ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ
ΥΜΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ
Εισαγωγή: Με αφορμή το πρόσφατο
Ιταλικό Ναυάγιο του “COSTA CONCORDIA”
κοντά στις ακτές της Σικελίας ανέτρεξα σε παλαιές εφημερίδες ενθυμούμενος αντίστοιχες Ελληνικές Ναυτικές τραγωδίες.
Με τον παππού μας τον Όμηρο, τον ιστορικό Ξενοφώντα, τον
μεγάλο «θεολόγο» της αρχαιότητας Αισχύλο, αλλά, και άλλων αρχαίων ποιητών,
ιστορικών, συγγραφέων, η Θάλασσα και γενικότερα το υγρό στοιχείο εισβάλει μέσα
στο έργο των Ελλήνων πνευματικών δημιουργών «Την θάλασσα την θάλασσα ποιος θα
την εξαντλήσει» γράφει δύο χιλιάδες χρόνια μετά ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος
Σεφέρης. Και θα ήταν πραγματικά παράδοξο αν η θάλασσα δεν κατείχε, όχι μόνο
σημαντική θέση μέσα στο έργο χιλιάδων Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων αλλά και
δεν πρυτάνευε και δέσμευε σε δεκάδες από αυτούς τη σύνολη πνευματική τους
δημιουργία. Και είναι φυσικό μιας και είμαστε ένας λαός θαλασσινός και, ακόμα,
εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών, της φτώχειας και του άγονου Ελληνικού εδάφους
το Ελληνικό έθνος ανέκαθεν αιμορραγούσε. Ο νέος ανθός της μητέρας πατρίδας είτε
μετανάστευε σε άλλες πλουσιότερες χώρες για καλύτερη τύχη, είτε έφευγε με την
οικογένειά του σαν πολιτικός πρόσφυγας, είτε ναυτολογούνταν στα εμπορικά πλοία
των μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών για να βοηθήσει την οικογένειά του, να
αποκτήσει ένα καλό εισόδημα αλλά και γιατί πίστευε ότι η θάλασσα έχει «χρήμα»
όπως συνήθως λένε οι ναυτικοί. Η Ελληνική ιστορική μοίρα είναι πάντοτε άρρηκτα
συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Αλλά και ο καθημερινός βίος των Ελλήνων, μια, και οι
κάτοικοι των εκατοντάδων νησιών μας και όχι μόνο, είναι θαλασσινοί. Η θαλασσινή
περιπέτεια, το ταξίδι με όλα τα θετικά και αρνητικά του, η εξερεύνηση άλλων
τόπων, η διαρκής ξενιτία, οι οικογένειες που μένουν πίσω περιμένοντας τους δικούς
τους, οι δυσκολίες των ναυτικών κατά την διάρκεια του ταξιδιού, οι προσωπικές
τους περιπέτειες πάνω στο καράβι και στα διάφορα μπάρκα τους, η πάλη τους με τα
στοιχεία της φύσης, τους ανέμους, τις θαλασσοταραχές, τις φουρτούνες, τις
καταιγίδες και άλλα φοβερά και τρομερά της θαλασσινής ζωής είναι τα προβλήματα
εκείνα που μεταγγίζονται μέσα στο έργο των δεκάδων συγγραφέων. Η θάλασσα είναι
ένα από τα πιο σταθερά και επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαχρονικά μέσα στην
Ελληνική γραμματεία. Τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο.
Κάτω από αυτό το
πρίσμα δεν μπορεί να τεθεί αν είναι δόκιμος ο όρος Θαλασσινή Λογοτεχνία,
Λογοτεχνία του Καταστρώματος, Λογοτεχνία και Θάλασσα. Όποιον τίτλο και αν
θέσουμε θα είμαστε σαφείς στις διάφορες ερμηνευτικές υποδηλώσεις του. Στο
περιοδικό που εξέδιδε ο Μάριος Βαϊάνος «Ορίζοντες» από τον Γενάρη έως τον
Οκτώβρη του 1944 ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα κείμενα υπάρχει και ένα δοκίμιο
του Γιώργου Θεοτοκά σχετικά με το θέμα. Ο τίτλος του είναι «Οι ποιητές της
Θάλασσας» Αρχόμενοι από το άρθρο αυτό μπορούμε να γράψουμε ότι, έκτοτε
δημοσιεύτηκαν δεκάδες άρθρα, μελέτες, δοκίμια που διαπραγματεύονταν το θέμα.
Πρέπει να τονίσουμε ότι και οι πεζογράφοι, όπως, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1899) δημοσιεύει τα «Λόγια της Πλώρης», ο
Φώτης Κόντογλου το (1944) με τους «Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς»
αλλά και άλλα του έργα, ο Γιάννης Μαγκλής (1954) με τους «Κοντραμπατζήδες του
Αιγαίου» και άλλα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης
«συναγωνίζονται» τους ποιητές που κατά κόρον αναφέρονται στο θαλάσσιο στοιχείο.
Στον Πειραϊκό
χώρο οφείλουμε να μνημονεύσουμε το δικό μας Παύλο Νιρβάνα, ασφαλώς τον Κώστα
Σούκα που αναφέρεται το κείμενο, τον Χρήστο Λεβάντα με τα έργα «Πορεία κόντρα
στον τυφώνα» το «Θύελλα στο Μπέι Μπίσκι» και άλλα του διηγήματα. Επίσης, τον
Νίκο Βελιώτη με τα γνωστά του «Θαλασσοπούλια» και τα «Ραγάνια», ο Λάζαρος
Κλεινός με τα δεκάδες έργα του, ο Νίκος Μαράκης και ο Αριστείδης Πετρόπουλος
για να σταθώ ενδεικτικά σε ελάχιστους από τους Πειραιώτες συγγραφείς που στο έργο
τους αντικατοπτρίζεται η θαλασσινή περιπέτεια σε όλο της το τραγικό μεγαλείο.
Στον ποιητικό λόγο ενδεικτικά οφείλουμε να αναφέρουμε τον Κλέαρχο Σ. Μιμίκο ο
οποίος βραβεύτηκε με τη γνωστή ποιητική του σύνθεση (1933) «Η εξομολόγηση του
γέρω ναυτικού», τα δεκάδες ποιήματα του Γεωργίου Στρατήγη, τομ υμνητή της
Φρεαττώ Λάμπρο Πορφύρα, το Νίκο Καββαδία, που αναφέρεται στο κείμενο-τον
κατεξοχήν ποιητή της θάλασσας, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Στέλιο Γεράνη, και μια
σειρά άλλων ποιητικών φωνών που κατά κάποιον τρόπο αν μου επιτρέπεται η έκφραση
«συνοψίζονται» στον υμνητή της θάλασσας των ημερών μας, τον δημιουργό που
κατεξοχήν ασχολήθηκε στο ποιητικό του έργο με το θέμα, τον ποιητή του νεότερου
Πειραιά, Βασίλη Λαμπρολέσβιο. Κοντά στους ποιητές και πεζογράφους οφείλουμε να
μνημονεύσουμε ενδεικτικά τους δυο μεγάλους μας θαλασσογράφους. Τον Κωνσταντίνο
Βολανάκη, και τον Ιωάννη Κούτση.
Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, τα μυθιστορήματα του Κ. Σούκα και του
Κ. Μπαστιά, κι ένα χρονογράφημα του Χρ. Χαιρόπουλου στη Φαλκονέρα
Η απίστευτη τραγωδία με το
επιβατηγό-οχηματαγωγό «Εξπρές Σαμίνα», αλλά και τα άλλα ναυτικά ατυχήματα που
ακολούθησαν, φέρνουν στην επικαιρότητα τους πνευματικούς μας ανθρώπους που
ασχολήθηκαν με τη θάλασσα. Κι αναμφισβήτητα έχουμε μεγάλη λογοτεχνική παράδοση
σ’ αυτόν τον τομέα. Από τον Μωραϊτίδη, τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα με
τα «λόγια της πλώρης», μέχρι τον Καββαδία, τον Σούκα και τον Μπαστιά. Στους τρεις τελευταίους θα
επικεντρώσουμε σήμερα το θέμα μας.
Ο Νίκος Καββαδίας, ο περίφημος «Μαραμπού»
που γεννήθηκε στη Μαντζουρία αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά, ταξίδευε από το 1929
σαν ασυρματιστής στο εμπορικό ναυτικό και έλεγε πάντα, ότι γι’ αυτόν ο κόσμος
ήταν οι μεγάλες θάλασσες και τα λιμάνια. Και το μυθιστόρημά του «Η βάρδια» που εκδόθηκε
το 1954 απλωνόταν σ’ αυτό το κλίμα.
«Με έπιανε λύσσα…»
Σε συνέντευξή του
ο Καββαδίας, είχε αφηγηθεί ότι πρωτομπήκε σε καράβι στην Οδησσό, σ’ ένα καράβι
που το ‘λέγαν «Ιερουσαλήμ», και θυμόταν: «Το 1928 τέλειωσα το Γυμνάσιο και
μπήκα σ’ ένα ναυτικό γραφείο στον Πειραιά, γεμάτο αφίσες και χάρτες
γεωγραφικούς. Όταν νύχτωνε και σφύριζαν τα καράβια παρτέντζα, μ’ έπιανε
λύσσα…». Και στο λογοτέχνη Κυριάκο Μητσοτάκη είχε εξομολογηθεί: «Τι μ’ έσπρωξε
στη θάλασσα; Η μυρωδιά από τις βαλίτζες των ναυτικών, τα δώρα που ‘φέρναν οι
συγγενείς μου από τα ξένα. Η μυρουδιά των καραβιών που κάνει τους επιβάτες να
ζαλίζονται και να περιμένουν την ώρα που θα φτάσουν στο λιμάνι σα λύτρωση. Ζαλίστηκα
για να φύγω. Και από τους άλλους κι από μένα τον ίδιο. Τριάντα καράβια είχανε
στενοί μου συγγενείς, και εγώ γύριζα στα ξένα γραφεία για να βρω δουλειά.
Ήμουνα τρομερά βραδύγλωσσος και υπνοβάτης. Τον πρώτο χρόνο που μπαρκάρισα,
ξερνούσα σα γάτα! Συνήθισα με τον καιρό. Όμως, όταν μείνω στην στεριά πάνω από
τρεις μήνες, την ημέρα που θα ξεμπαρκάρω, νοιώθω λιγάκι σαν την πρώτη φορά που
ξεκίνησα…».
«Μιλάς λίγο ή καθόλου»
Πως ήταν η ζωή στα
καράβια; Ο ποιητής της περίφημης συλλογής «Μαραμπού και πούσι» έδινε πολύ
ζωντανή την εικόνα: «Στα φορτηγά, έχεις καιρό να διαβάζεις και να γράφεις.
Εκεί, μιλάς πολύ λίγο ή καθόλου. Καλημέρα, καληνύχτα. Το καλησπέρα, περισσεύει.
Σε πιάνει η λαμαρίνα και δε λες μήτε κι αυτά. Μιλάω για την παλιά εποχή, όταν
κουβαλούσαμε στην πλάτη το στρώμα, τα σεντόνια και τα κουταλοπήρουνα. Τώρα τα
έχουν όλα. Καμπίνες μοναχικές, κρύα και ζεστά νερά, λουτρά, τηλεόραση, και
κινηματογράφο. Όταν πρωτοβγήκα στη θάλασσα, στους τροπικούς μας μοίραζαν ένα
κουβά νερό την ημέρα. Το πόσιμο το κλειδώναμε και πίναμε με τα ντενεκεδάκια
μερίδα. Όμως τώρα, σε τούτα τα θεριά των 300.000 τόνων που είναι σαν
πολυκατοικίες, τα έχεις όλα και δεν έχεις μια γωνιά να κρυφτείς. Αν κλάψεις θα
σε ακούσουν. Τότε έβλεπες και ονείρατα. Έβλεπες ξύπνιος και το φίδι της
θάλασσας. Εγώ το ‘δα στον ύπνο μου. Όμως αν υπάρχει, έτσι θα ‘ναι. Απαράλλαχτο
όπως το ‘δα…». Κι’ όπως έλεγε ο Καββαδίας στο στίχο του:
«Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι’ ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
κι’ εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει…»
Στην ελληνική
λογοτεχνία υπάρχουν αριστουργηματικές σελίδες για τη θάλασσα, για τα νησιά, για
τη σκληρή ζωή των ναυτικών, για ναυτικές τραγωδίες που φέρνουν στη μνήμη το
«Εξπρές Σαμίνα», αλλά και ναυάγια άλλα που κάποτε συγκλόνισαν την κοινή γνώμη,
και τα θυμάται πια κανείς μόνο αν ανατρέξει στους κιτρινισμένους τόμους των
παλαιών εφημερίδων. Αλλά την μοναξιά των ναυτικών, έχει δώσει περίφημα με το
στίχο του ο Καββαδίας:
«Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
Μα ούτε φουστάνι στη στεριά, κι ούτε
Μαντήλι….».
----------------------------------------------------------- ----------------------
ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ…
Πειραιώτης και ο άλλος μεγάλος υμνητής της
θάλασσας, ο συγγραφέας Κώστας Σούκας που γεννήθηκε το 1894 και πέθανε τον
Απρίλη του 1961. Σεμνός και ολιγογράφος, σήμερα είναι σχεδόν ολότελα
ξεχασμένος, ενώ στη λήθη έχουν πέσει και τα πέντε μυθιστορήματά του, από τα
οποία το πιο σπουδαίο είναι «Η θάλασσα». Αφηγηματικά «Η θάλασσα» είναι μια
ιστορία ζωής και θανάτου γραμμένη με δύναμη και παραστατικότητα. Θα μπορούσε να
είναι ένα αξιόλογο βιβλίο μόνο με αυτά τα χαρίσματα. Αλλά «Η θάλασσα» του Κώστα
Σούκα πηγαίνει πολύ βαθύτερα, στον ωκεανό που αποτελεί το δραματικό και
μεγαλειώδες σκηνικό της. Αυτό το τραγικό λείψανο, που οι ναυαγοί περιφέρουν
ντυμένο στα κύματα, μεταβάλλεται στο τέλος σε σύμβολο ζωής. Είναι μέτρο του
πανικού του ανθρώπου, η ανελέητη δοκιμασία της ψυχικής αντοχής του. Αλλά συνάμα
είναι ο θρίαμβός του, η νίκη της πίστης του προς τον ίδιο τον εαυτό του…Είναι
συγκλονιστικές οι σκηνές του ναυαγίου που δίνει στο βιβλίο του ο Κώστας Σούκας,
και αξίζει να μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«…Κείνη τη στιγμή
γίνηκε κάτι που τους ξάφνιασε, ενώ το φουγάρο έγειρε όλο και το σκοινί της
σφυρίχτρας τεντώθηκε δεμένο στο υπόστεγο, να ακούσουν ένα γοερό σφύριγμα μέσα
στη νύχτα, σα μια μακρινή, όλο αντίλαλους κραυγή χτυπημένου ζώου που
ψυχομαχάει. Στο σφύριγμα τούτο τα’ αναπάντεχο (ξέρανε κανείς δεν είχε απομείνει
στο βαπόρι), τινάχτηκαν όλοι απάνω. Ο καπετάνιος έβγαλε το καπέλο του.
-Μας αποχαιρετάει…μουρμούρισε.
-Η ψυχή του καραβιού, μίλησε μοναχός του ο μπάρμπα-Νικόλας.
Ως κι ο Μπελάρας κι ας τα γελούσε όλα, είχε σταθεί κι έκανε
το σταυρό του. Στάθηκαν βουβοί και το είδαν να τινάζεται μ’ ένα σπασμό ύστατης
αγωνίας και να χάνεται με χλαλοή στα κατάβαθα…»
Ο Κώστας Σούκας
είχε τιμηθεί το 1957 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Το 1966, όταν έγινε
η άλλη τραγωδία με το «Ηράκλειο» στη Φαλκονέρα, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ο
παλιός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χρήστος Κ. Χαιρόπουλος, έγραψε στο
χρονογράφημά του στο «Έθνος» για το φόρο στο γαλανό πόντο:
«Είκοσι χιλιάδες τόνοι του κολοσσού εκμηδενίστηκαν εμπρός
στα αφηνιασμένα μποφόρ της καταιγίδας. Κι εκεί μέσα στην άγρια νύχτα, κάτω από
τα αστροπελέκια και το ανεμοβρόχι, μέσα στο ρόχθο των κυμάτων, οι γερά
αμπαροκλειδωμένες μπουκαπόρτες ανοίξανε και από τη ρωγμή της πανοπλίας του
κολοσσού χύμηξε αλαλάζοντας άγρια, ο προαιώνιος εχθρός του ανθρώπου. Τα
ερτζιανά σχίσανε απεγνωσμένα την άγρια δεκεμβριανή νύχτα: SOS βυθιζόμαστε…Πήραν
την ασύρματη απόγνωση τα’ άλλα καράβια που θαλασσοδερνόντουσαν κι αυτά στο
Αιγαίο και σπεύσανε στο στίγμα που είχε δοθεί. Δεν βρήκαν, παρά τη θύελλα
θριαμβεύτρια και μερικούς εξαθλιωμένους ναυαγούς που είχαν ξεγλιστρήσει από τον
ύπνο στο θάνατο και από θαύμα είχαν γλιτώσει..»
Γιώργος Α. Λεονταρίτης, εφημερίδα «Η
Καθημερινή» Κυριακή 22/10/2000
Σημείωση: Ο Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1945 (από Μικρασιάτες γονείς). Πρωτοξεκίνησε την επαγγελματική του
σταδιοδρομία σαν δημοσιογράφος από την απογευματινή εφημερίδα «Νίκη» το 1964.
Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με όλα τα είδη της δημοσιογραφίας σε διάφορες
εφημερίδες. Ανήκει στη δημοσιογραφική γενιά του 1960 όπως γράφει ο Νίκος
Παπαδημητρίου στο τρίτομο έργο του: Οι Συγγραφείς της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας»
τόμος 3ος. σ. 200. Εργάστηκε
κατά καιρούς στις εφημερίδες: «Εβδομάδα», «Ελεύθερος», «Δημοκρατική Αλλαγή», «Η
Αυγή», «Εθνικός Κήρυξ», «Η Βραδυνή», «Η Ακρόπολις» και σε άλλες. Συνεργάστηκε
επίσης με περιοδικά ποικίλης ύλης όπως: «Πρώτο», «Επίκαιρα», «Ιστορία», κλπ.
Αναμείχθηκε ενεργά στο δημοσιογραφικό συνδικαλιστικό κίνημα και υπήρξε Β΄
αντιπρόεδρος (1989) στην ΕΣΗΕΑ, έχει
επίσης τιμηθεί με το βραβείο του δημοσιογραφικού ιδρύματος Αθ. Μπότση και από
την Ένωση Σμυρναίων. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη συγγραφή πολιτικών και
ιστορικών βιβλίων. Ενδεικτικά αναφέρω: «Ηλίας Τσιριμώκος» (1974), «Ποιοι ήθελαν
τα Δεκεμβριανά» (1986), «ΕΡΕ. Τα δύσκολα χρόνια 1963-1967» και πολλά άλλα. Από
το κείμενό του στην «Καθημερινή» της 22 Οκτωβρίου του 2000 αναδημοσιεύω για το
«Πειραϊκό Σεντούκι» τα κείμενα που αφορούν τους δύο Πειραιώτες συγγραφείς.
Επιμέλεια και
Συγγραφή κειμένων: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Κοινωνική» Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012, σελ. 13.
Πειραιάς 26 Μαΐου
2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου