ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ
Θεατρικά καθέκαστα στον Πειραιά τα χρόνια
μετά την κατοχή
Ολοκληρώνουμε
σήμερα, το δεύτερο μέρος, του σύντομου αλλά πολύτιμου σε πληροφορίες θεατρικού
«οδοιπορικού» του Γκίκα Μπινιάρη, πιστεύοντας, ότι η επαναδημοσίευσή του
συμβάλλει στην προσπάθεια τόσο της εφημερίδας μας,, -όσο και άλλων φορέων,-
ώστε, με την ευκαιρία των εγκαινίων σε λίγους μήνες του Δημοτικού μας Θεάτρου οι δημότες και συμπολίτες μας, να γνωρίσουν
τον παλαιό Πειραιά, να μάθουν το πώς διασκέδαζαν οι συγγενείς τους, πως
ψυχαγωγούνταν οι Πειραιείς πρόγονοί τους την
τελευταία περίπου 60ετία. Και, οι κάπως παλαιότεροι, να ξαναθυμηθούν
γεγονότα, καταστάσεις και στιγμές του καθημερινού τους βίου όσον αφορά τα
καλλιτεχνικά και πνευματικά τεκταινόμενα της πόλης. Το κείμενο του γνωστού μας
συγγραφέα αποπνέει λυρισμό και έντονη ευαισθησία. Είναι κείμενο γραμμένο από
καρδιάς, ενός ανθρώπου που έζησε από κοντά πρόσωπα και καταστάσεις ώστε να
μπορεί να μας καταγράψει από τα «μέσα» θα σημειώναμε τα δεκάδες γεγονότα.
Ασφαλώς, δεν στέκεται στα διάφορα θεατρικά «ντεσού» της εποχής του όπως κάνουν άλλοι «χρονικογράφοι» παρόμοιων
θεμάτων. Ούτε μας δίνει ένα πλήρες και ολοκληρωμένο «όρντινο» των χρόνων των διαφόρων θιάσων, πράγμα φυσικά δύσκολο για
ένα «οδοιπορικό» που σχεδιάστηκε για να δοθεί ως ομιλία, αλλά και δεν
συμπληρώθηκε κατόπιν. Όμως η μεγάλη θεατρική παιδεία και ευαισθησία του
Μπινιάρη φωτίζει πτυχές που είναι χρήσιμες στους ιστορικούς του Πειραίκού
χώρου, και, ιδιαίτερα όταν τα θεατρικά πράγματα συμβαδίζουν με τα κοινωνικά. Τη
να γράψει κανείς μετά από τόσα χρόνια για το χαμό τόσων αθώων ψυχών-και μάλιστα
νεανικών- την ημέρα του βομβαρδισμού; Αυτή την χαρμολυπική σημαδιακή μέρα
διασώζει με ύστερο πόνο η πένα του συγγραφέα. Και επίσης, ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι κρίσεις του όσον αφορά τα θεατρικά πράγματα και την έλλειψη
μιας ενιαίας θεατρικής στρατηγικής από τους αρμόδιους φορείς της πόλης μας την
εποχή εκείνη αλλά και σήμερα δυστυχώς ακόμα.
Οι απόψεις του
Μπινιάρη ενός ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του πάνω στην Πειραϊκή σκηνή, και, ωφέλησε με την θεατρική
του κατάρτιση αρκετούς Πειραιώτες, αλλά και «δίδαξε» αρκετούς μαθητές και
συνεχιστές του, αξίζει νομίζω να προσεχθούν και να προβληματίσουν τους
αρμοδίους έστω και εκ των υστέρων. Έστω και σε αυτή τη δραματική εποχή που
διανύουμε που τα πάντα είναι ετοιμόρροπα, επισφαλή, αβέβαια και κατά βάθος αδιέξοδα. Δεν αξίζει να αφήσουμε την ιστορία να μας
ξεβράσει στα απύθμενα βουρκάρια της. Η
ζωή είναι μοναδική και πολύτιμη, τόσο του καθενός μας όσο και των άλλων συνανθρώπων
μας. Ο Πειραιάς όπως και η χώρα μας
αξίζει καλύτερη τύχη. Από εμάς τους τωρινούς Πειραιώτες-τη δική μας γενιά- αυτή
η ιστορική πόλη περιμένει να δικαιωθεί και να συνεχίσει να υπάρχει βαδίζοντας
πάνω στα χνάρια της ιστορίας και του πολιτισμού της. Και ένα ένδοξο χνάρι της
Πειραϊκής πολιτιστικής ιστορίας υπήρξε και ο Γκίκας Μπινιάρης.
Επιμέλεια :Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Μέρος Β
Η δεύτερη
δεκαετία του αιώνα μας δεν παρουσιάζει ενδιαφέροντα. Ασφαλώς, στην απουσία
τους, θα συντέλεσαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α΄ παγκόσμιος. Όμως στο
διάστημα του «μεσοπολέμου»-απ’ τα 1920 ως την έκρηξη του Β΄ παγκόσμιου-τα νιάτα
της πόλης μας τίναξαν τη νάρκη, ζητώντας να εκτονωθούν σε μιαν ευγενική άμιλλα
συγκροτώντας, το ένα μετά το άλλο, Λογοτεχνικά και Καλλιτεχνικά σωματεία που,
όσο κι’ αν καθένα, στην ουσία, ήταν παραλλαγή του άλλου αφού, στον μεγάλο
αριθμό, τα ίδια πρόσωπα κυριαρχούσαν στην κίνηση, ως τόσο συνεργάστηκαν με
θέρμη στην επίτευξη αξιόλογων αποτελεσμάτων. Από τα σωματεία αυτά, ενδιαφέρουσα
θεατρική δράση παρουσίασαν: «Η Εταιρία διανοουμένων», ο «Λογοτεχνικός και
Καλλιτεχνικός όμιλος», η «Φιλική εταιρία νέων» και η «Καλλιτεχνική σκηνή». Με
την προσφορά της «Εταιρίας διανοουμένων», της «Φιλικής» και της «Καλλιτεχνικής
σκηνής», θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα, όταν θα αναφερθούμε στην δράση των
κύριων πρωτεργατών τους: Του Γιάννη Βουλόδημου, του Γιώργου Πυρουνάκη και του
Μιχάλη Κουνελάκη.
Ο «Λογοτεχνικός
και Καλλιτεχνικός» βλάστησε από τη «Λογοτεχνική ομάδα» που τον πυρήνα της θα
τον βρούμε στον κύκλο των συνεργατών του περιοδικού «Μποέμ», που έβγαζε ο
Κλεόβουλος Κλώνης. Το σημαντικότερο επίτευγμα του «Λογοτεχνικού-Καλλιτεχνικού»
υπήρξε η συγκρότηση του θίασου «Καινούργιο θέατρο» Στο αξιόλογο αυτό συγκρότημα
συνέπραξαν και πολλά επαγγελματικά στελέχη από τον περίφημο «Θίασο νέων» του
Παγκρατίου, που είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά, σαν θεατρικό συγγραφέα, τον
Δημήτρη Μπόγρη με τα «Αρραβωνιάσματά Του». Το «Καινούργιο θέατρο» παρουσίασε,
εκτός από άλλα, και τα δύο μονόπρακτα των Χρήστου Λεβάντα: «Το βράδυ με τη
θύελλα» και Νίκου Μαράκη: «Κάτω απ’ το ράσο». Με το θίασο συνεργάστηκαν η Λίζα
Καβάδα, ο Στέφανος Νικολαϊδης,- που σαν καθηγητής της Δραματικής, σκηνοθέτης
και δημιουργός «Παιδικών θιάσων» έχει παρουσιάσει αξιόλογη εργασία στον
Πειραϊκό χώρο-ο Τώνης Μπαρμπάτος, κι’ ακόμα ο αξέχαστος Βαγγέλης Ανουσάκης, ο
συμπαθής κι’ ευγενικός συνάδελφος, που τόσο πρόωρα χάθηκε και που τόσα πολλά θα
μπορούσε να δώσει στο Ελληνικό θέατρο. Ο Ανουσάκης είχε αποφοιτήσει από τη
Δραματική σχολή «Μπουκλάκου». Η σχολή αυτή είχε δημιουργήσει μιαν ενδιαφέρουσα
κίνηση με αξιόλογες εμφανίσεις. Θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε και την
Μουσικοδραματική σχολή «Παναγιώτη Φακιολά», με την καλή της «Πειραϊκή
μανδολινάτα»». Η αξιοσημείωτη σχολή Φακιολά είχε παρουσιάσει από σκηνής του
«Δημοτικού» ενδιαφέρουσες παραστάσεις από ερασιτέχνες ηθοποιούς, κυρίως
φοιτητές. Στην όλη κίνηση-σύμφωνα με πληροφορίες του κ. Μιχ. Ρεκλείτη- «…έδινε
αξιόλογο τόνο ένας τύπος μποέμ, φοιτητού-ηθοποιού, ο πολύς Μήτσος Μοδέλος».
Σημαντική υπήρξε και η συμβολή της Δραματικής σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου
που ιδρύθηκε το 1920 με πρώτους διευθυντές την Ξαβ. Κανελλοπούλου και τον Πάνο
Καλογερίκο και από το 1924, τον Μιχάλη Κουνελάκη. Η σχολή, παράλληλα με την όλη
της δράση, έδωσε στο θέατρο λαμπρούς συναδέλφους: Τον Μιχάλη Καλογιάννη, την
αξέχαστη Λίνα Βώκου, την Άννα Εμμανουήλ, τη Μαίρη Λεκκού, και την Καίτη
Σταυριανού. Από την ίδια σχολή αποφοίτησαν και δύο ακόμα σπουδαία ταλέντα, που
δεν «βγήκαν στη σκηνή». Η Κίτσα Μαλικούτη και η Έλλη Αλεξάκη. Μετά μακρά
διακοπή εργασιών-από τα χρόνια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου-η σχολή
ξαναλειτούργησε το 1963 έχοντας δημιουργήσει, ως σήμερα, σημαντικό έργο και
συντελέσει στην όλη πνευματική κίνηση της πολιτείας μας. Ικανός αριθμός από
άξια στελέχη που αποφοίτησαν ευδοκιμούν στο Ελληνικό θέατρο, όπως οι: Γιώργος
Γύζης (είναι και αξιόλογος ζωγράφος), Βασ. Πλατάκης, Γιώργος Γαλάντης (που
διδάσκει στη σχολή το μάθημα Σκηνογραφίας και Ενδυματολογίας), Λέττα και Κώστας
Κόνιαρης, Στ. Αβδούλος, Κάρμεν Ρουγγέρη, Γιώργος Αρμαδώρος, Μπ. Τσιτσάκης,
Γεωργία Εμμανουήλ, Ρίτσα Μπαμπάκου, Χρίστος Αυθίνος, Γιώργ. Ζωγράφος, Γιώργος
Δάφνης, Κέλλυ Μαρκαντωνάτου, Λία Πανταζή, Δημ. Πικάσης, Τάκης Σαρίδης, (που
τελειώνει και σπουδές σκηνοθεσίας στο Pittspurg των Η.Π.Α), Αλέξης Σταυράκης,
Γιώργος Μαρκόπουλος, Μάνος Βενιέρης (με υπολογίσιμο συγγραφικό ταλέντο), Μαρία
Μπονίκου, Δήμητρα Σταμπουλίδου, (με λαμπρές σπουδές και εκφραστικού χορού σε
μεγάλες σχολές Αγγλίας και Αυστρίας), Άννα Πετρίδου (με ανώτερες και εκείνη
σπουδές σκηνοθεσίας στην Αγγλία),Δέσποινα Δαδίνη, Νένη Δόμπροβιτς, Γιώργος
Κώνστας, Αθηνά Σπανού, Νίκος Δαφνής, Ρόρη Αναστασίου, Κοραής Δαμάτης, Μαρία
Βοσνάκη, Γιώργος Μπαρμπαρέσος, Μαρία Αναιρούση, Άννα Τσώνη, κι ακόμα οι Δήμητρα
Έξαρχου, Δώρα Μπαλάσκα, Γιώργος Γεροκομής, Γιώργος Ταχριτζίδης, Δημ.
Πετρακόπουλος, Πάκη Γιαννούλη (διευθύνει τη σχολή Μπαλέτου Πειραϊκού
Συνδέσμου), Νόρα Κουκουμπέτσου, Μιχ. Μιχαήλος, Χρ. Παναγιωτέλης, κ. ά,
Μοναδική, τέλος είναι η προσπάθεια που καταβάλει στη Μελβούρνη της Αυστραλίας ο
απόφοιτος Νίκος Σκιαδόπουλος. Μέσα σε δύο χρόνια ίδρυσε το Πνευματικό κέντρο
«Γέφυρα», συγκρότησε Δραματική σχολή και Πειραματικό θέατρο που ανέβασε, με
λαμπρή επιτυχία, έργα Ελληνικά και Αγγλικά και πρωτοστατεί σε κάθε πνευματική
κίνηση για τη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και Θεάτρου.
Αλλά εκτός από
τις ημιεπαγγελματικές αυτές προσπάθειες, που τις χαρακτήριζε μια ποιότητα, δεν
υπήρξε ασήμαντη και η λειτουργία των, καθαρά, επαγγελματικών θιάσων. Γύρω στα
1930 εμφανίστηκαν στη σκηνή του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΎ» δύο θίασοι οπερέτας: Των
Δράμαλη-Χαντά- Πατρικίου και του Αρτάντωφ, όπου με γενική είσοδο 12,50 δραχμών
παρουσίασαν το σύνολο σχεδόν από τις Ελληνικές και ικανό αριθμό ξένες. Ενώ στα
1932 ο θίασος των μεγάλων Καλλιτέχνιδων Μ. Κοτοπούλη και Κυβέλης, έπαιξαν τη
«Μαρία Στιούαρτ» του Σίλλερ, την «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω και άλλα. Παράλληλα
παρουσιάζονταν, πρόχειρα συγκροτημένοι, θίασοι Μελοδράματος, ενώ κάθε Κυριακή
πρωϊ δίνονταν με πρωτοβουλία των Δημοτικών Αρχών, Κυριακάτικα
Μουσικο-Φιλολογικά πρωϊνά, με 5 δραχμές είσοδο. Στα πρωϊνά αυτά –που βασική
θέση είχε η Φιλαρμονική του Δήμου-πολλές φορές τραγούδησαν ο μεγάλος Πειραιώτης
καλλιτέχνης του Μελοδράματος Γιάννης Αγγελόπουλος, (ο θαυμάσιος ερμηνευτής του
«Ριγκολέττο») καθώς και οι: Πέτρος Επιτροπάκης, Μιρέϊγ Φλερύ, Ευάγγελος
Μαγκλιβέρας, Φρόσω Κοκκόλα, Ζανής Καμπάνης, Μαίρη Ταμπάση καθώς και
πρωταγωνιστές του θεάτρου πρόζας. Κατά κύριο όμως λόγο, τα τελευταία
προπολεμικά χρόνια, τη σκηνή του Δημοτικού λυμαίνονταν διάφοροι αυτοσχέδιοι
θίασοι, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως τις προσπάθειες της «Πειραϊκής
Σκηνής» από τους Νίκο Μαράκη και Κύπρο Φραγκούλη καθώς και κείνην του Στ.
Νικολαϊδη για ένα «Εργατικό θέατρο».
Εκτός από τη
σκηνή του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ» και τις άλλες
των «Διονυσιάδη», «Τσόχα», και «Κεντρικού» υπήρξαν κάποιες λιγότερο σημαντικές που συμπλήρωναν
όμως την όλη θεατρική κίνηση. Όπου, σήμερα, το τουριστικό περίπτερο «Ζέα»,
βρίσκονταν εκείνα τα χρόνια, το κέντρο «Νίκου Λελούδα», που συγκέντρωνε,
ιδιαίτερα τα βράδια του καλοκαιριού, τον λεγόμενο «καλό κόσμο» της πόλης. Πλάϊ
στο κέντρο, με πρόχειρο, σανίδωμα, είχε στηθεί «σκηνή» που πάνω της, εκτός από
ταχτικό θέαμα «Βαριετέ», εμφανίστηκαν και διαλεχτοί Αθηναϊκοί θίασοι. Η Μ.
Κοτοπούλη, ο Βασ. Λογοθετίδης , ο Αργυρόπουλος,
κ. ά. Πάνω από το κέντρο, και πλάϊ στη λεωφόρο, υπήρχε άλλη σκηνή που,
στο πρόγραμμά της, συναλλάσσονταν «Θίασος σκιών» του αμίμητου στο είδος του
Μώρου, με την χαριτωμένη, κάτω απ’ την οθόνη, επιγραφή «Μην γελάσετε πριν ιδήτε» και θίασοι
«δευτέρας διαλογής» με πρωταγωνιστές την Τιτίκα Σοφιάδου,
την Γκόλφω Μπίνη, τον Παλληκαρόπουλο κι’ έναν καλό «καρατερίστα» τον Ξένο, που,
κατά την ταπεινή μας γνώμη, άξιζε μια καλύτερη τύχη, αν τον πρόσεχαν! Σε μια
άλλη σανιδένια σκηνή, στο κατάκεντρο του Πασαλιμανιού, εμφανίζονταν άλλος
θίασος ποικιλλιών όπου θριάμβευε, ντυμένος γυναικεία, ο αμίμητος κωμικός
Γιώργος Χριστοδούλου. Επίσης πάνω από τον «Όμιλο ερετών» το επονομαζόμενο
«Λεμβαρχείο», έδινε παραστάσεις άλλος «θίασος σκιών» του Δεδούσαρου που, σαν
γέρασε, συνέχισε τις παραστάσεις, ο μοναδικός στο είδος Χρήστος Χαρίδημος κι
αργότερα ο γιός του Γιώργος Χαρίδημος.
Στη σκηνή του
«Δημοτικού» βαδίσαμε και τα πρώτα μας θεατρικά βήματα και ασκηθήκαμε στα συγγραφικά
μας «πρωτόλεια». Είταν η εποχή που θαρρούσαμε πως ο Κόσμος άρχιζε και τελείωνε
σε μας και πως αρκούσε μια κίνηση για να τον κλείσουμε στη φούχτα μας. Αργότερα
ήρθε η γνώση κι’ ακόλουθα η επίγνωση να φέρει την οδυνηρή διάψευση των ονείρων,
τη συνειδητοποίηση των αθώων μας «εγκλημάτων» που την άφεση αμαρτιών μπορούσε
να δώσει μονάχα ο νεανικός μας ενθουσιασμός. Βασικό κίνητρο, για το ξύπνημα της
αγάπης μας προς το θέατρο, στάθηκαν οι σχολικές παραστάσεις που, πρώτος
εμπνευστής τους και πρωτεργάτης- τουλάχιστον στο Α Γυμνάσιο- είταν ο Γιώργος Πυρουνάκης,
απ’ τον οποίον και παραλάβαμε τη σκυτάλη. Ένα από τα έργα μας αυτά είναι
συνδεμένο με πικρές μνήμες. Σε συνεργασία με τον φίλο Νίκο Κατσικάρο και με
υλικό μαθητές του, οργανώναμε θεατρικές παραστάσεις, στον καιρό της κατοχής,
για ενίσχυση οικονομική της Εθνικής αντίστασης. Με την αιγίδα της «Φιλολογικής
Στέγης» ανεβάσαμε στην αίθουσα του «Πειραϊκού» στις 10 του Γενάρη 1944 στις
2.30 το μεσημέρι! το «Γαλήνιο Ξημέρωμα»! Μοιραίος ο τίτλος! Συνάδελφοι του «Εθνικού»
συνεργάστηκαν-ευγενώς- στην παράσταση. Ο Τζόγιας, ο Αλέκος και η Βέρα
Δεληγιάννη, ο Πέτσος, ο Μετσόλης, η Μ. Οικονομίδου κ. ά. Γενναία μας βοήθησαν
οι λαμπρές κοπέλες-δασκάλες της
«Οικοκυρικής σχολής του Δήμου Πειραιώς», πουλώντας εισιτήρια. Την άλλη μέρα το
μεσημέρι τις επισκέφτηκα για να ρυθμίσουμε τα «οικονομικά» (πουλημένα εισιτήρια
επιστροφές κτλ) Ως να «τελειώσουν» μιλούσαμε με την ακριβή φίλη, την άξια
Ελληνίδα πεζογράφο την Πειραιωτοπούλα, δημιουργό του «Σκελετόβραχου», την
αλησμόνητη Εύα Βλάμη, που δίδασκε πιάνο στη σχολή. Χτύπησε συναγερμός. Ή Εύα
Βλάμη φοβήθηκε, παράλογα, και με παρέσυρε στο μέγαρο του «Πειραϊκού» που
βρίσκονταν δίπλα ακριβώς… «Γιατί, όπως είπε, είταν καινούργιο, πολυόροφο και θα
μας προστάτευε από τις βόμβες!». Μάταια αγωνίστηκε να πείσει και τις κοπέλες να
μας ακολουθήσουν, αμέσως. «Πηγαίνετε σείς, ως να τελειώσουμε σε δύο λεφτά-της
είπαν-και φτάσαμε!» Αληθινά καταφύγαμε στα γραφεία του Πειραϊκού Συνδέσμου. Σε
λίγα λεπτά άρχισε ο όλεθρος του… γαλήνιου ξημερώματος της 11 του Γενάρη. Η
αγωνία μας για την καθυστέρηση των κοριτσιών, κορυφώθηκε… Δεν ήρθαν… δίπλα,
καθώς υποσχέθηκαν. Πήγαν, για..
καλύτερα, μισό χιλιόμετρο μακριά, στο μέγαρο της
«Ηλεκτρικής», και σκοτώθηκαν όλες!.
Η περιπέτεια της
«κατοχής» νέκρωσε σχεδόν κάθε κίνηση. Λίγες παραστάσεις δόθηκαν στην αίθουσα
του «Πειραϊκού Συνδέσμου, γιατί το «ΔΗΜΟΤΙΚΟ» αργούσε κι’ ακόμα στο «Καπιτόλ»
για μικρό διάστημα, εμφανίστηκε Αθηναϊκός θίασος.
Μετά την
απελευθέρωση ξαναρχίζει εντατική η κίνηση, για τη συγκρότηση ενός θεάτρου
τέχνης, με καινούργια θέρμη. Δημιουργούμε στον «Αγγλοελληνικό Σύνδεσμο» -με τη
συνεργασία του ακάματου Γραμματέα του Νίκου Παναγιωτόπουλου- «Πειραματική
σκηνή», με σπουδαστές, η οποία εκτός της αξιόλογης γενικότερης προσπάθειας,
έδωσε στο θέατρο τους Πειραιώτες συναδέλφους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Ανδρέα
Μπάρκουλη και το θεατρικό συγγραφέα Νίκο Καμπάνη. Θετική ακόμα υπήρξε και η
συμβολή της θεατρικής ομάδας του Λυκείου ο «Πλάτων» του Περ. Παπαϊωάννου, με το
ανέβασμα- μέχρι σήμερα- μιας σειράς, πάνω από πενήντα, θεατρικών έργων!
Στον
επαγγελματικό τομέα εξακολούθησε στο «Δημοτικό» η χωρίς κανέναν έλεγχο και
σύστημα, αλληλοδιαδοχή Αθηναϊκών θιάσων, με σπουδαιότερες «επισκέψεις» του
Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής, ενώ το 1965 άρχισε τη λειτουργία του
ένα άλλο χειμερινό θέατρο, κάτω από το χτίριο των Τεχνικών σχολών «Αρχιμήδης»,
η «Αυλαία», δημιουργημένο από τον Πειραιώτη συνάδελφο Μπάμπη Κράλιοβιτς. Σπουδαία
υπήρξε η ίδρυση του «Πειραϊκού Θεάτρου» του Δημήτρη Ροντήρη που, εκτός από τις
παραστάσεις στο «Δημοτικό», έδωσε και άλλες αρχαίας τραγωδίας σε, πρόχειρα
διασκευασμένο, χώρο στο λόφο της Καστέλλας και ακόλουθα επιχείρησε μεγάλη σειρά
περιοδειών σε όλα σχεδόν τα μάκρη και τα πλάτη της γης. Τα εντελώς τελευταία
χρόνια η Δημοτική αρχή, χάρις στον Αριστείδη Σκυλίτση, πλούτισε την πόλη με ένα
θαυμάσιο θερινό θέατρο στο λόφο της Καστέλλας, ανακαίνισε το «Δημοτικό» και
διαμόρφωσε το θεατράκι του Πασαλιμανιού «Ολύμπια» σε «Πειραϊκό-Λυρικό». Ακόμα,
για τη στέγαση της «Πειραματικής σκηνής Πειραιώς»… διαμόρφωσε σε θέατρο τον
κινηματογράφο «Πειραιεύς», που, τελικά, τον παραχώρησε σε… επαγγελματικούς
θιάσους.
…..παρά την όντως
ενδιαφέρουσα κίνηση που αναφέραμε λίγο πριν, τα θεατρικά καθέκαστα της
εκατονταετίας που πέρασε, ανεξάρτητα από τις, επί μέρους, φιλότιμες
προσπάθειες, μικρών ή μεγάλων φιλοδοξιών, κινήθηκαν μέσα στα πλαίσια της τόσο
γνώριμης, Ελληνικής προχειρότητας-παρά την ισχνή παρουσία λαμπρών εξαιρέσεων
που η στείρα άρνηση και η ραγιάδικη αδιαφορία έσβησαν τους ενθουσιασμούς –χωρίς
έρμα, χωρίς ένα κάποιο σύστημα, χωρίς τη μελέτη και εφαρμογή ενός μακρόπνοου
προγράμματος. Δεν έγινε συνείδηση, όχι
μονάχα στους αρμόδιους αλλά και σε κείνους που θα μπορούσαν να
συνδράμουν, ότι μία από τις βασικές επιδιώξεις τους είταν η αξιοποίηση του αριστουργηματικού
Δημοτικού μας θεάτρου, όχι σαν οικοδομήματος, αλλά σαν πνευματικής στέγης.
Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι το κοινό μας χαρακτηρίζει μια κάποια ιδιομορφία.
Παρά την στενή γειτνίαση με την πρωτεύουσα, άλλα είναι τα ενδιαφέροντά του.
Πιστεύω ότι δεν ενσκύψαμε με την απαιτούμενη στοργή ν’ ακούσουμε τους παλμούς
της καρδιάς του, να γνωρίσουμε ποιες είναι οι πνευματικές του ανάγκες ώστε με
τον επιβαλλόμενο τρόπο να τις θεραπεύσουμε…
Γκίκα
Μπινιάρη, «Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής» εκδ. Πειραϊκού Συνδέσμου,
Πειραιάς 1976
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, εφημερίδα «Κοινωνική», μέρος (Β) Τετάρτη
11/1/2012 σελ. 13.
Πειραιάς 26/5/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου