ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ
Μετά τον θάνατο του Μαρξισμού, κάθε
εσχατολογία είναι επιτρεπτή. Ίσως γιαυτό
ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα να γύρισε την ταινία του
«Αποκάλυψη Τώρα» για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι προφήτες έκρυψαν τα ειλητάρια τους και κατέφυγαν στα βουνά λυπημένοι και μόνοι χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς,
αηδιασμένοι από τα ιερατεία και τις δολοπλοκίες τους. Οι κατά καιρούς
ερμηνευτές τους, παρανόησαν τον λόγο τους και έπλασαν μια δική τους θεωρία ο αλάστωρ λαός, ο πάντοτε πονεμένος και πάντοτε προδομένος από τις
ίδιες του τις ελπίδες, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Οι παλαιοί προφήτες δεν
είχαν την αίγλη των σημερινών και αυτό δεν τους το συγχώρησαν ποτέ οι νέοι
πιστοί.
Ο
όσιοι αρνήθηκαν να αγιοποιηθούν, και έγιναν ψαράδες και βαρκάρηδες στα νησιά
του Ειρηνικού, εκεί που οι τρανοί εκπρόσωποι του Θεού επί της γης, δοκιμάζουν
τα πυρηνικά τους όπλα. Οι ιερομάρτυρες ταξίδεψαν για τα νησιά Γκαλαπάγκος, για
να συναντηθούν με τον Δαρβίνο, και να τον συμβουλευτούν για την νέα πορεία της
ανθρωπότητας.
Οι
άγγελοι και οι αρχάγγελοι, οι ταξιαρχίες των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, δεν
φτερουγίζουν τα φτερά τους πλέον, δεν σκέπουν με την χάρη τους την πόλη, γιαυτό και οι καρδιές των ανθρώπων έπαψαν να
ελπίζουν, τα αισθήματά τους πάγωσαν, αφέθηκαν στο έλεος της Ανάστασης.
Οι Θεοί, κρύφτηκαν πίσω από μυστηριώδη
θρησκευτικά δόγματα, θεατρικές τελετουργίες, ψαλμωδίες κακόηχων ελπίδων,
αφορισμούς και επιταγές θανάτου, για να μην τους ανακαλύψουν οι θνητοί τους βεβηλώσουν, και χάσουν την αιώνια μακαριότητά τους. Και οι άλλοι, που
σταυρώθηκαν για έναν χιτώνα ματωμένο, για μια μαρτυρία κούφιας ελπίδας, χάθηκαν
μέσα στο ζόφο της αγνωσίας της γραφής, σκεπάστηκαν από τα πολλά κηρύγματα
αγάπης.
Οι
Θεοί κατανόησαν με θλίψη και απόγνωση ότι οι χθόνιοι μύθοι και οι
δεισιδαιμονίες δημιούργησαν το πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι
πιστοί τους και όχι το καθαρό πνεύμα, ο Ιστορικός Λόγος που κινεί την Ιστορία
σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Έτσι, ζήτησαν από τον Φράνσις Φουκουγιάμα να γράψει
για το τέλος της Ιστορίας. Μια, και ο Χέγκελ είχε πια γεράσει και η δική του
θέση είχε λησμονηθεί από αυτούς που κατέλαβαν τα θερινά ανάκτορα του βασιλέα
της Ιθάκης.
Εκείνος, ζήτησε για να ξαναγράψει την Ιστορία, οι άνθρωποι να κάψουν το βιβλίο της
Αποκάλυψης, και να φωτίσουν με πυρίτιδα το υγρό σπήλαιο το αιώνια σκοτεινό. Να κάψουν
το πιο Σουρεαλιστικό κείμενο της χριστιανικής παραμυθίας και καινοδιαθηκικής
εσχατολογικής μυθολογίας.
Οι
άνθρωποι δέχτηκαν, και ζήτησαν από τον Ισπανό ζωγράφο Σαλβατόρ Νταλί να
προσφέρει τον «Εσταυρωμένο» του στους αυτόχθονες ινδιάνους του Αμαζονίου.
Ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω από τον
εγωιστικό εαυτό του, κουράστηκε να επαναπαύεται μέσα στην ηρεμία της
ιδεολογικής πρόσκλησης και της μεταφυσικής ελπίδας.
Η
ομορφιά της ζωής απήχθη από εραστές λαθρέμπορους και μάγους Λαιστρυγόνες, που
την φυλάκισαν μέσα στο λυχνάρι του Αλαντίν.
Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος είναι η
μνήμη. Και ο Λόγος σαρξ εγένετο για να σταυρωθεί η Ομορφιά, να φυλακιστεί το
Κάλλος του Λόγου.
Και
το εωθινό φως κυκλώθηκε από το απερινόητο χάος.
Το
χάος της ελπίδας.
Το χάος του τρόμου της τυχαίας ζωής.
Το χάος της δημιουργικής αίσθησης.
Το χάος του τρόμου της τυχαίας ζωής.
Το χάος της δημιουργικής αίσθησης.
Τα
τύμπανα του πολέμου δεν έπαψαν από τότε που ο Ιωάννης συνάντησε τον
Διόνυσο μέσα στον λαβύρινθο του Λόγου, που τον ονόμασαν γραφή.
Αυτά προβλέποντας εγώ ο μεγαλόσχημος της
πίκρας και της απόγνωσης, ο ταπεινός αντιγραφέας Εκείνου, που δεν μας έδειξε
ποτέ το πρόσωπό του, ο αγαπημένος μαθητής τον
οποίο ηγάπα ο μανικός εραστής, πήρα απόφαση να μην ταχυδρομήσω τις
επιστολές του Δασκάλου μου. Αποφάσισα να τις τυλίξω μέσα σε ένα σάβανο και να
τις κάψω, και την στάχτη τους να μην την πετάξω στον Γάγγη, αλλά να τις δώσω
στον Λάζαρο, που τους τελευταίους αιώνες συναναστρέφεται τον Ιωνά και δεν μας
εξομολογείται τα μυστικά του, μάλιστα αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του
έτσι ώστε οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία να παντρευτούν, η μία τον Κάρολο και η
άλλη τον Βλαδίμηρο.
Είναι
λέει φτωχαδάκια και κακοί επαναστάτες.
Και
εκείνες από πείσμα που θα μείνουν γεροντοκόρες, αρνήθηκαν να δώσουν φιλοξενία
και τροφή στον Παύλο, τον άφησαν να πάει στη Νέα Ρώμη νηστικό και ξυπόλυτο.
Αποφάσισα
λοιπόν να καταστρέψω τις επιστολές Εκείνου με τα ενενήντα εννιά ξενικά ονόματα,
γιατί εν ύπνω βρισκόμενος είδα το Όραμα που δεν μεταφράζεται. Έτσι κατάλαβα ότι
κανείς δεν θα τις μελετούσε, ο Χόρχε τις είχε βουτήξει μέσα σε ένα ασκί
με δηλητήριο. Και ακόμα και αν τις έπαιρναν από το σεντούκι που τις είχα κρύψει,
θα τις κορνιζάριζαν στους τοίχους των σπιτιών τους για να τις λατρέψουν δίπλα στον
χρυσό μόσχο.
Εξάλλου,
ο κλεινός Ιωάννης είναι πολύ γέρος, τυφλός και κουφός έτσι κατάντησε από
την πολύ άσκηση, δεν θα το καταλάβει. Άσε που φοβάται ότι η Σίβυλλα θα τον
ερωτευθεί και θα τον κάνει να φύγει από το σπήλαιο, και εδώ έχει βρει την
ησυχία του. Και αυτός ακόμα ο πανούργος Έλληνας ο Πλάτων αρνείται να τον
επισκεφτεί, προτιμά να συναναστρέφεται τους Μεδίκους και τους διαφόρους Φορντ,
αυτούς τους πλούσιους αργόσχολους του Κήπου των ηδονών.
Κανένας πάλι, δοκησίσοφος αρχιερέας ή
μοναχός δεν πρόκειται να σκύψει με σεβασμό και αγάπη πάνω από τις επιστολές και
να τις μελετήσει. Αυτοί οι θεοφιλέστατοι της απελπισίας περί άλλων τυρβάζουν,
δεν έχουν χρόνο για τόσο ποταπά ζητήματα, όπως είναι η σωτηρία των ψυχών ημών και υμών που αναφέρουν οι επιστολές.
Ει
τις εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν υπάγει, ει τις εν μαχαίρα αποκτενεί, δει
αυτόν αιχμαλωσίαν υπάγει, δει αυτόν εν μαχαίρα αποκτανθήναι…
Και ενώ όλοι μιλούν και ομνύουν σε Εκείνον
και στο όνομά του κάνουν βαθιές γονυκλισίες, αντάλλαξαν εδώ και αιώνες την Θυσία
με την Εξουσία. Η ταπεινότητα εκείνου μετετράπηκε σε ιερατική έπαρση, σε
μοναστική φιλαυτία σωτηρίας. Έκτισαν μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, μεγάλα ομαδικά
κενοτάφια για να στοιβάζουν τους οβολούς των αφελών που μαζεύουν στο όνομά του.
Τα
κοιμητήριά μας, δείχνουν το βαθμό της απιστίας μας-τους.
Κατάργησαν
το απλό του όνομα για να δοξάσουν τους πομπώδεις και κούφιους τίτλους των
αξιωμάτων τους.
Αυτοί
οι ομφαλοψυχίτες φαναριώτες αμαύρωσαν τις ψυχές των ανθρώπων.
Εμείς του άμωμου κέρδους προαγωγοί.
Εμείς του άμωμου κέρδους προαγωγοί.
Και
ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών, ούτε εκ των φαρμάκων αυτών, ούτε εκ…
«Μονάχα από τον τρόμο του κενού
Απόλυτου
Τίποτα,
Που
το περιβάλλον του
αυτά τα φαντάσματα γητεύουν.
Μια
μακάβρια σκέψη είναι ανεξέλικτη,
πληκτική Στέρηση,
Αν
και αυτό δεν είναι παρά μια συμφορά
του Καθαρτηρίου:
Η
Κόλαση γνωρίζει φόβο ακόμη πιο τρομακτικό,
Έναν
φόβο-μια μελλοντική κατάσταση-
που είναι η θετική
Άρνηση!».
Εγώ ο αγαπημένος μαθητής Εκείνου, του
κλεινού Ιωάννη προείδα, γιαυτό πήρα την απόφαση να κάψω τις επιστολές με την
πυρά που άναψαν οι ιερείς της Ιεράς εξέτασης.
Είδα τους αυτοκράτορες και τους αρχιερείς, τους τραπεζίτες και τους ερμηνευτές των νόμων, τους δημοκόπους εθνοσωτήρες και τους μοναχούς-γέροντες, να καταστρέφουν τον Κόσμο με τις χορηγίες που τους προσέφεραν οι έμποροι των όπλων. Έκλεισαν με κερήθρες τα αυτιά τους, με ουράνιες ψαλμωδίες, για να μην ακούν τον αντίλαλο των παιδικών φωνών που πεθαίνουν αβοήθητα στην Ρουάντα, την Βοσνία, το Ζαίρ. Λησμόνησαν τα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου, οι ίδιοι αυτοί που τα δημιούργησαν. Ξέχασαν τους Εβραίους με το άστρο του Δαυίδ, που τους αποδεκάτισαν. Ξέχασαν τους Ομοφυλόφιλους με τα Ροζ τρίγωνα που τους έστειλαν στα κρεματόρια. Ξέχασαν τους αθίγγανους που τους ξεκλήρισαν. Ξέχασαν τους σωματικά ασθενείς που τους δολοφόνησαν. Αυτοί, οι ιερείς του Θεού και του Πολιτισμού.
Είδα τους αυτοκράτορες και τους αρχιερείς, τους τραπεζίτες και τους ερμηνευτές των νόμων, τους δημοκόπους εθνοσωτήρες και τους μοναχούς-γέροντες, να καταστρέφουν τον Κόσμο με τις χορηγίες που τους προσέφεραν οι έμποροι των όπλων. Έκλεισαν με κερήθρες τα αυτιά τους, με ουράνιες ψαλμωδίες, για να μην ακούν τον αντίλαλο των παιδικών φωνών που πεθαίνουν αβοήθητα στην Ρουάντα, την Βοσνία, το Ζαίρ. Λησμόνησαν τα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου, οι ίδιοι αυτοί που τα δημιούργησαν. Ξέχασαν τους Εβραίους με το άστρο του Δαυίδ, που τους αποδεκάτισαν. Ξέχασαν τους Ομοφυλόφιλους με τα Ροζ τρίγωνα που τους έστειλαν στα κρεματόρια. Ξέχασαν τους αθίγγανους που τους ξεκλήρισαν. Ξέχασαν τους σωματικά ασθενείς που τους δολοφόνησαν. Αυτοί, οι ιερείς του Θεού και του Πολιτισμού.
Οι μαυροφορημένες μανάδες, έμειναν
αγράμματες και μαραγκιασμένες, άσπιλες και ανέγγιχτες για πολλούς αιώνες, γονατιστές μέσα
στο σπήλαιο για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Για να ενώσουν τον ολολυγμό τους
μαζί με εκείνον της αμνάδας όταν της παίρνουν τον αμνό της για να τον θυσιάσουν
το Πάσχα μέσα στις εκκλησίες των πέτρινων φόβων.
Οι οφθαλμοί μου σφραγίσθηκαν από την θλίψη.
Αυτοί
οι ιερομόναχοι Φαρισαίοι, και πολιτικοί γραμματείς σταύρωσαν εκείνον, τον
Κόσμο.
Η
εξουσία, η περιβεβλημένη μοβ και πορφύρα κοκκίνη, και χρυσωμένη αισθήτα και χρυσίο
και λίθο…, ότι μια ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος της.
Και αφού έκλεισαν Εκείνον μέσα σε κορνίζες
και ιερά σκεύη για να μην ακούει τον θρήνο και τον σπαραγμό των θνητών, άρχισαν
να μολύνουν και το περιβάλλον. Με κάθε μέσο και όποιο τρόπο μπορούν.
Καγιανισκάκι.
Καγιανισκάκι.
Γιαυτό θα καταστρέψω τις επιστολές, εγώ ο
αμαρτωλός λογοπλάνος. Για να ξυπνήσω:
«Ξαναφτιαγμένος
σε καινούργιο κόσμο
Ελεύθερο-μια φλόγα, μια πνοή
που
να την πω δεν ξέρω…»
Έρχου, Έρχου, έσχατη πλάνη της φαντασίας
μου και δρόσισε τα διψασμένα χείλη της ψυχής μου με ύδωρ ζωής δωρεάν.
Έρχου, Έρχου, σκοτεινέ αστέρα της Γνώσης
και αγίασε τους έχοντας το όνομα του θυσιασμένου Αρνίου στο μέτωπό τους.
Έρχου, Έρχου, μακαρία μνήμη των ανθρώπων,
σαρκωμένε Λόγε που βγήκες από το αυγό του Φάνη, και πρόσφερε την αιώνια
ανάπαυση ότι ο χρόνος εγγύς.
Εγώ ο αγαπημένος μαθητής του κλεινού
Ιωάννη, ο Σαλλός της γνώσης και της μέθεξης φίλος, ο θαυμαστής της Ομορφιάς
των αγαλμάτων με τα κάτασπρα γυμνά μέλη της αθωότητας των ανθρώπων, αυτά που σε
οδηγούν στην αιώνια σιωπή και την διαρκή περιπέτεια της αυτοσυνειδησίας.
Ο
εραστής της ποίησης των λουλουδιών και των στίχων, ο λάτρης των ένθεων
γνωστικών που φυλακίστηκαν μέσα στο πιστεύω τους για να δοξασθούν από την
Ιστορία ανεπίγνωστα. Ο θυμιατισμένος από έρωτα φωτός, και μύστης του λαμπερού
ζόφου. Ο ακριδοκτόνος και πελασγικός.
Κατά
πρόσωπό μου χλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς.
Όμως
εγώ Είδα.
Το
εσφαγμένο αρνίο σαν λαμπάδα καιόμενη να φωτίζει τον κόσμο με Έλεος.
Είδα
τον Πενθέα να μαζεύει τις σάρκες της ανθρωπότητας για να δημιουργήσει τον νέο
Αδάμ.
Είδα
τον Οδυσσέα να προσκαλεί σε νέα ταξίδια όλους τους πληγωμένους εραστές της ζωής.
Είδα
Εκείνον, μέσα σε μια πύρινη βάρκα φωτός να μου ψιθυρίζει:
Όσους
εγώ εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω.
Και
η φωνή του, ως φωνή υδάτων πολλών.
Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα
χαθούν τελειωτικά.
Μακάριοι
οι συγχωρούντες, ότι αυτοί θα σταυρωθούν μοναδικά.
Μακάριοι
οι προδομένοι της αγάπης, ότι αυτοί δεν θα αγαπηθούν ξανά.
Μακάριοι
οι κάθε είδους περιθωριακοί, ότι γιαυτούς ηχεί ο παιάνας της ζωής.
Μνήμη και λήθη του κόσμου, όραμα και πράξη
του μεγάλου Νου των ανθρώπων, όνειρο και έλεος του Θεού, όλα Ένα στο αιώνιο
αλώνι της Ζωής.
Ένας
μούστος που κοχλάζει η σκέψη μας, ένα κρασί που μεθά τα όνειρά μας.
Πλησιάζει
Εκείνος, ο μη έχων μορφή, ο αιώνιος Νάρκισσος που δεν μπορεί να δει το πρόσωπό
του στον καθρέπτη του Κόσμου.
Όμως αλί μου, είμαι πια πολύ γέρος, οι
δάσκαλοι έχουν πεθάνει προ πολλού, οι προφήτες χάθηκαν πάνω στις βουνοκορφές με
τις ύαινες, ο Υάκινθος ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο του έρωτα δεν θα αναστηθεί
ξανά.
Ω!
Βάκχες και Σιληνοί, είμαι ένας γέρος αντιγραφέας οραμάτων μυστικών, ονείρων μες
στην πυρφόρα ομίχλη του χρόνου, διαβάζω το παλαιό ιερό κείμενο με το φως του
φεγγαριού να σκιάζει την όρασή μου.
Και
δεν διακρίνω κλεινέ Ιωάννη τον καβαλάρη που καλπάζει προς εμέ. Δεν διακρίνω αν
είναι το εσφαγμένο αρνίο ή ο μαύρος καβαλάρης.
Μακάριοι οι έχοντες την χάριν τους….
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η
Φωνή του Πειραιώς», 26-Σεπτεμβρίου 1995.
Υ.
Γ. Τα ποιητικά αποσπάσματα είναι:
Από
την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Από
το «Ο Ναρκωμένος Αρχάγγελος», S. T. Coleridge, βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα και καθηγητή Βαγγέλη
Αθανασόπουλου, εκδόσεις Χατζηνικολή 1991, σελίδα 46.
Από
ποίημα του ποιητή, συγγραφέα και σκηνοθέτη, Πιέρ Πάολο Παζολίνι, από το βιβλίο
του Παναγιώτη Χρ. Χατζηγάκη, «Από την Ιταλική Ποίηση», Αθήνα 1976, σελίδα 101.
Και
από το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη.
Πειραιάς,
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου