ΓΙΩΡΓΟΣ
ΘΕΟΤΟΚΑΣ
«Το παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας»
«Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μιαν
όμορφην ημέρα ο Μαυριανός κι οι άρχοντες εκάνανε τραπέζι κι αθιβολή δεν είχανε
κι αθιβολή τους παίρνει…».
Ο Μαυριανός
και ο Βασιλιάς
Τι
στόχους είχε ο «πιο καρτεσιανός από τους Νεοέλληνες πεζογράφους» όπως τον
αποκαλεί ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, γράφοντας το
«Παιχνίδι της Τρέλας και της Φρονιμάδας»;
Το
έργο αυτό του Γιώργου Θεοτοκά, γράφτηκε στα 1944, στις πιο φρικιαστικές και
αγωνιώδεις ώρες του τέλους της Γερμανικής Κατοχής, γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας
στις σημειώσεις του κειμένου. Βλέπε «Θεατρικά έργα» τόμος Α, σελίδα 101.
Η
Ελληνική κοινωνία τρομοκρατημένη και τραυματισμένη έβγαινε από μια ιστορική
τραγωδία και πριν προλάβει να ανασάνει, έμπαινε στον τραγελαφικό και άδοξο και
πολιτικά αδιέξοδο εμφύλιο σπαραγμό. Ποιος είχε δίκιο, ποιος άδικο ποτέ ίσως δεν
θα το μάθουμε επακριβώς, αφού ο πόνος και ο σπαραγμός, οι κακουχίες και τα
βάσανα των νεκρών και των αδικοχαμένων και από τις δύο πλευρές ήταν αβάστακτος και
οι πολιτικές και κοινωνικές πρωτίστως συνέπειες ήσαν τεράστιες και φοβερές. Ο
πόνος μέχρι τις μέρες μας είναι ακόμα νωπός για αρκετές οικογένειες αμφοτέρων
των πλευρών, και τα πολιτικά μίση και πάθη, ακόμα δεν έχουν πάψει.
Η Ελλάδα, δεν κατόρθωσε να κλείσει τις πληγές
του εμφύλιου σπαραγμού της νωρίς, όπως έκαναν άλλες χώρες. Τρέχει ασθμαίνοντας
πίσω από τα πολιτικά λάθη της και τις άστοχες ιστορικές επιλογές της.
Η μεταγενέστερη ιστορική γραφή και απεικόνιση
των τότε γεγονότων και δραματικών συμβάντων, δικαιώνει την ανθρώπινη μνήμη
μάλλον κατά το «δοκούν» οι τραγικές όμως απώλειες δεν αναπληρώνονται για έναν
λαό, όσα επιτύμβια και αν αναγείρουμε, όσο ηρώα και αν στήσουμε, όσες ιστορικές
σελίδες και αν γράψουμε.
Η
Ελληνική κοινωνία, φυλάκισε το Όνειρο, για να δημιουργήσει Δίκαιο ή καλύτερα
πολιτικοποίησε το ανθρώπινο βίωμα στο όνομα ενός αβέβαιου ιστορικού μέλλοντος,
και, τα αποτελέσματα σε όλους μας γνωστά.
Σε τι
λοιπόν αποσκοπούσε ο λογοκρατούμενος συγγραφέας με την κωμωδία αυτή, σε αυτές
τις δύσκολες ώρες;
Ο
πιο Ευρωπαίος από την γνωστή γενιά του 1930, επεδίωξε να «πνευματοποιήσει»την
πολιτική σκέψη των συγχρόνων του, προσπάθησε να απαλλαγεί από τις ηθογραφικές
αγκυλώσεις της εποχής του, μπόλιασε με τις ιδέες ενός αστικού
δημοκρατισμού, και «συντηρητικού» φιλελευθερισμού το έργο του και πρόβαλε ο
ίδιος ως η ευγενέστερη και μειλίχια φωνή της γενιάς του 1930. Αυτής της φοβερής
και τρομερής για τις προηγούμενες γενιές γενιά. Που διέσωσε μάλλον μόνο ότι τις
πήγαινε στην δική της παιδευτική καλλιέργεια και ιδιοσυγκρασία.
Ήταν
προφητικός αλλά και διστακτικός, από ιδιοσυγκρασία Ελληνότροπος, αλλά και από
παιδεία Ευρωπαίος. Σημαντική μορφή των Ελληνικών γραμμάτων, γόνιμη πνευματική
παρουσία αλλά και ακραίος αρκετές φορές στις ερμηνευτικές του προτάσεις.
Το
έργο, βασίζεται σε μια παραλλαγή Δημοτικού τραγουδιού «Ο Μαυριανός και ο
Βασιλιάς» ή ακόμα, και το «Στοίχημα» μια άλλη εκδοχή του ίδιου λαϊκού μοτίβου (δες
«Τραγούδια των Ελλήνων» του Άγη Θέρου, τόμος Α΄ σελίδα 298).
Η
τετράπρακτη αυτή κωμωδία, ανήκει στην κατηγορία του λεγομένου Νεοποιητικού λαϊκού
δράματος. Ο συγγραφέας δανείζεται λαϊκούς μύθους, διάφορα στοιχεία και δοξασίες
από την λαϊκή παράδοση και οικοδομεί την θεατρική του γραφή. Αποκρυσταλλώνει με
έντεχνο τρόπο τον προφορικό λόγο σε θεατρική σκηνική δραματουργία. Σε αυτό,
βοηθά το γεγονός ότι αρκετές παραλογές δημοτικών τραγουδιών-ιδιαίτερα
Ακριτικών-έχουν σκηνική διάρθρωση και συγγενεύουν με τα δομικά στοιχεία του
λαϊκού ποιητικού θεάτρου.
Λογοτεχνικές και θεατρικές δραματοποιήσεις
δημοτικών τραγουδιών υιοθέτησαν αρκετοί συγγραφείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και
στο Εξωτερικό
Ενδεικτικά αναφέρω τους: Ηλία Βουτιερίδη, Νίκο
Καζαντζάκη, Παντελή Χορν, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νικόλαο Ποριώτη, και Φεντερίκο
Γκαρθία Λόρκα από την Ισπανία, Ερρίκο Ίψεν από την Νορβηγία, Ουίλλιαμ Μπάτλερ
Γέητς από την Ιρλανδία και άλλοι.
Ο
Θεοτοκάς, δανείστηκε τα λαϊκά στοιχεία της παράδοσης και εμπλούτισε με αυτά
συστηματικά το θεατρικό του έργο, δίνοντας στην νέα ερμηνεία, φιλοσοφικές
διαστάσεις.
Συγχωνεύει την Ιστορία-είτε αφορά μια
προσωπικότητα, είτε ως ιστορικό γεγονός-με τον θρύλο και την θεατρική γραφή και
υφαίνει με κέφι, και ευσυνειδησία και ασφαλώς έχοντας γνώση των κανόνων της
θεατρικής τέχνης, την δική του εκδοχή.
Το διλημματικό αυτό έργο, είναι από τα
αρτιότερα θεατρικά έργα του συγγραφέα.
Είναι μάλλον το τελευταίο έργο του ως «κοσμικού» θα λέγαμε δημιουργού,
προεικονίζει τις τελευταίες φάσεις ενός αστού κοσμοπολίτη στοχαστή, λίγο πριν
αποδεχθεί ή «καταφύγει» στην Ορθοδοξία όπως μας φανερώνουν οι τελευταίες του
δημιουργίες με την ευδιάκριτη πρόταση «Θεοπτίας του».
Ο
Γιώργος Θεοτοκάς, ενσωματώνοντας πολλά και ετερόκλητα στοιχεία της παράδοσης,
απαντά κατά κάποιον τρόπο στον Βασίλη Ρώτα, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιώργο
Κοτζιούλα, για το τι είναι λαϊκό θέατρο (ή θέατρο του Βουνού), και μας
προτείνει την δική του ερμηνευτική εκδοχή για το τι σημαίνει λαϊκό και
ταυτοχρόνως δραματουργικό.
Διαφοροποιείται επίσης, τόσο από φιλοσοφικό ποιητικό έργο που προτείνουν
ο Άγγελος Σικελιανός ή ο Νίκος Καζαντζάκης, όσο και από το ψυχολογικό αστόδραμα
των: Γρηγορίου Ξενόπουλου, Δημητρίου Μπόγρη, ἠ του Παντελή Χορν. Ο Θεοτοκάς,
δεν υιοθετεί το ιστορικό δράμα έτσι όπως μας το παρουσίασε ο άλλο μεγάλος
συγγραφέας της γενιάς του 1930, ο Άγγελος Τερζάκης.
Ο Θεοτοκάς, χρησιμοποιεί τον «ψυχολογισμό» για
να αρθρώσει την δική του θεατρική πρόταση.
Στο έργο μας μιλά, για την διαφορά ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα,
την ασυνεννοησία μεταξύ τους, τις περίπλοκες σχέσεις τους, το ατελέσφορο των
ερωτικών τους προσπαθειών, το επισφαλές της όποιας επικοινωνίας τους. Με δύο
λόγια, την δυσκολία συνύπαρξης των δύο φύλων και την δυσκολία της συζυγίας
τους.
Ακόμα το έργο, κωμικοποιεί τις πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες των
Ελλήνων, στηλιτεύει τους διάφορους φανατισμούς και τις ιδεοληψίες τους, αλλά
και τις όποιες άσκοπες λογομαχίες τους και προτείνει μια πολιτική ισορροπία η
οποία θα προέρχεται από την «αρχή της πεφωτισμένης δεσποτείας».
Οι διάφοροι κώδικες της δραματουργίας του μας
αποκαλύπτουν περισσότερο τους στοχασμούς και τις φιλοσοφικές του έρευνες παρά
τις θεατρικές του αναζητήσεις.
Το
θεατρικό του έργο, πολλές φορές είναι «γεμάτο» κηρυγματική διάθεση, εγκεφαλικότητα,
ακόμα υποτροπιάζει το λυρικό στοιχείο από το έργο του, και ο συναισθηματικός
κόσμος των ηρώων του δεν διακρίνεται εύκολα, δεν παύει όμως να είναι ένα
θεατρικό παιχνίδι, μεταξύ Ονείρου και πραγματικότητας, εφικτού και ανέφικτου, της
τρέλας και της φρονιμάδας.
Η
παράσταση που σκηνοθέτησε ο κύριος Χατζηπαπάς ήταν καταπληκτική. Μια θεατρική πρόταση με γρήγορους ρυθμούς,
κεφάτη διάθεση, ανάλαφρη ατμόσφαιρα, με μια πανδαισία χρωμάτων και ευρηματικών
σκηνικών ερμηνειών, που θύμιζε έντονα τα παιχνίδια των παρεξηγήσεων των
Σαιξπηρικών κωμωδιών.
Όλοι οι συντελεστές ήσαν υπέροχοι, μέσα σε αυτό το γενικό πανδαιμόνιο
υποκριτικής, πολυποίκιλων ήχων, μουσικών χρωματιστών και σκηνικής επένδυσης.
Ένας σκηνικός πανζουρλισμός, που ενώ ίσως υπέσκαπτε
την ιστορική και ερμηνευτική πρόταση του θεατρικού λόγου, αναπλήρωνε την
έλλειψη αυτή, με διασκεδαστική και ευχάριστη ειρωνευτική του φόρμα.
Το
έργο του «νεοδραγουμικού» όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός της λογοτεχνίας
Δημήτριος Τσάκωνας, Θεοτοκά δικαιωνόταν χρονικά στα χέρια μιας ομάδας άξιων
ερμηνευτών και συντελεστών.
Ιδιαίτερα ο ρόλος (το Πουλί) του ηθοποιού
Γιάννη Σιαμσάρη με την εξπρεσιονιστική εμφάνισή του και την ιδιόμορφη κάπως
φωνή του, έκλεψε την παράσταση.
Είτε με τρέλα, είτε με φρονιμάδα η απόλαυση του Θεατρικού παιχνιδιού
ήταν υπέροχη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του
Πειραιώς», Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 1998, σελίδες 5,7
Πειραιάς, Σάββατο, 30 Νοεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου