ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ
Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΙΓΚΟΣ (12/10/1878-13/1/1956)
Από αρχαιοτάτων χρόνων, η επιχειρηματική
δραστηριότητα «συμβάδιζε» και τροφοδοτούσε την Τέχνη. Ο κερδώος Ερμής ήταν
απαραίτητος στους καλλιτέχνες για να μπορούν να αφοσιωθούν ανεπηρέαστοι στο
έργο τους. (και γιατί να το κρύψομεν άλλωστε). Παροιμιώδης θα μείνει η φράση
του ισπανού σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί όταν τον ρώτησαν για ποιούς
ζωγραφίζει: «Μα ασφαλώς για πλούσιους αμερικανούς» απάντησε ο ζωγράφος του
«Εσταυρωμένου», του «Ονείρου της Γκαλά», των «Πειρασμών του Αγίου Αντωνίου» και
άλλων θαυμάσιων έργων. Και ο πατέρας της Pop Art, Άντυ Ουόρχωλ, σχεδίαζε αφίσες που απεικόνιζαν την Μέρυλιν
Μονρόε, δίπλα στον πρόεδρο Μάο και σιμά το μπουκάλι της Κόκα Κόλα και τις
μοσχοπουλούσε, μπολιάζοντας την εικαστική του ματιά με την εμπορική-διαφήμιση. Η
εποχή που ο καταραμένος ζωγράφος Αμεντέο Μοντιλιάνι και ο κακότυχος Βίνσεντ Βαν
Γκογκ πουλούσαν τα έργα τους για ένα κομμάτι ψωμί έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η
«Μονμάρτη» των καλλιτεχνών, ανήκει πλέον στην ιστορία. Από την άλλη, οι
διάφοροι κατά καιρούς επιχειρηματίες, από πολύ νωρίς (στην ιστορία) κατανόησαν,
ότι τα έργα Τέχνης είναι μια πολύ προσοδοφόρα και επικερδής επένδυση, πέρα του
ότι ανεβαίνει και το κοινωνικό γόητρό τους. Οι σύγχρονοι συλλέκτες, συνεχίζουν
την παράδοση των παλαιών Χορηγών-«Μαικήνων». Το «οικονομικό τους περίσσευμα»
(το υπερκέρδος όπως θα έλεγαν οι Μαρξιστές) το επενδύουν σε έργα αξίας,
πολυτελή καλλιτεχνήματα, σπάνια αντικείμενα-έργα τέχνης σημαντικών καλλιτεχνών,
γλυπτικά έργα, κοσμηματικά μπιμπελό, βαρύτιμους τάπητες, πορσελάνινα σερβίτσια
και άλλα τιμαλφή. Από παρόμοιες πρακτικές δημιουργούνται οι διάφορες κατά καιρούς
συλλογές που συνήθως μετά το βιολογικό θάνατο των φιλότεχνων συλλεκτών τους, δωρίζονται
στα Μεγάλα Μουσεία, τις Πινακοθήκες, ή οικοδομούνται ιδρύματα που στεγάζουν τα
συγκεντρωθέντα πολύτιμα αυτά έργα.(δες Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μουσείο Σύγχρονης
Τέχνης της οικογένειας Γουλανδρή, Μουσείο Μπενάκη και άλλες ιδιωτικές συλλογές).
Μια τέτοια περίπτωση
στον χώρο του Πειραιά, υπήρξε και εκείνη του τραπεζίτη και επιχειρηματία
Γεωργίου Στρίγκου.
Το κείμενο του Πειραιώτη χρονογράφου,
διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Παύλου
Νιρβάνα που παραθέτω έρχεται για πρώτη φορά να φωτίσει ολοκληρωμένα και
αναλυτικά μια άλλη πτυχή της ζωής και των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων του
γνωστού επιχειρηματία και της πολύτιμης και πλούσιας συλλογής του (πάνω από 200
έργα). Από όσο γνωρίζω, το κείμενο αυτό, δεν αποδελτιώνεται στις σχετικές
βιβλιογραφικές αναφορές για τον επιχειρηματία, ούτε συναντάται στο βιβλίο που
κυκλοφορεί για αυτόν. Αν και υπάρχουν φωτογραφίες του εσωτερικού χώρου της
οικίας Στρίγκου (με τους δεκάδες πίνακες, ακριβά αντικείμενα και μικρά
κομψοτεχνήματα) από τις οποίες μπορούμε να εξάγουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα
για τον φιλότεχνο Πειραιώτη. Το Νεοκλασικό Μέγαρο-Οικία Στρίγκου επί της οδού ΙΙ Μεραρχίας στο
Πασαλιμάνι, πουλήθηκε αρχικά στο Γαλλικό Κράτος και, για μεγάλο χρονικό
διάστημα, στέγαζε το Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά, και φιλοξένησε στους χώρους
του εκατοντάδες πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης, σήμερα έχει περιέλθει στην
ιδιοκτησία του Ιδρύματος και της Βιβλιοθήκης Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Ο Νιρβάνας, ο
ακούραστος γιατρός, αλλά προπάντων ακαταπόνητος συγγραφέας (που κατόρθωσε να
πείσει τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί στη Δεξαμενή) έχει
δημοσιεύσει εκτός των άλλων και μια σειρά μικρών κειμένων που διαπραγματεύονται
θέματα εικαστικού ενδιαφέροντος, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε περιοδικά και
εφημερίδες αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική (πεντάτομη) έκδοση των
«Απάντων» του (1968) που αναστύλωσε ο Γεώργιος Βαλέτας. Με το κείμενο αυτό που
δημοσιεύεται στα πρώτα τεύχη του μακροβιότατου περιοδικού «Νέα Εστία», ο
Πειραιώτης συγγραφέας μας αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά του συγγραφικού του
ταλέντου. Αυτή του Εικαστικού «κριτικού». Παρατηρούμε ότι το κείμενο έχει ξεκάθαρη
θέση για το τι είναι Εικαστική πρόταση και πως οργανώνεται μια Έκθεση
Ζωγραφικής. Συναντάμε ένα Νιρβάνα γνώστη των διαφόρων καλλιτεχνικών ρευμάτων
της εποχής του και των καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών, εκθέτοντας ξεκάθαρα τις
απόψεις του για το πώς στήνεται μία Έκθεση. Δίνει μεγάλη σημασία στην επίδραση
της ατμόσφαιρας, (δες τις σχετικές θέσεις του Ιππόλυτου Ταίην) και επισημαίνει τον
σημαντικό ρόλο που έχει το Φως στον φωτισμό των πινάκων. Γράφει για το πια
οφείλει να είναι η ορθή ταξινόμηση των έργων τέχνης πάνω στους τείχους, για την
κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου που εκτίθενται τα έργα, για το καδράρισμα των
έργων και τη σημασία του, για το ποιόν των κάδρων, με δύο λόγια, για την φιλοσοφία
που πρέπει να διέπει έναν επιμελητή Εκθέσεων. Και πράγματι, χωρίς οπτική συνοχή,
καλλιτεχνική ισορροπία, ορθή επιλογή του χώρου και συμμετρία των διαφόρων
θεματικών μοτίβων δεν είναι εύκολο να οργανωθεί μια «σωστή» έκθεση, είτε σε δημόσιο
χώρο (Μουσεία, Γκαλερί κλπ.) είτε σε ιδιωτικό. Η Έκθεση πρέπει να έχει
ταυτότητα για να μπορεί να γίνει κατανοητή. Θεωρώ ακόμα, ότι τα έργα τέχνης
πρέπει να τέρπουν όχι μόνο την όραση αλλά και την ψυχή μας. Να μας γαληνεύουν,
να μας ξυπνούν εικόνες θάμβους και περισυλλογής. Να μας πραΰνουν το θυμικό. Και
ακόμα, τα έργα τέχνης, οφείλουν καθώς είναι «παρατεταγμένα» πάνω στα ταμπλό, να
ανοίγουν μια διαρκή συνομιλία μεταξύ τους και με εμάς. Να μας εκθέτουν την
ιστορία και προϊστορία τους. Να μας φανερώνουν τα όνειρα του καλλιτέχνη που τα
ζωγράφισε. Το σκοπό της έκθεσής των σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Να διευρύνουν τα
σύνορα της φαντασίας μας και να μας ξυπνούν ονειρικές συστοιχίες ανάτασης.
Οι
παρατηρήσεις του Παύλου Νιρβάνα είναι εύστοχες και καίριες. Ιδιαίτερα όταν μιλά
για τις μικρές λεπτομέρειες που καταστρέφουν ή αναδεικνύουν την έκθεση ενός
πίνακα. Όπως επίσης, όταν μιλά για «νεκρά έργα» και δεν έχει καθόλου άδικο,
όταν εύστοχα τα παρομοιάζει με τα κρυμμένα χρήματα ενός φιλάργυρου, ή πάλι όταν
τα παρομοιάζει με φυλακισμένους που περιμένουν την απελευθέρωσή τους. Οι
απόψεις αυτές, κατά τη γνώμη μου, είναι και σήμερα ακόμα επίκαιρες και
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συλλογή ή την Έκθεση των εικαστικών πινάκων.
Ο Νιρβάνας αρνείται το γνωστό δόγμα η Τέχνη για την Τέχνη, δίνει μια άλλη
διάσταση στις επιλογές αυτές των κατά καιρούς φιλότεχνων, διδάσκει, θα γράφαμε
χωρίς να φοβόμαστε τη λέξη, για το τι ζητάει κανείς από την ίδια του τη ζωή
συλλέγοντας έργα τέχνης ή διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Και μας προτείνει
την αμέριστη χαρά που νιώθουμε από αυτές τις επενδυτικές μας επιλογές να τις
μοιραζόμαστε με τους γύρω μας όχι υπερηφανευόμενοι σαν «γύφτικο σκερπάνι» όπως
λέει η παροιμία, αλλά κοινοποιώντας την αισθητική μας απόλαυση και ψυχική τέρψη
στους άλλους. Αφού μέσω αυτών, ανακαλύπτουμε το ουσιαστικό νόημα της ίδιας μας
της ύπαρξης.
Γιατί, αυτός είναι ο
πραγματικός ρόλος της Τέχνης, η κάθαρση από τα διάφορα μελανά σημεία των
καθημερινών μας αστοχιών, αλλά και η γέφυρα που ενώνει τη φαντασία με την
σκληρή πραγματικότητα του περιβάλλοντός μας. Η Τέχνη είναι αυτό το κάτι που μας
ξεφεύγει από την καθημερινότητά μας. Αυτό το μυστήριο τρεμέντουμ της προσωπικής
μας αναζήτησης και καθημερινής αγωνίας.
ΙΔΙΩΤΙΚΑΙ
ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΑΙ Α΄- ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΡΙΓΚΟΥ
Ένα έργον ζωγραφικής δεν είναι
αυτάρκης καλλιτεχνική οντότης. Για ν’ αποδώση, δηλαδή, ό,τι έχει ν’ αποδώση, εις
εντύπωσιν, δεν αρκεί αυτό καθ’ εαυτό. Έχει απόλυτον ανάγκην, για τη ζωή του, του
φωτός που το εγέννησε και της ατμοσφαίρας. Συγκεκριμένως, ένα έργον ζωγραφικής,
χωρίς τον κατάλληλον, ευνοϊκόν φωτισμόν, και χωρίς την πρέπουσαν απόστασιν από
τα μάτια του θεατού, είναι έργον ατελές, χάνει δηλαδή ένα μέγα μέρος της
καλλιτεχνικής του υποστάσεως. Πάρτε ένα αριστούργημα του είδους, κακοφωτίστε το
ή φωτίστε το ελλιπώς, αφαιρέστε του την εξωτερικήν προοπτικήν του- την
εσωτερικήν του, του την έδωσε ο ζωγράφος-κολλήστε το επάνω στα μάτια του θεατού
ή απομακρύνατέ το υπερβολικά. Είναι ως να καταργήτε ένα μέρος των καλλιτεχνικών
του αξιών ή και ολόκληρην την αξίαν του. Αυτό συμβαίνει ακριβώς με τα
περισσότερα έργα ζωγραφικής, που ευρίσκονται εκτός των επισήμων πινακοθηκών και
μουσείων, και από τα οποία έλειψεν η πρέπουσα τοποθέτησις, είτε από έλλειψιν
του κατάλληλου χώρου, είτε από άγνοιαν των στοιχειωδών κανόνων, σύμφωνα με τους
οποίους πρέπει να βλέπεται ένα έργον τέχνης. Είναι αδύνατον να φαντασθή κανείς πόσον
μηδαμιναί λεπτομέρειαι, κάποτε, αρκούν να αδικήσουν ή και να καταστρέψουν την
εντύπωσιν ενός πίνακος ζωγραφικής. Το πλαίσιον, λόγου χάριν. Τι ρόλον μπορεί να
παίζη ένα πλαίσιον σ’ ένα έργον; Και όμως υπάρχουν πλαίσια βαρύτιμα, που
σακατεύουν κάποτε ένα έργον, που μόνον στο αρχικόν, λιτόν και άνευ αξίας
πλαίσιον, στο οποίον το είχε κλείσει ο ζωγράφος του, για να το εκθέση, εζούσεν
αρμονικώτατα, με όλην την έντασιν της εσωτερικής του ζωής. Γι’ αυτό, ακριβώς,
οι περισσότεροι ζωγράφοι αγαπούν ν’ αποτελειώνουν τα έργα των μέσα στο
οριστικόν των πλαίσιον, για να έχουν οι ίδιοι ακεραίαν την εντύπωσιν, που
επιθυμούν, και να τους την προσδώσουν με τις τελευταίες των πινελιές. Εάν το
πλαίσιον αυτό που αρμόζει-ως πλάτος, ως χρώμα, ως βάθος,- στο έργον,
αντικατασταθή, ασυνειδήτως, με ένα άλλο ανάρμοστον, που ταράσσει την προοπτικήν
του έργου ή επεμβαίνει με τα φωναχτά του χρώματα ή την λάμψιν του εις την
χρωματικήν αρμονίαν του, το έργον σακατεύεται. Για ένα έργον ζωγραφικής, με δύο
λέξεις, ο φωτισμός του, η τοποθέτησίς του, το πλαίσιόν του ακόμη, είναι
ουσιωδέστατοι παράγοντες της ζωής του.
Με τα στοιχειώδη
αυτά πράγματα, επιθυμώ να τονίσω πόσον αδικούνται τα έργα της ζωγραφικής, όταν
δεν επιτύχουν την αρμόζουσαν περιποίησιν, όταν τους λείψουν δηλαδή τα στοιχεία,
που τους είναι απαραίτητα δια την ζωήν των, πέραν του εργαστηρίου του
καλλιτέχνου. Η μεγαλυτέρα αγάπη και η μεγαλυτέρα καλή θέλησις ενός φιλοτέχνου
ναυαγούν εμπρός στις ασήμαντες αυτές, κατά το φαινόμενον, λεπτομέρειες.
Υπάρχουν φιλότεχνοι στας Αθήνας, που έχουν συναθροίση, με μακράν προσπάθειαν και
με σημαντικήν δαπάνην, ένα αξιόλογον πλούτον ζωγραφικών έργων. Τα περισσότερα
από τα έργα αυτά ευρίσκονται, εκτός της ζωής. Είναι ένας πλούτος νεκρός, που
περιμένει την στιγμήν μιας καλυτέρας τύχης, όπως τα χρήματα του φιλαργύρου, τα
κλεισμένα στο σκότος του χρηματοκιβωτίου του. Τοποθετημένα εκεί ως έτυχε, κατά
τας συνθήκας, που προσφέρει ένα σπίτι, που δεν είναι προωρισμένον για
πινακοθήκη, μοιρασμένα μέσα σε σκοτεινά δωμάτια και διαδρόμους, κρεμασμένα εις
ακατάλληλα ύψη-ή πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά-φωτιζόμενα κατά την τυχαίαν διάταξιν
των παραθύρων και των φωταγωγών του σπιτιού, συνωστιζόμενα ασφυκτικώς ή
ευρισκόμενα εις κακάς ή απροσδιονύσους γειτνιάσεις, νομίζει κανείς, ότι είναι
οικτροί, αθώοι φυλακισμένοι, που περιμένουν την στιγμήν της απελευθερώσεώς των.
Δεν είναι,
βεβαίως δυνατόν ν’ απαιτήση κανείς από κάθε φιλότεχνον και κάθε συλλέκτην έργων
τέχνης, να προσφέρη εις αυτά μίαν κατάλληλην κατοικίαν και να τα εγκαταστήση
εις αυτήν. Κάθε σπίτι δεν μπορεί να μεταβληθή εις κτίριον πινακοθήκης, ούτε
όλοι οι φιλότεχνοι έχουν ιδιόκτητα ακίνητα, ή τα μέσα να κτίσουν τοιαύτα με
ειδικήν αρχιτεκτονικήν ή να τροποποιήσουν μερικώς τα υπάρχοντα, χάριν των
συλλογών των. Ευτυχώς υπήρξαν ολίγοι. Και μεταξύ αυτών είναι ο γνωστότατος τραπεζίτης
και πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου
Πειραιώς κ. Γεώργιος Στρίγκος,
άνθρωπος γενικωτέρας μορφώσεως, κοσμογυρισμένος, καλαίσθητος και φιλότεχνος, ο
οποίος, αφού, επί σειράν ετών, συνήθροισεν από τα ταξίδια του και από τα
εργαστήρια των Ελλήνων ζωγράφων εκλεκτά έργα τέχνης, και αφού εξεκαθάρισε την
συλλογήν του με γενναίας θυσίας, εσκέφθη να την στεγάση καταλλήλως, προσαρτήσας
εις το μέγαρόν του της Ζέας του Πειραιώς
μίαν ειδικήν πτέρυγα, μιαν γκαλερί, χαριτωμένης αρχιτεκτονικής,
από την οποίαν απετέλεσε μίαν εκλεκτήν
πινακοθήκην και ένα μικρόν μουσείον
έργων παντοίας τέχνης.
Εις τον μικρόν
αυτόν ναόν της τέχνης, ο οποίος αποτελεί ένα τίτλον δια τον Πειραιά,
εγκατέστησε πλουσιοπαρόχως την συλλογήν των εικόνων του, έργων παλαιάς και
νεωτέρας τέχνης, πλησίον των οποίων ζουν αρμονικώς αρχαία έπιπλα εξαισίας
τέχνης, βαρύτιμα παλαιά αγγεία Σεβρ και Σαξ, πορσελάνες της Ρόδου και της
Φλωρεντίας, μπιμπελό τέχνης, έργα ξυλογλυπτικής, υφάσματα, τάπητες, ό,τι
ημπορεί ν’ αποτελέση ένα αρμονικόν διάκοσμον και μιαν καλήν γειτονείαν των
έργων της ζωγραφικής και της γλυπτικής, που έχει συγκεντρώση ο φιλότεχνος
συλλέκτης εις το χαριτωμένον αυτό μουσείον.
Η
συλλογή του κ. Στρίγκου απαρτίζεται από 200 περίπου έργα Ελλήνων ζωγράφων, και
από ξένα έργα διαφόρων εποχών.
Μεταξύ των
ελληνικών έργων άξια ιδιαιτέρας μνείας είναι: ένας Γκίζης (Έρως και Ψυχή)
τέσσαρες Λύτραι (Προσωπογραφία, Ζεϊμπέκης, σκίτσο Συγγρού, Πανηγύρι), ένας
Αλταμούρας, ένας Ιακωβίδης, ένας Παρθένης, ένας Ροϊλός, ένας Λεμπέσης,
περισσότεροι Βολανάκηδες (θαλασσογραφίαι και, εν συνεχεία έργα Χατζή (οκτώ
θαλασσογραφίαι) Αβλίχου (προσωπογραφία), Μ. Οικονόμου (τοπείον), Φωκά, Γαλάνη
(η περίφημη Οικογένεια του ζωγράφου και διάφορα σχέδια), Μηλιάδη, Καλλιγά,
Αναγνωστοπούλου, Σοφιανοπούλου, Ρενιέρη, Χειμωνά, Βυζαντίου, Ν. Λύτρα, Ε.
Λύτρα, Μαλέα, Λουϊζου, Γιαλλινά, Ε. Θωμοπούλου, Γουναροπούλου, Αστεριάδη,
Βασιλικιώτη, Βαρβέρη, Μαγιάση, Ρωμανίδη, Φρυδά, Πικαρέλη, Δούκα, Κογεβίνα, Βασιλείου,
Ρίγκου, Μαγιάση, Κόντογλου, Κοκκίνη, Τριανταφυλλίδη, Παπαπαναγιώτου, Ροϊμπη,
σμάλτα των δ. Διαμαντοπούλου και Αναγνωστοπούλου, ξυλογραφίαι Ρωκ και γλυπτικά
έργα Χαλεπά, Βρούτου, Δρόση, Μπονάνου.
Από τα ξένα έργα
της συλλογής, εξέχουν: μία Pieta Ιταλικής Σχολής, του εργαστηρίου Granach (1532), μία προσωπογραφία του Rav ysteyn, διδασκάλου του
Ρέμπραντ, μία Μαντόννα του Dolci, του ΧVΙ αιώνος, ένα γυμνόν του διασήμου
συγχρόνου Άγγλου ζωγράφου Etty,
ένας Καρδινάλιος του Balta Lambi, ένα τοπείον του Corot, ένας διακοσμητικός
πίναξ του Diaze, ένας
ιμπρεσσιονιστικός πίναξ του Monticelli, μία νεκρά φύσις του Antoine Volon, μία προσωπογραφία της Academia St. Luca (XV αιώνος), μία ισπανική
προσωπογραφία (Don Karlos)
Σχολής Velasquez μία
σύνθεσις του ζωγράφου Solimona (XVII
αιώνος) μία κεφαλή του Karl von Piloty, του μεγάλου ιστορικού ζωγράφου και διδασκάλου
των Γκύζη, Λύτρα και Βολανάκη, ένα τοπείον του Γερμανού ζωγράφου Brugd, μία εμποροπανήγυρις
του Detary, δύο έργα Pathe, μία γκουάς του
Ολλανδού Feuder, μία
θαλασσογραφία του Αϊβαζόφσκι, πέντε έργα του εγγόνου του Latry, ένας Poussin (;), ένας πίναξ του Γερμανού Muller, (άποψις του Canale Grande), δύο πίνακες του
Βέλγου Viandici, τρείς
του Delerg, του Zokano κά.
Περιωρίσθηκα ν’
αναφέρω απλώς-δεν θα εχωρούσε κριτική εις τον απλόν αυτόν καλλιτεχνικόν
περίπατον-τους ζωγράφους, που αντιπροσωπεύονται εις την πινακοθήκην του κ.
Γεωργίου Στρίγκου και τα έργα των. Υπάρχουν, μεταξύ αυτών, έργα μεγάλης αξίας
και έργα εκλεκτής, ελληνικής και ξένης, τέχνης. Αλλά προ πάντων υπάρχει μια
ιδιωτική πινακοθήκη, ανταποκρινόμενη εις το όνομά της, που τιμά την προσπάθειαν
του κτήτορός της και αποτελεί όασιν τέχνης εις την πόλιν των έργων, που είναι ο
Πειραιεύς.
Παύλος Νιρβάνας, περιοδικό «Νέα Εστία» τχ.
23-47/1-12-1928 σ. 1061-1064
Σημείωση: Για τον
φιλότεχνο επιχειρηματία Πειραιώτη Γεώργιο Στρίγκο, θα επανέλθω και με άλλο
αδημοσίευτο κείμενο, στο επόμενο Σεντούκι.
Επιμέλεια και συγγραφή κειμένων: Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου