Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Ο Ποιητής Παύλος  Νιρβάνας

        Ένας από τους πνευματικούς δημιουργούς που με το έργο τους-και ίσως και με την ζωή τους-οικοδόμησαν και διαμόρφωσαν αυτό που ονομάζουμε Πειραϊκή ιδιοπροσωπεία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είναι και ο ιατρός και συγγραφέας Παύλος Νιρβάνας.
     Ο Παύλος Νιρβάνας, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς, ο ποιητής Νίκος Χαντζάρας, και μια πλειάδα άλλων μικρών αλλά άξιων προσοχής πνευματικών δημιουργών,(για να σταθούμε μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας) πέρα από την όποια αδιαμφισβήτητη αξία του έργου τους, υπήρξαν οι πνευματικοί και καλλιτεχνικοί γενάρχες της Πόλης του Πειραιά.
Της Πόλης αυτής, που παρά τα στενά και περιορισμένα γεωγραφικά της όρια, δέχτηκε στα χώματά της καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής, εκατοντάδες χιλιάδες φτωχούς και κατατρεγμένους εσωτερικούς μετανάστες από όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδος, αλλά και της υφηλίου.
      Οι πνευματικοί αυτοί ηγήτορες της λεγομένης σχολής της Φρεαττύδας είναι μάλλον τα πιο γνωστά ονόματα του Πειραιά που με μεγάλη ευκολία συναντάμε στις ιστορίες της λογοτεχνίας, αλλά και τις διάφορες ποιητικές ανθολογίες.
Πρόσωπα που χαίρουν σεβασμού, από τους διάφορους ομοτέχνους τους δημιουργούς της εποχής τους, ή από μεταγενέστερους μελετητές. Πειραιώτες δημιουργοί (που είτε αποδέχθηκαν το σύνολο του έργου τους, είτε στέκονται κριτικά ή διακριτικά απέναντί τους), στάθηκαν και κρατήθηκαν στην επιφάνεια του λογοτεχνικού χρόνου και κέρδισαν επάξια την εφήμερη αθανασία της πνευματικής δημιουργίας. Κατά πόσο οι ως άνω συγγραφείς αλλά και εν γένει οι Πειραιώτες δημιουργοί κατόρθωσαν να μπολιάσουν δημιουργικά και δραστικά τους κατά καιρούς αναγνώστες τους ή άλλους ομοτέχνους τους, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που χρειάζεται συστηματική και τεράστια ερευνητική προσπάθεια για να εξαγάγουμε τα ανάλογα συμπεράσματα. Το βέβαιο είναι ότι η παραπάνω πειραϊκή τετράδα διασώθηκε μέσα στο χρόνο.
     Τα αναφέρω αυτά όχι τυχαία, ο όποιος καλόπιστος ερευνητής ανατρέξει σε μελετήματα ή εργασίες που αφορούν τα λογοτεχνικά μας πράγματα εύκολα διαπιστώνει, ότι οι κριτικές, τα σχόλια, τα άρθρα που κατά καιρούς γράφτηκαν παραδείγματος χάρη για τον Παύλο Νιρβάνα, δεν είναι πάντοτε επαινετικά. Αυτό ασφαλώς συμβαίνει και με λογοτέχνες εκτός Πειραϊκού χώρου. Είναι φυσικό, να συμβαίνει αυτό επειδή οι ιστορικές συνθήκες έχουν αλλάξει, το ίδιο και οι κοινωνικές και οικονομικές καθώς και οι παιδευτικές ανάγκες. Η Δημοτική γλώσσα είναι πλέον η επίσημη γλώσσα του Έθνους των Ελλήνων και η θεματογραφία των νέων δημιουργών περιστρέφεται σε άλλα συμβάντα, και η θεματολογία τους εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, δάνεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ελλάδα, δεν είναι πλέον η μικρή απομονωμένη κλειστή επαρχιακή νησίδα της Ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά μια χώρα ανοιχτή στα εκατοντάδες νέα ρεύματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πειραματισμών. Κάτω από αυτές τις καινούργιες προοπτικές ενός κόσμου που ραγδαία αλλάζει και αναζητά καινούργιες σταθερές, νέα σύμβολα, δημιουργεί τους δικούς του καινούργιους μύθους, είναι φυσικό εκατοντάδες συγγραφείς να επαναξιολογούνται και αρκετοί να τοποθετούνται στο χρονοντούλαπο της λογοτεχνικής ιστορίας.
      Ο Παύλος Νιρβάνας, ευτύχησε να διασωθεί έστω και με αρκετές κριτικές λογοτεχνικές αμυχές. Όσοι καταπιάστηκαν με το έργο του, και ερεύνησαν την προσωπικότητά του ομογνωμούν στο ότι υπήρξε ένα άτομο πολυσχιδές, με τεράστιες για την εποχή του γνώσεις, πρωτοποριακός σαν επιστήμονας, φιλέρευνος σαν χαρακτήρας, καλός οικογενειάρχης, καλοκάγαθος σαν προσωπικότητα, εργασιομανής σαν δημιουργός, και παρά την φήμη του, υπήρξε απλός στην συμπεριφορά του και δεν αρνιόταν ούτε φοβόταν να βοηθήσει τους νέους σε ηλικία δημιουργούς της εποχής του. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στα δοκίμιά του σημειώνει τα εξής: «Στον κύκλο μας, στην εποχή των Παναθηναίων, είχαμε βγάλει το Νιρβάνα αγύρτη. Αγύρτης σημαίνει μάγος. Μάγος του ύφους, του πνεύματος, της χαράς (…) στα νιάτα του ήταν ο μεγαλύτερος βιβλιοφάγος του κύκλου μας. Μόνο ο Επισκοπόπουλος μπορούσε ίσως να του παραβγεί». Δες Άπαντα, εκδόσεων Μπίρης, τόμος 11ος σελίδες 227-229.  Ο Στέλιος Ξεφλούδας, που επιμελήθηκε και τον ενδέκατο τόμο της Βασικής Βιβλιοθήκης των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, με τα έργα των Παύλου Νιρβάνα, Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, Πλάτωνος Ροδοκανάκη, Ναπολέων Λαπαθιώτη και άλλων, τον αποκαλεί «έναν εξαιρετικά καλλιεργημένο συγγραφέα (…) έναν κομψοφάγο που φρόντιζε πολλές φορές περισσότερο το ύφος των έργων του από το περιεχόμενό τους». Οι απόψεις του Γιώργου Βαλέτα που αναστύλωσε τα Άπαντά του, αλλά και απόψεις άλλων κριτικών της εποχής του, αλλά και μετέπειτα όπως του Αλέξανδρου Αργυρίου, του Βάσου Βαρίκα, του Μίμη Παπανικολάου και άλλων συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο Παύλος Νιρβάνας είναι ένας θαυμάσιος στυλίστας του ύφους, που οι καλύτερες δημιουργικές του στιγμές συναντώνται σε ορισμένους στίχους του, και ειδικότερα στα εκατοντάδες χρονογραφήματά του. Η δεσπόζουσα πραότητά του, ο μειλίχιος τρόπος του, η στοχαστική του διάθεση ανιχνεύονται μέσα στο έργο του. Ένα έργο που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της ηθογραφίας της εποχής του και των περιορισμένων ενδιαφερόντων των άλλων πνευματικών δημιουργών.
     Ο Παύλος Νιρβάνας σαν ποιητής, στάθηκε και αυτός όπως και οι άλλοι ποιητές της Β΄ Αθηναϊκής Σχολής, κάτω από την φωτοβόλα σκιά του γεραρού Κωστή Παλαμά.
