Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΩΣΤΕΑΣ

ΑΡΓΥΡΗΣ  ΚΩΣΤΕΑΣ
(8/11/1906-2/8/1966)

 Μνήμη Περσεφόνης Κωστέα, για τον πατέρα της που τόσο υπεραγαπούσε.

      Ότι είναι για τον Γεώργιο Δροσίνη η Αθήνα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη η Αλεξάνδρεια, τον Νίκο Καζαντζάκη η Κρήτη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο η Θεσσαλονίκη, είναι για τον Αργύρη Κωστέα ο Πειραιάς.
     Ο βίος του, η συνδικαλιστική του δράση, η κοινωνική του δραστηριότητα, τα γραπτά του, οι εκδοτικές του προτάσεις, η πολιτική του παρουσία, το αισθητικό του βλέμμα, οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, το όραμά του για την Πόλη, η κοσμοθεωρία του γενικότερα, δεν πηγάζουν μόνο από τον Πειραϊκό χώρο, αλλά ταυτόχρονα τροφοδοτούσαν την πόλη του Πειραιά. Ενεργά, πρωτότυπα, δραστήρια, αποτελεσματικά, θυσιαστικά.
Τον αποκάλεσαν «ποιητή της πράξης»(Γ. Χατζημανωλάκης), «άγνωστο στρατιώτη των πειραϊκών αγώνων»(Θ. Βλάσσης), «αμετάκλητο μετανάστη στη χώρα της αγάπης»(Γ. Θεοχάρης).
Έγραψαν λυρικότατα ποιήματα γι’ αυτόν, «Άσκηση» του Βασίλη Λαμπρολέσβιου. Και δεν είχαν άδικο. Ο Αργύρης Κωστέας μπόλιασε με τον ανιδιοτελή ιδεαλισμό του τα πάτρια χώματα και έθεσε τις βάσεις για μια διαφορετική πολιτιστική προσέγγιση της πόλης του Πειραιά στην εποχή του. Πήρε την σκυτάλη από την παλαιότερη γενιά των Πειραιωτών δημιουργών και την παρέδωσε στους μεταγενέστερους με ιερή ευλάβεια.
     Ένα πολύοσμο στεφάνι προσφοράς αφιερωμένο στον Πειραιά υπήρξε η ζωή και το έργο του. Αγάπησε τον Πειραιά περισσότερο και από την οικογένειά του όπως μου έλεγε η κόρη του. Για τον Κωστέα όπως και για άλλους δημιουργούς και συνειδητούς πολίτες της γενιάς του, προγενέστερους και μεταγενέστερους, ο Πειραιάς είναι αν δεν λαθεύω, η συμπερίληψη της Ελλάδος. (η Ελλάδα της Ελλάδος για να θυμηθούμε και έναν αρχαίο ιστορικό, που αποκαλούσε την πρωτεύουσα).
Ο πειραϊκός χώρος και η θαλάσσια ατμόσφαιρά του, το λιμάνι και ο κόσμος του, υπήρξαν η λαμπρή θεματογραφία του έργου τους, το κυριότερο πεδίο των στοχασμών τους, η μόνη θεματική του προβληματισμού τους, ο αξονικός τροφοδότης της φαντασίας τους. Και καθώς τα ένδοξα ίχνη των παλαιών αυτών Πειραιολατρών χάνονται στην λήθη της ιστορίας της γενέθλιας πόλης μας, ανακαλύπτουμε έκθαμβοι τι σημαίνει για αυτά τα άτομα ιδανική πόλη. Αυτή που ίσως και να «μην υπήρξε ποτέ ο Πειραιάς».
      Ο Αργύρης Κωστέας εκτός από ένας δια βίου Πειραιολάτρης, ήταν και ένας χαμηλόφωνος αισιόδοξων τόνων ποιητής.
Από τον εκδοτικό οίκο «Τα Πειραϊκά Χρονικά» που ο ίδιος δημιούργησε και επιμελήθηκε των εκδόσεων, εξέδωσε τα εξής βιβλία:
«Πορεία Αγάπης» 1949, «Η Μπαλάντα της Λενιώς» 1950, «Ωδή σ’ έναν ασήμαντο» 1953, «Σκαρδαμούλα» 1956
Ένα χρόνο πριν τον θάνατό του (2/8/1966) εκδόθηκε μέρος από τα σκόρπια δημοσιεύματά του σε διάφορα πειραϊκά έντυπα με τίτλο «Εφήμερα» 1965.
     Εύκολα παρατηρούμε ότι η ποιητική του παραγωγή, αποτελείται από τέσσερις συλλογές σε διάστημα δεκαεπτά χρόνων. Από σχετική έρευνα διαπίστωσα ότι η ποιητική του φωνή δεν στάθηκε τόσο τυχερή όσο άλλες δραστηριότητές και ενέργειές του, σε αντιδιαστολή με το ποιητικό έργο άλλων Πειραιωτών δημιουργών. Σε σύνολο διακοσίων σαράντα (240) περίπου Ανθολογιών που ερεύνησαν σε διάφορες Βιβλιοθήκες, μόνο τρεις από αυτές ανθολογούν τον Αργύρη Κωστέα με ένα ποίημά του.
Η Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη, εκδόσεις Εστία 1963, σελίδες 359-360, με το ποίημα «Κάτι σπίτια».
Η Ανθολογία του Ρένου Αποστολίδη, γιου του προηγούμενου, Αθήνα 1971, τόμος Β, σελίδα 645, με το ίδιο ποίημα, και
Το Ανθολόγιο-Μελέτημα του ποιητή και κριτικού Στέλιου Γεράνη, Ο Πειραιάς και οι Ποιητές του, εκδόσεις Στοά 1971, σελίδες 81-82, με το ποίημα «Ξημερώνει».
    Περισσότερα, είναι τα σκόρπια και ανέκδοτα ποιήματά του που ανακαλύπτουμε στα διάφορα πειραϊκά περιοδικά, λευκώματα και ημερολόγια. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής:
Α, Ετήσια έκδοση «Πειραιάς 1960», του Γεωργίου Δρόσου, σελίδα 80.
Β, Πειραϊκό Ημερολόγιο τόμος 1/1, 1966, του Νίκου Κατσικάρου, σελίδα 320.
Γ, περιοδικό, Πνευματική Πορεία, τεύχος 1/12,1953, σελίδα 5.
Δ, περιοδικό, Θερμοπύλες, τεύχος 11-12/1963, σελίδα 196.
Ε, το περιοδικό, Φιλολογική Στέγη, τεύχος 4-5/ 5,6,1965,σελίδα 28, και τεύχος 12-15/1,4,1966, σελίδα 10, καθώς και τεύχος 16/10, 1966, σελίδα 40 τεύχος αφιερωμένο στην μνήμη του. Κ.λ.π.
Καθώς και το Λεύκωμα-Πειραιάς 1958 του Δ. Πανίτσα, σελίδες 75-76, με το κείμενό του «Τουριστική Αξιοποίηση».
Από τον εκδοτικό οίκο που ίδρυσε, η κόρη του Περσεφόνη Κωστέα χρόνια προσπαθούσε να συγκεντρώσει όλες τις εκδόσεις που είναι πάνω από είκοσι, δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς από κοντά μας πριν δύο χρόνια, όπως και η σύζυγός του η Κυβέλη Κωστέα.
     Ο ποιητικός λόγος του Αργύρη Κωστέα έχει μάλλον μια ιδιαιτερότητα. Δεν θυμίζει εύκολα τον ποιητικό λόγο άλλων Πειραιωτών της γενιάς του που διαπραγματεύονται παρόμοια με εκείνον ποιητικά θέματα.
Διαβάζοντας τη σύνολη ποιητική του παραγωγή και τα κείμενά του στο έργο του «Εφήμερα»( που είναι εύστοχα σχόλια, παρατηρήσεις, κρίσεις, υποδείξεις και επισημάνσεις για καταστάσεις, γεγονότα και πρόσωπα της εποχής του στον Πειραιά) άνετα διακρίνουμε την ταυτότητα της ποιητικής του φωνής και φυσικά του λόγου του.
Όπως εύκολα αναγνωρίζουμε την ποιητική φωνή του Πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, του Νίκου Χαντζάρα, του Βασίλη Λαμπρολέσβιου και άλλων ποιητών του Πειραιά που λησμονήθηκαν πρώτα από τους Πειραιείς και κατόπιν από τον Χρόνο. Αν συγγενεύει ο λόγος του με κάποιον είναι με αυτόν του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, στα ποιητικά εκείνα σημεία που και των δύο η διαπραγμάτευση του θέματος εστιάζεται σε ανθρωπιστικές καταστάσεις, στα σημεία εκείνα που η ποιητική αίσθηση εξαϋλώνεται μέσα σε μια ουμανιστική ατμόσφαιρα οικουμενικότερων διαστάσεων από το περιγραφόμενο συναίσθημα. Καθώς, και όταν ο Αργύρης Κωστέας περιγράφει τις πολύμοχθες στιγμές της καθημερινής πάλης των ανθρώπων σαν αυτές που διαβάζουμε στην εργατική ποίηση του βάρδου της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, της Πειραιώτισσας Ελένης Αργέστη, του επίσης Πειραιώτη Βασίλη Λαμπρολέσβιου και άλλων.
      Η στιχουργική του φόρμα είναι συνήθως μικρή, σύντομη, περιεκτική και περιορισμένων δυνατοτήτων. Αποτελείται από ολιγόστιχα, παραδοσιακής ή όχι μορφής ποιητικά μέλη. Δεν αγνοούνται και τα μακροσκελή περιγραφικά ποιήματα όπως αυτά: «Η Μπαλάντα της Λενιώς», η «Ωδή σ’ έναν ασήμαντο», η «Σκαρδαμούλα» που δανείζουν τον τίτλο τους στις παραπάνω συλλογές.
Την ποιητική του φωνή, πάντοτε χαμηλόφωνη, διηθητική από λυρισμό, διακρίνει μια συναισθηματική πυκνότητα. Ο Κωστέας σαν ποιητής, δεν διακατέχεται από μεγαλόπνοους ποιητικούς σχεδιασμού, δεν ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρά του με στιχοπλεκτικά παιχνίδια, δεν έλκεται από λαμπροφορημένα λεκτικά σχήματα, δεν απαρνιέται τον κουρασμένο ενίοτε ψιθυριστό τόνο. Πίσω από την ελαφριά πολλές φορές ποιητική του ατμόσφαιρα και κάτω από την ακατέργαστη ενίοτε και θρυμματισμένη τεχνική του, ανακαλύπτουμε έναν άσβεστο πόθο σταθερών αξιολογικών αρχών και μαρτυρικών καταθέσεων ενός ατόμου που πρωτίστως υπήρξε ένας παθιασμένος Πειραιολάτρης, και κατόπιν όλα τα άλλα. Οι λέξεις του πάλι δεν αυτονομούνται από το ποιητικό σώμα για να ερεθίσουν το μάτι του αναγνώστη, αλλά, αποτελούν ένα ενιαίο ομοιόμορφο σύνολο εννοιολογικών αναφορών και τονίζουν περισσότερο την εσωτερική διάθεση του ποιητή κατά την περιγραφή των γεγονότων. Γίνονται οι ξενιστές, οι μεταφορείς βιωμάτων, συγκινητικών εμπειριών ενός ατόμου που συμπάσχει και αγωνίζεται πραγματικά και με ανιδιοτέλεια για την πόλη του και τους δημότες της.
Μια πονεμένη αλλά ειρωνική ματιά μας φανερώνει το συναίσθημα που κρυφοκαίει την καρδιά του Κωστέα και τον κοχλάζοντα αγαπητικό πόθο του κάτω από το βάρος ιδανικών παραστάσεων και ενεργών οραμάτων.
Γράφει: «Ό,τι έχω γράψει στο χαρτί είναι γραμμένα στην καρδιά μου, Απ’ την καρδιά μου τ’ αντιγράφω. Όλα μου τα τραγούδια τάζησα. Δεν είναι λόγια που τα έχω διαβάσει. Που τάφτιαξεν ο νους μου Είναι πορεία δύσκολη προς την Αγάπη».
     Η λέξη αγάπη, αυτό το πανανθρώπινο και διαχρονικό λεκτικό σύμβολο, το πανάρχαιο ζητούμενο από όλους τους ανθρώπους, αυτό το γλωσσικό σημάδι μυστηρίου και σιγουριάς, ελπίδας και εσωτερικής γαλήνης, ανησυχίας και προδοσίας, αυτό το ανεξερεύνητο μέσα στις ψυχές των ανθρώπων λίκνο, των ανθρώπινων λυρικών συγκινήσεων και αναφορών, αυτή η μονοφωνική ορχήστρα των προσωπικών μας τρικυμιών επανέρχεται παλινδρομικά μέσα στο έργο του Αργύρη Κωστέα.(όπως και στο ποιητικό έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου).
Είναι το ονειρικό παραλήρημα που συνεπαίρνει και τον ίδιο τον δημιουργό. Είναι το πρωτεύον μοτίβο με το οποίο επιδιώκει να μας υποβάλει τις ψυχικές του διακυμάνσεις, να μας ξεδιπλώσει την κρυμμένη λυρική του διάθεση, τον εσωτερικό του πόνο που φουντώνει. Με τρόπο ήρεμο, με μια κλασική ατμοσφαιρική λιτότητα, και ένα ύφος στρωτό αν και ξηρό κάπως παγωμένο, χωρίς μουσικές δονήσεις, ζητάει να ανάψει την σποδιά της ευαισθησίας μας, μας ζητά να γευθούμε και την δική του αγωνία και το περιπετειώδες ταξίδι της ψυχής του. Σαν μια προβολή του δικού μας σύγχρονου πολιτικού βίου. Να χαρούμε την ποιητική νοσταλγία σαν ένα κομμάτι του δικού μας ιδανικού εαυτού. Σαν αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής και πολιτιστικής μας πειραϊκής αφετηρίας και κληρονομιάς.
     Ο Αργύρης Κωστέας εικονογραφεί ζωντανές σχέσεις ζωής, καθώς λιτανεύει μνήμες και προεκτάσεις συγκινήσεων, όχι σαν κάτι το τετελεσμένο, που ανήκει στο χώρο της Μουσειακής αναζήτησης, αλλά, μας ποιητογραφεί ένα ήθος βίου που ανατέλλει από τις πρώτες παραστάσεις της γενέθλιας πόλης του και δύει πάλι μέσα σε αυτήν και τα φουρτουνιασμένα κύματά της.
     Η ιδανική αυτή πόλης είναι το ήθος του καθενός μας, το αψεγάδιαστο κέντρο της καρδιακής αναφοράς μας, το ήρεμο βλέμμα που περισκοπεί την Πόλη και την προστατεύει από την ασχήμια και την φθορά του χρόνου και των ανθρώπινων επιλογών. Το πολύμορφο θέατρο των ποικιλότροπων κινδύνων και ανεξήγητων δραμάτων της σύντομης ζωής μας. Γιατί η Πόλη είμαστε εμείς, με οτιδήποτε κουβαλάμε μέσα μας και επιλέγουμε στις εκδηλώσεις μας. Η Ιστορία της και οι Ερινύες της.
     Οι στίχοι του Αργύρη Κωστέα εκπέμπουν μια απέραντη αισιοδοξία. Ο λόγος χειραφετημένος από κάθε λυρική μελαγχολία, αλλά και πειθαρχημένος μας ερεθίζει με την απλότητά του και μας ξενίζει με την απλοϊκότητά του επίσης. Ποιήματα απλά, καθημερινά, προϊόντα μιας ανάλαφρης κάπως διάθεσης, ένας λόγος κατακαθισμένος στον πυρήνα της αίσθησης που αφήνουν τα γεγονότα της ζωής που χάνονται και την ανάγλυφη ψηλάφηση των αναμνήσεών τους.
     Αυτός ο αποκαλυπτικός αυτοεγκλεισμός του ποιητικού λόγου του Κωστέα, μέσα στην πειραϊκή και μόνο θεματογραφία, όπως και άλλων Πειραιωτών δημιουργών(ασφαλώς δεν αναφερόμαστε στην συλλογή του «Σκαρδαμούλα») είναι ίσως το ελλειμματικό σημείο στο ισοζύγιο της ποιητικής τους δημιουργίας. Υπάρχει ένας πειραϊκός λόγος και μια συγκεκριμένη ματιά που δεν ξέφυγε ποτέ  από το περίβλημα που του πρόσφερε η γενέθλια πόλη. Ένας ποιητικό λόγος, που παρά την ιστορική του ουσιαστικότητα αλλά και λειτουργικότητα αποδέχθηκε δεσμευτικά τα στενά και περιορισμένα όρια της εικονογραφούσας θεματογραφίας του.
Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα, ελάχιστοι δημιουργοί να διασωθούν και εκτός Πειραϊκού χώρου. Οι περισσότεροι αποξενώθηκαν μάλλον συνειδητά, και δεν θέλησαν να ανοίξουν τα φτερά τους, με φυσικό επακόλουθο τον πολιτιστικό μαρασμό. Οι περισσότεροι έγραφαν απλά και μόνο για να γεμίσουν τις σελίδες των περιοδικών και των τοπικών εφημερίδων χωρίς να έχουν ίχνος καλλιτεχνικής ή συγγραφικής ευθύνης, μόνο και μόνο για να δείξουν το δημοσιευμένο κειμενάκι τους στον διπλανό τους.
    Η ποίηση του Αργύρη Κωστέα, πέρα από τις καθιζήσεις που είχε μέσα στην χοάνη του χρόνου, διαβάζεται ευχάριστα, ανάλαφρα, νοσταλγικά και προσφέρει ένα δροσερό αεράκι στη στεγνή και μηχανοποιημένη εποχή μας.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Δυστυχώς από ότι γνωρίζω, και γνωρίζω καλά, δεν υπάρχει συστηματική πειραϊκή βιβλιογραφία αλλά και εργογραφία όσον αφορά τους Πειραιώτες δημιουργούς. Υπάρχουν σποραδικές αναφορές για ελάχιστους δημιουργούς, και δεν υπάρχει επίσης αποδελτίωση των πειραϊκών σκόρπιων εντύπων των εφημερίδων και των κατά καιρούς περιοδικών. Πράγμα, που καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη μια πλήρη βιβλιογραφική αναφορά. Επίσης δεν κατόρθωσα να δω το περιοδικό που εξέδωσε ο Κωστέας εκτός από ελάχιστα τεύχη του που μάλλον να μην μας δίνουν την ορθή εικόνα και ταυτότητά του. Για τον λόγο αυτό η αναφορά μου γίνεται από τις ελάχιστες πληροφορίες που κατόρθωσα να συγκεντρώσω από την σχετική λόγω της μελέτης έρευνας.

Ανωνύμως,
υπάρχει λήμμα για τον ποιητή σελίδα 79, στο Λεύκωμα Πειραιώς 1958 του Δ. Πανίτσα.
Γαλανός Θέμης,
Υπάρχει βιβλιοκριτική του για την ποιητική συλλογή «Ωδή σ’ έναν ασήμαντο», σελίδα 16, στο περιοδικό Πνευματική Πορεία τεύχος 1/12, 1953.
Γεράνης Στέλιος,
Υπάρχει λήμμα για τον Α. Κ. σελίδες 282-283, στον ένατο τόμο της Λογοτεχνίας των Ελλήνων, του Χάρη Πάτση, καθώς δημοσιεύονται ακόμα και τέσσερα ποιήματά του.
Θεοφάνους Κώστας,
Στο γνωστό βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση στον Πειραιά» 1941-1944 έκδοση Β, Πειραιάς Λιμάνι 1996, στη σελίδα 330, υπάρχει ποίημα του Κωστέα και, στις σελίδες 217-218, δημοσιεύεται κείμενό του.
Κωστελένος Δημήτρης, επιμέλεια-σύνταξη,
Υπάρχει λήμμα σελίδα 242, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Παγουλάτος, του Βιογραφικού Λεξικού των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Χατζημανωλάκης Γιάννης,
Στο άρθρο του «Η Λογοτεχνία στον σύγχρονο Πειραιά 1920-1954, Ποίηση» σελίδα 109, στο περιοδικό Πνευματική Πορεία τεύχος 6/10,11, 1954. Επίσης υπάρχει του ιδίου βιβλιοκριτική για τα «Εφήμερα», σελίδα 16, στο περιοδικό Φιλολογική Στέγη τεύχος 12-15/1,4, 1966, τέλος υπάρχει εκτενής αναφορά για τον Κωστέα, στο βιβλίο του Χρονικό της Πνευματικής Πειραϊκής Ζωής 1835-1973, Πειραιάς 1973 στις εξής σελίδες: 97, 154-156, 159-160, 180, 182.
Βιβλιογραφικά επίσης στοιχεία γνωστά όμως, και στο ισχνό τεύχος της Φιλολογικής Στέγης που είναι αφιερωμένο στον Κωστέα, τεύχος 16/10, 1966.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Φιλολογική Στέγη, τεύχος 5/7,9, 2005, σελίδες 239-242.
Πειραιάς, Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2013.

Υ. Γ. Δυστυχώς μετά από τόσα χρόνια, και πριν την οικονομική και πνευματική κρίση και «παρακμή», πριν την πτώχευση της χώρας, φώναξα, προσπάθησα, τσακώθηκα, αλλά δυστυχώς δεν κατόρθωσα να πείσω κανέναν, εκτός από την προσπάθεια που έγινε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, να  συγκεντρωθούν τα σκόρπια έργα των Πειραιωτών δημιουργών, που συζήτηση για συγκέντρωση των περιοδικών, για τα φύλλα των εφημερίδων. Ακόμα και αυτοί που μίλαγαν για έρωτα για τον Πειραιά, και δεν ήταν λίγοι ή βαριόντουσαν να δουλέψουν αφιλοκερδώς ή ήθελαν να πληρωθούν, όπως πολλές φορές το άκουσα και μέσα σε Δημοτικούς χώρους αλλά και στα διάφορα μέρη που σύχναζαν. Δυστυχώς επαναλαμβάνω, παρότι εξέδωσα και το Πειραϊκό Πανόραμα. Και την Βιβλιογραφία για τον Πειραιά, οι αρμόδιοι στάθηκαν αδιάφοροι και πολλές φορές εχθρικοί στην προσπάθεια διάσωσης του υλικού. Αλλά και οι ίδιοι οι δημιουργοί αδιαφορούσαν και δεν τους ενδιέφερε παρά μόνο το δικό τους έργο, δεν θέλανε να κοπιάσουν ούτε να βοηθήσουν στην συγκέντρωση του σκόρπιου και διάσπαρτου υλικού. Και το μόνο που απόμεινε να σταματήσει κάθε προσπάθεια, και φυσικά ούτε και εγώ πλέον ενδιαφέρομαι να συνεχίσω οποιαδήποτε έρευνα για τον Πειραιά. Θα μου πεις και ποιον ενδιαφέρει αυτό, κανέναν, αργά το κατάλαβα, πληρώνοντας ένα μεγάλο δυσανάλογο ως προς τον χρόνο την υγεία και τα έξοδα τίμημα.        

                            
     
    
      
          

                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου