ΝΙΚΟΣ
ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
Το μαρτύριο της απουσίας και η μαρτυρία του Λόγου
Ο
ερωτικός άνθρωπος είναι μια πολυπρόσωπη βιωματική ενότητα. Μια πολυσχιδής
προσωπικότητα που εντός της συνυπάρχουν όλα τα πρόσωπα που αγάπησε και αυτά που
δεν αγάπησε, όλες οι εμπειρίες που έζησε και δεν έζησε, όλα τα σώματα που
πόθησε και απώθησε. Όλα τα κορμιά που αρνήθηκαν να πληρώσουν το τίμημα της
ομορφιάς τους.
Ο ερωτικός άνθρωπος, ως μήτρα σπαργανά και
ωδίνει όπως έκαστος ως Θεός γεννηθεί. Για να παραφράσω το λόγο του Μεθόδιου του
Ολύμπου.
Ανεβαίνει το γολγοθά του κορμιού και της ψυχής του με σισύφεια
υπομονή και επιμονή για να ανταμώσει την χαρά του άλλου, να ονειρευτεί το τέλος
της ερωτικής του περιπέτειας. Το πέρας της αποφατικής σχέσης του με τον άλλον.
Να αισθανθεί την πλήρη απουσία του έρωτα για να αρχίσει να υπάρχει ως ερωτική
οντότητα. Βαδίζει συνειδητά τον δρόμο της συντριβής και της ταπείνωσης για να
κατορθώσει να αφουγκραστεί τον έρωτα πριν γίνει έρωτας, τον πόθο πριν γίνει
πάθος, την αγάπη πριν γίνει αγωνία.
Ο ερωτικός άνθρωπος γνωρίζει ότι η θυσία του οφείλει
να είναι ολοκληρωτική. Βρίσκεται στον αντίποδα μιας ανέραστης κοινωνίας που
επιλέγει να θυσιάσει τις δομικές της αξίες παρά να θυσιαστεί η ίδια. Δεν είναι
ο πολυταρβής άνθρωπος της συνήθειας και των μικρών οραμάτων, τίποτα μέσα του
δεν θα μείνει άθικτο, όλα πρέπει να θρυμματιστούν, να κουρελιαστούν, να
συντριβούν. Να, συνθλιβούν από το βάρος της ζοφερής ομορφιάς. Ίσως όμως είναι
ύβρης φοβερά το να θέλουμε να αντικρίσουμε την κρυμμένη ομορφιά του άλλου έστω
και εν αγνοία του, ή μας. Το αντίτιμο αυτής της ενέργειας, αυτής της επιθυμίας
είναι θάνατος.
Έλκεται από το πάθος της θυσίας, έρχεται εκούσια προς
το πάθος και την ανάσταση. Αγωνίζεται να βιώσει τον έρωτα που αναβλύζει από την
δική του μοναξιά, την δική του πτώση. Υπάρχει από την στιγμή που τόλμησε να
αναζητήσει την φοβερή και παράδοξη μοναξιά του άλλου, επειδή άρδευσε την
μοναξιά του από την μοναξιά του άλλου. Ζει από την στιγμή που άρχισε να ψηλαφεί
την κολασμένη ομορφιά του άλλου. Μια ομορφιά όμοια με κόλαση, μια κόλαση τόσο
όμορφη όπως ο παράδεισος, μια ομορφιά όμοια μόνο με τον εαυτό της. Μια ομορφιά
που θα επαναδομήσει την ύπαρξή του και θα επαναπροσδιορίσει τους άξονες της
δικής του απουσίας.
Η ερωτική
αυτή ανταρσία θα δώσει στον λόγο του κορμιού και της ψυχής του την δυνατότητα
να ακουστεί ως εμάς, να μας υπερβεί. Ένας Λόγος λυτρωτικός όλων μας ως την
πλήρη απόγνωση.
Δεν με κατοικώ
πια εγώ με κατοικεί ο Άλλος, ή μάλλον η Απουσία του Άλλου.
Και αυτήν
την τραγική απουσία της ομορφιάς του άλλου, είναι που ερωτογραφεί μέσα στην
ποίησή του, και ιδιαίτερα στο έργο του «Ο Θάνατος του Μύρωνα», ο ναυτοπρόσκοπος
του έρωτα Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου.
Ο Νίκος
Αλέξης Ασλάνογλου ανήκει χρονικά στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά που δραστηριότητά της εντοπίζεται ανάμεσα στα
1945 και 1960 περίπου, σημειώνει ο κριτικός Τάσος Καρβέλης(1).
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1931 από Μικρασιάτες
γονείς, και κοιμήθηκε στην Αθήνα το Καλοκαίρι του 1996.
Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1954.
Στην ποίησή
του επικρατεί η ατμόσφαιρα του ερωτικού άγχους, το άλγος του προσωπικού
συναισθήματος, η διάσπαση της εσωτερικής αρμονίας, η ομιχλώδης περιγραφή ρου
ερωτικού ενστίκτου, το μάταιο ξόδεμα της ομορφιάς. Η έλλειψη ερωτικής
μονιμότητας, ακόμα και το είδος της σχέσης του με το αγαπημένο και
απεικονιζόμενο πρόσωπο μέσα στην ποίησή του, είναι ακαθόριστο, ασαφές.
Ακολουθώντας τα ίχνη της Καβαφικής μοναξιάς, μας μιλά για την παλαιά
μνήμη της ομορφιάς, αυτής της λησμονημένης αμαρτίας, όπως θα έλεγε ο ποιητής
Κωστής Παλαμάς. Ή για να θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό, δεν μας μιλά για την
λησμονημένη αμαρτία, αλλά την λησμονημένη μνήμη που επανέρχεται για να
σηματοδοτήσει την ζωή του ποιητή.
«Ήτανε μνήμη
παλαιή, γλυκειά κι’ αστοχισμένη που εμπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη
προβαίνει».
Έκδηλη
επίσης είναι και η μνήμη του χώρου, του τοπίου μέσα στο οποίο κινείται ο
ποιητής.
Κοινωνικές συνήθειες, χώροι της αγοράς, χώροι του
φαγητού και του περίπατου, κυρίως η προβολή τους στον εσωτερικό κόσμο του παρατηρητή,
σημειώνει ο κριτικός της λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου(2). Την
περιπλάνηση αυτή στον χώρο και τον χρόνο μέσα στην λειτουργία της μνήμης, η
κριτικός Έλενα Χουζούρη(3) την ονομάζει ή μάλλον την χαρακτηρίζει «οδοιπορικό
θανάτου».
Ο Ασλάνογλου,
είναι ένας από τους τελευταίους συμβολιστές στην ποίησή μας, προπάντων με τα
ποιήματά του της πρώτης του περιόδου, σημειώνει ο καθηγητής και ιστορικός της
λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής(4).
Η ποιητική
του γραφή πιο κρυπτική και ομιχλώδης, σε αντίθεση με αυτήν του άλλου
Θεσσαλονικιού ποιητή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που η εξομολογητική του
διάθεση φθάνει μέχρι το σημείο της καταστροφής, μάλλον της ποιητικής φόρμας,
θέλοντας να παραμείνει η ερωτική ανάμνηση καθαρή, το βίωμα ατόφιο, αψεγάδιαστο
χωρίς τα ψιμύθια του βάρους της μνήμης. Μια ερωτική αποκάλυψη που συνοδεύεται
«μόνο» από τον αυτοσχολιασμό της.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τα ερωτικά πάθη (συνήθως των
ένστολων), ο Αλέξης Ασλάνογλου την αίσθηση του έρωτα.
Ο ένας το μαρτύριο του κορμιού που γίνεται σαράκι, ο
άλλος την απουσία του. Ο ένας περιγράφει σχηματικά θα λέγαμε την ψίχα του
ερωτικού καρπού, ο άλλος την ανάμνηση του ερωτικού επικαρπίου. Από τον
Ασλάνογλου, λείπει παντελώς αυτός ο Τσαρουχικής υφής φετιχισμός της στολής που
συναντάμε στην ποίηση του Χριστιανόπουλου, και, το αιώνιο παράπονο του ενός
γίνεται ελεγεία για την χαμένη μοίρα της ομορφιάς στον άλλον. Στον
Χριστιανόπουλο πρυτανεύει το αρσενικό αντρικό κορμί ατόφιο χωρίς καλλιτεχνικές
φιοριτούρες και σκεπάσματα, που ο ποιητής ευχαριστιέται να το υπηρετεί, να το
απολαμβάνει και να το ποθεί την έστω και στιγμιαία ερωτική του έξαψη. Στον
Ασλάνογλου υπάρχει μια αίσθηση έρωτος χωρίς πολλές φορές το κορμί να δηλώνει
την παρουσία του, χωρίς μνα γνωρίζουμε αν είναι ενδεδυμένο ή όχι. Ο Χριστιανόπουλος
το γλεντά μέσα στην αγριάδα του αντρικού έρωτα, ο Ασλάνογλου λιγώνεται από την
απουσία του. Στον Χριστιανόπουλο συναντάμε την ορμή, την αγριάδα της αρσενικής
επαφής, που θα κλείσει την πόρτα χωρίς να αναρωτηθεί τι ερείπια άφησε πίσω της,
στον Ασλάνογλου την μελαγχολία της έλλειψής της.
Μια έντονη επίσης διαφορά, αν και όμορα τα ερωτικά
«πάθη», είναι η διαφορά στην περιγραφή των ερωτικών τους εν γένει προτύπων, όσο
και στην σχέση τους με αυτά έτσι όπως εικονογραφούνται από την ποιητική τους
γλώσσα.
Ωμότερος και σκληρότερος του Ασλάνογλου ο
Χριστιανόπουλος και αρκετές φορές είρων-ίσως για να ξορκίσει την
απόγνωση-καταφεύγει σε μια αφοπλιστική αμεσότητα που πολλές φορές σοκάρει, αλλά
τις περισσότερες σίγουρα έλκει. Αν και τα μικρής φόρμας ποιήματά του, τα τόσο
μικρά πολλές φορές σαν ερωτικές μινιατούρες, ορισμένες φορές μοιάζουν με
στίχους ερωτικών τραγουδιών που διεκτραγωδούν τα πάθη του έρωτα και τους
αβάσταχτους καημούς του. Η έντονη μουσικότητά τους τα κάνει μάλλον αρεστά
περισσότερο στην ακοή παρά στην όραση. Τραγουδιούνται παρά διαβάζονται ή
απαγγέλλονται στο ημίφως, στο φως των κεριών όπως στον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Αισθαντικότερος ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου προτιμά την
αύρα της ερωτικής σχέσης, το άρωμα της μνήμης που ακόμα ποθεί και μένει
ανεκπλήρωτη, παρά την σκληρή πραγματικότητα, την γυμνή από κάθε είδους
εσωτερικές αναστολές, καταγραφή του ερωτικού βιώματος.
Αν στον Ντίνο Χριστιανόπουλο ο έρωτας είναι μάλλον
μοναξιά και ισχνό παράπονο, στον Αλέξη Ασλάνογλου είναι απουσία, ή αίσθηση
απουσίας, στον Κωνσταντίνο Καβάφη γίνεται μνήμη, και στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
ονειρική ιδέα.
Μια παραπλήσια ερωτική αίσθηση που πλημμυρίζει το έργο
του Ασλάνογλου, συναντάμε και στην ποίηση του Σταύρου Βαβούρη, μόνο που στον
Βαβούρη το αρσενικό κορμί ενδύεται συνήθως ένα γυναικείο συμβολισμό, τα φύλα
αλλάζουν προς χάριν της λογοτεχνικής ευπρέπειας, ή πάλι επιλέγονται
συγκεκριμένοι Αρχαίοι Μύθοι των τραγικών ποιητών για να εκφραστεί το δόγμα το
τυραννικό, η πραγματική επιθυμία του φύλου και της επιλογής. Ο Βαβούρης βλέπει
το ερωτικό πεδίο συνήθως μέσα από τα καφασωτά της ιστορίας, αρνείται την
προκλητική αποκάλυψη και τον ερωτικό στιγματισμό στο όνομα μιας ποιητικής
αισθητικής που γέρνει μόνο από τα δικά της αδιέξοδα.
Η ερωτική αίσθηση και η απουσία της ταυτοχρόνως στον
Ασλάνογλου προέρχεται από το παρελθόν από τα διασωθέντα ερωτικά επιγράμματα, τα
ερωτικά αυτά σπαράγματα που είναι τόσο επίκαιρα όσο και το μελλοντικό μας
πρόσωπο του πόθου. Αντίθετα στον Χριστιανόπουλο το κορμί προσφέρεται ή αρνείται
την προσφορά του στο παρόν, δεν έχει προϊστορία αλλά ούτε και μέλλον. Είναι
εδώ, αποκαλυπτικά σκληρό και απαιτητικό μόνο στις δικές του επιθυμίες, όπως
είναι κάθε αντρικό κορμί, κλεισμένο σε ένα ερωτικό παιχνίδι μόνο με το είδωλό
του, γιατί με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται η όποια αμφισβήτησή του, ο όποιος
μύθος αυτό εκφράζει στο αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου μαζί.
Ο Νίκος
Αλέξης Ασλάνογλου, κατά τον καθηγητή και μελετητή Ξενοφών Κοκόλη(5) δεν ανήκει
στους ερωτικούς ημερολογιακούς ποιητές, ενώ αντίθετα ανήκει ο Χριστιανόπουλος.
Ο Ασλάνογλου,
δεν καταλαμβάνεται από ενοχικές θρησκευτικές ευαισθησίες, όπως ο Θεσσαλονικιός
συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου. Η έννοια της ερωτικής αμαρτίας και των τύψεων
απουσιάζουν από τον Ασλάνογλου, δεν ρυτιδώνουν το ποιητικό του σώμα, δεν το αμαυρώνουν
με χρώματα σκουριασμένης ηθικής. Αντίθετα στον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου οι
ενοχές είναι έντονες, σαφείς, και αγωνίζονται να αισθανθούν άνετα μέσα σε αυτόν
του φουρτουνιασμένο και αψύ ερωτισμό του πεζογράφου. Ο Ιωάννου, φύση
θρησκευτικότερη και λυρικότερη χρωματίζει με το μωβ του θρησκευτικού πένθους
την ατμόσφαιρά του. Στον Γιώργο Ιωάννου, η αίσθηση του δόγματος του τυραννικού
σκιάζει μάλλον απειλητικά το έργο του-ή ένα μέρος του τουλάχιστον-παρά ξαναλέω
τον φουρτουνιασμένο ερωτισμό του.
Ο Ιωάννου κηδεύει το ερωτικό σώμα με βασανιστικό πόνο,
όπως αντίστοιχα λιτανεύει την ερωτική αίσθηση ο ποιητής των ύμνων της μεγάλης
εβδομάδας.
Αυτός ο Πασχάλιος ερασιθάνατος κόσμος, πριν την
ανάσταση, και ακόμα πριν τον ίδιο τον έρωτα, μόνο το σώμα δηλώνεται και αυτό σε
πλήρη ερωτική ακινησία. Το σώμα, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε ούτε καν τον
θάνατό του, πόσο μάλλον να αντέξουμε το προκλητικό ερωτικό του κάλεσμα.
Ας θυμηθούμε επίσης ο ερωτικός και μελιστάλαχτος
Λαπαθιώτης, είναι ο πρώτος ποιητής-και συγγραφέας γενικότερα-που έγραψε επιστολή
στον τότε αρχιεπίσκοπο ζητώντας του να τον διαγράψει από τα κιτάπια της
χριστιανικής εκκλησίας. Γιαυτό η ποίησή του δεν έχει ίχνος θρησκευτικών ή άλλων
μεταφυσικών ενοχών, είναι μια ερωτική ποίηση τρυφερή μέσα στο λυδικό ερωτισμό της
και την ηδυπάθεια των ίδιων της των ερωτικών στίχων. Στον Λαπαθιώτη ο νέος
εραστής μένει στην μνήμη του ποιητή σαν μια λυγρή και μελαγχολική αχλή, τα
χείλη είναι εκείνα που θυμούνται παθιασμένα από όλο το υπόλοιπο κορμί. Στον
ποιητή αυτόν υπάρχει μάλλον μια γυναικεία αίσθηση του έρωτα, ένα θηλυκό λίγωμα
παρά μια καθαρή αντρική παρουσία που αποζητά μια όμοιά της για να ολοκληρωθεί.
Στον
Ασλάνογλου ακόμα, δεν συναντάμε την αιρετική ορισμένες φορές αγωνία, την
θρησκευτική αγωνία του επίσης Θεσσαλονικιού πεζογράφου και ποιητή Νίκου Γαβριήλ
Πεντζίκη, και ασφαλώς, ούτε τον «υπαρξιακό μηδενισμό» όπως γράφει ένας δάσκαλος
μεταφραστής και μελετητής ο Κίμων Φράιερ(6) του άλλου ποιητή του Γιώργου
Βαφόπουλου.
Στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, δεν έχουμε επίσης την
δύναμη και την επιβολή του μεταφυσικού βιώματος και την ισχύ του θρησκευτικού,
του Κωνσταντίνου Καβάφη, έτσι όπως φανερώνεται στο γνωστό ποίημα του ο «Μύρης».
Η ποίηση του
Ασλάνογλου, είναι μάλλον μικροί επαναλαμβανόμενοι ή μη μονόλογοι, που αρνούνται
να γίνουν διάλογοι και να εκτονωθούν.
Συγγενεύει όχι θεματικά, αλλά στην ποιητική ατμόσφαιρα
με τον ποιητή Γιώργο Θέμελη, που και στους δύο, διακρίνουμε το αίσθημα της
απουσίας.
Και ασφαλώς απέχει πολύ από την πολιτική και
αγωνιστική ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, που είναι ο μόνος από αρκετούς
Θεσσαλονικιούς δημιουργούς που ασχολείται τόσο πολύ με τα εξωτερικά ιστορικά
και πολιτικά γεγονότα της εποχής του,
και από τους ποιητές της γενιάς του στην συμπρωτεύουσα.
Στα 1960
και αφού έχει κυκλοφορήσει τον Δύσκολο Θάνατο, θα εκδώσει τον θάνατο του
Μύρωνα. Ένα θέμα που θα διαπραγματευθεί αργότερα και στην ποιητική του πρόζα
που θα εκδώσει το 1987 με τον τίτλο Τρία ποιήματα.
Με το έργο
αυτό, είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα στο αιώνιο έρεβος, και η παγερότητα του
σκοταδιού να πλημμυρίζει πια την μνήμη του.
Μέσα από έναν υπονομευμένο από την μνήμη λόγο,
αυλακώνει από το πέρασμα του χρόνου, και την επίγνωση του ανεκπλήρωτου της
ερωτικής επαφής, τον κατακερματισμό του οράματος της επαφής από τα μέσα, από το
συμβάν της απώλειας.
Ο Ασλάνογλου ιχνογραφεί την απώλεια, το τέλος της
ιδανικής ομορφιάς, το τέλος της εφηβικής μας περιπλάνησης, του παιδικού μας
παραδείσου, την τρομακτική ισχύ της ώσης του θανάτου που απορυθμίζει τον
κατακλυσμό των αισθήσεων και τις εσωτερικές διεργασίες της ζωής.
Τριάντα ένα λιτά, στεγνά, γεμάτα τομές
δραματικά ποιήματα σπονδυλώνουν την μοίρα της εφηβείας και κρυσταλλώνουν το
αποτέλεσμα της απουσίας.
Σημαδιακός αριθμός ποιημάτων λίγο πριν η ανέμελη
εφηβική ματιά καρεί από την ωριμότητα της στέρησης και της απουσίας, και
ανακαλύψει τον θάνατο.
Ο θάνατος
του Μύρωνα, η απουσία της μορφής του δεν είναι μια θεματική μόνο ύλη, μια
αναμνησιακή συνδηλωτική πρόταση του ποιητή μέσα στην σύνολη ποιητική του
δημιουργία. Η αίσθηση της χαμένης ομορφιάς γίνεται ο μαρτυρικός λόγος της
απουσίας, ριζωμένος στα κύτταρα της σάρκας σε ότι ανεπανόρθωτα κατέχει και
κατορθώνει να μας λυτρώσει μέσα από την αποκαλυπτική μαρτυρία της ποιητικής
γλώσσας.
Ένας λόγος που
ονειρεύεται την τέλεια απουσία καθώς ακολουθεί τον γολγοθά του κορμιού και το
αβάσταχτο δράμα της πρώτης ανάμνησης, της χαμένης παιδικής μας αθωότητας, πριν
ο θάνατος μετατραπεί σε μοναδικό σπαρακτικό αντικατοπτρισμό της ομορφιάς.
Είναι ο
αχός της απόλυτης ερήμωσης που διαπερνά την ποίηση με αριστοκρατική διάθεση, το
ουράνιο τόξο της ομορφιάς που τόσο σκληρά ξοδεύεται και εξαργυρώνεται άσκοπα,
είναι η ροή των αισθήσεων που βυθίζονται στην απόγνωση, η εικόνα της θλίψης στο
βλέμμα ενός παιδιού, η παράσταση των διαψεύσιμων ελπίδων, η δίψα της απόγνωσης
ως την τέλεια ολοκλήρωση.
«Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που
μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε» γράφει.
Είναι η μελωδία της αμαρτίας που συνεγείρει τα όνειρα,
είναι η πληρότητα της χάριτος. Είναι η γλώσσα που αμφιβάλλει και συχνά
απελπίζεται καθώς αγωνία να συλλάβει το ανέφικτο, το γεγονός της ανάμνησης στο
λόγο που διατύπωσε. Είναι οι αμέτρητες μορφές θανάτου όσες κατορθώνουν να
παγιωθούν από τον ποιητή μέσα στην ποιητική του κατάθεση. Η αβάσταχτη ανάγκη
του απόλυτου με όλο το μαρτυρικό πρόβλημα του φορτίου της μνήμης, η σπαρακτική
ικεσία ενός αποσυνάγωγου του έρωτα που οδηγήθηκε στον σταυρό του κόσμου.
«Θεέ μου, ετοιμάζεις κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το
χαμό μου»
Προσεύχεται ο ποιητής του πένθους, όπως τον αποκαλεί ο
κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης(7), και η προσευχή του ανακαλεί στην μνήμη μας έναν
άλλον ποιητή και τον επίκαιρο και διαχρονικό του λόγο.
«Που εστίν η των προσκαίρων φαντασία; Ποία του βίου
τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα…
μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται».
Ο θάνατος του Υάκινθου, του Μύρωνα ήθελα να πω,
αναδύεται στο έργο του Ασλάνογλου, αυτού του γυρολόγου της ομορφιάς, ως ένας
μάλλον καθορισμένος ποιητικός τρόπος αφήγησης. Μιας αφήγησης που δεν ολοκληρώνεται
μετά το τέλος της γλωσσικής απεικόνισης. Όπως αντίστοιχα ο Έρωτας και ο Θάνατος
δεν παγιδεύουν την ζωή μέσα στα όριά της, αλλά την επεκτείνουν πέρα από αυτά,
στην άκρη της απελπισίας που γίνεται φως όσο υπάρχουν ευαίσθητοι δημιουργοί που πληρώνουν με την προσωπική τους
θυσία το τίμημα του Έρωτα και του Θανάτου του Άλλου. Που πληρώνουν το τίμημα
της Ομορφιάς του Άλλου.
«Πληρώνεις
ακριβά τον τρόμο κάποιου άλλου έρωτα πιο δυνατού, που σε σκοτώνει».
Σε μια διαρκή αναζήτηση του απόλυτου της ζωής,
«μέσα στ’ αυλάκι
του καιρού»
καθώς η ομορφιά του κορμιού παλεύει με τις αισθήσεις
του ποιητή, και οι λέξεις έχοντας το δικό τους φορτίο ευαισθησίας αγωνίζονται
να μετατρέψουν την εμπειρία σε ερωτικό λόγο. Έναν λόγο που συντροφεύει τη σάρκα
και επιστρέφει σε εμάς μετά το ερωτικό ταξίδι
φορτωμένος μηνύματα. Μια απόπειρα κατάκτησης της τελειότητας και ενώσεως
με τον Θεό, δηλαδή τον εσώτερο Εαυτό μας.
Ο αληθινός
καλλιτέχνης όπως είναι ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, με ηρωικό ρεαλισμό-έστω και
αν η γραφή του υποδηλώνει μια αβάσταχτη απελπισία-ασκείται στο λόγο παίζοντας
με τις μνημονικές ψηφίδες όσο χρειάζεται για να εμπλουτιστεί από αυτές η ποίησή
του και να μεταστοιχειωθούν μέσα της σε αισθητική ομορφιά, Αφού, η ομορφιά
χωρίς μνήμη είναι καταστροφή και η μνήμη
χωρίς την ομορφιά ανίσχυρη.
Καθώς ο
ποιητής βαδίζει το μονοπάτι της δημιουργίας και του χαμού του, η ομορφιά
λειτουργεί εντός του και μέσα στο έργο του πότε συνειδητά πότε ασυνείδητα, όπως
και ο θάνατος. Τίποτα από την ποίησή του δεν ηχεί στο κενό. Κάθε λέξη αποκτά
την πρωταρχική της σημασία λίγο πριν τον θάνατό της, την προσπάθειά της να
αποτυπώσει την εμπειρία.
Αποκτά την φωτεινότερη διαφάνειά της πριν ξεψυχήσει
μέσα στην αγκαλιά της,
«φοβερής ανάμνησης που δεν θα ξημερώσει».
Ερωτογραφεί την προαπελθούσα ηδονή την στιγμή της μετατροπής της σε οδύνη. Προσφέρει
μορφή στην εκχειλίζουσα από συναισθήματα ψυχή του ποιητή για να την «νοήσει ο
νους της» την στιγμή του υπέρτατου αποχωρισμού, την στιγμή της απόλυτης
απουσίας του άλλου.
Η απουσία
του άλλου είναι η αφορμή για να ανακαλύψει και πάλι ο ποιητής το δικό του σώμα,
τις δικές του αισθήσεις, αφού δύσκολα επενδύει κανείς στον θάνατο, χωρίς την
αφοσίωσή του στην ομορφιά. Και αυτή η καρποφόρος αφοσίωση είναι η πυρά της
μόνωσής του.
Η απουσία του
Μύρωνα, δεν πλημμυρίζει την ποίησή του μόνο σαν λεκτικό ή εννοιολογικό
περιεχόμενο που καλύπτει τις ανάγκες της ποιητικής σκηνογραφίας, αλλά
προσδιορίζει την ροή του ποιητικού λόγου, διαμορφώνει τους εκφραστικούς του τύπους
και μονοδρομεί την ποιητική του λειτουργία. Λειτουργεί μάλλον ως αισθητικός
ιδεότυπος της ποιητικής αναφοράς του. Η απουσία του φανερώνεται ως ερωτικός
λόγος παραγόμενος μέσα στην καθημερινή «διαλογική» ποιητική διαδικασία των
δραστηριοτήτων του ποιητή.
Ένας λόγος προκλητικός ως τον «εμπρησμό της άνοιξης».
Ενδοτικός μέχρις ότου γίνει «στάχτη». Αγαπητικός καθώς επιστρέφει στην πρώτη
αρχή. «Όλα γυρίζουν εκεί που δεν αρχίνησαν ποτέ». Σκοτεινός μέχρις ότου «γίνει
νύχτα».
Ένας λόγος που ενεργοποιεί τα κύτταρα ευαισθησίας της
ύπαρξής μας και δυνάμει όλες τις καταραμένες υπάρξεις λειτουργούς της ομορφιάς.
Ένας λόγος ενδοτικός στην ερήμωση, όπως τον απεικονίζουν τα μάτια τα υγρά ενός
πνιγμένου στο όνειρο παιδιού. Ένας λόγος που μας ανακαλύπτει το ερωτικό
ένστικτο την στιγμή που η μαρτυρία της ομορφιάς σμιλεύει το μαρτύριο του
σώματος. Την στιγμή που η απουσία γίνεται ψυχή ζώσα γιατί «μαρτύρησε από την
τόση ομορφιά».
Ο ερωτικός
λόγος της απουσίας του ποιητή Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, είναι ένας ερωτικός
Λόγος, που όπως θα έλεγε και ο Κωστής Μοσκώφ μετουσιώνει τον Λόγο από εργαλείο
μοναξιάς σε εργαλείο απελευθέρωσης επιβοηθώντας την γνωριμία με το γίγνεσθαι
του όλου σώματός μας.
Ένας Λόγος που μέσα του πραγματοποιείται η κίνηση προς
την λησμοσύνη ή την ερωτική πληρότητα.
Γιατί ο ποιητικός αυτός Λόγος είναι που μας προσφέρει τον τρόπο διερεύνησης του
Άλλου, της σιωπής του, αφού πάντα η γλωσσική φανέρωση της παρουσίας του ή η
αγχογόνος απουσία του Άλλου θα είναι για εμάς ένα μη κορεσμένο σήμα ζωής και
αναφοράς, μια πρωτογενής συσσώρευση συναισθημάτων.
Ο ερωτικός
Λόγος της Απουσίας, στον τρυφερό περιηγητή της ουράνιας μελαγχολίας,
μεταμορφώνει τις προσωπικές αναμνήσεις μέσα από το παραλήρημα μιας
τρικυμισμένης παιδικής φαντασίας, και δημιουργεί μια έκσταση αποκαλυπτική.
Μας κλονίζει τις σταθερές της ύπαρξής μας, μας φωτίζει
τους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς του χρόνου και αντικαθιστά την βεβαιότητα της
ερωτικής σχέσης με το μυστήριο και την αμφιβολία, την συνείδηση της ερωτικής
πράξης με την έκστασή της. Το ερωτικό υποκείμενο με το είδωλό της ποιητικής του
απεικόνισης. Το προσωπικό βίωμα με την μνημονική ιχνογράφηση του δημιουργού.
Την ηχώ της γλώσσας τη στιγμή που αναδύεται ο πόθος, του Άλλου, με την σιωπή
του λόγου την ώρα που γίνεται αισθητή η απουσία του. Τα ίχνη της συνάντησης
στους απέραντους δρόμους της μνημονικής περιπλάνησης με τα χνάρια της
συνάντησης την στιγμή της αποδοχής της απουσίας του Άλλου.
Ο Λόγος
αυτός του ποιητή Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, μας βυθίζει στα ωκεάνια βάθη της
παιδικής αισθαντικότητας μας, όταν τα πράγματα, τα πρόσωπα και τα αισθήματα
ήσαν ακόμα απόντα. Και οι ρίζες της πρώτης ποιητικής ευαισθησίας δεν τρέφονταν
από τους χυμούς της μνήμης, και η ομορφιά ήταν έκσταση μυστική και ονειρικό
θάμβος και όχι έγνοια και ερωτήματα. Και ο θάνατος ήταν ένα παιχνίδι ανάμεσα
στην παρουσία και την απουσία.
Μια σειρά
από μικρά θαύματα που καταργούσαν την απόλυτη πραγματικότητα και έδιναν στην
Απουσία την αληθινή της διάσταση, την φωτεινή και προφητική της προέκταση,
αυτήν της Ομορφιάς.
Σημειώσεις:
1. Τάκης Καρβέλης, «Δεύτερη Ανάγνωση», εκδόσεις
Καστανιώτης 1984
2.
Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, «Έκθεση και λειτουργία του ποιητικού μύθου», εφημερίδα Αυγή
26/5/1987
3.
Έλενα Χουζούρη,
«Οδοιπορικό θανάτου», εφημερίδα Καθημερινή 15/10/1987
4.
Μιχάλης Μερακλής,
«Η ποίηση του Νίκου Α. Ασλάνογλου» περιοδικό η λέξη τεύχος 5/1981
5.
Ξενοφών Κοκόλης,
«Δώδεκα ποιητές», εκδόσεις Εγνατία 1979
6.
Κίμων Φράιερ,
«Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση», εκδόσεις Κέδρος 1982
7.
Ευγένιος
Αρανίτσης, «Ο ποιητής του πένθους και της θανάσιμης μοναξιάς», εφημερίδα
Ελευθεροτυπία 18/9/1996.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Οδός Πανός», τεύχος 90,91,92/3,
1997, σελίδες 85-92.
Πειραιάς, Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου