Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ

Τζων Κητς
 John Keats(Φάισμπουρν 31/10/1795-Ρώμη 23/2/1821)

Το κακορίζικο ποιητικό Αηδόνι του Αγγλικού ρομαντισμού

του Γιώργου Μπαλούρδου

            Αν η Τέχνη σε όλες της μορφές και εκδηλώσεις της είναι ίσως η κυριότερη οδός «τεχνουργίας της αιωνιότητας» η προσωπική μνήμη του καθενός μας είναι η αντίστοιχη ισοδύναμή της ατραπός της ωριμότητάς μας, καθώς ο χρόνος μας σαβανώνει ανεπιστρεπτί και ο αναπόφευκτος ισολογισμός των εμπειριών βαραίνει αβάσταχτα., καθώς οι διλημματικές αμφιβολίες για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι των επιλογών μας φωτίζονται εντονότερα. Οι σκέψεις αυτές, έρχονται στο νου μου καθώς αναλογίζομαι τα χρόνια που πέρασαν και σαν έφηβος-τότε-αναζητούσα τα κάθε είδους στηρίγματα που θα με οδηγούσαν στης λαμπροφορούσας πνευματικής ζωής τα μονοπάτια. Και ένας δάσκαλος για μένα υπήρξε ο Κίμων Φράιερ, αυτός ο ακαταπόνητος μεταφραστής και δημιουργός της οδού Καλλιδρομίου, ο χαλκέντερος λάτρης της ελληνικής ποίησης που δεν πέρασε ποιητής και ποιήτρια της γενιάς του 1970 και όχι μόνο, που να μην τον επισκεφτεί και ζητήσει την βοήθειά του στην μετάφραση του έργου του στα Αγγλικά. Αυτός ο μέντορας πολλών νεοελλήνων ποιητών-που ξεχάστηκε δυστυχώς- ήταν εκείνος που μου πρωτομίλησε για τον Τζων Κητς (John Keats) αρχές δεκαετίας του 1980. Τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή που αποτελεί μαζί με τον λόρδο Μπάιρον (Byron) και τον Σέλλευ( Selley) την αγία τριάδα του Αγγλικού ρομαντικού κινήματος. Η αγάπη του Κίμωνος για τον Κητς ήταν μεγάλη, αν και η διατριβή του και το ενδιαφέρον του στράφηκε περισσότερο στον σπουδαίο και πολύπλευρο ποιητή Ουίλλιαμ Μ. Γέιτς.(William ButlerYeats). Μετά την μετακόμιση μας από την οδό Καλλιδρομίου, ο Κίμων μου χάρισε όλα τα διπλά βιβλία που είχε για τον Τζων Κητς. Το ποιητικό του έργο(την δίτομη έκδοση του 1924, του Sidney Colvin και άλλα),την έκδοση των επιστολών του(αυτή του 1952 από τον Maurice Buxton Forman) και ορισμένες κλασικές μελέτες για την ζωή και το έργο του. Η ευγνωμοσύνη μου ήταν μεγάλη, ατέλειωτα βράδια όταν πλείστοι νέοι της εποχής μου «σπαταλούσαν» το χρόνο τους στις διάφορες διασκεδάσεις, εγώ καθόμουν κοντά σε έναν δάσκαλο-που είχε πάνω από τα διπλά μου χρόνια-και τον άκουγα να μου διαβάζει Άγγλους ελισαβετιανούς και ρομαντικούς ποιητές και να προσπαθεί να μου εξηγήσει τα ποιητικά μυστικά, και εγώ να παιδεύομαι γυρνώντας στο σπίτι στον Πειραιά κατά ιδρωμένος αλλά έμπλεος από χαρά να αγωνίζομαι με τα διάφορα λεξικά της αγγλικής να διαβάσω τα ποιήματα που είχα ακούσει από τον Κίμωνα. Αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου, το ράφι της βιβλιοθήκης μου συμπληρωνόταν με νέες επανεκδόσεις των ποιημάτων του φιλάσθενου, ονειροπόλου και αυτοδίδακτου μικρού παιδιού των αγγλικών γραμμάτων. Ο Τζων Κητς,(John Keats) αυτό το τρυφερό και μοναχικό παιδί του αγγλικού ποιητικού στερεώματος που τόσο δυστύχησε στην προσωπική του ζωή, που η Μοίρα τον σημάδεψε με πείσμα, επιμονή και ασπλαχνιά, είχε κερδίσει τα όνειρά μου. Ο βασανισμένος σύντομος βίος του, η ταπεινή και ασήμαντη καταγωγή του, η τραγική περιπέτεια του ατομικού του κόσμου, η μεγάλη φτώχεια που τον βασάνιζε στην κουτσουρεμένη μικρής διάρκειας ζωής του, η ονειροπόλος και μελαγχολική του διάθεση, ο άδοξος και βασανιστικός ερωτάς του για την Φάννυ Μπράουν, αλλά και η ογκώδης και εντυπωσιακή παραγωγικότητά του παρά τις αντιξοότητες του, η ενδιαφέρουσα αν και ατελής γονιμοποιός σκέψη του, η πρωτοτυπία των συνθέσεών του, ο άκρατος αισθησιασμός του και η μεγάλη του αγάπη να μελετήσει όχι μόνο τους ποιητές της δικής του παράδοσης αλλά ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική και λατινική ποίηση. Η φιλάσθενη φύση του η αρρώστια της φυματίωσης που τον ταλαιπώρησε και τον οδήγησε τελικά νεότατο στον θάνατο, πάντοτε με συγκλόνιζαν, μια αρρώστια, από την οποία πέθαναν βασανιστικά και άλλα μέλη της  πολυμελούς οικογένειάς του. Ο αδελφός του Τόμ σε ηλικία μόλις 18 ετών το 1818, η μητέρα του Φράνσεζ Τζέννινγκς στα 1810, οκτώ χρόνια νωρίτερα όταν ο μικρός Κητς ήταν μόλις 15 χρονών, και φυσικά ο ίδιος ο ποιητής.
Ο Τζων Κήτς(John Keats) γεννήθηκε σε μια περιοχή του Λονδίνου το Φάισμπουρν στις 31/10/1795 από φτωχούς γονείς, ο πατέρας του ο Τομ Κητς που ήταν σταβλίτης σε έναν πλούσιο ενοικιαστή αλόγων τον έχασε σε μικρή ηλικία από ατύχημα, επίσης, σε νηπιακή ηλικία έχασε έναν ακόμα αδελφό του, ο ίδιος πέθανε στην Ρώμη που είχε ταξιδέψει προσδοκώντας καλυτέρευση της επισφαλούς υγείας του στις 23/2/1821 ήταν μόλις 26 χρονών. Η ύπουλη και κληρονομική αρρώστια της φυματίωσης-που ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη-τον είχε καταταλαιπωρήσει και τον είχε κάνει να προαισθανθεί και τον δικό του σύντομο θάνατο, πέθανε πριν ακόμα προλάβει να ανθήσει βιολογικά και να χαρεί, όχι μόνο τους καρπούς του έρωτα αλλά και της ζωής, που θα παρηγορούσε την μνήμη του από τα βάσανα της νιότης και των οικογενειακών του ατυχιών. Άφησε το μάταιο τούτον κόσμο σε μικρότερη ηλικία από τον ομότονό του στην ποιητική δόξα αριστοκράτη Πέρσυ Μ. Σέλλευ,(1792-1822) που έφυγε και αυτός-από πνιγμό-ένα χρόνο αργότερα και έπασχε από την ίδια ασθένεια. Χάθηκε πιο νέος και από τον πολύ φημισμένο λόρδο Μπάιρον(1788-1824) που και αυτός έφυγε νωρίς αλλά η ποιητική του δόξα και ο θρυλικός βίος του επισκίασε σχετικά την φήμη των άλλων δύο ρομαντικών. Μπορούμε να αναλογιστούμε επίσης ότι σε μικρή ηλικία έφυγαν οι εξής: το τρομερό παιδί της Γαλλικής ποίησης ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο ευαίσθητος ρομαντικός Γερμανός ποιητής, Νοβάλις(1772-1801),-ο οποίος έπασχε από την ίδια πάθηση, και οι δικοί μας-τηρουμένων φυσικά των αναλογιών-ο βασανισμένος στη ζωή Κώστας Κρυστάλλης(1868-1894) που έπασχε επίσης από φυματίωση, ο ποιητής Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος(1843-1873) γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, ο Αλέξης Τραϊανός, ο Νίκος Λαδάς, ο Βασίλης Κουρής και άλλοι, και η χορεία των μικρών αυτών Αδώνηδων επώνυμων και ανώνυμων συνεχίζεται εσαεί συμπληρώνοντας το κομποσκοίνι αυτό της ζωής στον καρπό του θανάτου.
Αργότερα έπεσε στα χέρια μου το έργο του Σέλλευ «Άδωνάις», μια από τις πιο συνταρακτικές ελεγείες της αγγλικής ποίησης, το έργο σκιαγραφεί τον Τζων Κητς. Ο Σέλλευ συνέθεσε τη λυρική αυτή πανθεϊστική και πλατωνίζουσα πολύστροφη ελεγεία στη μνήμη του θανάτου του Τζων Κητς (1821), και κατά ένα παράξενο παιχνίδι της Μοίρας ήταν σαν να θρηνούσε και το δικό του μοιραίο τέλος, μια και εκείνος, έφυγε ένα χρόνο μετά σε νεαρή ηλικία. Το έργο αυτό σε μια δίγλωσση έκδοση κυκλοφόρησε το 1981 στα ελληνικά σε μετάφραση Μ. Καμπά
            Το μελαγχολικό φιλάσθενο αυτό αγόρι μας εκπλήσσει με την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε για να κατακτήσει τον ποιητικό Παρνασσό όχι μόνο της εποχής και της γενιάς του, σε πολύ νεαρή ηλικία έμαθε λατινικά και μετέφρασε την «Αινειάδα» του Βιργιλίου, διάβαζε τις «Ωδές» του Ορατίου από όπου και άντλησε την τεχνική των δικών του Ωδών. Η ανεξάντλητη ευαισθησία του, η καλλιεργημένη αισθαντικότητά του και η ποιητική του ιδιοφυΐα τον ώθησαν να συνθέσει τη μεγαλόπνοη δημιουργία του όχι απλώς αντλώντας εικόνες, σκηνές, ιδέες, γεγονότα, καταστάσεις, τεχνικές, αλλά μετασχηματίζοντας το υλικό που αντλούσε με την δύναμη της φαντασίας του και των προσωπικών του εμπειριών σε μια νέα και εκπληκτικά δημιουργική ποιητική πρόταση.
Ο Τζων Κήτς συγκέντρωνε εικόνες και εμπειρίες στο σύντομο διάστημα του βίου του όπως το έντομο την γύρη των λουλουδιών για να την μετατρέψει σε νέκταρ, σε ποιητική αμβροσία. Οι απόηχοι των ποιητικών και άλλων φωνών που διαφαίνονται στο έργο του δεν είναι παρά η αφετηρία η αφορμή του μεγάλου ταξιδιού της φαντασίας του που άρχισε με πείσμα και επιμονή γνωρίζοντας το αποτέλεσμα του εγχειρήματός του. Ο John keats θυσίασε το ελάχιστο όριο ζωής που του επιφύλασσε η Μοίρα να ζήσει για να το ξοδέψει για τον λόγο και μύθο, είναι το μοναχικό Αηδόνι της ρομαντικής ποίησης που νωρίς συνειδητοποίησε ότι ο μόνος χρόνος αθανασίας που του προσφέρεται είναι ο ποιητικός. Ο Κήτς τραγούδησε την ομορφιά της φύσης πρώτα για τον εαυτό του σαν μια καθαρτήρια προσπάθεια απέναντι στην μιασματική προσφορά της Μοίρας απέναντι του. Διαισθάνθηκε νωρίς το βιολογικό του τέλος και αξιοποίησε στρέφοντας τις ελάχιστες σωματικές του δυνάμεις να συνενωθούν με αυτές της εκπληκτικής φαντασίας του. Η Φύση στο έργο του είναι υφαντουργός και κοσμήτρια της ατομικής του περιπέτειας. Σαν αρχαίος Θεός Πάνας υμνεί όχι την Νύχτια πλευρά της ζωής όπως ο Νοβάλις, ούτε την αντιμετωπίζει με το μυστικιστικό δέος ενός  Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ούτε έχοντας την οραματική ατμόσφαιρα ενός Κόλλεριτζ, αλλά το ποιητικό θρόισμα της φωνής του είναι το δροσερό αεράκι της υψιπετούς φαντασίας του, η μελαγχολική αύρα των διεγερτικών δυνάμεων του φυσικού χώρου που τροφοδοτούν με ενάργεια την σκέψη και πλέρια αγαλλίαση την ψυχή μας. Η προσωπική θλίψη του νέου ποιητή μετατρέπεται σε ποιητικό λίπασμα για να ανθίσουν οι δημιουργικές του συνθέσεις αφού η ζωή λοιδορώντας τον αποκλείει από άλλες χαρές. Και ενώ το σώμα του μαραγκιάζει, οι αισθήσεις του πεταρίζουν σε φλογερού λυρισμού σύννεφα, αποτυπώνοντας το θριαμβευτικό θάμβος της φυσικής ομορφιάς, το ακατανόητο και απερίγραπτο κάλλος του έξω κόσμου καθώς ανασχηματίζεται διαρκώς σε μια αέναη πάλι αναστάσιμης διάρκειας και ταυτοχρόνως μετασχηματίζει τις αισθήσεις μας. Ο Κήτς δεν είχε την επαναστατική φύση ενός αριστοκράτη ποιητή όπως ήταν ο Πέρσυ Μπις Σέλλευ, δεν διακύβευε την ερημιά του βίου του για να αλλάξει κοινωνικές συνήθειες, δεν θα έγραφε ποτέ μάλλον μανιφέστα υπέρ του Αθεϊσμού όπως έπραξε ο Σέλλευ προκαλώντας το κατεστημένο της εποχής του, δεν είχε την ευρύτητα της παιδείας ούτε την ιδιοσυγκρασία του Γουώρτγουορθ, παρότι τον επηρέασε στα πρώτα του ποιητικά βήματα, η εικονοποιΐα του Τζων Κήτς είναι κατά κάποιον τρόπο πιο πληθωρική από των άλλων δύο, ορισμένες φορές μπουκώνει το ποιητικό αίσθημα, γίνεται φορτική, πλεονάζει του γενικότερου σχεδιασμού της ποιητικής σύλληψης. Ο αισθησιασμός του ξεχειλίζει χωρίς μέτρο, χωρίς συναίσθηση ότι λιγώνει η υπερβολική έκθεση της ποιητικής φόρμας σε τόσο μεγάλη λυρική διάθεση σε ένα ποιητικό είδος όπως είναι οι Ωδές, ή και ορισμένα του σονέτα. Από την άλλη, δεν έχει την μεγαλοφυή μαεστρία του λόρδου Μπάιρον που οι μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις επέδρασαν πάνω στο έργο των μεταγενεστέρων και εδραίωσαν την φήμη του εξίσου με την ένδοξη περιπέτεια του βίου του, τους μεγάλους και διατυμπανισμένους του έρωτες με πρόσωπα της εποχής του, και σίγουρα την ειλικρινή του αγάπη για το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα και την αυτοθυσιαστική προσφορά του στο Μεσολόγγι. Ο Μπάιρον «έκλεψε» κατά κάποιον τρόπο ή σκοτείνιασε για ένα διάστημα την δόξα των άλλων δύο. Όμως ευτυχώς, οι ποιητές των λιμνών δεν οδήγησαν στον βυθό την φήμη του νεότερου, μικρότερου και κακότυχου Κητς.
Τον συνέκριναν με τον μεγάλο δραματουργό και κοινωνικό ανατροπέα Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ο Gilbert Highet στο ογκώδες και σημαντικότατο βιβλίο του «Η Κλασική Παράδοση», εκδ. ΜΙΕΤ 1988 σ. 560 γράφει ότι: «Ο Τζων Κητς ήταν ο Σαίξπηρ της επαναστατικής περιόδου από πολλές απόψεις…» και σ.563 «ο Κητς ήταν ο Σαίξπηρ αυτής της Αναγέννησης του 19ου αιώνα όπως ο Σέλλευ ήταν ο Μίλτον της» καταλήγει. Όμως ο Τζων Κητς το τρομερό παιδί της Αγγλικής ποίησης δεν διέθετε τον μαγνητικό εωσφορισμό που αποπνέει ο λόγος του Σαίξπηρ, δεν αποπνέει τον σαγηνευτικό ερωτισμό που αφήνουν τα ερωτικά σονέτα και ποιήματα του Σαιξπηρικού κόσμου. Ο Κητς, είναι ένας μοναχικός τρυφερός οδοιπόρος λάτρης της κλασικής ομορφιάς και της αρμονικής ισορροπίας μέσα στη φύση, ένας Δρυίδης,-αν στέκει η παρομοίωση- που αγωνίζεται να καλμάρει τις αισθήσεις του καθώς απορροφά τους χυμούς της φυσικής ομορφιάς και μένει έκθαμβος και εκστατικός μπροστά στους μύχιους ακατανόητους σκοπούς της, τον διαρκή επιτελικό μυστικό σχεδιασμό της, τους μυριάδες χυμούς και γεύσεις των αποκαλυπτικών της προθέσεων. Ο Σαίξπηρ αναμορφώνει τον κόσμο, τον ξαναπλάθει από την αρχή, ξετυλίγει τις μικρές του ιστορίες σε ένα μεγάλο πολυσύνθετο εικονογραφικό καμβά που όλα μπορούν να συμβούν από την αρχή, τα πάντα είναι ανεκτά και αβέβαια επισφαλή μέσα στον κοινωνικό μικρόκοσμο της εποχής του. Ο κόσμος του John Keats είναι πιο προσωπικός, πιο ασφυκτικά δεμένος με την βασανισμένη ζωή του, είναι κατά κύριο λόγο περιορισμένος από τα τείχη της προσωπικής περιπέτειας του βίου του. Οι μεγάλες του συνθέσεις «Ενδυμίων» και «Υπερίων» είναι σπουδαίες τοιχογραφίες μιας μοναχικής ψυχής που ξεδιπλώνει το κουβάρι της φαντασίας του βουτηγμένο μέσα στη χρυσόσκονη της ομορφιάς. Ο Κητς είναι ένας μοναχικός τροβαδούρος της φύσης χωρίς ανταπόκριση στο κάλεσμά του. Ομοιάζει όσον αφορά την διάθεσή του για ποιητική αποτύπωση της κλασικής αρχαίας ομορφιάς και, την αμέριστη αγάπη του για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο την κλασική παιδεία και απεικόνιση μέσω της ποιητικής και γλυπτικής τέχνης αρχαίου ιδεώδους περί ομορφιάς, με τις απόψεις των ρομαντικών και ίσως ιδιαίτερα τις θέσεις του Ι. Βίνκελλμαν του άλλου τραγικού και λάτρη του αρχαίου πνεύματος, ο οποίος δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες,  στην καθ ημάς ποιητική πατρίδα έρχεται στον νου μου το έργο του Δημήτρη Καπετανάκη. Οι περισσότεροι Ρομαντικοί όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ήσαν Νεοπλατωνιστές, κολυμπούσαν μέσα στην μεγάλη και πλατιά θάλασσα της μυστικής ομορφιάς των Πλατωνικών ιδεών, λάτρεψαν την Αρχαία Ελλάδα διαβάζοντας τους αρχαίους συγγραφείς ή βλέποντας στο Βρετανικό Μουσείο τα σπαράγματα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης. Το ίδιο και ο Κητς, που παρότι του έλειπε το θάρρος του γονιμοποιού τυχοδιωκτισμού του Μπάιρον και ο ριψοκίνδυνος αναρχισμός και φιλελεύθερος επαναστατισμός του Σέλλευ, λάτρεψε την Ελλάδα μέσα από τα διαβάσματά του-αν και δεν γνώριζε αρχαία ελληνικά-την Τέχνη της ενώ, οι αρχαίοι της μύθοι της πανθεϊστικής της θρησκείας γονιμοποίησαν την σκέψη του και άρδευσαν τις ποιητικές του συνθέσεις. Ο μυθικός καμβάς της «Lamia»(310 στίχοι) που συναντάτε στο έργο του παραπέμπει στον αρχαίο Φιλόστρατο και στο παραγνωρισμένο βιβλίο του για τον αντίστοιχο Έλληνα Ιησού, τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Η πασίγνωστη «Ωδή σε μιαν ελληνική υδρία» προέρχεται από την προσεκτική παρακολούθηση αρχαίων μνημείων Τέχνης από επισκέψεις σε Μουσεία της εποχής του, και που  με μεγάλη ευκολία διαπιστώνουμε την ποιητική απεικόνιση διαφόρων σκηνών του φυσικού τοπίου. Το ίδιο και η «Ωδή στον Απόλλωνα», τα σονέτα του «στον Όμηρο» και «Πρώτη ματιά στον Όμηρο του Τσάπμαν», το «Βλέποντας τα Ελγίνεια Μάρμαρα» καθώς και άλλες ποιητικές του συνθέσεις που χωρίς δυσκολία αναγνωρίζουμε τα διαβάσματα και τις δεκάδες αναφορές του Κητς σε πρόσωπα οφειλή της νεανικής του φαντασίας αλλά και τον ανεξάντλητο εικονοποιητικό και μυθοπλαστικό πλούτο της αρχαίας μυθολογίας από όπου άντλησε το υλικό του και οικοδόμησε το ατομικό του έργο και δημιούργησε τον ποιητικό του μύθο. Τα ευρετήρια που υπάρχουν στις ξένες εκδόσεις των έργων συνοδεύονται με σελίδες με από αναφορές σε αρχαία κείμενα και ονόματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, και να φανταστεί κανείς ότι ο νεαρός φιλάσθενος ποιητής δεν επισκέφτηκε ποτέ του την Ελλάδα, ούτε είχε την ευκαιρία όπως άλλοι συνομήλικοί του να διδαχθεί αρχαία ελληνικά, το αθώο παιδικό του πείσμα, η αγάπη του για την ελληνική Τέχνη και η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στον χώρο της ποίησης τον έκαναν να μην ξεχωρίζει την αλήθεια από την ομορφιά έτσι όπως οι αρχαίοι πίστευαν και ιδιαίτερα ο Πλάτων.
Το φαινόμενο Keats μέσα στην παγκόσμια γραμματεία έχει και μια άλλη πτυχή που θέλει διερεύνηση. Δεν είναι μόνο οι μακροσκελείς και μεγαλόπρεπες ποιητικές του συνθέσεις όπως του «Ενδυμίωνα»  (4 βιβλία πάνω από 4000 στίχοι), το σχεδίασμα της τραγωδίας του (σε 5 πράξεις) «Otho the Great», ή τα αποσπάσματα από άλλες του τραγωδίες και ακόμα οι ξαναδουλεμένες ποιητικές του συνθέσεις, το ποιητικό του έργο σχεδόν αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατό του αναγνωρίστηκε και σίγουρα, θεωρήθηκε ισάξιο των άλλων ρομαντικών της εποχής του παρά αγνοήθηκε και αυτό φαίνεται από τις εκατοντάδες έρευνες και μελέτες που δημοσιεύτηκαν στην πατρίδα του κυρίως για τον ίδιο και τις συνθέσεις του, συγκρίνοντας τον είτε με τον Σαίξπηρ είτε με τον Μίλτον, είτε με τον Σπένσερ είτε με άλλους δημιουργούς της εποχής του αλλά και πριν από αυτόν, το θέμα μάλλον που τίθεται στο ποιητικό φαινόμενο που λέγεται Τζων Κητς, είναι ότι μάλλον ανακαλύπτουμε έναν ποιητή ο οποίος πρόσφερε με πάθος την σύντομη ζωή του στο θέμα που λέγεται Ποίηση διαισθανόμενος ότι θα κερδίσει επάξια το πάνθεο της αθανασίας ή σωστότερα κατανοώντας ότι δεν υπάρχει αιωνιότητα πέρα από την Τέχνη, και ότι μόνο αυτή οδηγεί το επίπονο και ίσως μάταιο παιχνίδι της ζωής στην αιωνιότητα της ιστορικής φήμης, έστω και για σύντομο διάστημα, αλλά ο κόσμος, οι ιδέες, οι απόψεις, οι θέσεις, οι στοχασμοί που εκφράζει στα διάφορα γράμματά του-που δεν είναι και λίγα-και οι απόψεις του σχετικά με το τι είναι ποίηση ποιος ο ρόλος του ποιητή τι είναι ποιητική αθανασία πως αυτή κερδίζεται ποια η λειτουργία του ποιητικού έργου, και άλλα τεχνικά ίσως θα λέγαμε προβλήματα που τον απασχόλησαν στο χρονικό διάστημα των τριών με τεσσάρων χρόνων που ανέπτυξε την ποιητική του δημιουργία και οικοδόμησε την ωριμότητα την ποιητική του σκέψη.
Τα γράμματα που κατά καιρούς έγραψε ο Τζων Κητς δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, για την ακρίβεια, το συνολικό corpus της επιστολικής του εργασίας. Υπάρχει ασφαλώς αναφορά και μετάφραση επιστολικών κομματιών και διασύνδεση με το έργο του στο μοναδικό και βιβλίο οδηγός της Μερόπης Οικονόμου «Ο Τζων Κητς και η Ελλάδα» εκδ. Ι. Σιδέρης 1969 μια μελέτη που μας προσφέρει μια σφαιρική κατατοπιστική εικόνα για τον ίδιο τον ποιητή και το έργο του με μεταφράσεις αρκετών ποιημάτων του, ωδών και σονέτων του με ερμηνευτικές προσεγγίσεις της μελετήτριας καθώς και δικές της μεταφράσεις. Το βιβλίο αυτό είναι απαραίτητο για τον αναγνώστη- λάτρη της ποίησης του Τζων Κητς και είναι το μοναδικό στα ελληνικά. Επίσης, στο εξαμηνιαίο περιοδικό «Ποίηση» τεύχος 4/Φθινόπωρο 1994 στις σελίδες 101-112, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου σε εισαγωγή και μετάφραση δική του μας παρουσιάζει 12 επιστολές του Κητς. Αν δεν κάνω λάθος έχοντας υπόψη μου το βιβλίο του Maurice Buxton FormanThe Letters of John KeatsOxford press 1952 την τέταρτη έκδοση τα γράμματα του ποιητή είναι πάνω από 240, εκτός από αυτά που του έχουν στείλει. Στην επιστολική αυτή παρουσίαση του ποιητή από τον Χατζηβασιλείου βλέπουμε την ποιητική μεθοδολογία που ακολουθούσε ο Κητς, τα θεματικά μοτίβα που χρησιμοποιεί, τις αισθητικές του αρχές, τους δρόμους της ποιητικής του σκέψης καθώς και άλλες απόψεις, θέσεις και ιδέες, που δεν εκφράζουν το ποιητικό σύμπαν ενός νέου ποιητή μόνο, αλλά κατά κάποιον τρόπο εκπροσωπούν και μια κυρίαρχη άποψη του Αγγλικού ρομαντισμού. Στα γράμματα γενικά που έστειλε ο Κητς στην αγαπημένη του,(σε αυτόν τον ανεκπλήρωτο εφηβικό έρωτα), στα μέλη της οικογενείας του, στους φίλους του, σε μια ηλικία που έσφυζε από τους αξόδευτους χυμούς της ζωής, ανακαλύπτει κανείς έναν Κητς που ναι μεν δεν ξεφεύγει από το γενικότερο κάντρο των ιδεών του, αλλά μας παρουσιάζεται κάπως ποιο κυνικός περισσότερο απαισιόδοξος όσον αφορά την  Ποιητική λειτουργία και χρησιμότητα, τον ρόλο που παίζει η φαντασία στην ποιητική σύνθεση, την τεχνική της μικρής και μεγάλης φόρμας που ακολούθησε, στις επιστολές, φανερώνεται πιο νωχελικός, περισσότερο ρεμβαστικός, κάπως καταβεβλημένος και σχετικά απαισιόδοξος για το ποιητικό του οικοδόμημα αν και πίστευε ακράδαντα σε αυτό, και ενδόμυχα θεωρούσε-έστω και αν το επίγραμμα στον τάφο του μας υποδηλώνει άλλα-, ότι θα κερδίσει την φήμη που ονειρευόταν και φιλοδοξούσε να φτάσει. Αλλά πως συστεγάζεται η ιδέα του περί ποιητή-χαμαιλέοντα με τον άκρατο ιδεαλισμό του; Πως ο ελπιδοφόρος ενθουσιασμός της ποιητικής δημιουργίας μπορεί να συνοδοιπορήσει με μια απέχθεια προς το αναγνωστικό κοινό της ποιητικής του προσφοράς; Μπορούμε αλήθεια να γράψουμε μόνο για τον εαυτό μας χωρίς να μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων; Είναι και σε πιο βαθμό αυτοσκοπός για έναν ποιητή εντέλει ο ρόλος της ποίησης, και πόσο μπορεί να αγγίξει η προσωπική ευαισθησία την επιθυμία για ανακούφιση των άλλων; Και για να το διατυπώσω με δικά του λόγια : «Τι είναι εντέλει η ποίηση; Εύκολα το σκέφτεσαι, δύσκολα το γράφεις». 
Τα γράμματα του Τζων Κητς μας φωτίζουν τον ψυχικό κόσμο ενός αθώου και φιλάσθενου νέου, που ενώ στέκει μαγεμένος καθώς αντιλαμβάνεται και αγωνίζεται να ερμηνεύσει την φύση γύρω του, ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο δεν θα προλάβει να ζήσει όλα αυτά που ονειρεύεται, τον οδηγεί ο πλούσιος αισθησιασμός του και η καλπάζουσα δύναμη της φαντασίας του αλλά και το πόσο απαραίτητη του είναι η επιλογική του ενδοστρέφεια για να κερδίσει και απολαύσει τον σύντομο χρόνο της ζωής που του δόθηκε από την Μοίρα.
Ο Κητς, νιώθει το τέλος να πλησιάζει και καταφεύγει τόσο στα βιβλία όσο και στην επαφή του με την φύση που θα στερηθεί σύντομα. Αγωνίζεται να ολοκληρώσει μια θεωρία που θα τον κάνει όχι μόνο γνωστό αλλά ισάξιο των άλλων μεγάλων ποιητών. Το νεαρό της ηλικίας του σίγουρα τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Αλήθεια ίσον Ομορφιά και το αντίστροφο. Ο Κητς δεν πρόλαβε να γεράσει, το σώμα του δεν τον βοήθησε να αγωνιστεί για μεγάλα πολιτικά ή κοινωνικά ιδανικά, η ποίησή του δεν έχει ίχνος πολιτικής αναφοράς έτσι όπως την συναντάμε στο έργο του Μπάιρον παραδείγματος χάριν, και δεν γνωρίζουμε αν θα έγραφε και αυτός αν ζούσε ή δημιουργούσε οικογένεια όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ ότι η Ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο, σε εποχές που τα κράτη αγωνίζονταν για την εθνική τους ανεξαρτησία την ανεύρεση της αυτοσυνειδησία τους και γνωρίζοντας ιστορικά ότι ακολούθησε η Αγγλική αποικιοκρατία, η Μαρξιστική επανάσταση και οι άλλες ιστορικές κόσμο-αλλαγές τόσο στον Ευρωπαϊκό όσο και στον διεθνή χώρο. Το κίνημα του Ρομαντισμού που πηγάζει τόσο από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ όσο και άλλων διαφωτιστών, ήταν μια περιπέτεια της σκέψης όσο διάστημα το φυσικό περιβάλλον ήταν αλώβητο από την ασυλλόγιστη επέμβαση του ανθρώπου και το άτομο είχε συναίσθηση της κοινωνικότητάς του. Η Βιομηχανική επανάσταση που ακολούθησε άλλαξε και τις συνθήκες διαβίωσης και τον τρόπο που βλέπουμε τον φυσικό περιβάλλον. Η εξιδανικευτική ματιά επίσης που οι ρομαντικοί έβλεπαν την αρχαία Ελλάδα και ο μεγάλος τους φιλελληνισμός σίγουρα βοήθησαν το πρόβλημα της Ελληνικής ανεξαρτησίας και Επανάστασης, όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική τόσο στον αρχαίο κόσμο όσο και στην εποχή τους. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και τα σημαντικά προβλήματα που επισώρευσαν δεν απασχόλησε το έργο τους οι φιλοσοφικές αλλαγές και ιδέες περισσότερο μίλησαν στους Γερμανούς ρομαντικούς παρά στους Άγγλους. Το ίδιο διαπιστώνουμε και στον χώρο της Μουσικής, ή και σε άλλες μορφές της τέχνης. Οι ιστορικές συνιστώσες κάθε χώρας είναι διαφορετικές, το ίδιο συμβαίνει και με τα διάφορα κινήματά της.
            Ο Τζων Κητς όπως οι δεκάδες μελέτες για το έργο του αποδεικνύουν δεν αγωνίστηκε επί ματαίω, η ποιητική του φωνή ακούγεται ακόμα και σήμερα με νοσταλγία και μια κρυφή αίσθηση χαμένης γαλήνης, που προέρχεται από τα χείλη ενός νέου που δεν πρόλαβε να ανδρωθεί, να απολαύσει τη φθορά του χρόνου και να την αποτυπώσει σαν ιστορική εξέλιξη της ατομικής μας αθανασίας. Το όνομά του όμως βρίσκεται ανάμεσα στην αγία τριάδα του Αγγλικού ρομαντισμού.
Στον Ελληνικό χώρο, η ποίησή του ακούστηκε όχι τόσο δυνατά όσο άλλων Άγγλων ομοτέχνων του. Ας κάνουμε μια σύντομη περιδιάβαση σε μεταφραστές, βιβλία ή περιοδικά που συναντάμε ποιήματά του, ή διαβάζουμε μελέτες για το έργο του, παρακολουθώντας τα ίχνη της επιρροής του σε έλληνες δημιουργούς.
     Πρώτο έχουμε το προαναφερθέν μελέτημα της Μερόπης Οικονόμου «Ο Τζων Κητς και η Ελλάδα»,  (Μελέτη) Ι. Σιδέρης 1969 (Ύπνος και Ποίηση, Ενδυμίων, Ωδές, Σονέττα, Λυρικές Στροφές), βιβλίο χρήσιμο για την μελέτη του ποιητή, στις 166 σελίδες του συναντάμε ένα μικρό πανόραμα της ποίησης του και μια γενική ανάλυση του έργου του, το οποίο στηρίζεται σε επτά ξένες μελέτες για τον καθαρόαιμο ποιητή όπως αναφέρει η συγγραφέας.
Και συγκεκριμένα:
1. Middleton Murry, John Keats, the living year.
2. Robert Bridges, A critical introducyion.
3. Kenneth Muir, A reassessment.
4. Blackstone, The Consecrated.
5. Robert Gittings, The Mask of John Keats.
6. Dorothy Hewlet, John Keats.
7. Sidney Colvin, Life of John Keats
-Ακολουθεί το βιβλίο «Επτά Ωδές», Ίκαρος 1997, όπου μεταφράζονται από τον Κώστα Μπουρναζάκη οι επτά πιο γνωστές Ωδές του Τζων Κητς που τον καταξίωσαν στο ποιητικό στερέωμα.
(«σε μιάν Ελληνική Υδρία»-«στο Φθινόπωρο»-«στην Ψυχή»-«στην Μελαγχολία»-«στη ραθυμία»-«στον Απόλλωνα»-«σ’ ένα Αηδόνι»), με δισέλιδο διευκρινιστικό σημείωμα.
-Τον αμέσως επόμενο χρόνο το 1998 από τις εκδόσεις Όμβρος κυκλοφορεί το έργο «Την παραμονή της Αγίας Αγνής» την μετάφραση έκανε ο βουλευτής και πρώην υπουργός Βύρων Γ. Πολύδωρας, ο οποίος μιλά για τον ελληνοκεντρισμό του Άγγλου ποιητή και όπως αναφέρει στην εισαγωγή του "ανέγνωσε πολιτικά το έργο" και έτσι μας το εισηγείται. Το βιβλίο περιλαμβάνει επεξηγήσεις ονομάτων του έργου και κοσμείται με διάφορα χαρακτικά. Το βιβλίο ο μεταφραστής το αφιερώνει στις δίδυμες κόρες του όπως γράφει.
(δες και παρουσίαση του βιβλίου, περιοδικό. Αντί τχ. 662/5-6-1998 από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη)
            Η περιπέτεια του Άγγλου ρομαντικού στην Ελλάδα είναι ενδιαφέρουσα αν και όχι τόσο πλούσια σε σχέση με τους άλλους δύο συμπατριώτες του, τον Μπάιρον και τον Σέλλευ.
-Ας αρχίσουμε με το γνωστό ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, «Γιάννης Κητς» ένα από τα ωραία ποιήματα του Σικελιανού που το βρίσκουμε στο έργο του «Λυρικός Βίος» Ίκαρος 1975 τόμος Β. σ.127-128. Στον ίδιο τόμο, ο Σικελιανός αναφέρεται στον Κητς και στην 5η στροφή του ποιήματός του –Νέκυα-«Ο ύπνος του Μιστράλ» σ.76, επίσης κάνει μνεία του ονόματός του σε γράμμα του στον Γιώργο Κατσίμπαλη, δες «Γράμματα» τόμοι 2, Ίκαρος 2000 σ.578,594,568. Εξίσου σημαντική αναφορά του Άγγελου Σικελιανού στον Κητς είναι η μελέτη του στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» τχ. 11/1,1947, σ.345-350, τώρα και στο έργο του «Πεζός Λόγος» τόμος 5ος, ΄Ικαρος 1985, σ.125-143. Η μελέτη αυτή είναι ομιλία που έδωσε ο ποιητής στο Βρετανικό Ινστιτούτο στις 10/12/1946.
      Στο Μελέτημα αυτό με τον γνωστό μυστικιστικό του οίστρο ο Σικελιανός συνδέει τον ποιητή με τα αρχαία μυστήρια, προσπαθεί να τον εξελληνίσει, και με τον πομπώδη του ποιητικό τρόπο μιλά περισσότερο θεοσοφικά μάλλον παρά καλλιτεχνικά στο επαινετικό αυτό κείμενο. Αναφέρεται σε ποιήματά του και ειδικά στον «Υπερίωνα», η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι του Μάκη Ανταίου. Για την σχέση του Άγγελου Σικελιανού με τους Άγγλους ποιητές υπάρχει η ενδιαφέρουσα μελέτη του Γιώργου Π. Σαββίδη, «Ο Σικελιανός και οι Άγγλοι ποιητές- Μπάιρον, Σέλλευ, Κητς, Σαίξπηρ κ.ά» δες περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1307/Χριστούγεννα 1981, σ.92-108, καθώς και στο βιβλίο του «Λυχνοστάτες-για τον Άγγελο Σικελιανό», Ερμής 2003 σ.125-155. Ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης στο σύντομο αλλά εύστοχο μελέτημά του τελειώνει με την επισήμανση: «θεωρώ εξαιρετικά διδακτικό να συλλογιστούμε πόσο διαφορετικά έθρεψε ο Κητς δύο σχεδόν σύγχρονους μείζονες ποιητές, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Α. Σικελιανό». Για την ίδια σχέση, μεταξύ Άγγελου Σικελιανού και Τζων Κητς υπάρχει και το κείμενο, «Ο ελληνικός ρομαντισμός ενηλικιώνεται» σ.100-113, στο βιβλίο του David Ricks, «Η Σκιά του Ομήρου», εκδόσεις Καρδαμίτσα 1993, με ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και αρκετές αναφορές στον Τ. Κ.
   -Ο Κητς δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον μεγάλο Αλεξανδρινό, στα «Πεζά» του έκδοση Γεωργίου Φέξη 1963 που επιμελήθηκε και μας παρουσίασε ο Γ. Α. Παπουτσάκης, υπάρχει το μελέτημα του Καβάφη για το έργο του Φιλόστρατου, «Βίος Απολλωνίου», με τίτλο «Λάμια» σ.51-65. ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναφέρεται και στον Κητς γράφοντας χαρακτηριστικά τα εξής:
«Είναι αληθές ότι ο ποιητής ούτος, ο Άγγλος Κητς, ήτο άξιος εκμεταλλευτής του Φιλοστράτου, εκ των ωραίων λόγων του οποίου συνέθεσεν ευγενέστατον ποίημα…»
αξιοπρόσεκτη η εργασία αυτή του Καβάφη καθώς μιλά επαινετικότατα και για άλλα έργα του Κητς. Ο Αλεξανδρινός τον αναφέρει και σε ένα του ποίημα  το «Αδύνατα», σ.97, στην δεύτερη στροφή, «είπεν εις ποιητής..», από τον τόμο «Ανέκδοτα Ποιήματα 1882-1923», Ίκαρος 1968.
    -Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και πιο συγκεκριμένα το 1923, ο ποιητής και ακαδημαϊκός Σωτήρης Σκήπης μεταφράζει το έργο «Ενδυμίων».
-Στο περιοδικό «Όρθρος» επίσης το 1924 ο Φώτος Γιοφύλλης στη «Νέα Τέχνη», ο Γ. Φυλαχτός στο περιοδικό «Τα Παρασκήνια», ο Νίκος Λαίδης στην γνωστή μας «Μούσα» στα περιοδικά «Χαραυγή», «Αρμονία». «Βωμός», «Σήμερα» και σε άλλα υπάρχουν μεταφράσεις ποιημάτων του.
    -Στο πρώτο τεύχος Ιανουάριος του 1935, στο γνωστό περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» στις σελίδες 21-26 ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσιεύει ένα εξαιρετικότατο κείμενο με τίτλο «Η Μοίρα του John Keats», αρχίζοντας με την φράση:
«Πολλές φορές αναλογίστηκα την πικρή και μεγάλη μοίρα του Τ. Κ. Δεν ξέρω καμιά ζωή πιο συγκινητική απ’ αυτήν την τόσο σύντομη ζωή χωρίς γεγονότα.».
Μιλά επαινετικά τόσο για την Αγγλική γλώσσα όσο και την ποίηση, καθώς και για τη Φάννυ Μπράουν την κοπέλα που αγάπησε ο Κητς. Αν θυμάμαι καλά, ο Θεοτοκάς σκιαγραφεί τον ποιητή και στο μυθιστόρημά του «Αργώ».
   -Από τον αγγλοτραφή θιασώτη και μεταφραστή της Ελιοτικής ποίησης ποιητή Γιώργο Σεφέρη δεν έχουμε παρά ψήγματα αναφορών στον ποιητή, στο έργο του «Δοκιμές» Ίκαρος 1974 σ.159,440,448, νύξεις μάλλον αδιάφορες και καταχρηστικές για απόψεις του Τζων Κητς.
   -Ο αριστεροτραφής Νίκος Παππάς στο περιοδικό «Νέοι Ρυθμοί» τχ. 9/12,1949, σ.586-587 δημοσιεύει μια γενικού ενδιαφέροντος μελέτη με τίτλο «Κητς, Ρεμπώ, Λωτρεαμόν,-οι κατάπληκτοι έφηβοι»
   -Από την άλλη, ο γεραρός Κωστής Παλαμάς, αναφέρει τον Άγγλο έφηβο ρομαντικό ποιητή σποραδικά σε 9 τόμους των «Απάντων» του, ενδεικτικά στον 6ο τόμο σημειώνει:
«…Είναι μια λατρευτική εξαίρεση ο Κητς, ο ποιητής που νεότατος πέθανε συντριμμένος από τη βαρβαρότητα που του δείξανε οι Άγγλοι κριτικοί. Ο Κητς είναι ο ερημικός εραστής της άδολης ομορφιάς δανεισμένης, πλούσια από την αρχαία Ελλάδα, χωρίς καμιά κοινωνική φιλοδοξία, χωρίς κανένα φιλοσοφικό σκοπό.» σ.194. Ο Παλαμάς μιλά συνεχώς επαινετικά για το έργο του και τον ίδιο.
    -Ένας από του σημαντικότατους κριτικούς και άνθρωπος των γραμμάτων της εποχής του ο Κλέων Παράσχος, δημοσιεύει την μελέτη «Η μεγάλη και οδυνηρή αγάπη του Τ. Κητς» στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 23-47/1-12-1928, σ.1065-1069. Αναφέρεται κυρίως στο άτομο Κητς παρά στο έργο του.
     -Ο Γαλλοτραφής Νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, δεν τον μεταφράζει στο έργο του «Δεύτερη Γραφή» και κάνει απλά μνεία του ονόματός του στα δοκίμιά του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας 1974, σ.373 σημειώνοντας:
«Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός, αυτός μόνο μέσα απ’ τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει της ζωοδότρες του ριπές.. Από τη Σαπφώ, ίσαμε τον Σολωμό, τον Κητς…»
     -Ο εύστοχος αλλά κάπως πικρόχολος για ορισμένους Ζήσιμος Λορεντζάτος, τον αναφέρει
μάλλον καταχρηστικά στους «Διόσκουρους», Δόμος 1997 σ. 324-325 και στις «Μελέτες» του, Δόμος 1994 σ.41,184,44, γράφει:
«Η ποίηση τραγουδάει στην Αγγλία με την τριάδα Κόλεριτζ, Σέλλευ, Κητς».
    -Ο πολυμαθέστατος και εργατικότατος πολιτικός και ιστορικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που σε πιάνει ίλιγγος με τις τεράστιες γνώσεις που διέθετε στην εποχή του, στην πολύτιμη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»,(κάτι ανάλογο με την ιστορία του Γουίλ Ντυράν), εκδόσεις Γιαλλέλης 1998 τον αναφέρει σε 7 τόμους του πολύτομου έργου του και ειδικότερα στον 9ο και στις σελίδες 613-629 καθώς και σε πάμπολλες άλλες.
    -Στην μοναδική αν δεν κάνω λάθος που υπάρχει «Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας» γραμμένη από Έλληνα, Αθήνα 1945 του Γ. Γεωργιάδη-Αρνάκη, στον Κητς αφιερώνεται ένα τυπικό κείμενο 3 σελίδων, σ.157-159. με ποιητικά ρινίσματα μεταφρασμένα από τον ίδιο.
    -Αλλά και στην «Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας» των Τόμας-Λάλου, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα εκδόσεις Ελευθερουδάκη 1931, στις σελίδες 151,152 και 176 υπάρχει αναφορά για τον Κητς.
    -Αντίθετα ο Μήτσος Λυγίζος ο ενδιαφέρων αυτός θεατράνθρωπος, στο βιβλίο του «Θέματα και Ποιητές» Δωδώνη 1977, δημοσιεύει ένα τρυφερό υμνητικό και καλογραμμένο κείμενο με τίτλο «Τ. Κητς-το λυρικό πάθος» σ.9-34. σημειώνει:
«…το έργο του έχει ταυτιστεί με τη μυστηριακή έλξη του ανεξήγητου Κάλλους…που συνδέουν την ομορφιά του λυρισμού του με την ανεξιχνίαστη ακτινοβολία ενός μυστηρίου.». Υπάρχουν επίσης και 3 μεταφρασμένες Ωδές του. Τον αναφέρει ακόμα δύο φορές σ.185,212 και στη μελέτη του «Προβληματισμοί στην Ποίηση», εκδόσεις Δωδώνη 1976.
     -Ο άγνωστος Φώτης Μπασουκέας(σε μένα τουλάχιστον), στο βιβλίο του «Πέντε Άνθρωποι», Αθήνα 1970 στις σελίδες 51-70 δημοσιεύει το μελέτημα «Τζων. Κητς-Το λιγόχρονο παιδί της μεγαλοφυΐας» Ένα κάπως άχρωμο κείμενο, οι μεταφράσεις των Ωδών που παρουσιάζονται είναι του ιδίου του συγγραφέα, του Νίκου Λαΐδη, και του Άρη Δικταίου. Προφανώς από προηγούμενες μεταφραστικές δημοσιεύσεις τους.
     -Ο Π. Γ. Καλλίνικος, στο βιβλίο του «Έπεα Πτερόεντα», Ίκαρος 1986 που είναι Ομιλίες από το Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου μεταξύ 1941-1954, σ. 15-19, 20,21,22 γράφει:
«Υπάρχει κάποια αναλογία εδώ με τον Κώστα Κρυστάλλη-μια αναλογία στις βασικές δυστυχίες της ζωής και στο πρόωρο τέλος…»
    -Ο Κίμων Φράιερ στο εξαίρετο μελέτημά του «Τα Πέτρινα μάτια της Μέδουσας» Κέδρος 1981, τον μνημονεύει τρείς φορές, σ.24,27,51.
     -Ο Νίκος Μπαλάσκας στο κατατοπιστικό του σύγγραμμα «Ο Κόσμος της Ποίησης-Θεωρία Ποιητικής Αισθητικής-Αγγλική και Αμερικάνικη ποίηση» τόμος Α, Δωδώνη 2006 σε πάρα πολλές σελίδες αναφέρεται στον Τ. Κ.
   -Ο Νίκος Μαυράκης στην δική του «Η Οδύσσεια της Ποίησης» Σοκόλη 2007 τον αναφέρει δύο φορές σ.83,92.
   -Ο ποιητής, θεωρητικός της λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος Νάσος Βαγενάς στο μελέτημά του «Η Εσθήτα της Θεάς», εκδόσεις Στιγμή 1988 σ. 228 στο κείμενό του «Ποίηση και γλώσσα (γ)», σχολιάζει την φράση του Κητς, ότι «ο ποιητής είναι ο λιγότερος ποιητικός άνθρωπος» λέγοντας ότι: «θέλει, νομίζω, να πει, τούτο: ότι ο ποιητής δεν ξεκινάει από την ποίηση αλλά καταλήγει στην ποίηση»
   -Ο Δ. Σ. Δεβάρης στο λήμμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, εκδόσεις Δρανδάκη στον 14ο τόμο σ. 346-347 λέει:
«η θέσις του Κητς στη λυρική ποίηση της Αγγλίας είναι οία η του Σαίξπηρ εις το Αγγλικό δράμα».
     -Υπάρχει επίσης και το ανώνυμο μεγάλο λήμμα στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. τόμος 33ος σ.251-253, με πλούσια ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
-Έχουμε το λήμμα της Χ. Λύσσαρη και Θ. Κοντάκη στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη 2007 σ.1073.
-Η Πασχαλία Τραγιανούδη γράφει το κατατοπιστικό άρθρο στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό τόμος 4ος σ.368-369.
Αξίζει να μνημονευτούν και ορισμένα ακόμα μελετήματα που φωτίζουν το έργο του Τζων Κητς στο Ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
   -Η Μαρία Δημητροπούλου-Αθανασιάδου, δημοσιεύει τα εξής τρία κείμενα.:
Α) «Τ. Κ.-Μια θεατρική συνείδηση», Ν. Εστία τχ.1642/1-12-1995 σ.1562-1571.
Β) «Ποιητής χαμαιλέων-ένας δυνάμει δραματουργός», Ν. Εστία τχ.1671/15-2-1997 σ.229-233.
Γ) «Ο Ελληνικός Μύθος στον Ενδυμίωνα του Τ. Κ.» Θέματα λογοτεχνίας τχ.2/3,6,1996 σ.109-116. Δ) «A colourist of Roetry» Παρνασσός τόμος ΛΘ 1997 σ.129-135.
-Ο Αναστάσιος Βιστωνίτης, δημοσιεύει «Το «τρομερό παιδί» των Αγγλικών γραμμάτων» στην εφημερίδα. Το Βήμα 12/11/1995.
-Ο ποιητής και μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός, δημοσιεύει δύο άρθρα του,
α) «Φαντασία και πραγματικότητα» εφημερίδα Τα Νέα 2/12/1999, και
β) «Η Αγγλική ποίηση έχει ένα αηδόνι τον Τ. Κ.» εφημερίδα. Η Καθημερινή 22/10/1995.
-Η Μαρία Α. Δημάκη, γράφει το «Έλληνες λογοτέχνες μπροστά στους τάφους του Κητς και του Σέλλευ» περιοδικό Νέα. Εστία τχ. 1617/15-11-1994 σ.1504-1511.
-Η Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου, γράφει για «Το βλέμμα του Απόλλωνα-Φιλοσοφία και Ποίηση στο έργο του Τ. Κ.» περιοδικό Θέματα λογοτεχνίας τχ. 2/3,6,1996 σ.94-98.
-Η Κίκα Σιάκου-Πυρίλλου, γράφει το «Ένα αφιέρωμα στον Κητς, Σέλλευ, Μπάιρον» περιοδικό Κυμοθόη τχ. 4/6,1994 σ.91-100.
-Η Ισαβέλλα Παπαζήση, δημοσιεύει την «Ξενάγηση στον κόσμο του Τ. Κ.» περιοδικό Επίκαιρα τχ. 617/29-5-1980.
-Ο καθηγητής Βύρων-Μάριος Ραΐζης, δημοσιεύει την «Η Ελληνική έμπνευση του Τ. Κ.» περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1629/15-5-1995 σ.641-655.
-Η Βασιλική Φραγκέσκου, δημοσιεύει το «Εν Οστρακίνοι σκεύεσιν-Τ. Κ.: Ode on a Grecian Urn» περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1659/15-8-1996 σ.1088-1098.
-Η ποιήτρια Γεωργία Πουλοπούλου, γράφει το «Μια σύγκριση: Σύλβια Πλαθ-Τ. Κητς», περιοδικό Aspects τχ. 70/9,2002.
-Και έχουμε και δύο ανώνυμα άρθρα στην εφημερίδα Η Καθημερινή «Με τ’ όνομα του γραμμένο πάνω στο νερό» 15/6/1995 και «Η ζωή του Τ. Κ. Βιογραφία ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου του Αγγλικού ρομαντισμού» 14/11/1997.
   Όπως διαπιστώνουμε υπάρχει μια σχετική υποφερτή αρθρογραφία γύρω από το ποιητικό φαινόμενο Τζων Κητς. Δεν υπάρχουν δυστυχώς μεταφράσεις του συνόλου του έργου του και των γραμμάτων του. Πληροφορίες επίσης για τον ποιητή μπορεί να αντλήσει κανείς από μελετήματα και βιβλία για την λογοτεχνία ξένων μελετητών που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, όπως πχ. του Τσέχου Ρενέ Βέλλεκ, «Γερμανικός και Αγγλικός Ρομαντισμός» Έρασμος 1976. Μ. Η Αbrams, «Λεξικό Λογοτεχνικών Ορων» Πατάκη 2005. Erwin Laaths, «Παγκόσμια Ιστορία της Λογοτεχνίας» Αρσενίδης 1963. Χάρολντ Μπλουμ, «Ο Δυτικός Κανόνας» Γκούτεμπεργκ 2007. Lilian R. Furst, «Ρομαντισμός» Ερμής 1974 και σε αρκετά άλλα.
     Η ποίηση του Τζων Κητς, μεταφράστηκε από αρκετούς δημιουργού, όμως με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι μεταφράζονται σχεδόν πάντα τα ίδια κλασικά του ποιήματα συνήθως αυτά που αναφέρονται ή έχουν σχέση με την Ελλάδα ή οι πιο γνωστές Ωδές του.
Στις εξής ανθολογίες συναντάμε ποιήματά του:
1) Ηλίας Χρόνης, «Η Ευρωπαϊκή Μούσα στον 19ο αιώνα», Μαυρίδης 1997.
2) Άρης Δικταίος, «Ανθολογία της Παγκοσμίου Ποιήσεως», Γ. Φέξη 1960.
3) Κώστας Ιωάννου, «Μια Ελλάδα πιο λαμπρή τα όρη υψώνει», Κρωπία 2000.
4) Μ. Τσιριμώκος, «Ξένα Ποιήματα», Δημητράκος 1931.
5) Ανδρέας Αγγελάκης, «Ερωτική Ποίηση», Καστανιώτης 1984.
6) Μερόπης Οικονόμου, «Ανθολογία Άγγλων Ποιητών Εμπνευσμένων από την Ελλάδα», ΣΠΔΩΒ 1986.
7)Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων», Εκδόσεις των Φίλων 1980.
8) Άγγελος Δόξας, «30 Αγγλικά Τραγούδια», Δίφρος χ.χ.
9) Κλέωνος Β. Παράσχου, «Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Ποιήσεως», Σ. Συμεωνίδης 1962.
10) Στυλιανός Αλεξίου, «Το Εντευκτήριον», στιγμή 2004.
11) Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης, «Η Ελλάδα στην Ξένη Ποίηση», Παρασκήνιο 2005.
12)Πάνος Καραγιώργος, «Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης», Τυπωθήτω 2005.
13) Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, «Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία» τόμος Γ., Διόσκουροι χ.χ.
14) Στέφανος Α. Παϊπέρης, «Τραγούδια του κόσμου που αλλάζει», Περί τεχνών 2004.
   Καθώς και στα εξής ενδεικτικά περιοδικά:
1. Φιλολογικά Χρονικά τχ. 33/15-9-1945.
2.Φύλλα τχ. 1/3,1916.
3. Παναθήναια τόμος Α/10,1900-3,1901.
4. Ευθύνη τχ. 289/1,1996.
5. Αιολικά Γράμματα τχ.1/1,2,1971.
6. γραφή τχ. 23-24/Κ-Φ 1993.
7.Καινούργια Εποχή τόμος 17/Άνοιξη 1960.
8.Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 17ος/1960 και,
στα τεύχη της Νέας Εστίας
1061/15-9-1971, 269/1-3-1938, 1659/15-8-1996,487/15-10-1947, 484/1-9-1947,475/15-4-1947.
    Αυτό ήταν το μάλλον σύντομο ταξίδι μου στο έργο του Τζων Κητς, του οποίου την γνωριμία οφείλω στον δάσκαλο Κίμωνα Φράιερ. Ίσως κάπου τα όνειρά τους να ταξιδεύουν και να συνομιλούν για ποίηση, καθώς περιμένουν τα όνειρα των νέων αναγνωστών τους να προστεθούν στην τρυφερή αυτή συζήτηση.

                                                                                      Γιώργος Μπαλούρδος 

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Οδός Πανός» τεύχος 143/Ιανουάριος-Μάρτιος 2009, σελίδες 92-103.
Πειραιάς 26/5/2013.
Πειραιάς, διορθώνοντάς το ξανά, σήμερα Σάββατο 3/1/2015                   
                                            
        
                                                                      

Γ. ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ μέρος Β' Θέατρο στον Πειραιά


                                    ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ

            Θεατρικά καθέκαστα στον Πειραιά τα χρόνια μετά την κατοχή


    
     Ολοκληρώνουμε σήμερα, το δεύτερο μέρος, του σύντομου αλλά πολύτιμου σε πληροφορίες θεατρικού «οδοιπορικού» του Γκίκα Μπινιάρη, πιστεύοντας, ότι η επαναδημοσίευσή του συμβάλλει στην προσπάθεια τόσο της εφημερίδας μας,, -όσο και άλλων φορέων,- ώστε, με την ευκαιρία των εγκαινίων σε λίγους μήνες του Δημοτικού μας Θεάτρου οι δημότες και συμπολίτες μας, να γνωρίσουν τον παλαιό Πειραιά, να μάθουν το πώς διασκέδαζαν οι συγγενείς τους, πως ψυχαγωγούνταν οι Πειραιείς πρόγονοί τους την τελευταία περίπου 60ετία. Και, οι κάπως παλαιότεροι, να ξαναθυμηθούν γεγονότα, καταστάσεις και στιγμές του καθημερινού τους βίου όσον αφορά τα καλλιτεχνικά και πνευματικά τεκταινόμενα της πόλης. Το κείμενο του γνωστού μας συγγραφέα αποπνέει λυρισμό και έντονη ευαισθησία. Είναι κείμενο γραμμένο από καρδιάς, ενός ανθρώπου που έζησε από κοντά πρόσωπα και καταστάσεις ώστε να μπορεί να μας καταγράψει από τα «μέσα» θα σημειώναμε τα δεκάδες γεγονότα. Ασφαλώς, δεν στέκεται στα διάφορα θεατρικά «ντεσού» της εποχής του όπως κάνουν άλλοι «χρονικογράφοι» παρόμοιων θεμάτων. Ούτε μας δίνει ένα πλήρες και ολοκληρωμένο «όρντινο» των χρόνων των διαφόρων θιάσων, πράγμα φυσικά δύσκολο για ένα «οδοιπορικό» που σχεδιάστηκε για να δοθεί ως ομιλία, αλλά και δεν συμπληρώθηκε κατόπιν. Όμως η μεγάλη θεατρική παιδεία και ευαισθησία του Μπινιάρη φωτίζει πτυχές που είναι χρήσιμες στους ιστορικούς του Πειραίκού χώρου, και, ιδιαίτερα όταν τα θεατρικά πράγματα συμβαδίζουν με τα κοινωνικά. Τη να γράψει κανείς μετά από τόσα χρόνια για το χαμό τόσων αθώων ψυχών-και μάλιστα νεανικών- την ημέρα του βομβαρδισμού; Αυτή την χαρμολυπική σημαδιακή μέρα διασώζει με ύστερο πόνο η πένα του συγγραφέα. Και επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις του όσον αφορά τα θεατρικά πράγματα και την έλλειψη μιας ενιαίας θεατρικής στρατηγικής από τους αρμόδιους φορείς της πόλης μας την εποχή εκείνη αλλά και σήμερα δυστυχώς ακόμα.
     Οι απόψεις του Μπινιάρη ενός ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του πάνω στην  Πειραϊκή σκηνή, και, ωφέλησε με την θεατρική του κατάρτιση αρκετούς Πειραιώτες, αλλά και «δίδαξε» αρκετούς μαθητές και συνεχιστές του, αξίζει νομίζω να προσεχθούν και να προβληματίσουν τους αρμοδίους έστω και εκ των υστέρων. Έστω και σε αυτή τη δραματική εποχή που διανύουμε που τα πάντα είναι ετοιμόρροπα, επισφαλή, αβέβαια και κατά βάθος αδιέξοδα.  Δεν αξίζει να αφήσουμε την ιστορία να μας ξεβράσει  στα απύθμενα βουρκάρια της. Η ζωή είναι μοναδική και πολύτιμη, τόσο του καθενός μας όσο και των άλλων συνανθρώπων μας. Ο Πειραιάς  όπως και η χώρα μας αξίζει καλύτερη τύχη. Από εμάς τους τωρινούς Πειραιώτες-τη δική μας γενιά- αυτή η ιστορική πόλη περιμένει να δικαιωθεί και να συνεχίσει να υπάρχει βαδίζοντας πάνω στα χνάρια της ιστορίας και του πολιτισμού της. Και ένα ένδοξο χνάρι της Πειραϊκής πολιτιστικής ιστορίας υπήρξε και ο Γκίκας Μπινιάρης.
Επιμέλεια :Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

                                        Μέρος Β          

     Η δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας δεν παρουσιάζει ενδιαφέροντα. Ασφαλώς, στην απουσία τους, θα συντέλεσαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α΄ παγκόσμιος. Όμως στο διάστημα του «μεσοπολέμου»-απ’ τα 1920 ως την έκρηξη του Β΄ παγκόσμιου-τα νιάτα της πόλης μας τίναξαν τη νάρκη, ζητώντας να εκτονωθούν σε μιαν ευγενική άμιλλα συγκροτώντας, το ένα μετά το άλλο, Λογοτεχνικά και Καλλιτεχνικά σωματεία που, όσο κι’ αν καθένα, στην ουσία, ήταν παραλλαγή του άλλου αφού, στον μεγάλο αριθμό, τα ίδια πρόσωπα κυριαρχούσαν στην κίνηση, ως τόσο συνεργάστηκαν με θέρμη στην επίτευξη αξιόλογων αποτελεσμάτων. Από τα σωματεία αυτά, ενδιαφέρουσα θεατρική δράση παρουσίασαν: «Η Εταιρία διανοουμένων», ο «Λογοτεχνικός και Καλλιτεχνικός όμιλος», η «Φιλική εταιρία νέων» και η «Καλλιτεχνική σκηνή». Με την προσφορά της «Εταιρίας διανοουμένων», της «Φιλικής» και της «Καλλιτεχνικής σκηνής», θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα, όταν θα αναφερθούμε στην δράση των κύριων πρωτεργατών τους: Του Γιάννη Βουλόδημου, του Γιώργου Πυρουνάκη και του Μιχάλη Κουνελάκη.
     Ο «Λογοτεχνικός και Καλλιτεχνικός» βλάστησε από τη «Λογοτεχνική ομάδα» που τον πυρήνα της θα τον βρούμε στον κύκλο των συνεργατών του περιοδικού «Μποέμ», που έβγαζε ο Κλεόβουλος Κλώνης. Το σημαντικότερο επίτευγμα του «Λογοτεχνικού-Καλλιτεχνικού» υπήρξε η συγκρότηση του θίασου «Καινούργιο θέατρο» Στο αξιόλογο αυτό συγκρότημα συνέπραξαν και πολλά επαγγελματικά στελέχη από τον περίφημο «Θίασο νέων» του Παγκρατίου, που είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά, σαν θεατρικό συγγραφέα, τον Δημήτρη Μπόγρη με τα «Αρραβωνιάσματά Του». Το «Καινούργιο θέατρο» παρουσίασε, εκτός από άλλα, και τα δύο μονόπρακτα των Χρήστου Λεβάντα: «Το βράδυ με τη θύελλα» και Νίκου Μαράκη: «Κάτω απ’ το ράσο». Με το θίασο συνεργάστηκαν η Λίζα Καβάδα, ο Στέφανος Νικολαϊδης,- που σαν καθηγητής της Δραματικής, σκηνοθέτης και δημιουργός «Παιδικών θιάσων» έχει παρουσιάσει αξιόλογη εργασία στον Πειραϊκό χώρο-ο Τώνης Μπαρμπάτος, κι’ ακόμα ο αξέχαστος Βαγγέλης Ανουσάκης, ο συμπαθής κι’ ευγενικός συνάδελφος, που τόσο πρόωρα χάθηκε και που τόσα πολλά θα μπορούσε να δώσει στο Ελληνικό θέατρο. Ο Ανουσάκης είχε αποφοιτήσει από τη Δραματική σχολή «Μπουκλάκου». Η σχολή αυτή είχε δημιουργήσει μιαν ενδιαφέρουσα κίνηση με αξιόλογες εμφανίσεις. Θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε και την Μουσικοδραματική σχολή «Παναγιώτη Φακιολά», με την καλή της «Πειραϊκή μανδολινάτα»». Η αξιοσημείωτη σχολή Φακιολά είχε παρουσιάσει από σκηνής του «Δημοτικού» ενδιαφέρουσες παραστάσεις από ερασιτέχνες ηθοποιούς, κυρίως φοιτητές. Στην όλη κίνηση-σύμφωνα με πληροφορίες του κ. Μιχ. Ρεκλείτη- «…έδινε αξιόλογο τόνο ένας τύπος μποέμ, φοιτητού-ηθοποιού, ο πολύς Μήτσος Μοδέλος». Σημαντική υπήρξε και η συμβολή της Δραματικής σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου που ιδρύθηκε το 1920 με πρώτους διευθυντές την Ξαβ. Κανελλοπούλου και τον Πάνο Καλογερίκο και από το 1924, τον Μιχάλη Κουνελάκη. Η σχολή, παράλληλα με την όλη της δράση, έδωσε στο θέατρο λαμπρούς συναδέλφους: Τον Μιχάλη Καλογιάννη, την αξέχαστη Λίνα Βώκου, την Άννα Εμμανουήλ, τη Μαίρη Λεκκού, και την Καίτη Σταυριανού. Από την ίδια σχολή αποφοίτησαν και δύο ακόμα σπουδαία ταλέντα, που δεν «βγήκαν στη σκηνή». Η Κίτσα Μαλικούτη και η Έλλη Αλεξάκη. Μετά μακρά διακοπή εργασιών-από τα χρόνια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου-η σχολή ξαναλειτούργησε το 1963 έχοντας δημιουργήσει, ως σήμερα, σημαντικό έργο και συντελέσει στην όλη πνευματική κίνηση της πολιτείας μας. Ικανός αριθμός από άξια στελέχη που αποφοίτησαν ευδοκιμούν στο Ελληνικό θέατρο, όπως οι: Γιώργος Γύζης (είναι και αξιόλογος ζωγράφος), Βασ. Πλατάκης, Γιώργος Γαλάντης (που διδάσκει στη σχολή το μάθημα Σκηνογραφίας και Ενδυματολογίας), Λέττα και Κώστας Κόνιαρης, Στ. Αβδούλος, Κάρμεν Ρουγγέρη, Γιώργος Αρμαδώρος, Μπ. Τσιτσάκης, Γεωργία Εμμανουήλ, Ρίτσα Μπαμπάκου, Χρίστος Αυθίνος, Γιώργ. Ζωγράφος, Γιώργος Δάφνης, Κέλλυ Μαρκαντωνάτου, Λία Πανταζή, Δημ. Πικάσης, Τάκης Σαρίδης, (που τελειώνει και σπουδές σκηνοθεσίας στο Pittspurg των Η.Π.Α), Αλέξης Σταυράκης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Μάνος Βενιέρης (με υπολογίσιμο συγγραφικό ταλέντο), Μαρία Μπονίκου, Δήμητρα Σταμπουλίδου, (με λαμπρές σπουδές και εκφραστικού χορού σε μεγάλες σχολές Αγγλίας και Αυστρίας), Άννα Πετρίδου (με ανώτερες και εκείνη σπουδές σκηνοθεσίας στην Αγγλία),Δέσποινα Δαδίνη, Νένη Δόμπροβιτς, Γιώργος Κώνστας, Αθηνά Σπανού, Νίκος Δαφνής, Ρόρη Αναστασίου, Κοραής Δαμάτης, Μαρία Βοσνάκη, Γιώργος Μπαρμπαρέσος, Μαρία Αναιρούση, Άννα Τσώνη, κι ακόμα οι Δήμητρα Έξαρχου, Δώρα Μπαλάσκα, Γιώργος Γεροκομής, Γιώργος Ταχριτζίδης, Δημ. Πετρακόπουλος, Πάκη Γιαννούλη (διευθύνει τη σχολή Μπαλέτου Πειραϊκού Συνδέσμου), Νόρα Κουκουμπέτσου, Μιχ. Μιχαήλος, Χρ. Παναγιωτέλης, κ. ά, Μοναδική, τέλος είναι η προσπάθεια που καταβάλει στη Μελβούρνη της Αυστραλίας ο απόφοιτος Νίκος Σκιαδόπουλος. Μέσα σε δύο χρόνια ίδρυσε το Πνευματικό κέντρο «Γέφυρα», συγκρότησε Δραματική σχολή και Πειραματικό θέατρο που ανέβασε, με λαμπρή επιτυχία, έργα Ελληνικά και Αγγλικά και πρωτοστατεί σε κάθε πνευματική κίνηση για τη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και Θεάτρου.
     Αλλά εκτός από τις ημιεπαγγελματικές αυτές προσπάθειες, που τις χαρακτήριζε μια ποιότητα, δεν υπήρξε ασήμαντη και η λειτουργία των, καθαρά, επαγγελματικών θιάσων. Γύρω στα 1930 εμφανίστηκαν στη σκηνή του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΎ» δύο θίασοι οπερέτας: Των Δράμαλη-Χαντά- Πατρικίου και του Αρτάντωφ, όπου με γενική είσοδο 12,50 δραχμών παρουσίασαν το σύνολο σχεδόν από τις Ελληνικές και ικανό αριθμό ξένες. Ενώ στα 1932 ο θίασος των μεγάλων Καλλιτέχνιδων Μ. Κοτοπούλη και Κυβέλης, έπαιξαν τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλλερ, την «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω και άλλα. Παράλληλα παρουσιάζονταν, πρόχειρα συγκροτημένοι, θίασοι Μελοδράματος, ενώ κάθε Κυριακή πρωϊ δίνονταν με πρωτοβουλία των Δημοτικών Αρχών, Κυριακάτικα Μουσικο-Φιλολογικά πρωϊνά, με 5 δραχμές είσοδο. Στα πρωϊνά αυτά –που βασική θέση είχε η Φιλαρμονική του Δήμου-πολλές φορές τραγούδησαν ο μεγάλος Πειραιώτης καλλιτέχνης του Μελοδράματος Γιάννης Αγγελόπουλος, (ο θαυμάσιος ερμηνευτής του «Ριγκολέττο») καθώς και οι: Πέτρος Επιτροπάκης, Μιρέϊγ Φλερύ, Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, Φρόσω Κοκκόλα, Ζανής Καμπάνης, Μαίρη Ταμπάση καθώς και πρωταγωνιστές του θεάτρου πρόζας. Κατά κύριο όμως λόγο, τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, τη σκηνή του Δημοτικού λυμαίνονταν διάφοροι αυτοσχέδιοι θίασοι, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως τις προσπάθειες της «Πειραϊκής Σκηνής» από τους Νίκο Μαράκη και Κύπρο Φραγκούλη καθώς και κείνην του Στ. Νικολαϊδη για ένα «Εργατικό θέατρο».
     Εκτός από τη σκηνή του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ» και τις άλλες των «Διονυσιάδη», «Τσόχα», και «Κεντρικού» υπήρξαν κάποιες λιγότερο σημαντικές που συμπλήρωναν όμως την όλη θεατρική κίνηση. Όπου, σήμερα, το τουριστικό περίπτερο «Ζέα», βρίσκονταν εκείνα τα χρόνια, το κέντρο «Νίκου Λελούδα», που συγκέντρωνε, ιδιαίτερα τα βράδια του καλοκαιριού, τον λεγόμενο «καλό κόσμο» της πόλης. Πλάϊ στο κέντρο, με πρόχειρο, σανίδωμα, είχε στηθεί «σκηνή» που πάνω της, εκτός από ταχτικό θέαμα «Βαριετέ», εμφανίστηκαν και διαλεχτοί Αθηναϊκοί θίασοι. Η Μ. Κοτοπούλη, ο Βασ. Λογοθετίδης , ο Αργυρόπουλος,  κ. ά. Πάνω από το κέντρο, και πλάϊ στη λεωφόρο, υπήρχε άλλη σκηνή που, στο πρόγραμμά της, συναλλάσσονταν «Θίασος σκιών» του αμίμητου στο είδος του Μώρου, με την χαριτωμένη, κάτω απ’ την οθόνη, επιγραφή «Μην γελάσετε πριν ιδήτε» και θίασοι
«δευτέρας διαλογής» με πρωταγωνιστές την Τιτίκα Σοφιάδου, την Γκόλφω Μπίνη, τον Παλληκαρόπουλο κι’ έναν καλό «καρατερίστα» τον Ξένο, που, κατά την ταπεινή μας γνώμη, άξιζε μια καλύτερη τύχη, αν τον πρόσεχαν! Σε μια άλλη σανιδένια σκηνή, στο κατάκεντρο του Πασαλιμανιού, εμφανίζονταν άλλος θίασος ποικιλλιών όπου θριάμβευε, ντυμένος γυναικεία, ο αμίμητος κωμικός Γιώργος Χριστοδούλου. Επίσης πάνω από τον «Όμιλο ερετών» το επονομαζόμενο «Λεμβαρχείο», έδινε παραστάσεις άλλος «θίασος σκιών» του Δεδούσαρου που, σαν γέρασε, συνέχισε τις παραστάσεις, ο μοναδικός στο είδος Χρήστος Χαρίδημος κι αργότερα ο γιός του Γιώργος Χαρίδημος.
     Στη σκηνή του «Δημοτικού» βαδίσαμε και τα πρώτα μας θεατρικά βήματα και ασκηθήκαμε στα συγγραφικά μας «πρωτόλεια». Είταν η εποχή που θαρρούσαμε πως ο Κόσμος άρχιζε και τελείωνε σε μας και πως αρκούσε μια κίνηση για να τον κλείσουμε στη φούχτα μας. Αργότερα ήρθε η γνώση κι’ ακόλουθα η επίγνωση να φέρει την οδυνηρή διάψευση των ονείρων, τη συνειδητοποίηση των αθώων μας «εγκλημάτων» που την άφεση αμαρτιών μπορούσε να δώσει μονάχα ο νεανικός μας ενθουσιασμός. Βασικό κίνητρο, για το ξύπνημα της αγάπης μας προς το θέατρο, στάθηκαν οι σχολικές παραστάσεις που, πρώτος εμπνευστής τους και πρωτεργάτης- τουλάχιστον στο Α Γυμνάσιο- είταν ο Γιώργος Πυρουνάκης, απ’ τον οποίον και παραλάβαμε τη σκυτάλη. Ένα από τα έργα μας αυτά είναι συνδεμένο με πικρές μνήμες. Σε συνεργασία με τον φίλο Νίκο Κατσικάρο και με υλικό μαθητές του, οργανώναμε θεατρικές παραστάσεις, στον καιρό της κατοχής, για ενίσχυση οικονομική της Εθνικής αντίστασης. Με την αιγίδα της «Φιλολογικής Στέγης» ανεβάσαμε στην αίθουσα του «Πειραϊκού» στις 10 του Γενάρη 1944 στις 2.30 το μεσημέρι! το «Γαλήνιο Ξημέρωμα»! Μοιραίος ο τίτλος! Συνάδελφοι του «Εθνικού» συνεργάστηκαν-ευγενώς- στην παράσταση. Ο Τζόγιας, ο Αλέκος και η Βέρα Δεληγιάννη, ο Πέτσος, ο Μετσόλης, η Μ. Οικονομίδου κ. ά. Γενναία μας βοήθησαν οι λαμπρές  κοπέλες-δασκάλες της «Οικοκυρικής σχολής του Δήμου Πειραιώς», πουλώντας εισιτήρια. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τις επισκέφτηκα για να ρυθμίσουμε τα «οικονομικά» (πουλημένα εισιτήρια επιστροφές κτλ) Ως να «τελειώσουν» μιλούσαμε με την ακριβή φίλη, την άξια Ελληνίδα πεζογράφο την Πειραιωτοπούλα, δημιουργό του «Σκελετόβραχου», την αλησμόνητη Εύα Βλάμη, που δίδασκε πιάνο στη σχολή. Χτύπησε συναγερμός. Ή Εύα Βλάμη φοβήθηκε, παράλογα, και με παρέσυρε στο μέγαρο του «Πειραϊκού» που βρίσκονταν δίπλα ακριβώς… «Γιατί, όπως είπε, είταν καινούργιο, πολυόροφο και θα μας προστάτευε από τις βόμβες!». Μάταια αγωνίστηκε να πείσει και τις κοπέλες να μας ακολουθήσουν, αμέσως. «Πηγαίνετε σείς, ως να τελειώσουμε σε δύο λεφτά-της είπαν-και φτάσαμε!» Αληθινά καταφύγαμε στα γραφεία του Πειραϊκού Συνδέσμου. Σε λίγα λεπτά άρχισε ο όλεθρος του… γαλήνιου ξημερώματος της 11 του Γενάρη. Η αγωνία μας για την καθυστέρηση των κοριτσιών, κορυφώθηκε… Δεν ήρθαν… δίπλα, καθώς υποσχέθηκαν. Πήγαν, για..
καλύτερα, μισό χιλιόμετρο μακριά, στο μέγαρο της «Ηλεκτρικής», και σκοτώθηκαν όλες!.
     Η περιπέτεια της «κατοχής» νέκρωσε σχεδόν κάθε κίνηση. Λίγες παραστάσεις δόθηκαν στην αίθουσα του «Πειραϊκού Συνδέσμου, γιατί το «ΔΗΜΟΤΙΚΟ» αργούσε κι’ ακόμα στο «Καπιτόλ» για μικρό διάστημα, εμφανίστηκε Αθηναϊκός θίασος.
     Μετά την απελευθέρωση ξαναρχίζει εντατική η κίνηση, για τη συγκρότηση ενός θεάτρου τέχνης, με καινούργια θέρμη. Δημιουργούμε στον «Αγγλοελληνικό Σύνδεσμο» -με τη συνεργασία του ακάματου Γραμματέα του Νίκου Παναγιωτόπουλου- «Πειραματική σκηνή», με σπουδαστές, η οποία εκτός της αξιόλογης γενικότερης προσπάθειας, έδωσε στο θέατρο τους Πειραιώτες συναδέλφους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Ανδρέα Μπάρκουλη και το θεατρικό συγγραφέα Νίκο Καμπάνη. Θετική ακόμα υπήρξε και η συμβολή της θεατρικής ομάδας του Λυκείου ο «Πλάτων» του Περ. Παπαϊωάννου, με το ανέβασμα- μέχρι σήμερα- μιας σειράς, πάνω από πενήντα, θεατρικών έργων!
     Στον επαγγελματικό τομέα εξακολούθησε στο «Δημοτικό» η χωρίς κανέναν έλεγχο και σύστημα, αλληλοδιαδοχή Αθηναϊκών θιάσων, με σπουδαιότερες «επισκέψεις» του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής, ενώ το 1965 άρχισε τη λειτουργία του ένα άλλο χειμερινό θέατρο, κάτω από το χτίριο των Τεχνικών σχολών «Αρχιμήδης», η «Αυλαία», δημιουργημένο από τον Πειραιώτη συνάδελφο Μπάμπη Κράλιοβιτς. Σπουδαία υπήρξε η ίδρυση του «Πειραϊκού Θεάτρου» του Δημήτρη Ροντήρη που, εκτός από τις παραστάσεις στο «Δημοτικό», έδωσε και άλλες αρχαίας τραγωδίας σε, πρόχειρα διασκευασμένο, χώρο στο λόφο της Καστέλλας και ακόλουθα επιχείρησε μεγάλη σειρά περιοδειών σε όλα σχεδόν τα μάκρη και τα πλάτη της γης. Τα εντελώς τελευταία χρόνια η Δημοτική αρχή, χάρις στον Αριστείδη Σκυλίτση, πλούτισε την πόλη με ένα θαυμάσιο θερινό θέατρο στο λόφο της Καστέλλας, ανακαίνισε το «Δημοτικό» και διαμόρφωσε το θεατράκι του Πασαλιμανιού «Ολύμπια» σε «Πειραϊκό-Λυρικό». Ακόμα, για τη στέγαση της «Πειραματικής σκηνής Πειραιώς»… διαμόρφωσε σε θέατρο τον κινηματογράφο «Πειραιεύς», που, τελικά, τον παραχώρησε σε… επαγγελματικούς θιάσους.
  …..παρά την όντως ενδιαφέρουσα κίνηση που αναφέραμε λίγο πριν, τα θεατρικά καθέκαστα της εκατονταετίας που πέρασε, ανεξάρτητα από τις, επί μέρους, φιλότιμες προσπάθειες, μικρών ή μεγάλων φιλοδοξιών, κινήθηκαν μέσα στα πλαίσια της τόσο γνώριμης, Ελληνικής προχειρότητας-παρά την ισχνή παρουσία λαμπρών εξαιρέσεων που η στείρα άρνηση και η ραγιάδικη αδιαφορία έσβησαν τους ενθουσιασμούς –χωρίς έρμα, χωρίς ένα κάποιο σύστημα, χωρίς τη μελέτη και εφαρμογή ενός μακρόπνοου προγράμματος. Δεν έγινε συνείδηση, όχι  μονάχα στους αρμόδιους αλλά και σε κείνους που θα μπορούσαν να συνδράμουν, ότι μία από τις βασικές επιδιώξεις τους είταν η αξιοποίηση του αριστουργηματικού Δημοτικού μας θεάτρου, όχι σαν οικοδομήματος, αλλά σαν πνευματικής στέγης. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι το κοινό μας χαρακτηρίζει μια κάποια ιδιομορφία. Παρά την στενή γειτνίαση με την πρωτεύουσα, άλλα είναι τα ενδιαφέροντά του. Πιστεύω ότι δεν ενσκύψαμε με την απαιτούμενη στοργή ν’ ακούσουμε τους παλμούς της καρδιάς του, να γνωρίσουμε ποιες είναι οι πνευματικές του ανάγκες ώστε με τον επιβαλλόμενο τρόπο να τις θεραπεύσουμε…

                              
   Γκίκα Μπινιάρη, «Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής» εκδ. Πειραϊκού Συνδέσμου, Πειραιάς 1976


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, εφημερίδα «Κοινωνική», μέρος (Β) Τετάρτη 11/1/2012 σελ. 13.
Πειραιάς 26/5/2013

                                      

ΓΚΙΚΑΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ μέρος (Α)


                                    ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ

     “Το θέατρό μας ποτέ δεν είχε τέτοια κατάντια. Φρίκη και αηδία. Όλα τ' αναγνώσματα των εφημερίδων έγιναν πατριωτικά δράματα. Το 21, ο θάνατος του Όθωνος, οι Εξόριστοι, η Έξωση, Καποδίστριας και Μαυρομιχαλαίοι. Όταν θα τελειώσουν με τον Όθωνα, μου φαίνεται πως οι συγγραφείς των θα κάνουν συλλαλητήρια κι επανάσταση να διώξουν και το Γεώργιο, για να την κάνουν δράμα. Ύστερα βγάζουν παράδες.”
     Αυτά και άλλα θεατρικά και όχι μόνο ενδιαφέροντα, έγραφε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα  σε γράμμα του ο Ποιητής του Πειραιά, Λάμπρος Πορφύρας. Το ως άνω απόσπασμα είναι το 16 γράμμα του Πειραιεύς 4 Σεπτεμβρίου 1906 και απευθύνεται στον ποιητή-συγγραφέα φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
     Η νεόδμητη πόλη μας ευτύχησε από πολύ νωρίς να έχει “πλούσια” μάλλον θεατρική ζωή, πριν ακόμα ανακαλύψει την ταυτότητά της. Η γειτνίαση της με την πόλη της Παλλάδος-την πρωτεύουσα πάντα ήταν ένα μείον στον αυτοπροσδιορισμό της. Ο Πειραιάς δυσκολευόταν ανέκαθεν να βρεί που ανήκει. Τι είναι αυτό που του ταιριάζει περισσότερο για να τον προσδιορίσει σαν μια πόλη που μπορεί να είναι το επίνειο της πρωτεύουσας, οφείλει όμως να έχει τη δική του φωνή, να πορεύεται τον προσωπικό του δρόμο μέσα στο χρόνο, να κρατά σε εγρήγορση τα πολιτιστικά εκείνα στοιχεία που σκιαγραφούν το ατομικό του πρόσωπο μέσα στο ευρύτερο παζλ της Ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας. Οι πρώτοι μέτοικοι νησιώτες κάτοικοί του δεν έφεραν μόνο την παράδοση και τον εθιμικό πολιτιστικό πλούτο του τόπου καταγωγής των αλλά και τα εκατοντάδες ενδιαφέροντά τους. Και το Θέατρο, πάντα ήταν ένα ανοιχτό σχολείο που μαθήτευαν οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων.
     Ο Πειραιάς, αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα τόσο στο βιομηχανικό, στον εμπορικό τομέα, όσο και στον Θεατρικό θα σημειώναμε. Καθώς η πόλη σχημάτιζε τις πολιτικές και κοινωνικές εκείνες συνθήκες που θα της πρόσφεραν την απαραίτητη οικονομική ευρωστία στην μετέπειτα εξέλιξή της  ταυτοχρόνως “εκβλαστίζονταν” και οι νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές της δυνάμεις. Ποιητές , συγγραφείς, μεταφραστές, θεατρικοί συγγραφείς, εικαστικοί, δημοσιογράφοι, νομικοί, αρχιτέκτονες, επιστήμονες, όλες εκείνες οι καλλιεργημένες ομάδες ενός πληθυσμού που αποτελούν τη λεγόμενη αστική τάξη αλλά, και, την πνευματική πρωτοπορία της εποχής τους. Η ανέγερση μετά κόπων, εξόδων και βασάνων του Δημοτικού μας Θεάτρου αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ότι, ο Οραματικός στόχος -ορισμένων έστω- ανθρώπων, (υλοποιούμενος) μπορεί να γίνει η πολιτιστική κιβωτός μιας ολόκληρης πόλης. 
Στον Πειραιά μας, άνθισαν εκατοντάδες μυριόπνοα πνευματικά άνθη, μόνο που δυστυχώς μαράθηκαν πολύ γρήγορα τόσο από την αδιαφορία των επίσημων δημοτικών αρχών, όσο και από αυτήν των υπολοίπων συγκατοίκων μας.
Επιμέλεια : Γιώργος Χ. Μπαλούρδος           

“Ευλαβική προσφορά μνήμης σ' εκείνους που έφυγαν και αναφορά τιμής σε όσους υπάρχουν”
                                                           Μέρος Α

     Πριν εκατόν δύο, ακριβώς, χρόνια, στην πλατεία Τερψιθέας και πλάι στην Ευαγγελική εκκλησία στήθηκε στον Πειραιά μας, το πρώτο, ξύλινο, καλοκαιρινό θέατρο. Διαλέχτηκε αυτή η τοποθεσία σαν πιο δροσερή, μιας και βρίσκονταν σε ύψωμα. Αφού λειτούργησε για λίγα χρόνια, εγκαταλείφθηκε γιατί, λίγο πιο πέρα, στη γωνία Αριστοτέλους και Καραϊσκου, δημιουργήθηκε άλλο, πιο άνετο, όπου και εμφανίστηκαν μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών της εποχής: του Δημοσθένη Αλεξιάδη, των αδελφών Διονύση και Σπύρου Ταβουλάρη κ.ά. Όταν όμως, με τη ραγδαία εξέλιξη της πόλης, οι γύρω οικοδομές πύκνωσαν, ο αλησμόνητος στη μνήμη των παλαιών συμπολιτών, “τύπαρος” Διονύσης Διονυσιάδης, προικισμένος με επιχειρηματικό δαιμόνιο, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός: ότι η θάλασσα και το ειδυλλιακό τοπίο του λιμανιού της Ζέας συγκέντρωναν, και από την Αθήνα, πλήθος επισκέπτες, και λίγα χρόνια αργότερα, έχτισε, όπου σήμερα βρίσκεται η αίθουσα του Κινηματογράφου “Σπλέντιτ”, ευρύχωρο θέατρο. Αναφέρω ενδεικτικά την αίθουσα, γιατί στον εμπρός χώρο, όπου σήμερα το κέντρο “Κωστάλα”, υπήρχε, μέχρι και τα μαθητικά μας χρόνια, ο χειμερινός κινηματογράφος “Καράμαλη”. Με τη μετατροπή του θεάτρου “Διονυσιάδη” σε κινηματογράφο, στον μεταξύ του σημερινού κέντρου και της εισόδου, χώρο, λειτούργησε-μέχρι και τα χρόνια του πολέμου- άλλο θερινό θέατρο, όπου και εμφανίστηκαν αξιόλογοι θίασοι. Αργότερα  ο χώρος αυτός στεγάστηκε και πήρε τη σημερινή του μορφή. Για πολλά χρόνια το θέατροΔιονυσιάδη” γνώρισε ημέρες δόξας και αποτέλεσε το επίκεντρο της Πειραϊκής θεατρικής κίνησης.
     Το δαιμόνιο του Διονυσιάδη, παρακίνησε τον Αθηναίο επιχειρηματία Αναστάση Τσόχα, που κατέβηκε στον Πειραιά, έστησε μες στη θάλασσα πρόχειρη εξέδρα όπου και εμφανίζονταν ξένα νούμερα, ένα είδος δηλαδή “βαριετέ”. Παρόμοια εξέδρα, με ορχήστρα, υπήρχε και στ' αριστερά από την έξοδο του κεντρικού λιμανιού, φτιαγμένη από τον Ξαβέριο Στέλλα, που διατηρούσε εκεί εξοχικό κέντρο και που, από το όνομά του βαφτίστηκε ολόκληρη η εκεί συνοικία. Ο Τσόχας, στα 1884, με σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Τσίλλερ, έφτιαξε, στη νότια πλευρά του λόφου της Καστέλλας, λαμπρό θερινό θέατρο, που υπάρχει μέχρι σήμερα σαν θερινός κινηματογράφος με το όνομα “Αελλώ”.
Μεταξύ των θιάσων “Διονυσιάδη” και “Τσόχα” αναπτύχθηκε θερμή ευγενική άμιλλα στην παρουσίαση ευπρεπών παραστάσεων, από τις οποίες δεν απουσίαζε κάποια προσπάθεια καλλιτεχνικών φιλοδοξιών. Και τι δεν εμφανίστηκε από σκηνής του θεάτρου “Τσόχα”: Δράμα, Κωμωδία, Κωμειδύλλιο, Όπερα, Ελληνική και Ξένη, Βαριετέ, Επιθεώρηση-αν δεν με απατά η μνήμη κάποτε και θέατρο σκιών-ενώ η πλατεία του, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο, υπάκουη στα προστάγματα της μόδας της εποχής, έγινε πίστα “πατινάζ”.Ένα χρόνο πριν, στα 1883, λίγα βήματα από το μέγαρο του “Πειραϊκού” και ακριβώς όπου το μέγαρο Δηλαβέρη, χτίστηκε το πρώτο χειμερινό θέατρο, με τριακόσιες θέσεις και τρείς σειρές θεωρείων. Τον ίδιο χρόνο ολοκληρώνονται τα σχέδια, και στα 1884-μαζί δηλαδή με την ίδρυση του θεάτρου Τσόχα-μπαίνει ο θεμέλιος λίθος του λαμπρότερου οικοδομήματος της πόλης μας, του “Δημοτικού Θεάτρου”, που οι εργασίες, μέχρι την αποπεράτωσή του, κράτησαν δέκα χρόνια και που αποτέλεσε το επίκεντρο κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής προσπάθειας.
     Γύρω στην ίδια εποχή, στη γωνία του Πασαλιμανιού που βρίσκεται σήμερα το κέντρο “Παπασπύρου” λειτουργούσε άλλο θέατρο, ο “Απόλλων”, το αποκαλούμενο αλήτικο ή μόρτικο! Να πως το περιγράφει στο σημείωμά του: “Εν ώρα λυκόφωτος” ο ακριβός φίλος Χρήστος Λεβάντας. “...Το επιλεγόμενο “ρεζίλικο” ήταν θεατρικός χώρος σε πανάθλια κατάσταση, με χωμάτινα δάπεδα, ξυλοκαναπέδες, “γαλαρία” που σχηματίζονταν από όγκους χωμάτων και χωρίζονταν με ξύλινο φράγμα, στη δε σκηνή του “θριάμβευαν” οι περιλάλητοι τότε “Παντομιματζήδες” Μπαλαφάρας και ο Κανέλλος με τον “Ροβέρτο Διάολο”. Κατά τις “τιμητικές” του (ο Κανέλλος) γύριζε το Πασαλιμάνι πάνω σ' ένα καταστόλιστο γάϊδαρο, ενώ προπορεύονταν ολιγοσύνθετες “φανφάρες” και συνοδοί-αλητόπαιδα συνήθως μ' αναμμένα πολύχρωμα βεγγαλικά.  Αργότερα το θέατρο αυτό άλλαξε όνομα και καθεστώς, μετωνομάσθη σε “Κεντρικόν” η δε σκηνή του είδε μουσικοδραματικά συγκροτήματα με θιασάρχη τον αξέχαστο πλαϊνό καφεπώλη, τον Στέφανο Χρυσοστομίδη, που έγινε και θεατρώνης, αλλά και καλλιτέχνες της περιωπής του Αιμίλιου Βεάκη, όταν κάποτε ο αλησμόνητος δάσκαλος που είχε μεγαλώσει εδώ στον Πειραιά, γύρισε με το θίασό του από μια τουρνέ “ναυάγιο” στην Αλεξάνδρεια. Πολλές σελίδες θα μπορούσαν να γραφούν για την ιδιότυπη ζωή που παρουσίαζε αυτό το θεατράκι, μέχρι που κατεδαφίστηκε, κι ο θεατρώνης του, ο συμπαθέστατός μας Στέφανος Χρυσοστομίδης, κατέφυγε στα Ταμπούρια δημιουργήσας  εκεί άλλο λαϊκό θέατρο. Ένα από τα παιδιά του είναι τώρα γνωστός ποιητής”.
     Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, απ' τις πιο περιλάλητες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, της θεατρικής του λειτουργίας, είταν εκείνες του θηλυπρεπούς...καλλιτέχνη Ροζάϊρον, όταν... κατακρεουργούσε τη “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη! Το πανδαιμόνιο που γίνονταν σ' αυτές τις -αυστηρά ακατάλληλες δια κυρίας!- παραστάσεις, ξεπερνάει τη δυνατότητα περιγραφής. Κι ακόμη πως, αργότερα όταν λειτούργησε σαν κινηματογράφος, το πιάνο-που συνόδευε τότε τις προβολές των βουβών ταινιών-παρά το γεγονός ότι... “παιάνιζε” στις απάνω νότες, μάταια αγωνίζονταν να σκεπάσει τον αφόρητο θόρυβο της σαραβαλιασμένης, πράσινης μηχανής προβολής! Ξαναγυρίζοντας, ως τόσο, στα παλιότερα, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι: το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στάθηκε εξαιρετικά γόνιμο σε θεατρική κίνηση. Προσθέτοντας , σε όσα αναφέραμε, ένα άλλο θέατρο “Ποικιλιών” που βρισκότανε κοντά στην οδό Σηραγγείου, το “Πολυθέαμα”, διαπιστώνουμε ότι την εποχή εκείνη λειτουργούσαν στον Πειραιά τέσσερα υπαίθρια ένα χειμερινό και ακόμα ότι οικοδομήθηκε το Δημοτικό μας Θέατρο. Όμως το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται μονάχα στη συγκρότηση αυτών των θεάτρων αλλά στην δημιουργία μιας ζωντανής θεατρικής ζωής. Με την παρουσία αξιόλογων καλλιτεχνών: του Αλεξιάδη, του Αρνιωτάκη, των  Ταβουλάρη, του Παντόπουλου, της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου και τόσων άλλων, ερμηνεύτηκαν μεγάλος αριθμός από Ελληνικά έργα, με κύριο χαρακτηριστικό την ηθογραφία, το κωμειδύλλιο ή την πατριδολατρεία. Βλέπουν το φως της σκηνής: Η “Μαρία Δοξαπατρή” και η “Εικασία” του Βερναρδάκη, ο “Θεμιστοκλής” του Ιωάννη Καλοστύπη, “Στην ιτιά από κάτω” του  Καμπούρογλου, “Η τράτα του καπετάν Κωνσταντή” του Γιάννη Λάϊου, ο “Γενικός Γραμματεύς” του Καπετανάκη και άλλα, ενώ προς το τέλος του αιώνα, γίνεται προσπάθεια ερμηνείας και ξένων συγγραφέων. Ανεβαίνουν στα 1893 “Τα παντρολογήματα” του Γκόγκολ, ενώ στα 1898 ο Αρνιωτάκης παρουσιάζει τον “Ταρτούφο” του Μολιέρου, σε μια φιλανθρωπική παράσταση για συγκέντρωση χρημάτων ανακούφισης των θυμάτων της άτυχης περιπέτειας του 97. Την ίδια εποχή ο Δήμαρχος Ρετσίνας βραβεύει το έργο του Καμπούρογλου το “Παιδομάζωμα”, ο Στρατήγης μεταφράζει τον “Συρανό” του Ροστάν, ο Άριστος Καμπάνης διαπρέπει σαν κριτικός ενώ σε αίθουσα του Ζαννείου Ορφανοτροφείου παίζεται το δράμα του Σπύρου Σημίτη “Η Πατρίς”. Μια τολμηρή ακόμα προσπάθεια συντελείται από μαθητές Γυμνασίων, που ερμηνεύουν αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες. Παίζονται: Ο “Αίας” του Σοφοκλή, η “Εκάβη” και ο “Ηρακλής μαινόμενος” του Ευριπίδη. Το ίδιο γενναία είναι η προσπάθεια του Αρνιωτάκη, να συγκροτήσει στα 1891 Δραματική Σχολή.
     Με την είσοδο του 20ου αιώνα, ο ρυθμός εντείνεται. Οι θίασοι ερμηνεύουν και άλλους ξένους συγγραφείς. Στην πρώτη γραμμή ο Δουμάς, ο Νοβέλλι, ο Σαρντού και ο Μπισσών, ο Ροστάν και άλλοι. Ενώ στα 1906 θα κάνει την παρουσία του από σκηνής του “Δημοτικού”, με το έργο του “Θυσία”, ένας νέος Πειραιώτης συγγραφέας, που θα λαμπρύνει με τον όγκο της πολύτιμης εργασίας του το Ελληνικό Θέατρο και τα Γράμματα: ο Σπύρος Μελάς. Παράλληλα σημειώνεται μια εκπληκτική ευφορία στην Πνευματική και Καλλιτεχνική μας ζωή. Με την παρουσία μιας  σειράς από εξέχουσες φυσιογνωμίες: Ο Αντώνης Αντωνιάδης, κοντά στο πλούσιο εκπαιδευτικό του έργο, οργανώνει θεατρικές παραστάσεις και συγγράφει έργα με θέματα παρμένα από την Ελληνική Ιστορία. Τα: “Φίλιππος ο Μακεδών”, “Μάρκος Μπότσαρης”, “Τζαβέλλας”, “Κατσαντώνης”και “Ανδρούτσος”. Ο ποιητής Στρατήγης, εκτός απ' τον “Συρανό” μεταφράζει τον “Ντόν Κάρλος” και την “Λουϊζα Μύλλερ” του Σίλλερ, τον “Φάουστ” του Γκαίτε, το “Όνειρο”, το “Όπως αγαπάτε”, τη “Στρίγγλα” και τη “12η Νύχτα” του Σαίξπηρ και γράφει ακόμα τα έργα: “Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος” και “Νικηφόρος Φωκάς”. Ο Νιρβάνας βραβευμένος με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, γράφει τον “Αρχιτέκτονα Μάρθα” και την “Μαρία Πενταγιώτισσα”, ενώ πρωταγωνιστεί ερασιτεχνικά στο έργο του δικηγόρου Δημήτρη Μπινιάρη “ο Κεραυνοβοληθείς”. Ο αξέχαστος λυρικός βάρδος Λάμπρος Πορφύρας, σε μια φλογερή αλληλογραφία του με τον μοναδικό μεταφραστή του “Φάουστ” Κώστα Χατζόπουλο, αναπτύσσει εκτάκτως ενδιαφέρουσες  πρωτοποριακές απόψεις για τα θεατρικά ζητήματα του καιρού του. Ο Γιάννης Βουλόδημος, άλλος λαμπρός εκπαιδευτικός, οργανώνει θεατρικές παραστάσεις, γράφει τα έργα: “Τα μάτια του παππού”, “Ο πόνος ενώνει” και άλλα, ενώ συγχρόνως πρωταγωνιστεί σε μιαν υπεύθυνη κίνηση, στην οποία και θα αναφερθούμε διεξοδικότερα, ευθύς πιο κάτω, αφού πρόκειται για ένα θέμα πολύ σοβαρό και αξιοπρόσεχτο....

                        Γκίκα Μπινιάρη, “Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής”
                                                             έκδοση Πειραϊκού Συνδέσμου, Πειραιάς 1976

Σημείωση: Ο Ηθοποιός και σκηνοθέτης Γκίκας Μπινιάρης, Πειραιάς 1915-Πειραιάς 3/4/1980 δεν υπήρξε μόνο ένας γηγενής ευπατρίδης της πόλης μας, αλλά και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πνευματικής μας ζωής και παράδοσης, ιδιαίτερα στο χώρο του Θεάτρου. Η Μοίρα το ήθελε να φύγει πολύ γρήγορα από κοντά μας -μόλις 65 ετών- όμως το έργο που άφησε πίσω του είναι και σημαντικό και πολυποίκιλο. Η εκφορά του έγινε από τον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς και η ταφή του στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Καταρχάς είναι ο συγγραφέας επτά βιβλίων: Το 1949 φτασμένος ήδη ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων “Μαριονέττες”, ακολουθεί το 1953 το μυθιστόρημα «Μικαήλος ο Χορμοβίτης»(Το αγόρι της γελαστής χερσόνησος), το 1960 τα διηγήματα «Τελευταίος Εσπερινός», ένα χρόνο μετά 1961 μια σύντομη βιογραφία του «Αντρέα Μιαούλη», το 1965 το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος βάλτος», το 1976 ένα χρήσιμο, κατατοπιστικό και πληροφοριακό ολιγοσέλιδο βιβλίο 40 σελίδων (διάλεξη που είχε δοθεί στον Πειραϊκό Σύνδεσμο στις 27/1/1975). Και τέλος το 1980 χρονιά του θανάτου του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος η «Λάσπη» που περιλαμβάνει τις δύο κύριες μυθιστορηματικές του παρουσίες. «Το αγόρι της γελαστής χερσόνησος» και το «Μεγάλο βάλτο»
 Ο Γκίκας Μπινιάρης όμως υπήρξε κατά κύριο λόγο ένας παθιασμένος άνθρωπος της θεατρικής σκηνής. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου 21/10/1938 στο «Βασιλιά Ληρ» του μεγάλου άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία του επίσης Πειραιώτη θεατράνθρωπου Δημήτρη Ροντήρη. Έκτοτε συνεργάστηκε σαν μόνιμο στέλεχος του Εθνικού με όλα τα «ιερά τέρατα» του Θεάτρου μας. Συμπρωταγωνίστησε επίσης και με αρκετούς Πειραιώτες όπως: Αιμίλιος Βεάκης, Κατίνα Παξινού και άλλους. Το 1963 ανέλαβε την οργάνωση της Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου την οποία διηύθυνε μέχρι το ξαφνικό θάνατό του. Ο ίδιος επίσης σκηνοθέτησε αρκετά έργα με αρκετούς ερασιτεχνικούς θιάσους που σχημάτισε στην πόλη μας όπως «Ηλέκτρα», «Φοίνισσες», «Μαρία Στιούαρτ» «Ριχάρδος ο Γ΄» και πολλά άλλα. Έλαβε επίσης μέρος στις Θεατρικές εκπομπές της δεκαετίας του 1950 από το Ραδιόφωνο. Όπως «Ένα μικρό λάθος» σε κείμενο δικό του βασισμένο σε αφήγημα του Ιάκωβου Πολυλά 16/7/1952, Στα «Αρραβωνιάσματα» σε προσαρμογή δική του εκ Σαλαμίνας Δημητρίου Μπόγρη 6/12/1953 και άλλα. Μετείχε επίσης σε αρκετές ταινίες της εποχής όπως «Η Άγνωστος» (η κυρία με το αψέντι) δίπλα στην κυρία Κυβέλη, στην ταινία «Το νησί των γενναίων» με τον Κώστα Καζάκο και σε άλλες πολλές. Πάρα πολλοί άνθρωποι του θεάτρου και ηθοποιοί υπήρξαν μαθητές του. Ο Γκίκας Μπινιάρης  υπήρξε ένας υπέροχος οραματιστής όσον αφορά τα θεατρικά μας πράγματα στην πόλη μας, δυστυχώς ο θεατρικός του στόχος για μια ενιαία θεατρική και καλλιτεχνική πολιτική υπό τη σκέπη του Δημοτικού μας Θεάτρου που θα αναδείκνυε Πειραιώτες συγγραφείς, σεναριογράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, και άλλους ανθρώπους της Θεατρικής τέχνης δεν επιτεύχθηκε. Η πόλη μας όπως και με τον Δημήτρη Ροντήρη απαξίωσε κάθε φιλότιμη και επαινετή του προσπάθεια.
    Από το σύντομο μικρό του Θεατρικό οδοιπορικό σήμερα στο Πειραϊκό Σεντούκι δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος, την επόμενη Τετάρτη μετά τον Αγιασμό των Φώτων θα δημοσιεύσουμε το δεύτερο. Ευελπιστώντας ότι οι τοπικοί Καλικάντζαροι θα επιστρέψουν εκεί που πραγματικά ανοίκουν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη δημοσίευση εφημερίδα «Κοινωνική» μέρος (Α) Τετάρτη 4/1/2012 σελίδα 13 και μέρος (Β) Τετάρτη 11/1/2012 σελίδα 13 για το Πειραϊκό Σεντούκι».

Πειραιάς 26/5/2013.       

περιοδικό Απόλλων-


                                         ΠΕΙΡΑΙΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ

Το Πειραϊκό Σεντούκι θέλοντας να συμβάλλει στην αναγέννηση της πολιτιστικής ιστορίας της πόλης μέσω της εφημερίδας “Κοινωνική” φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας ένα κείμενο του Ιωάννη Λαζαρίμου που αφορά το καμάρι της πόλης μας το Δημοτικό Θέατρο.
     Το όραμα και το φιλότεχνο μεράκι ενός ποιητή και μάλιστα ενός ποιητή που είχε χάσει την όρασή του, γέννησε έναν πολύτιμο πνευματικό θησαυρό. Το περιοδικό “ΑΠΟΛΛΩΝ”. Ο Δημήτριος Κ. Σακελλαρόπουλος, αυτό είναι το όνομα του πνευματικού αυτού ανθρώπου της πόλης μας εμπνεύστηκε και υλοποίησε την επιθυμία του να εκδόσει ένα Πειραϊκό περιοδικό με ευρύτερες όμως προδιαγραφές. Να μην αναφέρεται μόνο στις ντόπιες πνευματικές δυνάμεις του Πειραιά αλλά η ύλη του να απλώνεται πανελλαδικά και ευρωπαϊκά και να εκφράζει τις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής του. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε το Μάιο του 1883 με τον εξής τίτλο. “ΑΠΟΛΛΩΝ”-Μηνιαίο Περιοδικόν Σύγγραμμα, τη ευγενεί συμπράξει των παρ' ημίν Λογίων υπό Δ. Κ. Σακελλαρόπουλος. Έτος Α. Τόμος Α. Αριθμός 1. Εν Πειραιεί εκ του εν Αθήναις τυπογραφείου “Ο Παλαμήδης” 1883. 
     Στο τεύχος 18 του ως άνω περιοδικού και στις σελίδες 278-279 υπάρχει αναδημοσιευμένο το παρακάτω κείμενο. Επίσης στην επομένη σελίδα 280 υπάρχει μια φωτογραφία του ('Πρόσοψις του εν Πειραιεί ανεγειρομένου δημοτικού θεάτρου) και από κάτω μια μικρή σημείωση που εκφράζει τις απόψεις του περιοδικού αναφέροντας τα εξής: “Φόρον δικαίου επαίνου και τιμής αποτίοντες συγχαίρομεν εκθύμως τη τε Δημοτικής αρχής και τοις κ.κ. δημ. συμβούλοις, οίτινες παν πρόσκομμα εκποδών ποιησάμενοι, προέβησαν εις την ανέγερσιν, δια της καταθέσεως θεμελίου λίθου, του περικαλεστάτου τούτου θεάτρου, έχομεν δι' ελπίδας ότι εντός βραχυτάτου χρόνου χάρις εις την ενδελεχή και πεφωτισμένην επίβλεψιν του κ. μηχανικού της Πόλεως Γ. Δ. Λαζαρίμου θέλομεν δυνηθή ν' απολαύσωμεν των από της σκηνής”
     Το περιοδικό βρίσκεται για όσους ενδιαφέρονται στο Ιστορικό Αρχείο της Πόλης μας.
 Επιμέλεια: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος 




                                    ΘΕΑΤΡΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

     Το κατασκευασθησόμενον δημοτικόν θέατρον ούτινος το σχέδιον εξεπόνησεν ο ευδόκιμος μηχανικός του δήμου κ. Ιωάννης Λαζαρίμος εξωτερικής τάξεως Κορινθιακής παρουσιάζει όψιν μεγαλοπρεπή και επιβάλλουσαν. Το μήκος της κυρίας
οικοδομής είνε 45 μέτρων το δε πλάτος 34. Εις το μήκος της οικοδομής δεν συμπεριελήφθησαν τα εκ μαρμάρου, προπύλαια και αι εξωτερικαί κλίμακες. Το ύψος του θεάτρου εν τη σκηνή είνε 30 μέτρων ήτοι 10 μέτρων η σκηνή, 10 υπό την σκηνήν και 10 υπέρ αυτήν. Το πλάτος του ανοίγματος της σκηνής είνε 21 μέτρων το δε ύψος 13.50 από της κορυφής του θόλου. Δεκαεπτά δε το βάθος αυτής. Η τοποθεσία του θεάτρου εν τω τετραγώνω των δημοτικών οικοδομών της πλατείας Κοραή είνε προσφορωτάτη, διότι ένεκεν της κλήσεως του εδάφους ανερχομένης εις 0,07 κατά γραμμικόν μέτρον δυνατή καθίσταται η κατ' ευθείαν είσοδος εις την πλατείαν του θεάτρου δι' ολίγων εξωτερικών βαθμίδων, πλευρικώς δε  η κατασκευή δέκα αποθηκών εξ ων ουκ ολίγον εσόδημα θέλει έχει ο δήμος.
     Δια την εσωτερικήν διάταξιν του θεάτρου ελήφθη βάσις το θέατρον του Ωδείου των Παρισίων (Theatre d' Odeon) γενικώς παραδεδεγμένον παρ' όλων των αρχιτεκτόνων, δια την καλήν αυτού εσωτερικήν διάταξιν. Υπό της αυτής βάσεως ενεπνεύσθη ονοματικός αρχιτέκτων ο κύριος Fischer δια την κατασκευήν του θεάτρου του Μονάχου, φημιζομένου ως εκ των καλλιτέρων της Ευρώπης. Παρελείφθη η ισόπεδος σχεδόν τη πλατεία σειρά των θεωρείων καθόσον παρετηρήθη
ότι ολίγοι αυτήν συχνάζουσι, τοιουτοτρόπως ολόκληρος ο χώρος του πετάλου εδόθη εις τους εν τη πλατεία θεατάς. Η πρώτη σειρά των θεωρείων ετοποθετήθη εις  3 μέτρων μέσον ύψος από της πλατείας.
  Το Θέατρον παρέχει τρεις σειράς θεωρείων και το υπερώον. Εκάστη δε σειρά περιέχει 23 θεωρεία χωριζομένων αλλήλων δι' ημιφραγμάτων, όπως μη εμποδίζηται η θέα του εσωτερικού της σκηνής εις τους καθημένους όπισθεν της πρώτης σειράς δια τον αυτόν λόγον τα θεωρεία προεξέχουσι των τοίχβν του πετάλουεν είδει εξωστών άνευ ουδενός στηρίγματος. Ο ολικός αριθμός των θεωρείων είνε 69.Το υπερώον σχηματίζεται αμφιθεατρικώς δια τριώνσειρών βαθμίδων ή καθισμάτων. Το ύψος των θεωρείων είναι 2.30 το πλάτος 1.80-2.00 και το βάθος 2. Η διάμετρον δε του ημικυκλίου πετάλου της πλατείας 16 μέτρα. Ως προς την χωρητικότητα το θέατρον περιλαμβάνει εν τη πλατεία 600, εν τοις 69 θεωρείοις 414 εν τω υπερώω 300, ήτοι εν όλω 1314 εν ανάγκη δε και 1500 θεατάς.
   Ως προς τας εξόδους αυταί εισί δια μεν τους εν τη πλατεία και θεωρείοις θεατάς πέντε δια δε τους εν τη σκηνή υποκριτάς δύο. Εκ των εξόδων τούτων τρείς μεν εισίν επί του μετώπου, ανά μία δε εφ εκάστης των πλαγίων όψεων. Η εκ των θεωρείων αναχώρησις εκτελείται δι' εξ ευρυχώρων κλιμάκων, εξ ων τέσσαρες άγουσι προς τας εξόδους του μετώπου αι δε έτεραι δύο προς τας εξόδους των πλαγίων όψεων. Απεδείχθη, και εκ των νεωστί δυστυχημάτων επιστοποιήθη ότι εν περιπτώσει πυρκαϊάς το καλλίτερον θέατρον είνε εκείνο όπερ παρουσιάζει τας περισσοτέρας εξόδους.
     Προς πρόληψιν όμως τοιούτου δυστυχήματος ελήφθη υπ' όψει η κατασκευή διπλών δεξαμενών, εξ ων μία μεταξύ σκηνής και πλατείας κατά την θέσιν της ορχήστρας, και η τοποθέτησις μεταλλικού παραπετάσματος απομονούντος την πλατείαν από της σκηνής. Η είσοδος του θεάτρου ευρύχωρος παρουσιάζει και την όψιν καλήν, σειρά κιόνων ανταποκρίνεται δε εις τα άκρα των μαρμαρίνων κλιμάκων, αίτινες άγουσιν εις τας αίθουσας του θεάτρου (foyer).
    Εν τη ισοπέδω της πλατείας δύο ευρύχωρα καφενεία, μήκους 14 μέτρων και πλάτους 5 έσονται εις την διάθεσιν των εν τη πλατεία θεατών. Εις ύψος 5.60 από του
εδάφους της εισόδου υπάρχουσιν, αι αίθουσαι του θεάτρου (foyers), εξ ων η μείζων η
επί του μετώπου έχει πλάτος 8 μέτρα και μήκος 32 σειρά δε 16 μαρμαρίνων στύλων περί τα χείλη των κλιμάκων καθιστά την όψιν της αιθούσης ταύτης μεγαλοπρεπεστάτην. Απέναντι των θεωρείων υπάρχουσι έτεραι δύο αίθουσαι ανταποκρινόμεναι εις τα καφενεία της πλατείας και των αυτών διαστάσεων με εκείνα.
Ο αερισμός του θεάτρου εκτελείται κατά το μέσον της οροφής του πετάλου προς τούτο δε και ως προς την θέρμανσιν εν καιρώ χειμώνος, μολονότι δια το κλίμα ημών τούτο δύναται να θεωρηθή περιττόν ελήφθη υπ' όψει το σύστημα, όπερ εφήρμοσαν εν τω θεάτρω της Βιέννης. Τη συνδρομή δύο αερηστήρων (ventilateurs)του ενός εμφυσιτικού τοποθετούμενου εν τω υπογείω του θεάτρου, του δε ετέρου αναροφητικού τοποθετουμένου εν τω εσωτερικώ της οροφής της πλατείας, πλησίον του κατά το μέσον ανοίγματος εξ ου κρέμαται ο πολυέλαιος.
    Η κίνησις του αέρος η προκαλουμένη εκ των αερηστήρων εκτελείται εκ των κάτω προς τα άνω προκαλουμένη εκ της θερμότητος της παραγομένης υπό του πολυελαίου .Καθαρός αήρ αντλούμενος εκ των έξω θερμαίνεται κατά τον χειμώνα,  διερχόμενος δια θερμαγωγών και εις θερμοκρασίαν 17-18 εισέρχεται δια των πατωμάτων εντός του θεάτρου.
     Εν καιρώ βροχής υπάρχει καταφύγιον εκ στεγάσματος σιδηρού προς την αντικειμένην της οδού Αθηνάς οδόν όπου εισερχομένων των αμαξών προφυλάσσονται εκ της βροχής οι εξερχόμενοι όπως εισέλθωσι εις το θέατρον.
                                                                  (εκ της εφημερίδος “Σφαίρας”)

            Περιοδικόν “Απόλλων” έτος Β. Αριθμός 18, εν Πειραιεί Οκτώβριος  1884

σημείωση: Το παραπάνω κείμενο όπως εικάζεται είναι του μηχανικού του Δήμου Ιωάννη Λαζαρίμου(1849-1913) ερανισμένο από την εφημερίδα της εποχής “ Η Σφαίρα” του γνωστού για την εποχή του δημοσιογράφου και μελετητή Ιωάννη Καλοστύπη. Το κείμενο μας αποκαλύπτει τις τεχνικές εκείνες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την πληρέστερη κατανόηση της λειτουργικότητάς του. Μας μιλά για τον ρυθμό του(τον Κορινθιακό) που είναι πιο περίτεχνος σε σχέση με την απλότητα και λιτότητα που εκφράζουν οι άλλοι δύο Ελληνικοί ρυθμοί (ο Δωρικός κυρίως και ο Ιωνικός).Μας φανερώνει πιο ήταν το ξένο πρότυπό του, και εν γένει, τις σύνολες διαστάσεις του, την χωρητικότητά του καθώς και τα στοιχεία εκείνα που το αφορούν σαν αρχιτεκτόνημα. Ένα αρκετά μεγαλόπνοο για την εποχή του αρχιτεκτονικό έργο, επιβλητικό και πλούσιο κομψοτέχνημα, που σκοπό είχε να απεικονίσει το πρόσωπο μιας καινούργιας υπό διαμόρφωση πόλης-λιμάνι αλλά με παμπάλαιη ιστορία και ένδοξο παρελθόν και να εκφράσει τους οραματικούς στόχους μιας ανερχόμενης οικονομικά και πολιτικά τάξης που αναζητούσε το στίγμα της στο χώρο και το χρόνο. Ο θεατρικός αυτός Ναός της Τέχνης που οικοδόμησαν με το υστέρημά τους οι Πειραιείς της εποχής εκείνης του 19ου αιώνα μπορούμε να γράψουμε εκ των υστέρων ότι ήταν ισάξιος των άλλων δύο φημισμένων Θεάτρων της εποχής, εκείνο της Ερμούπολης της Σύρου 1864 και αυτό της Πάτρας 1875. Ήταν το αρχιτεκτονικό σύμβολο μιας υπό διαμόρφωσης πνευματικά και οικονομικά πόλης που κάλπαζε ακάθεκτη προς τον επόμενο αιώνα, τον 20ο. Το φτωχό(το πάλαι) αλλά ένδοξο επίνειο έπαιρνε τη “ρεβανς” από τη μητροπολιτική Αθήνα-την πρωτεύουσα που το σκίαζε και το σκιάζει αφόρητα ακόμα και σήμερα. Η σχεδιαστική αρχιτεκτονική του ευγλωττία, ο πλούσιος διάκοσμός του, η άρτια λειτουργικότητα του εσωτερικού του χώρου, ο υπέρλαμπρος θόλος του, και τα σκαλισμένα κάπως μπαρόκ θεωρεία του καθιστούν το Δημοτικό μας Θέατρο ένα διαχρονικό πολιτιστικό κειμήλιο που όχι μόνο άντεξε στο χρόνο και την φθορά αλλά μπορούμε να γράψουμε, ότι, σήκωσε στους ΄”ώμους του” την ιστορία της πόλης. Όπως αντίστοιχα το άλλο οικοδόμημα του Ιωάννη Λαζαρίμου, ο Ιερός Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου που βρίσκεται αντικρυστά του και συνομιλεί αρμονικά και μυστικά με αυτό, “χουχούλιασε” στο χώρο του τις ψυχικές ελπίδες των Πειραιωτών.
     Για την ιστορία αναφέρουμε ότι, το Δημοτικό Θέατρο θεμελιώθηκε στις 24 Ιουνίου του 1884. Τα επίσημα εγκαίνιά του γίνονται στις 9 Απριλίου του 1985. Πρώτη θεατρική παράσταση για το θεατρόφιλο Πειραϊκό κοινό είναι εκείνη της 19 Απριλίου του 1895 με το έργο του Δημητρίου Βερναρδάκη “Μαρία Δόξαπατρή”.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, εφημερίδα «Κοινωνική» 30/11/2011, σελίδα 13, για το «Πειραϊκό Σεντούκι»

Πειραιάς 26/5/2013.