Ο Κωστής Παλαμάς, αυτό το πολυθρύλητο και τεράστιο κεφάλαιο των εθνικών μας λογοτεχνικών συμβάντων, ακόμα και σήμερα, και παρά την δική του επιθυμία, δικαίως επισκίασε όλους τους ποιητές της γενιάς του. Νίκος Καμπάς, Ιωάννης Πολέμης, Γεώργιος Δροσίνης, Κώστας Κρυστάλλης, Γεώργιος Στρατήγης, Ηλίας Βουτιερίδης, Παύλος Νιρβάνας, και άλλοι δημιουργοί σχεδόν χάθηκαν μπροστά στην επιβλητική ποιητική παρουσία του Κωστή Παλαμά. Ο Παλαμάς είναι η μεγάλη πνευματική κλώσα που ασφυκτικά κλώσησε τα άλλα «πνευματικά αυγά». Πολλοί δημιουργοί περιστρέφονται γύρο από αυτόν σαν ετερόφωτοι δορυφόροι. Το ίδιο και ο Πειραιώτης Παύλος Νιρβάνας,
      Το 1884 εκδίδει την ποιητική του συλλογή
«Δάφναι Εις την ΚΕ Μαρτίου 1821». Μια πολύστιχη ωδή που δύσκολα διαβάζεται, αν διαβάζεται χωρίς δυσφορία. Ποιήματα εθνικοπατριωτικά μέσα στο πνεύμα της εποχής τους σε μια γλώσσα καθαρευουσιάνικη που δεν συγγενεύει όμως με το γλωσσικό ιδίωμα, το άκαμπτο, ακατέργαστο και στην ουσία του αμίλητο των ποιητών της Α΄ Αθηναϊκής σχολής. Διακατέχεται ακόμα από το πνεύμα του ρομαντισμού που είναι σχετικά κυρίαρχο, στα λογοτεχνικά πράγματα, όμως ήδη, η γλώσσα του έχει αρχίσει να απεγκλωβίζεται από την υπάρχουσα γλωσσική παράδοση. Σε ορισμένα σημεία της η σύντομη αυτή συλλογή, θα λέγαμε ότι «Δημοτικοφέρνει». Την ίδια περίοδο δημοσιεύει στα γνωστά έντυπα της εποχής του: «Η Τέχνη», «Ο Νουμάς», «Τα Παναθήναια», διάφορα σκόρπια ποιήματά του που δηλώνουν την αργή του αλλά σταθερή γλωσσική τους στροφή από το καθαρευουσιάνικο γλωσσικό ιδίωμα προς μια μέση γλωσσική εκφορά, θα λέγαμε «Κοραϊκή μέση οδό» αλλά και φανερώνουν την προσπάθεια του Νιρβάνα να διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος και μια αισθητική ματιά, εντελώς διαφορετική από τους γύρω του. Ο Νιρβάνας εστετίζει με έναν τρόπο που δεν ενοχλεί. Μάλλον φαίνεται χλιαρός ο τρόπος αυτός, μπροστά στις τεράστιες ανακατατάξεις που συμβαίνουν γύρω του. Ευδιάκριτος είναι επίσης και ο Δαρβινισμός του. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, Ο Ράσκιν, Ο Ντ’ Αννούτσιο, και άλλοι Ευρωπαίοι στοχαστές τον επηρέασαν και κατά κάποιον τρόπο τον καθοδήγησαν καθώς επίσης και ο μεγάλος φιλόσοφος της εποχής του και της εποχής μας ο Φρειδερίκος Νίτσε.
Θα άξιζε μια εργασία ανάμεσα στις απόψεις του Γεωργίου Βιζυηνού, του Νίκου Καζαντζάκη και του Πειραιώτη Παύλου Νιρβάνα για τον Νίτσε. Μια που όλοι έχουν ασχοληθεί μαζί του. άλλοι πάλι ερευνητές του έργου του μιλούν επιρροές του Βουδισμού στην κοσμοθεωρία του.
     Ο Νιρβάνας αποφεύγει να υιοθετήσει την υπερβολική ωραιολογία του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ή την έντονη ωραιοπάθεια του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, ή ακόμα, συναισθάνεται ότι δεν μπορεί να εκφραστεί με την εξεζητημένη καθαρεύουσα του Πλάτωνος Ροδοκανάκη. Αυτός, είναι ένας γλωσσικός «συμβιβαστής», ένας πολυμαθής μετριόφρων γλωσσικά δημιουργός που το θέμα της αισθητικής στον χώρο της τέχνης τον ενδιαφέρει περισσότερο από το θέμα της ψυχολογικής ανάλυσης των ηρώων του, ή την όποια πλοκή του έργου του.
     Το 1907, εκδίδει από τις εκδόσεις Παναθήναια, την ποιητική του συλλογή «Παγά Λαλέουσα».
Είναι η ωριμότερη και πιο κοινά αποδεκτή ποιητική του εργασία. Ο τίτλος της παραπέμπει στο γνωστό χρησμό που λέγεται ότι έδωσε το Μαντείο των Δελφών στον Έλληνα αυτοκράτορα Ιουλιανό: «Είπατε το Βασιλεί…».
     Η συλλογή αποτελείται από 67 τετράστιχα ποιήματα που φέρουν όλο το βάρος της προσωπικής του βιοθεωρίας την εποχή εκείνη. Όλοι σχεδόν οι δημιουργοί που ασχολήθηκαν με την συλλογή αυτή του Νιρβάνα, μίλησαν επαινετικά για το έργο, ελάχιστες υπήρξαν οι διαφωνίες για την συλλογή αυτή ή μέρος αυτής. Βλέπε παραδείγματος χάρη την άποψη που εκφράζει ο Μήτσος Παπανικολάου.
Η μορφολογία των τετραστίχων, που δεν ήταν κάτι το άγνωστο στην εποχή του-προσφέρει την δυνατότητα στον Νιρβάνα να αναδείξει την αντιρητορική πλευρά του εαυτού του. Η μορφική βραχυλογία του τετραστίχου που, ορισμένες φορές αγγίζει τα σύνορα του επιγράμματος, συμπυκνώνει άλλοτε την φιλοσοφία της ζωής του, και άλλοτε την αισθητική του θεωρία με έναν τρόπο αρκετά συγκινητικό αλλά και ενδιαφέροντα. Δηλώνεται κυκλικά και επαναληπτικά ο πολυειδής κόσμος του: πρόσωπα, τόποι, γεγονότα, καταστάσεις κι αναταράξεις της ψυχής, αισθητικές μνήμες. εντυπώσεις συμβάντων, μνημονικές παραστάσεις και εικόνες, απώλειες αγαπημένων πραγμάτων, όνειρα, κ.λ.π., που κεντρίζουν την συγκίνηση του ποιητή. Ενθυμίσεις, προσδοκίες, περασμένα συμβάντα που συνήθως εξαϋλώνονται μέσα σε ένα τρυφερό και σιγαλόφωνο λυρισμό, έναν λυρισμό, που δεν ξεφεύγει από τα όρια της υφολογικής αξιοπρέπειας.
Στην ποίησή τους επίσης, συναντάμε μια γλωσσική καλλιέπεια και μια υποδόρια μουσική συμμετρία. Η ποιητική του έκφραση, εστιάζεται στα απολύτως απαραίτητα, τα ουσιώδη, αυτά που η αξιοπρεπής συγκίνηση μπορεί να αντέξει. Αποφεύγει τους γλωσσικούς μετεωρισμούς, τις ακρότητες της Δημοτικής γλώσσας του επίσης Πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη, τις πελαγοδρομήσεις της λυρικής ρητορείας που συχνά συναντάμε στα πεζά του. Το ατμοσφαιρικό συναίσθημα του τετράστιχου, είναι σιγαλόφωνο και λυγμικό, επίσης, δεν έχει την σφικτή δομή και το μεγαλόπνοο ύφος που διακρίνουμε στα τετράστιχα του Κωστή Παλαμά.
      Ο ποιητικός τόνος δεν υπερτερεί της γλωσσικής απεικόνισης δεν ρέπει προς μια ικανοποιητική λαγνεία που καθηλώνει το ποίημα σε επιμέρους εντυπώσεις ή εικονικές σκηνές, και, η ομοιογένεια των τετραστίχων, δεν καταστρέφει τη ρυθμική τους εξέλιξη. Ο μουσικός χαρακτήρας της έμπνευσης είναι εκείνος που πρυτανεύει και τροφοδοτεί τον κεντρικό πυρήνα της συλλογής, και φωτίζει τον αναγνώστη προτρέποντας τον προς τα πού πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον του.  Αυτή η ελεγχόμενη προσωδία των τετραστίχων, είναι που αναδεικνύει τον Νιρβάνα σε μάγο της ποιητικής εκφοράς. Αφουγκράζεται κανείς ακόμα ορισμένους ηχητικούς  χρωματισμούς που συμπλέκονται με μια κρυφή ημιτονική κρούση εικόνων που ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται.
       Ο Νιρβάνας, δεν χρησιμοποιεί περιττούς διακόσμους, ούτε σπαταλά το ποιητικό του ταλέντο σε λεκτικούς τύπους άδοξους, ή αόριστους φραστικούς ποιητικούς κώδικες, δεν καιροφυλακτεί να μας εντυπωσιάσει με βουλιμική φρασεολογία και έναν άκρατο λιγωτικό λυρισμό όπως έκαναν οι κατά καιρούς ρομαντικοί ποιητές, ή πάλι δεν μας πλημμυρίζει μια υπαινικτική λαγνεία πολύχρωμων εικόνων όπως έπραξαν οι συμβολιστές. Από την φύση του ο ίδιος μετρημένος και προσεκτικός-σαν γλωσσικός τοποτηρητής θα σημειώναμε-μέχρι ο ποιητικός λόγος να ανακαλύψει την ολοκλήρωσή του στα χέρια άλλων ομοτέχνων του.
Άλλοτε πάλι, γίνεται πιο προζαϊκός, οι μουσικοί του αναβαθμοί χάνονται κάτω από το βάρος μιας στοχαστικής αίσθησης που αφήνει το ποίημα. Δεν πεζολογεί, αλλά σίγουρα πάντως χάνεται ο ρυθμικός βηματισμός εν ονόματι μιας πιο νοητικής βάδισης.
      Τετράστιχα όπως είναι: Οι μαγνήται, Ύπνου προσευχή, Κρίνου ύμνος, Ξενιτεία, Δελφοί, Κυπαρίσσι και άλλα, είναι πραγματικά ποιητικά διαμαντάκια άξια να προσεχθούν και να διασωθούν στην εποχή μας. Η μουσικότητά τους, η έκδηλη αλλά αθόρυβη δραματικότητά τους, ο παραμυθιακός στοχαστικός τους τόνος, η καθαρή τους αποτύπωση, η χαλιναγωγημένη στερεότητα της φόρμας τους, αντανακλούν το προσωπικό ύφος του ποιητή τους, και αναδεικνύουν το όραμα ζωής του.
     Ο έντονος σκεπτικισμός του Παύλου Νιρβάνα, δεν φορτίζει υπέρμετρα την ποιητική του δημιουργία, αλλά με ένα υφολογικό θα γράφαμε «αριστοκρατισμό» που τον διασώζει η γλωσσική συνέπεια και η λεκτική ομοιογένεια, καθώς και οι έξοχες εικονικές στιγμές καθιστά τα τετράστιχα της «Παγάς Λαλέουσας», ισάξια μέρη μιας αληθινής ποίησης-έστω και κάπως ξεπερασμένη στις ημέρες μας-και μάλλον ισόμοιρα ποιητικά «παράλληλα», που συναντάμε στην ποιητική δημιουργία του μεγάλου μας δασκάλου Κωστή Παλαμά.

Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Πειραϊκά Γράμματα»
τεύχος 43/4,6,2005, σελίδες 87-90.
Πειραιάς, Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2013.                                     


      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου