διάκριση κάθε ήχο της ελληνικής παράδοσης. Πρόσφερε το θεϊκό του
χάρισμα και προσέλαβε τους παραδοσιακούς ρυθμούς του τόπου του με σεβασμό και μέτρο
για να αληθοποιήσει και αφθαρτοποιήσει το μουσικό του πρόσλημμα.
Δεν ακολούθησε ποτέ του, ακόμα και όταν
έγραφε αυτές τις εξαίσιες μουσικές μελωδίες και τραγούδια για τις ελληνικές
ταινίες μεγάλης λαϊκής κυκλοφορίας και ακρόασης, τις εμπορικές απαιτήσεις του
κοινού γούστου, της χρήσης χωρίς ανταπόδοσης και φτηνής ακουστικής διασκέδασης
του φολκλόρ. Δεν πεθύμησε, μάλλον πολλές φορές αρνήθηκε-όπως στην περίπτωση
«Των παιδιών του Πειραιά», να θέσει τα θεμέλια για μια μουσική επιχείρηση με
εξαγωγικούς και μόνο εμπορικούς σκοπούς. Δεν θέλησε να γίνει της μόδας, ούτε να
γεμίζει η μουσική του τα γήπεδα και τα στάδια. Δεν επένδυσε ποτέ μουσικά κάτι
επί ματαίω. Οι μουσικές του χειρονομίες ακόμα και σήμερα είναι σαφείς,
ευδιάκριτες και την δική τους σφραγίδα, όπως και τα κατά καιρούς κείμενά του,
οι δημόσιες παρεμβάσεις του και οι στίχοι που ο ίδιος έγραψε ή μελοποίησε.
Και αν ο Μίκης Θεοδωράκης επεδίωξε με τον
δικό του μουσικό τρόπο και αγωνιστικό φρόνημα να αφηγηθεί τις «ιστορίες του
καιρού και του τόπου του» που είναι συνισταμένη όλων των ιστοριών της πατρίδας
μας, και εκφράζει το Επικό θα λέγαμε στοιχείο της μουσικής μας παράδοσης, με το
δωρικό του ύφος, την ρωμαλεότητα των συνθέσεών του και τους ηρωικούς ορχηστικούς
νεωτερισμούς του, ή και μέσα από την ιδεολογικά διαποτισμένη μουσική του ηχώ,
χρησιμοποιώντας δυναμικά και αρμονικά τα πιο ευχάριστα λαϊκά στοιχεία της
λαϊκής μας παράδοσης και τραγουδιστικής αγωνιστικής έκφρασης, ο Μάνος
Χατζιδάκις, αυτός ο εν δυνάμει μεγάλος Ερωτογράφος, ακόμα και με την σιωπηλή
του ευγλωττία αντανακλά τον λυρισμό, την τρυφεράδα, την ευαισθησία και τα
ονειρικά παθητικά στοιχεία της παράδοσης αυτής.
Ο Μίκης αντιπροσωπεύει τους αγώνες, τις
αμέτρητες θυσίες, και τις κακουχίες του λαού μας και της εποχής του, ο Μάνος
τις απεριόριστες αποχρώσεις των συναισθημάτων του.
Ο Μίκης τραγουδά την αγωνία,
τα καθημερινά βάσανα και τα πάθη του λαού του, ο Μάνος υμνωδεί την εφηβική του
τρυφερότητα, το φτερούγισμα των πρώτων του ερωτικών σκιρτημάτων αλλά και την
διαισθητική του αναρχικότητα.
Ο Μίκης αισθητοποιεί
μουσικά την κοινή μοίρα και τις πολιτικές και ιδεολογικές διώξεις του
βασανισμένου λαού, ο Μάνος συνοψίζει τις εσωτερικές αντιφάσεις της ύπαρξής του,
την τρέλα των ονείρων του με ρομαντική ορμή και άσβεστη φλόγα σιγαλών,
επιθετικών τόνων.
Και οι δύο μας άφησαν
θεσπέσιες μουσικές συνθέσεις, μουσικά πορτρέτα απερίγραπτης φωνητικής και
ακουστικής ψυχογραφίας και συναισθηματικού πλούτου.
Σύγχρονοι Προμηθείς και οι δύο,
χειραφέτησαν την εποχή τους και τους ανθρώπους και προσέφεραν ένα νέο Όραμα
στην ελληνική μουσική επικράτεια. Εμπλούτισαν με νέες δυνατότητες όχι μόνο την
μουσική μας παράδοση, αλλά ολόκληρο το φάσμα των διαβαθμίσεών της. Έχοντας
σωστά και ουσιαστικά κατανοήσει την διαχρονική υφή των συμβόλων της και των
ανεξάντλητων κωδίκων της, όσο και την ετερότητα της Ελληνικής ιδιοσυγκρασίας.
Ζυμωμένοι από την ευωδία της παράδοσης της παράδοσης που αναδύονταν από τα
μουσικά ακούσματα της εποχής τους και τα λαϊκά δημιουργικά ακούσματα των
μουσικών συνθετών και φωνών, σαν ψηφοθετήματα στιχηρά, υποταγμένα πάνω στην
τονική τους ακαμψία, μιας πεπαλαιωμένης και μη μιλημένης πια μελωδίας,
μπόλιασαν την μουσική ρυθμοποιία και στοχασμό με την προσωπική τους αλήθεια και
το μουσικό τους στίγμα ευαισθησίας, την ατομική τους υφολογική απλότητα και
πνοή. Μια πνοή που σε κρατά οικειοθελώς στην μαγευτική και σαγηνευτική
ατμόσφαιρα των αρίφνητων ρυθμών και των Ονείρων.
Η μουσική υφή του Μάνου Χατζιδάκι, είναι
ένα διαρκές σύμβολο ποικίλων συναισθημάτων. Οι μοναχικές «αντιστικτικές» φωνές
του καθορίζονται όχι μόνο από την ερωτική διάθεση του μουσουργού, αλλά και την
προαίρεση του ή της αοιδού. Φωνητική μελωδία και μουσικός ρυθμός αποτελούν μια
ενότητα που αν και ανήκουν σε έναν εννοιολογικό φορέα ιδίου είδους, λειτουργούν
και ως αυτόνομες αισθητικές-καλλιτεχνικές προτάσεις και σημεία μουσικής αναφοράς.
Συναισθηματική τίγρης ο Μάνος Χατζιδάκις
μέσα από μια περίτεχνη συνδυαστική εύηχων ρυθμών, συναισθηματικά φορτισμένων
λέξεων, νοσταλγικών εξατομικευμένων αισθημάτων, αλλά και μουσικά μορφοποιημένων
σιωπών, αποφεύγοντας πάντα τους όποιους μουσικούς εκκεντρισμούς ή πυραμοειδής
βερμπαλιστικές ακολασίες φτηνής ακρόασης ακόμα και στην ποίησή του (βλέπε Μέγα
Ανατολικό του σημαντικού ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου), οικοδόμησε μια μουσική
σύνθεση που το ένα της σκέλος συνοδεύει την σκηνική παρουσία και το άλλο της
ανοίγει συνομιλία με τους αγγέλους της ευαισθησίας μας και της αισθητικής μας.
Η τεχνική της μουσικής του
φόρμας ακόμα και στα πιο απλά και σύντομα διατονικά γένη της μουσικής του
δημιουργίας, παραμένει προφητική. Η μουσική του πρόταση πάντα εκθέτει κάτι το
ουσιαστικό χωρίς να αναρωτιέται ή να αμφιβάλλει για την αλήθεια και την
ποιότητα του ύφους της.
Μια δύσκολη, αυστηρή αλλά νήφουσα καρδιά ο
Χατζιδάκις και μια παρεξηγημένη από πολλούς συνθετική αυτοσχεδιαστική απλότητα,
δημιουργεί και συνθέτει μια μουσική επένδυση που λειτουργεί αυτόνομα και
ανεξάρτητα από το κείμενο. Η μουσική υπομνηματίζει το μελοποιημένο ποίημα ή
στίχο ή κείμενο αρχαίο και προάγει με το ρυθμό της και την αρμονική της διάταξη
το συναίσθημά του. Το κείμενο επίσης, ενώ λειτουργεί και ανεξάρτητο μέσα από
τους δικούς του συναισθηματικούς κυματισμού και νοηματικές διακυμάνσεις
ταυτόχρονα αποζητά το μουσικό μανδύα, για να αναδυθεί με όλη του την
μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα από τη ν θελκτική φόρμα του δημιουργού του. Από
την συναισθηματική πυρά της μόνωσης του. Η μουσική κρατά αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της ποιητικής σύνθεσης καθώς ο ψελλισμός των λέξεων αφυπνίζει
την ανθρώπινη μνήμη.
Έτσι, η μουσική συνοδοιπορία παύει να είναι
μια ιδιαιτεροποιημένη νοηματική υπόκρουση της ποιητικής λειτουργίας, μια
συμβατική κωδικοποιημένη αντιπρόταση και μεταστοιχειώνεται σε τονική και
ρυθμική τεκμηρίωση του ποιητικού νοήματος, σε μια αυτοτελή ηχητική πρόταση που
δεν ξεπερνά τα όρια της ποιητικής δημιουργίας. Η ενσωμάτωση αλλά όχι αφομοίωση
του μελοποιημένου κειμένου στην μουσική εκφραστική τονίζει την νοηματική του
εκφορά και ενεργοποιεί τα ενδόμυχα βιώματα των ακροατών. Ποίηση και Μουσική
δρουν σε μια διαλεκτική σχέση ή συναινετικά, μεταβάλλοντας το παιχνίδι αυτό της
μουσικής ανάγνωσης σε μαγεία και ρυθμική έκσταση.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτός ο αυτοδίδακτος
μουσικός συνθέτης διακατέχονταν αφάνταστα από το «άγιο πάθος της αγίας
νεότητας». Δεν υπήρξε ποτέ του ένας «εξημερωμένος» καλλιτέχνης. Ένα «κατοικίδιο
ζώο» της μουσικής Τέχνης ή της ιδεολογίας του, που ονειροπολεί γύρω από τις
διάφορες ανέσεις και τη πομπώδη χλιδή των αστών της εποχής του ή του πολιτικού
χώρου στον οποίον ανήκε. Προτιμούσε μάλλον το ξάφνιασμα και την συγκίνηση ενός
απλού αθόρυβου ακροατή, που ίσως και να μην κατανόησε τόσο τις ορχηστρικές του
συνθέσεις, αλλά ένιωσε το μουσικό ρίγος να τον διαπερνά και να τον καθηλώνει,
παρά τους κούφιους επαίνους που στερούνται σημασίας τόσο για αυτούς που τους εκφέρουν
όσο και για αυτούς στους οποίους απευθύνονται.
Δύσκολα ακούς έργα του, μελετάς
κείμενά του, τραγουδάς τραγούδια του, ή παρακολουθείς τον λόγο του και δεν
διακατέχεσαι από ιερό δέος. Το δέος εκείνο που νιώθουν οι συνειδητοί μαθητές
μπροστά στον σοφό δάσκαλο. Τον δάσκαλο καλλιτέχνη με την θεολογική έννοια του
όρου, του δημιουργού Θεού-Ποιητή. Που ποιεί τα πράγματα από την αρχή και τα
κατονομάζει με την Σιβυλλική φωνή του.
Παρότι έλεγε ο ίδιος, ότι ανήκε στην
λεγομένη συντηρητική παράταξη, και ήταν θαυμαστής και λάτρης του Κωνσταντίνου
Καραμανλή του επονομαζόμενου και Εθνάρχη, ήταν ένας πραγματικά ελεύθερος
άνθρωπος. Ανεπηρέαστος από τις κομματικές αψιμαχίες εποχής του, δεν δίστασε να σταθεί πάντα στο πλευρό ανθρώπων που πίστευε ότι η όποια εξουσία και
πολιτική-κυβερνητική αρχή με όποιο πρόσωπο και αν αυτή εμφανίζονταν τους είχε
αδικήσει ή τους φερόταν ρατσιστικά. Ήταν μια πολύπλευρη προσωπικότητα που η
σοφή, και μετρημένη συμμετοχή του στα κοινά, συναγωνίζονταν αυτή του συνθέτη,
ποιητή, εκδότη, διευθυντή ορχήστρας.
Ο Μάνος Χατζιδάκις με τον τεράστιο
αυτοσεβασμό που διέθετε, ήταν ξαναγράφω, ένας πραγματικά ελεύθερος και ενάρετος
καλλιτέχνης. Σεβόταν την ζωή όπως και την μουσική γενικότερα. Μια, και
Ελευθερία εστί το της αρετής όνομα όπως σημειώνει κάποιος άλλος ποιητής. Η
μουσική του γενναιοδωρία ήταν απαράμιλλη. Η ευγένειά του παροιμιώδης
συναγωνίζονταν την βαθιά αίσθηση του χιούμορ του. Ακόμα και οι λίβελοι του
εναντίον των κακώς κειμένων της δημόσια ζωής ήταν εύστοχοι, καίριοι και
ουσιαστικά απαραίτητοι. Είτε αυτοί γινόντουσαν από τα σχόλιά του στο Τρίτο
Πρόγραμμα που εκείνος δημιούργησε και οργάνωσε, είτε γίνονταν μέσα από τις
στήλες του περιοδικού Το Τέταρτο, που επίσης εξέδωσε-για λίγα δυστυχώς
τεύχη-είτε από τα άλλα έντυπα και δημόσιο λόγο του.
Να γιατί επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα
θεωρούμε ότι αποχωρώντας ο τερψίβροτος συνθέτης και ποιητής για την άνω
Λιλιπούπολή του, να συναντήσει τους αγαπημένους του φίλους-συνεργάτες, και
θαυμαστές του έργου του αφήνει τον γενέθλιο τόπο του-μας, φτωχότερο.
Μελετώντας την ιστορική διαδρομή της
Ελληνικής παράδοσης, ανακαλύπτεις ότι αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα, με
κάποια ίσως απαξίωση, δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό το έμψυχο δυναμικό που
προαναφέραμε στην αρχή του κειμένου, που τροφοδότησε τον άξενο και έρημο
γεωγραφικό της χώρο με την υγρασία της προσωπικής τους ευαισθησίας και
καλλιέργειας.
Άγιοι, ταπεινές αλλά
φωτισμένες υπάρξεις, Ήρωες, που με αυτοθυσία και την ατομική τους προσφορά,
Ποιητές που προσπάθησαν να διασώσουν την λαϊκή και την λόγια παράδοση αυτού του
τόπου, απλοί καθημερινοί άνθρωποι με τα εχέγγυα της γνησιότητας στο
παρουσιαστικό τους, και την πολυπρισματική ευαισθησία τους, ευεργέτες με την
σφραγίδα της αρχοντιάς στο μέτωπό τους, ήσαν αυτοί που στήριξαν την Ελληνική
ιστορική συνέχεια και διαμόρφωσαν την αυτοσυνειδησία του Έλληνα και διέπλασαν
το χαρακτηριστικό Ελληνικό του και οικουμενικό ταυτόχρονα ήθος του, ότι
γενικότερα ονομάζουμε Νεοελληνικό πολιτισμό, και κατ’ επέκταση πατρίδα.
Αναχωρώντας τα πρόσωπα αυτά
από τον μάταιο τούτο κόσμο, και αποκαθηλώνοντας τα από το μνημονικό μας
εικονοστάσι, παύει μάλλον να υφίστανται και η έννοια της πατρίδας. Ανεξάρτητα
αν κάθε εποχή οφείλει να κυοφορήσει τους δικούς της πνευματικούς στυλοβάτες,
τους δικούς της καλλιτέχνες στυλίτες φαροφύλακες της παράδοσης. Επανερχόμενος,
ο γενέθλιος τόπος ερημώνει και μετατρέπει τους νέους κατοίκους σε μετοίκους.
Γλώσσα και μνήμη, ήθος και καλλιέργεια, πολιτική συνείδηση και κοινωνική
ευαισθησία στην πράξη, δηλαδή παράδοση, είναι αυτό που ονομάζουμε πατρίδα, αυτό
και τίποτα άλλο.
Αφού, πέρα από τον
πολιτισμό που εκφράζεται με τις παγίδες και τα παιχνίδια της γλώσσας, δεν
υπάρχει παρά μόνο η μοριακή βιολογία.
Άραγε, θα αναγνωρίσουμε κάποτε οι
εναπομείναντες, όχι μόνο τι οφείλουμε σε αυτούς τους σοφούς δασκάλους μας, σε
αυτούς που δημιούργησαν και διατήρησαν τους νεότερους Ελληνικούς μύθους, αλλά
και το τι χάσαμε με την απώλειά τους; Ή θα αφεθούμε στην λήθη και την πλησμονή
χωρίς να έχουμε κατορθώσει να οικοδομήσουμε τους απαραίτητους εκείνους μύθους
της γενιάς μας, της στυλοβάτες της πατρίδας;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, Πειραιάς, περιοδικό «λιμάνι»
τεύχος 55/Ιούνιος 1996, σελίδες 56-57.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε και
στο περιοδικό του Πειραιώτη ποιητή Γιώργου Χρονά, «Οδός πανός» τεύχος 115/1,3,1994
Πειραιάς, Σάββατο, 23
Νοεμβρίου 2013
Και στην μνήμη του, το:
«Δεν ξέρετε τ’ είναι σκιά
και σκοτάδι
μετ’ από τον ήλιο, μετ’ από
το χάδι
δεν ξέρετε αλήθεια πόσο
είναι φτωχοί
αυτοί που τα φώτα τους δίνουν
ψυχή»
από «Τα τραγούδια μου»
του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου, εκδόσεις Κάκτος 2002, σελίδα 560.
του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου, εκδόσεις Κάκτος 2002, σελίδα 560.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου