ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ
Δυστυχώς η πόλη μας,
το ξακουστό (το πάλαι) επίνειο της πρωτεύουσας με την μακραίωνη ιστορία και τα
θρυλικά Μακρά Τείχη, δεν είχε την τύχη της Αθήνας. Ίσως γιατί δεν την
προστάτευε καμιά γλαυκώπις Θεά των Τεχνών και της Σοφίας. Και ακόμα, γιατί δεν
υπήρξε κανένας φιλέλληνας ηγεμόνας της Ευρώπης συναισθηματικά ή ρομαντικά
δεμένος με το περιβόητο αυτό της αρχαιότητας λιμάνι. Δεν στάθηκε για μας, ένας
βασιλιάς της Βααυρίας, -όπως ο (Λουδοβίκος ο Α΄) που λάτρευε την πολιτιστική
κληρονομιά και το αρχαίο μεγαλείο, του νεοσύστατου Ελληνικού κρατιδίου, -που μετά
την απελευθέρωσή μας από τους Οθωμανούς, άσκησε την επιρροή του στην εδώ
Αντιβασιλεία, ώστε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Η
πλησμονή αυτή της ιστορίας, ίσως, ήταν μοιραία για την πόλη του Πειραιά. Από
την άλλη όμως, ο πολεοδομικός του σχεδιασμός από έναν «νέο Ιππόδαμο» όπως
απεκάλεσαν τον Gustav Eduard Schaubert
(Μπρεσλάου Ιούλιος του 1804-Σιλεσία 30 Μαρτίου του 1860) ήταν ότι αρμονικότερο
θα μπορούσε να της συμβεί. Η αγάπη του νεαρού αρχιτέκτονα για την Ελλάδα που
την θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του, τον ώθησε να σχεδιάσει την ρυμοτομία της
Αθήνας και του Πειραιά. Η σχεδιαστική αυτή «σύζευξη» των δύο πόλεων πρόσφερε
πνοή σε αυτό το παραμελημένο και σχεδόν ακατοίκητο λιμάνι.
Θεωρώ, ότι οφείλει η πόλη μας (τουλάχιστον) να του στήσει
έναν ανδριάντα ή μια προτομή καθώς και στον αρχαίο Ιππόδαμο.
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΑΟΥΜΠΕΡΤ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
«Η ΝΕΑ ΠΟΛΗ» ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Κατά τη διάρκεια
της Τουρκοκρατίας ο Πειραιάς παρουσίαζε την εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης.
Οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοί του ήταν οι λιγοστοί καλόγεροι της μονής του
Αγίου Σπυρίδωνα. Μόλις το 1829 κατέφθασαν οι πρώτοι πέντε «έποικοι» του
Πειραιά, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Θεσσαλός αγωνιστής του 1821 Γιαννακός Τζελέπης. Το 1834, όταν η
πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα,
ξεκίνησε το ενδιαφέρον για την κατοίκηση του επινείου της πόλης. Τον Δεκέμβριο
του 1835 συγκροτήθηκε ο πρώτος δήμος του Πειραιά, έχοντας 300 μόνιμους
κατοίκους. Τον επόμενο χρόνο οι Πειραιώτες ανέρχονταν στους 1.011 κατοίκους και
έκτοτε η ανάπτυξη της πόλης ήταν αλματώδης.
Ο Σάουμπερτ, μαζί με
τον Κλεάνθη, εκπόνησε το σχέδιο του νέου Πειραιά, την ίδια περίπου χρονική
περίοδο με τα αντίστοιχα σχέδια των Αθηνών και της Ερέτριας (1834). Η βάση της σχεδιαστικής αρχής
για την πόλη αυτήν ήταν τα διαγωνίως διατεταγμένα μεταξύ τους τμήματα του
πολεοδομικού ιστού πάνω σε ένα οδικό σύστημα σχήματος ορθογωνίου κανάβου. Η χωροθέτηση της νέας πόλης είχε προσανατολισμό προς τη θάλασσα και
αναπτυσσόταν μόνο πάνω στο σχετικά επίπεδο
γεωγραφικό τμήμα της περιοχής της Πειραϊκής. Επιπλέον, η διάταξη των οδών
στα ανατολικά (δηλαδή προς την Πειραϊκή χερσόνησο) προβλεπόταν να δημιουργηθεί
σχεδόν με τον ίδιο προσανατολισμό τον οποίον είχε το ιπποδάμειο σύστηματης
κλασικής πόλης του 5ου αιώνα π.χ. Οι δύο πολεοδόμοι δεν πρότειναν
για ανοικοδόμηση τις περιοχές των υψωμάτων της Μουνιχίας και της Ακτής στα
νοτιοδυτικά, επειδή εκεί δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα αυστηρό γεωμετρικό
ορθογώνιο σύστημα οδών λόγω του
βραχώδους υπεδάφους. Αντ’ αυτού ο Σάουμπερτ επέλεξε τη σχετικά επίπεδη περιοχή
της Πειραϊκής χερσονήσου, προτείνοντας ένα οδικό σύστημα ώστε οι κύριοι άξονές
του να είναι παράλληλοι ή κάθετοι προς την κορυφογραμμή των πέριξ υψωμάτων.
Επίσης, ιδιαιτέρως εντυπωσιακή ήταν η πρόβλεψη δημιουργίας δύο διαφορετικής
λειτουργίας επικέντρων. Στον κόλπο του
Κανθάρου, ο οποίος ήταν το εσώτατο σημείο του λιμανιού, θα ανεγείρετο ένα
μεγάλο εμπορικό κέντρο, περιλαμβάνοντας δύο δημοτικές αγορές, ένα θέατρο και
χρηματιστήριο. Ακόμη, θα
κατασκευάζονταν δύο πλατιές προκυμαίες και γύρω από αυτές θα εκτείνονταν κήποι
μεγάλου μήκους. Μάλιστα, οι δύο εμπνευσμένοι πολεοδόμοι πρότειναν την επίχωση
των αβαθών υδάτων του εσωτερικού κόλπου στα βορειοδυτικά του κυρίως λιμανιού
ούτως ώστε η διάταξη των προκυμαίων να είναι συμμετρική και χρηστική.
Επιπροσθέτως, με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργείτο μια επίπεδη έκταση για την ανέγερση
του δυτικού τμήματος της νέας πόλης του Πειραιά. Τέλος, η κεντρική πλατεία, η οποία θα κατασκευαζόταν στη διασταύρωση
των κυρίων οδικών αξόνων στο
εσωτερικό της χερσονήσου (στο σημείο της αρχαίας αγοράς), θα πλαισιωνόταν από
κτήρια διοικητικών υπηρεσιών και πολιτιστικών εκδηλώσεων(π.χ. βιβλιοθήκη,
γυμνάσιο, δημαρχείο, τράπεζες κ.ά.), τα οποία θα ήταν συμμετρικά τοποθετημένα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Πειραιάς θα γινόταν μία ιδιαιτέρως λειτουργική
πόλη-λιμάνι τόσο για τους διαμένοντες σε αυτήν όσο και για τους επισκέπτες.
Συνολικά, η περιοχή
δόμησης του σχεδίου κατελάμβανε 1.400
στρέμματα, αντιπροσωπεύοντας το 65%
της συνολικής προβλεπόμενης έκτασης της νέας Αθήνας. Επίσης, υπολογίζοντας τη
μέση πυκνότητα κατοίκησης του νέου Πειραιά, μετά την πλήρη ανοικοδόμησή του, η
πόλη θα μπορούσε να φιλοξενήσει περί τους 30.000
κατοίκους (δηλαδή 20 κατοίκους ανά στρέμμα).
Η δομή του Πειραιά,
την οποία πρότεινε ο Σάουμπερτ, περιελάμβανε δύο μεγάλες αλλά ανεξάρτητες
συνοικίες στον στενό κόλπο του Κανθάρου οι οποίες θα ήταν τοποθετημένες μεταξύ
τους υπό γωνία 60 μοιρών και θα τέμνονταν από ένα ορθογώνιο οδικό σύστημα. Στον
πολεοδομικό ιστό της πόλης προβλεπόταν η ανέγερση ενός δεύτερου ανακτόρου, από
το οποίο θα ξεκινούσαν οι κεντρικές οδοί σε ακτινωτή διάταξη, όπως είχε
σχεδιαστεί και για το παλάτι στην Αθήνα. Ειδικότερα, η μεσαία οδός, η οποία θα
ήταν και η κύρια, θα αποτελούσε τον άξονα συμμετρίας του ανακτόρου αλλά και
ολόκληρης της πόλης, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως την άμεση οπτική επαφή του
παλατιού με το λιμάνι. Μάλιστα, οι κύριοι οδικοί άξονες θα
προσαρμόζονταν με ιδανικό τρόπο στις τοπογραφικές ιδιομορφίες, αναδεικνύοντας
τα καίρια σημεία της νέας πόλης. Εξάλλου, ο κεντρικός οδικός άξονας, ο
οποίος θα συνέδεε το λιμάνι με τα ανάκτορα, στην προέκταση του (οδός Πειραιώς) θα
έφθανε ως την Αθήνα, ακολουθώντας τη χάραξη των αρχαίων Μακρών Τειχών.
Επιπλέον, τρεις μικρότερου μήκους κύριες οδοί με εγκάρσια κατεύθυνση θα συνέδεαν τον κεντρικό λιμένα με το λιμάνι
της Ζέας (Πασαλιμάνι), στα ανατολικά. Γενικότερα, λοιπόν, η κεντρική ιδέα για
τον σχεδιασμό του νέου Πειραιά ήταν η ισόρροπη ανάπτυξη της πόλης γύρω από ένα
φυσικό σημείο αναφοράς, δηλαδή το κυρίως λιμάνι.
Ο Σάουμπερτ είχε προβλέψει αφ’ ενός τη δημιουργία μιας
λειτουργικής εμπορικής πόλης και αφ΄ ετέρου τη διαμόρφωση άνετων χώρων
διαβίωσης των κατοίκων της, αφού οι σχεδιασμένες οδοί και πλατείες θα ήταν
ιδιαιτέρως ευρύχωρες. Συγκεκριμένα, οι κεντρικοί δρόμοι θα είχαν πλάτος 25 μ.
ενώ οι υπόλοιποι 12 μ. Επίσης, οι τρεις μεγάλες πλατείες θα κάλυπταν μια έκταση
1.350 τ.μ. η καθεμία, ενώ παρομοίων διαστάσεων θα ήταν και η πλατεία Εμπορείου,
στον μυχό του λιμανιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω κοινόχρηστοι χώροι
(δρόμοι και πλατείες) θα κατελάμβαναν 400 στρέμματα, δηλαδή το 28,5% της
συνολικής επιφάνειας της πόλης, ποσοστό το οποίο θεωρείται ιδανικό ακόμη και
για τις σύγχρονες ανάγκες κυκλοφορίας μιας μεγαλούπολης. Ακολούθως οι κατοικίες
θα κατανέμονταν σε 95 οικοδομικά τετράγωνα ορθογωνίου σχήματος, καταλαμβάνοντας
έκταση 6 στρεμμάτων το καθένα εξ αυτών. Συνολικά, δηλαδή, προβλεπόταν η κάλυψη
570 στρεμμάτων για την ανέγερση των κατοικιών του Πειραιά, ποσοστό το οποίο
αντιστοιχούσε στο 41,8 % της επιφάνειας της πόλης.
Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί κάποια γραπτή περιγραφή για τη
μορφή των οικιστικών ζωνών αλλά πιθανολογείται ότι οι σχεδιαστές θα πρότειναν
ένα συνεχές σύστημα δόμησης λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους των οικοδομικών
τετραγώνων. Τέλος, είχε προβλεφθεί η δημιουργία δύο μεγάλων χώρων πρασίνου (του
κήπου των ανακτόρων έκτασης 200 στρεμμάτων και του άλσους του νεκροταφείου
έκτασης 65 στρεμμάτων), ενώ οι κύριοι οδικοί άξονες θα εξωραΐζονταν με
δενδροστοιχίες και η ακτή θα πλαισιωνόταν από δύο λωρίδες πρασίνου.
Οι αρχιτέκτονες και οι αρμόδιοι κρατικοί αξιωματούχοι όμως επέκριναν
τον Σάουμπερτ, θεωρώντας ότι είχε σχεδιάσει υπερβολικά μεγάλου μεγέθους δημόσια
κτήρια, τα οποία έμοιαζαν εκτός κλίμακας, ενώ η υλοποίησή τους θα επιβάρυνε
ακόμη περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό. Ειδικότερα, οι αποθήκες
διαμετακομιστικού εμπορίου θα είχαν μήκος 280 μ. καλύπτοντας μια επιφάνεια 30
στρεμμάτων, το συγκρότημα του λοιμοκαθαρτηρίου θα είχε μήκος 500 μ. και το ανάκτορο
250 μ. Ο Σάουμπερτ όμως αιτιολόγησε αυτή τη σχεδιαστική του υπέρβαση
υποστηρίζοντας ότι τα προτεινόμενα δημόσια κτήρια ήταν πράγματι μεγαλύτερα από
ό,τι θα έπρεπε αλλά επειδή στη μελέτη του δεν συμπεριλαμβάνονταν παρά μόνον οι
μισές από τις αναγκαίες κρατικές εγκαταστάσεις, θα μπορούσε να μειωθεί ο όγκος
των πρώτων από αυτές και στο μέλλον να ανεγερθούν οι υπόλοιπες υπηρεσίες στον
υπολειπόμενο ελεύθερο χώρο. Επιπλέον, ο Σάουμπερτ υποστήριξε ότι θα ήταν πιο
συμφέρουσα λύση για την κυβέρνηση να αγοράσει τα προτεινόμενα αγροτεμάχια
εκείνη τη χρονική περίοδο, διότι οι τιμές τους ήταν ακόμη χαμηλές, ενώ
μελλοντικά σίγουρα θα υπερδιπλασιάζονταν και το κόστος θα ήταν μεγαλύτερο για
το ελληνικό δημόσιο. Γενικότερα, σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, προβλεπόταν η
ανέγερση 29 δημοσίων κτηρίων για τη στέγαση διοικητικών και υγειονομικών υπηρεσιών,
καθώς επίσης και πολιτισμικών χρήσεων και κοινωνικών παροχών. Αναλυτικότερα,
προβλεπόταν η κατασκευή νεκροταφείου, νοσοκομείου, λοιμοκαθαρτηρίου, σφαγείου
και υγειονομικής υπηρεσίας, σε κατάλληλα σημεία, περιφερειακά της πόλης.
Οι Σάουμπερτ και Κλεάνθης όμως έδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία και
στον καλλωπισμό της νέας πόλης. Σχεδίασαν με ακρίβεια όλα τα εξωραϊστικά
στοιχεία του αστικού χώρου, όπως π.χ. δενδροστοιχίες, μνημεία, σιντριβάνια,
φυλάκια κ.ά., προτείνοντας συνάμα ενδιαφέρουσες διαμορφώσεις ορισμένων οδών.
Εισηγήθηκαν την αποκοπή μικρού τμήματος (σε βάθος 5 μ.) των γωνιών των
οικοδομικών τετραγώνων σε κεντρικές διασταυρώσεις, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό
παραλληλόγραμμων χώρων, υπό μορφή μικρής πλατείας. Αυτή η πρωτοποριακή για την
εποχή ρυμοτομική πρόταση θα είχε ως επακόλουθο τη διεύρυνση του οπτικού πεδίου
αλλά και τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή ασφάλεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι το
καινοτόμο σύστημα της αποκοπής των γωνιών των οικοδομικών τετραγώνων
εφαρμόστηκε από τον Καταλανό πολεοδόμο Ιλδεφόνσο Σέρδα στη Βαρκελώνη 25 χρόνια
αργότερα. Επίσης, ο Σάουμπερτ είχε σχεδιάσει μια σειρά μικρών πλατειών, ενώ
στις δυτικές συνοικίες της πόλης είχε προβλέψει να γίνουν μικρές διαπλατύνσεις
στο κέντρο των προσόψεων των κατοικημένων ζωνών έτσι ώστε να δημιουργηθούν
μικροί ορθογώνιοι ελεύθεροι χώροι. Τέλος, ιδιαίτερα καλαίσθητη και ευφυής
πρόταση ήταν η διάνοιξη μιας διώρυγας στη δυτική συνοικία, η οποία θα ήταν
διατεταγμένη κάθετα προς την προκυμαία και θα κατέληγε σε μια τεχνητή κοιλότητα
διαστάσεων 80Χ30 μ. Η τελευταία βρισκόταν στο κέντρο του δυτικού τμήματος της
πόλης και γύρω της θα αναπτύσσονταν τα συγκροτήματα αποθηκών. Μάλιστα, η
διέλευση πάνω από τη διώρυγα θα γινόταν με δύο γέφυρες-καλλιτεχνήματα, κατά
μήκος των εγκαρσίων οδών, θυμίζοντας τα αντίστοιχα ζεύγματα στο Μεγάλο Κανάλι
της Τεργέστης.
Έναν ακόμη μνημειώδη και καλαίσθητο τόπο αναψυχής για τους
Πειραιώτες θα αποτελούσε ο κήπος των
ανακτόρων. Στον χώρο αυτόν ο Σάουμπερτ είχε συνδυάσει ποικίλους
κηποτεχνικούς ρυθμούς, προσαρμοσμένους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
ανάγλυφου του εδάφους. Βαθμιδωτοί κήποι ιταλικού ρυθμού θα ξεκινούσαν από τα
ανατολικά, όπου ήταν και το υψηλότερο σημείο του πάρκου, και θα κατέληγαν στο
κοίλον ενός εγκαταλελειμμένου λατομείου, ενώ στη συνέχεια οι δενδροφυτεύσεις θα
συνεχιζόταν προς τη βόρεια πλαγιά του υψώματος, φθάνοντας ως τον κεντρικό οδικό
άξονα των ανακτόρων. Στο βορειοδυτικό τμήμα του πάρκου, του οποίου η έκταση
ήταν επίπεδη, η διαμόρφωση των κήπων θα γινόταν σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα
κηποτεχνίας, με παρτέρια σε γεωμετρική διάταξη.
Τον Αύγουστο του 1834 ο Κλέντσε υπέβαλε στην ελληνική
Αντιβασιλεία μια επιστολή στην οποία εντόπιζε, μεταξύ άλλων, ορισμένες αστοχίες
του σχεδίου του Σάουμπερτ για τη νέα πόλη του Πειραιά και πρότεινε κάποιες
τροποποιήσεις. Αρχικώς, διαπίστωσε ότι οι τοίχοι της μεγάλης διαμετακομιστικής
αποθήκης του λιμένα ήταν τοποθετημένοι σε άμεση επαφή με τη θάλασσα, δίχως να
περιβάλλονται από μια προστατευτική προκυμαία ή μια παραλιακή οδό. Αντ’ αυτού ο
Κλέντσε πρότεινε την ελάττωση του μεγέθους των (ήδη μεγάλων) αποθηκών και τη
δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας μεταξύ της θάλασσας και του κτηρίου. Επίσης, ο
ίδιος αρχιτέκτονας επεσήμανε την κακή σχεδιαστικά τοποθέτηση των κτηρίων του
ταχυδρομείου και του πανδοχείου στην πλατεία μπροστά από τα ανάκτορα. Διαφώνησε
και με το μέγεθος των προτεινομένων κτηρίων του χρηματιστηρίου και του θεάτρου,
υποστηρίζοντας ότι αυτά θα ήταν διπλάσια ή ακόμη και τριπλάσια των αντίστοιχων
ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Εξέφρασε επιπλέον τις επιφυλάξεις του για τη δημιουργία
εκτεταμένων δενδροστοιχιών στους μεγάλους οδικούς άξονες προς τη Μουνιχία, αφού
το έδαφος ήταν ιδιαιτέρως βραχώδες και η περιοχή άνυδρη. Μάλιστα, στην
επισήμανση αυτή συμφώνησαν αμφότεροι οι αρχιτέκτονες του αρχικού σχεδίου (ο
Σάουμπερτ και ο Κλεάνθης), προτείνοντας από κοινού τη διατήρηση του μεγάλου
πλάτους του δρόμου, ούτως ώστε να δημιουργηθούν μεγάλοι κήποι μπροστά από τις
κατοικίες.
Σήμερα ο Πειραιάς
καλύπτει μια έκταση 11 τ. χλμ. και ο αριθμός των κατοίκων του ξεπερνάει τους
176.000. Το κέντρο της πόλης έχει ανοικοδομηθεί με βάση το σχέδιο του Σάουμπερτ
αλλά ο συνεχής «εποικισμός» του ως τα μέσα του 20ου αιώνα επέφερε
την αλλοίωση των φυσικών χαρακτηριστικών του τοπίου και τη δημιουργία μιας
δαιδαλώδους μεγαλούπολης.
Ο Σάουμπερτ υπήρξε
ένας ανιδιοτελής και σεμνός επιστήμονας ο οποίος αγάπησε την Ελλάδα σαν δεύτερη
πατρίδα του. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει μια επιστολή του Γερμανού προξένου
στην Αθήνα προς τη διοίκηση του Μουσείου του Βερολίνου, στην οποία αναφέρεται
ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον κύριο Σάουμπερτ…κανείς δεν θα
μπορούσε να ήταν τόσο σεμνός και να είχε τόσο λίγες απαιτήσεις» (18 Οκτωβρίου
1846). Η εικοσαετής δραστηριότητά του στον ελλαδικό χώρο ήταν ιδιαιτέρως
διακριτική αλλά συνάμα πολύ σημαντική. Το πολεοδομικό του έργο αποτέλεσε τη
βάση για την ανάπτυξη της ελληνικής πρωτεύουσας και του πρώτου λιμανιού της
χώρας. Τα τοπογραφικά σχεδιαγράμματά του είναι ένας θησαυρός γνώσης αφού σε
αυτά καταγράφονται αρχαίοι χώροι και ευρήματα που έχουν καταστραφεί σήμερα. Η
ενασχόλησή του με την Αρχαιολογία επέφερε πλήθος σημαντικών ανακαλύψεων, ενώ η
μέριμνά του για τις ελληνικές αρχαιότητες προσείλκυσε το ενδιαφέρον πολλών
Ευρωπαίων επιστημόνων. Ο δεύτερος
Ιππόδαμος του Πειραιά», όμως, όπως τον ονόμασε ο Γερμανός αρχαιολόγος και
ιστορικός Ερνέστος Κούρτιους. 1814-1896, έπεσε θύμα του μίσους των Ελλήνων κατά
της Βαυαροκρατίας και το έργο του έμεινε στην αφάνεια για σχεδόν έναν αιώνα.
Ελευθέριος Ηλ. Καντζίνος περιοδικό
«Ιστορία-Εικονογραφημένη» τχ. 524/2,2012 σ.(87-96)
Σημείωση: Καθώς έπεσε στα χέρια μου το
τελευταίο τεύχος της «Ιστορίας» δεν άντεξα στον πειρασμό να μην αναδημοσιεύσω
(αμέσως) το δεύτερο μέρος του άκρως ενδιαφέροντος αυτού άρθρου που αφορά την
ρυμοτομία και την σχεδιαστική χωροθέτηση της πόλης μας. Δεν γνωρίζω αν οι
σύγχρονοι «μετά Μνημονιακοί» Πειραιείς, έχουν ακουστά τον σημαντικό αυτό
φιλέλληνα αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, πάντως, οι παλαιότεροι, όταν η πόλη μας
είχε ακόμα τον ρυμοτομικό σχεδιασμό που ο Εδουάρδος Σάουμπερτ ονειρεύτηκε,
σίγουρα θα ζούσαν καλύτερα και θα απολάμβαναν τις ομορφιές της. Για όσους
αναγνώστες του
«Πειραϊκού Σεντουκιού» συνιστώ να διαβάσουν δύο και τρεις
φορές το κείμενο του κυρίου Ελευθερίου Ηλ. Καντζίνου (για να κατανοήσουν
καλύτερα τι πόλη μας πρότεινε ο Σάουμπερτ) και να αναζητήσουν επίσης, για
μελέτη, το εξίσου κατατοπιστικό βιβλίο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου
Παπαγεωργίου-Βενετά «Εδουάρδος Σάουμπερτ (1804-1860)-Συλλογή τεκμηρίων για τον
σχεδιασμό της Αθήνας και του Πειραιά» εκδ. Οδυσσέας 1999
Υ.Γ. : Από την
σελίδα αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω το προσωπικό της Βιβλιοθήκης του Δήμου
Πειραιά για την ταχύτατη και θερμή εξυπηρέτηση και άδεια φωτοτύπησης των κατά
καιρούς σχετικών κειμένων μου.
Επιμέλεια και
συγγραφή κειμένων: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση
εφημερίδα «Κοινωνική» Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012 σελίδα 13, για την σελίδα που
δημιούργησα με τίτλο «Πειραϊκό Σεντούκι»
Πειραιάς 26 Μαΐου
2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου