Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ΒΑΓΓ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΛΥΔΙΑ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

«ΛΥΔΙΑ»,

Στο Βεάκειο Θέατρο, από την Θεατρική Ομάδα «Σύμβολον»

Σκηνοθεσία: Ηλίας Ασπρούδης
Πρωταγωνιστούν: Μάκης Ρευματάς, Μαρία Σπαντιδάκη, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης.


     «Ερρότω η σκηνή. Μακάριοι οι αγνοούντες το θέατρον βάρβαροι»

                                                                 Ιωάννης ο Χρυσόστομος

                           Υπάρχει Χριστιανικό Θέατρο στην Ελλάδα;
Ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί, για να περιοριστούμε μόνο στον Ελληνικό χώρο-μια και στον Ευρωπαϊκό, μπορούν να απαντηθούν τέτοιου είδους ερωτήματα.
      Οι συγγραφείς που γράφουν «θρησκευτικού περιεχομένου έργα», που στοχεύουν; Σε τι αποσκοπούν; Ποιο το ιδεολογικό τους υπόβαθρο; Ποιος ο θεατρικός τους οραματισμός και στόχος;
Είναι δημιουργοί με εντονότατο θρησκευτικό συναίσθημα, με προσήλωση στα χριστιανικά ιδεώδη και τις πατροπαράδοτες αξίες της γενέθλιας γης, που, απορρίπτοντας την Θύραθεν παιδεία, πορεύονται εν οσιότητι καρδιάς και πνεύματος όπως οι ίδιοι διαλαλούν και μας προβάλλουν το καθαρό θρησκευτικό τους πιστεύω μέσα στην γονιμοποιό ζύμωση του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι;
Είναι ανιχνευτές της ίδιας τους της συνείδησης και προσωπικότητας, μέσω των δραματοποιημένων θρησκευτικών προτύπων που καταγράφουν; Μια θεατρική απόπειρα επανεύρεσης του χαμένου ψυχικού κέντρου του σύγχρονου ανθρώπου. Μια που, τις περισσότερες φορές η θεατρική πράξη, εκφράζει την απώλεια της γενεσιουργού της αιτίας παρά απεικονίζει την ίδια την αιτία ή τα παρεπόμενά της.
      Μήπως πάλι, κάτω από την πίεση μιας συσσωρευμένης ηθικοσυναισθηματικής νεύρωσης, χριστιανικώς δοξοκοπούντες, χρησιμοποιούν τα πάμπολλα θρησκευτικά σύμβολα, πρόσωπα, γεγονότα, πράξεις, με γλυκερή ηθικολογία για να μας μεταφέρουν το όποιο ανεκπλήρωτο ή μη μήνυμα του άμβωνα πάνω στην θεατρική σκηνή;
«Η έφεση του πιστού διηγηματογράφου να αποφύγει την αρρωστημένη τάση των πεζογράφων…., τον παρασύρει στην εξ’ αντιθέτου ακρότητα, όπου το βασικό μέλημα γίνεται πια το Μήνυμα και σχεδόν καθόλου η Μορφή του λογοτεχνήματος, ο ευσεβισμός και όχι η καλλιτεχνική πληρότητα». 
Σημειώνει εύστοχα ο συγγραφέας χριστιανικών δοκιμίων Νίκος Τυπάλδος.
      Δυστυχώς, οι περισσότεροι θρησκευτικοί συγγραφείς με πομπώδη μανία, επιδιώκουν να καταστήσουν την Τέχνη θεραπαινίδα του δόγματος.
Γράφουν: «προς αρέσκειαν και δόξαν και προς το θεαθήναι τας αρετάς».
      Αντιθέτως, οι συγγραφείς της λεγόμενης Θύραθεν παιδείας, οι ποιητές, οι διηγηματογράφοι, οι μυθιστοριογράφοι, οι θεατρικοί δραματουργοί, είναι περισσότερο Ελληνοκεντρικοί παρά Χριστοκεντρικοί ή Βιβλικοί. Η όποια αναζήτηση της πίστης τους συνοδοιπορεί με την διερεύνηση της απιστίας τους.
Οι Έλληνες δημιουργοί σεβόμενοι τις αρχέτυπες μορφές, τα σύμβολα και τα πρόσωπα της Χριστιανικής δραματουργίας, συναισθανόμενοι ότι τα αρχετυπικά αυτά σύμβολα( Χριστός, Παναγία, Ιούδας, Μαγδαληνή, Ιώβ, Παύλος, Αβραάμ, κ.λ.π) μεταφέρουν στην λαίκή συνείδηση και ιστορική μνήμη διαχρονικές και αναλλοίωτες σημασιολογικές εκδοχές σωτηρίας, πλησιάζουν με διακριτικότητα τα σύμβολα αυτά, γνωρίζοντας ότι η κατάρρευσή τους θα επιφέρει μοιραία και την πνευματική αλλαγή πλεύσης του ατόμου μέσα στην κοινωνία.
Έτσι, στα έργα των: Άγγελου Σικελιανού, Νίκου Καζαντζάκη, Κωστή Παλαμά, Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέα Ελύτη, και άλλων θα λέγαμε συνοπτικά ότι το αναζητούμενο Πρόσωπο του Θεού-το Θείον-ως τραγικό σύμβολο αιωνιότητας πάσχει εκούσια αποδεχόμενο την τραγική φθορά του βίου όλων μας. Θέλοντας να τον αναβαπτίσει στο ιλιγγιώδες μαρτυρικό έρεβος του Φωτός, πέρα από θρησκευτικές δοξασίες, εκκλησιαστικά δόγματα, εθνικές εξάρσεις. Περιούσιος λαός είναι ο εν αναγκαία φθορά άνθρωπος μέσα στον κυκλικό αναβαπτισμό της ιστορικής του διαδρομής.
     Θεατρικά έργα με καθαρώς θρησκευτικό περιεχόμενο, δύσκολα ανιχνεύει κανείς στην Ελληνική δραματουργία.
Οι διάφοροι μελετητές του Θεάτρου, όπως ο Γιάννης Σιδέρης, ο Αλέξης Σολομός, ο Βάλτερ Πούχνερ, και άλλοι, μας τονίζουν βέβαια την συνέχεια του Αρχαίου δράματος και την επιβίωσή του στο τελετουργικό της Ορθόδοξης λατρείας και λαϊκής παράδοσης, πέρα όμως από τα Μεσαιωνικά έργα δεν αναφέρουν σύγχρονους δραματουργούς. Το ίδιο διαπιστώνει κανείς όταν μελετήσει κείμενα για την πορεία των ελληνορθόδοξων γραμμάτων.(βλέπε τα βιβλία: «Πίστη και Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Ελληνορθόδοξα γράμματα», του Νίκου Τυπάλδου, ή διάφορες Ανθολογίες και άρθρα σε περιοδικά, ή σε σύμμεικτα.
    Έχουμε ποιητές, διηγηματογράφους, μυθιστοριογράφους, δοκιμιογράφους, αλλά μάλλον σπάνια συναντάμε θεατρικούς συγγραφείς.
Ακόμα και εκείνοι από τους συγγραφείς που ενέταξαν στο έργο τους τον ιδεότυπο της Χριστιανικής λατρείας, τον Χριστό και το άμεσο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του, στάθηκαν κυρίως στα γεγονότα της τελευταίας περιόδου της ζωής του. (Ας θυμηθούμε το έργο «Ιούδας» του Σπύρου Μελά). Μας απομένουν μόνο δύο σοβαρές εργασίες, ο «Χριστός πάσχων», και «η Θυσία του Αβραάμ» και ελάχιστα άλλα.
      Κάτω από αυτήν την προοπτική, μόνο ως πρωτόλεια απόπειρα μπορούμε να δεχθούμε το έργο του δημοσιογράφου και συγγραφέα κυρίου Βαγγέλη Παπαδόπουλου, «Λυδία».
Έργο που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Βεάκειο, από την θεατρική ομάδα «Σύμβολον».
      Το έργο γράφτηκε το 1975 ως καρπός ενός προβληματισμού του πάνω στην αυτογνωσία και απάντηση σε προβλήματα της παράδοσης όπως γράφει ο συγγραφέας.
     Ο ιστορικός του πυρήνας βασίζεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, και ειδικότερα στο κεφάλαιο Ιστ΄.
     Ο συγγραφέας αν και στις μέρες μας το θρησκευτικό συναίσθημα φαίνεται να φθίνει, σε σχέση με την ανάπτυξη της Τεχνολογίας, την πρόοδο της Επιστήμης, και την εξέλιξη της κοινωνίας, στην εποχή του Μοντερνισμού και Μεταμοντερνισμού, χρησιμοποιεί πρωτοχριστιανικές ιστορικές μνήμες και πρόσωπα μάλλον ξεχασμένα, για να προβάλλει πάνω τους, την αγωνία, τις ανησυχίες, τους ενδοιασμούς, τις φοβίες του σύγχρονου πιστού.
Δραματοποιώντας τα πρόσωπα: των Παύλου, Σίλα, Λυδίας, Δούλης, επιδιώκει να περάσει στον σύγχρονο ακροατή τα κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού περιεχομένου μηνύματά του.
      Δυστυχώς όμως δεν πείθει. Τόσο το έργο, όσο και η σκηνοθετική πρόταση και φόρμα λειτουργούν στον θεατή αντανακλαστικά αν όχι απωθητικά.
Η παράσταση υπηρέτησε το κατηχητικό-θρησκευτικό, παρά το ίδιο το Θέατρο.
Ίσως τέτοιου είδους έργα να έκαναν τον Τερτυλιανό ή τον Χρυσόστομο να αποτρέπουν την παρακολούθησή τους.
        Ο στοχασμός του Αποστόλου Παύλου που ωριμάζει κάτω από μια αμετάκλητη Θεία εκλογή, και η πεποίθηση ενός χρέους που απορρέει από την εντολή αυτή που υπερβαίνει το περιπτωσιακό και προσωπικό και μεταβάλλεται σε επίγνωση της ιδανικής ελευθερίας, του ιστορικού σκοπού και της κοινωνικής αποστολής που επιτυγχάνεται με την ατομική δράση και την προσωπική θυσία, δεν δόθηκε στον χαρακτήρα που σκιαγράφησε ο συγγραφέας.
      Από την άλλη, η σκηνοθετική γραμμή θύμιζε Χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, για μεγάλα θρησκευτικά γεγονότα. Μια πομπώδη σκηνοθετική άποψη, με μια μουσική υπόκρουση που υπερκάλυπτε τον λόγο των ηθοποιών καθόλου υποβλητική ή διακριτική και μυστηριακή όπως ταιριάζει στην περίπτωση.
    Παρακολουθήσαμε έναν Παύλο και μια Λυδία υποτονικούς και αμήχανους μέσα στην συγκεκριμένη σκηνοθετική φόρμα.
Οι «Μακαρισμοί», ο «Ύμνος της Αγάπης», και άλλα αποσπάσματα που μάλλον θα εμπλούτιζαν τον θεατρικό συγγραφικό λόγο, αποδόθηκαν από τον χορό σαν σε Επιθεώρηση.
     Το κείμενο άνευρο, χαλαρό, έπλεε σε έναν βομβαρδισμό μηνυμάτων, μιας ακατάσχετης και άμετρης αγαπολογίας, χωρίς μέτρο και αίσθηση του τι είναι τραγικό και καίριο σε τέτοιου είδους έργα.
   Ο Παύλος, από βιβλική συμβολική μορφή και συνιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας, μετατράπηκε σε αντίπαλο έμπορο των δικών του δοξασιών.
Η Λυδία, ευκολόπιστη αντάλλαξε την πίστη των προγόνων της όπως θα άλλαζε τα φορέματά της με θεόρατες χειρονομίες και εύκολα λόγια.
Ο ειδωλολάτρης(ο πιστός της παλαιάς Θρησκείας) αφέντης διαπραγματεύονταν την εξουσία του πάνω στην σκηνή σαν σε χρηματιστήριο.
Πουθενά δεν μας έδωσε το έργο την αίσθηση ότι παρακολουθούμε εν σκηνή έναν μεταφυσικό προβληματισμό. Μια απόπειρα έστω του Παύλου με το Υπέρλογο.
Μια εν κρυπτώ έστω προσευχή, μια αίσθηση διαχρονικότητας και μιας αιωνιότητας που πηγάζει από την βαθιά πίστη του όποιου ανθρώπου στο ιδανικό του.
      Η πίστη δεν συνπερπατούσε με το κείμενο, ούτε και με τους εν σκηνοθεσία ηθοποιούς πάνω στην σκηνή. Την προσωπική σου ελευθερία την ψηλαφείς όταν αρχίζεις να μαθαίνεις πώς να έρχεσαι στην θέση του άλλου στην προβληματική του, στους όποιους στόχους του.
Αυτό μας διδάσκει και το Θέατρο. Και μάλιστα, όταν έχεις να κάνεις με τον Απόστολο των Εθνών, μια σημαντική και πρωτεύουσα παρουσία για την εξέλιξη και την διάδοση της Χριστιανικής θρησκείας. Ένα πρόσωπο, που παρά τις όποιες διαφωνίες μπορούμε να έχουμε με την ξεπερασμένη πια και ανώφελη και σίγουρα αντικοινωνική σε πολλά σημεία ηθική του, του οφείλουμε ίσως-μιλώντας πάντα για τους πιστούς-διπλό σεβασμό γιατί αν ο Ιησούς θυσιάστηκε από ένα Υπέρλογο Χρέος προς την ανθρωπότητα, ο Παύλος με την τυφλή του εμπιστοσύνη αποδείχθηκε αβίαστα ότι θα μπορούσε να είναι Εκείνος, αν του το επέτρεπαν οι ιστορικές συγκυρίες, το Εσφαγμένο Αρνίο!
Ο Παύλος ιστορικά ήρθε δεύτερος, αλλά όχι σε πολλά σημεία της διδασκαλίας του κατώτερος του πρώτου. 
Η Ιστορία όμως, έχει τους δικούς της κανόνες.
     Δυστυχώς ούτε το πρόγραμμα της παράστασης ήταν χωρίς λάθη και μάλιστα όχι μόνο τυπογραφικά.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ κακό για το τίποτα;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 15609/1-9-1998, σελίδες 5,7.
Πειραιάς, Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2013                           

                                                    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου