Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 ΑΙΜΑΣΣΟΥΣΑ  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ


«δολόμητιν δ’ απάταν  θεού     Ποιος όμως θνητός θα ξεφύγει
τις ανήρ θνατός αλύξει;        την απάτη του θεού τη δολόπλοκη;  
τις ο κραιπνώ πόδι πηδή-    Ποιος με πόδι γοργό τέτοιο πήδημα
-ματος ευπετέος ανάσσων;  θα πετύχει; Γιατί με γλυκόγελα
φιλόφρων γαρ ποτισαίνου-  καλοπιάνοντας η Άτη τον άνθρωπο
-σα το πρώτο παράγει           παρασέρνει στα δίχτυα της,
βροττόν εις άρκυας ‘Ατα,    κι από κει να ξεμπλέξει δεν είναι
τόθεν ουκ έστιν υπέρ θνα-    μπορετό για κανέναν.
-τον αλύξαντα φυγείν».

                   Αισχύλου, «Πέρσαι», Χορός, στίχος 103-111
            Μετάφραση: Τάσος  Ρούσσος, εκδόσεις Κάκτος 9/1991


                         ΩΔΗ  ΣΤΟΝ  ΓΙΑΝΝΗ


Σεπτέμβρης μήνας ήταν θαρρώ
όταν εισέβαλες στο κελί μου τροπαιοφόρος
με τους κεραυνούς της νιότης στο στήθος σου,
κι αυτή τη μαβιά μελαγχολία στο βλέμμα.
Αγνοούσες τους λαβύρινθους του Λόγου
Αναζητούσες τη δόξα
στις κολασμένες αγκαλιές των πότνιων γυναικών
στις αστάρτες με τα μεγάλα στήθη
εκεί αναπαυόσουν, έλεγες.
Ευθυτενής: σαν απάτητη βουνοκορφή.
Μοιραίος: σαν άγγελος πρωτοστάτης.
Τρομαγμένος: σαν μικρή αρμπαρόριζα
στον οραμάτων μου τον κήπο.
Ακούμπησες στον ώμο μου κι αφέθηκες να
σε κυλήσω στο σκοτεινό ταξίδι της γνώσης,
στο περιπετειώδες των αισθήσεων σώμα.
Εσύ, ηνίοχος του πνεύματός μου.
(με τα νεανικά σου χρόνια φανός στα ρουμάνια της σκέψης μου)
Η γνώση καιροφυλαχτεί με το μαχαίρι στα δόντια
έτοιμη να τεμαχίσει
δίχως αιδώ, χωρίς άλγος
τα εξαίσια νιάτα-
βέβαιη για την έκβαση της φύσης
σίγουρη για τη φθορά του σώματος,
που αναμένουμε….
Το σώμα, άχ!
Το σώμα, του Λόγου:
φλόγα πύρινη-
που κατακαίει τα σωθικά.
Λάβρα ενστίκτων-
που υαλογραφεί το εκμαγείο της ομορφιάς με
σύμβολα,
λυγμούς,
μεταμέλειες.
Ω νέε των αιώνιων ερώτων της μνήμης.
Φως ερασιθάνατο που τυφλώνει.
Ποιός άνεμος πάθους
στροβιλίζει
τα όνειρά μου,
ποιός λίβας
πυρώνει
τις αισθήσεις μου.
Ω χυμώδες σώμα του Σεπτέμβρη του 1995,
πως πλησίασες τόσο σιμά μου,
πως σ’ άγγιξαν τα ίχνη των φλεβών μου…
Ω χείλη κεράσι,
πως ν’ αντέξω τη γεύση σας.
Ω βλέμμα παρθενικό,
πως με μαγνητίζει η λάγνα αγνότητά σου.
Μνήμη, μνήμα μου.
Μονάχα εσύ αντέχεις το βάρος της απουσίας
μονάχα εσύ παρηγορείς τα δάκρυα της στέρησης
μονάχα εσύ σφραγίζεις το τέλος της περιπέτειας…
Μικρέ πρίγκιπα του καλοκαιριού,
θα αναπαύεσαι τώρα
σε ρυτιδωμένες αγκαλιές
που κόπηκαν απ’ το πλευρό των Αδάμ
εν υπνώσει.
Θα αγωνιάς για νέα θυρανοίξια
της θηλυκής κόλασης,
και θ’ αφουγκράζεσαι το βουητό του πνεύματος
χωρίς να κάνεις το μοιραίο βήμα της ελευθερίας.
Θα στέκεις εκεί,
Εγκλωβισμένος από την άγνοια της συνήθειας,
δίχως να σπας τα δεσμά…
Τα βλέμματά μας,
γιατί νάναι πάντα στραμμένα
προς τον θάνατο.
Η μνήμη, ο Αλεξανδρινός κι εσύ,
νέε των λυγμών και των ονείρων,
-μικρό καλοκαιράκι των ερώτων-
θα με συνοδεύετε στην Ιθάκη της γραφής,
στις όχθες της λησμονιάς του Λόγου,
καθώς κυρτός μπροστά στο Ναό της Γνώσης
θα συλλογίζομαι τη ματαιότητα της μεταμέλειας
του γερασμένου σώματός μου.
Και θα χαράζω με το αίμα των χειλιών μου
πάνω στην εικόνα της παρηγορήτρας μνήμης
τη λέξη «σ’ αγαπώ»
για σένα
που δεν θα την έχεις πιά ανάγκη.

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Περιπλανητής»
τεύχος 6/ Φθινόπωρο 1996, σελ. 53.


     Το  μαρτύριο του Σώματος

Φίδι της έκστασης η παρουσία της πόλης
κουλουριάζεται γύρω από τις αισθήσεις
περιμένοντας το πλήρωμα του χρόνου.
Ερωτική φωταγωγία η παρουσία σου
στα σκοτεινά ρουμάνια της ερημιάς μου
καθώς το βλέμμα απλόχερα απλώνεται
και κυκλώνει την απουσία.
Μια απουσία ανέκφραστη
από της μαρτυρικής επιθυμίας την άρνηση.
Ποιός άνεμος φόβου σε τράβηξε μακριά μου,
Ποιά θάλασσα συνήθειας ονειρεύτηκε
την παρουσία σου,
ποιά χέρσα γη συναισθημάτων
πόθησε το κορμί σου…
Ω σώμα
τυραννική γραφή,
ουράνιο τόξο των αισθήσεων,
Αυγουστιάτικη σελήνη πόσο σε λάτρεψα…
Σαπφείρινο μαβί τα μάτια
μέθυσαν την όρασή μου.
Θα με θυμάσαι άραγε
σαν ξεκουράζεσαι στων
κρυφών ενοχών σου τα όνειρα;
θα σου λείπω
σαν ξεφυλλίζεις
των αναμνήσεών σου το βιβλίο;
Θα νοσταλγείς
το πικρό χείλι της γνώσης
σαν θα ομνύεις στου μέλλοντος
τις νέες εμπειρίες;
Ποιός ξέρει…
Ίσως ο Αλεξανδρινός γητευτής
των κρυφών ερώτων
να είναι η μόνη παρηγοριά
γι’ αυτούς που δεν τόλμησαν
ν’ αγαπήσουν
πέρα από την Τέχνη άλλη θηλυκή παρουσία.
Εδώ αρχίζει το όνειρο της γραφής
και τελειώνει η κόλαση της μνήμης.


---------     ------------    ---------------


Χαμένος  Έρωτας

Ξαφνιάστηκες με την παρουσία μου
το βράδυ εκείνο της μνήμης
γύρευες την αίσθηση του απόλυτου
στους τρικυμισμούς των παθών.
Εσύ,
μου είπες,
θα γίνεις οδηγός των αισθήσεών μου,
εσύ,
θα με ταξιδέψεις στις άβατες
σπηλιές του κορμιού σου,
εσύ,
θα ονειρευτείς τη σωτήρια
παρέμβαση της αφής,
Μήλο κόκκινο-
η νιότη-
στα χέρια σου
με πείσμα το κρατούσες μακριά μου.
Με αναζήτησες κρυφά
στης τέχνης τις πευκοβελόνες
και στο άρωμα της γνώσης.
Ζωγράφισα το πέρασμά σου
με του ανέκφραστου το χρώμα
στην καρδιά μου.
Σώμα εσύ της πόλης και του έρωτα
σκορπίστηκα στο άγγιγμά σου…
Νυμφίου οδύνες την σάρκα μου καρφώνουν
κι ο ήχος ενός φλάουτου συντροφεύει
την απουσία σου
που έγινε έκπληξη.
Τώρα,
τα χείλη στέγνωσαν από το άγχος
της περιπλάνησης
στα ριζά του νέου κορμιού της φαντασίας.
Τώρα,
η παρηγορήτρα μνήμη σφαδάζει
ακολουθώντας τα ίχνη της στέρησης
περιμένοντας εσένα
που χάθηκες από την όραση των λέξεων.
Τώρα,
το βλέμμα πλανάται
στο έρημο δωμάτιο
καταγράφοντας τα βήματα της σιωπής
καθώς μεθώ
με την απουσία σου
στην απρόσμενη γαλήνη του χρόνου
και της καρδιάς μου τους άρρυθμους
κτύπους.

----------        ---------------     -----------------

                
Νοσταλγία

Μεγάλο
όπως ο πόνος μου
απόψε το φεγγάρι
και συ μαθαίνεις να φιλείς
τα κόκκινα μου χείλη
Μεγάλο
σαν τον πόθο μου
απόψε το φεγγάρι
και συ ξεψυχάς
πάνω στο κορμί μου
Μεγάλο
σαν την επιθυμία μου
απόψε το φεγγάρι
στα σύννεφα κρυμμένο
να μου θυμίζει
τη δική σου
απουσία.

------------      --------------     ---------

                   Εικονογραφήσεις


Α΄

Ένας νέος
σου ζήτησε να κάνετε έρωτα
Τον κοίταξες στα μάτια
και του είπες:
Έχει πολλή υγρασία
απόψε, μωρό μου.
Και βούτηξες στην παγωμένη λίμνη.

Β΄

Κάποιος
στη μέση του δρόμου
ζήτησε τη φωτιά σου-
ίσως ήταν πρόφαση.
Έσκυψες να δεις τα μάτια του,
και αυτοπυρπολήθηκες.

Γ΄

Κάθε σιωπή:
            και η ηχώ της.
Κάθε πίστη:
            και μια απιστία.
Κάθε Χριστός:
            και η Μαγδαληνή του.
Κάθε Τάτζιο:
             και ο Άσενμπάχ του.

------------     -----------    -----------

         Η Γαλήνη

Η ματιά είχε τη νηνεμία της θάλασσας
το σώμα ήταν ζεστό
πιο ζεστό
κι από τη χόβολη στο τζάκι.
Τα χείλη στάλαζαν νέκταρ
και τα χέρια τρυφερά
σαν την υγρή ομίχλη
στην ακροθαλασσιά πάνω στα όστρακα.
Γεύτηκα τον έρωτα
μια νύχτα
κάτω από τις ακακίες
μέσα στις ρεματιές.
Λιγώθηκα από ηδονή πάνω στις πευκοβελόνες
έχοντας για προσκέφαλο ένα ξωκλήσι.
Και μετά το πάλεμα
πάνω στα πλατιά στήθη,
μετά το τρελό μεθύσι των φιλιών
τη σιωπή και το βύθισμα
το χουχούλιασμα στην αγκαλιά,
η σιγουριά του ξάστερου ουρανού
η γαλήνη κι απαντοχή της αυριανής μέρας.
(ότι εκείνος, θα είναι και πάλι εδώ)
Το ταξίδι για τους Εμμαούς.
Κι όλα, τόσο ξαφνικά
όλα, τόσο σύντομα,
ώσπου να σβήσει ένα αστέρι
να δακρύσει ένα χελιδόνι…
Όλα, μέσα σε μια νύχτα.

-----------    ---------    --------------

Σχολείο: Α, ναι! Ξέχασα,
                 Ότι υπάρχουν και Αρχαιολογικοί χώροι.

              Το  Μορτάκι

Κρύωνε πολύ
και όλα τα δάση του κόσμου
για εκείνο ήσαν ξένα.
Και η τριανταφυλλιά
πούχε φυτρώσει στον ύπνο του
είχε κι αυτή
βαρύ χειμώνα.
Ύστερα ήρθε η φωτιά
ήταν καλή,
είπε.
Κι άπλωσε τα χέρια του να ζεσταθεί.
Και του πέρασαν τις χειροπέδες.

-----------   ----------------    ---------------

       Σύζευξη

α΄

Είμαι η πλατιά θάλασσα
και είσαι η σελήνη που καθρεφτίζεται πάνω μου.
Είμαι η σκοτεινή νύχτα
και είσαι τ’ αστέρι που οδηγεί τα όνειρά μου.
Είμαι η χέρσα γης
και είσαι το άροτρο που θα με οργώσει..
Είμαι η αδηφάγα μήτρα
και είσαι ο σπερματικός λόγος που θα με ματώσει.

β΄

Με κλειστά μάτια
ονειρεύομαι τα μάτια σου.
Με κλειστά μάτια
ψηλαφίζω τα χείλη σου.
Με κλειστά μάτια
ποθώ το κορμί σου…
Ανοίγω τα μάτια
τα χείλη σου φιλούν άλλα χείλη.
Ανοίγω τα μάτια
τα χέρια σου χαϊδεύουν άλλα χέρια.
Ανοίγω τα μάτια
το σώμα σου ποθεί άλλο σώμα…
Θέλω να κλείσω τα μάτια
για πάντα…
Για πάντα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, στην εφημερίδα(τα περισσότερα)
«Η Φωνή του Πειραιώς), δεύτερη ξαναδουλεμένη, στην ποιητική συλλογή «Ολίγη λιβάς…», εκδόσεις Σελάνα-Πειραιάς 1998

Και μια προσθήκη:

«Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» έτος 1961

Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
κακό μεγάλο να βρω,
να μη με θέλει ο ουρανός,
ήλιο να βλέπω μαύρο
 Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
να μ’ αρνηθούν οι φίλοι,
χάδι ποτέ μου να μη δω,
να μη φιλήσω χείλη.
---- ---
Αν σ’ αρνηθώ φιλώ σταυρό
κι όρκο βαρύ σου κάνω,
αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου,
να πέσω να πεθάνω.

Στίχοι: της ποιήτριας, στιχουργού, μεταφράστριας και τραγουδίστριας Δανάης Στρατηγοπούλου
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής.

Πειραιάς, Σάββατο, 28 Δεκεμβρίου 2013.           
                             
                                      
                            





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου