Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ-ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

«ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ»

στην Επίδαυρο με το Θέατρο Τέχνης

     Ευριπίδης, (485-406) π.χ. Ο τελευταίος των μεγάλων τραγικών, αλλά και ο πλέον σατιριζόμενος από τους κωμωδιογράφους της εποχής του.
Σε τρία του έργα (Αχαρνής, Βάτραχοι, Θεσμοφοριάζουσες), με μεγαλόστομη μάλλον διάθεση και ευκολία και ίσως όχι και μια μικρή δόση «χαιρεκακίας»τον διακωμωδεί ο παμπόνηρος γέρων της Αττικής κωμωδίας.
Πατέρας του ήταν ο Μνήσαρχος και μητέρα του η Κλειτώ από τον Δήμο Φλύα.
      Υπήρξε, ο πιο επιθετικά ευφυής και μεγαλοπρεπής μέσα στην απλότητά του και τον δυνατό ρεαλισμό του τραγικός ποιητής της Αθηναϊκής κοινωνίας. Κατά την διάρκεια του βίου του, το έργο του δεν αγαπήθηκε μάλλον από τους συγχρόνους του συμπολίτες μόνο μετά τον θάνατό του (ως συνήθως στο Ελλαδιστάν) γνώρισε μια ανοδική και κατ’ εξακολούθηση επιτυχία. Ρηξικέλευθη προσωπικότητα, αρχιτέκτονας μιας θεολογίας της επαναστατικής αλλαγής και όχι της κρατικής ευταξίας μέσα στο έργο του, φιλοδόξησε να γίνει παιδαγωγός ενός δαιμονόπληκτου και ιδεολογικά φαυλόβιου προληπτικού κοινού, όπως ήταν το κοινό της εποχής του. Ένας πεφωτισμένος θρησκευτικά δραματουργός-όχι μόνο φλέρταρε με την λεγόμενη από τους θρησκόληπτους αγωγιάτες «αθεΐα», αλλά είναι εμφανής μέσα στο έργο του-μαθητής των αρχαίων πρώτων δασκάλων επί πληρωμή Σοφιστών, και, του Αναξαγόρα κατά την παράδοση. Μια εν αμφιβόλω «υπαρξιακή» συνείδηση που θαυμάστηκε ακόμα και από τον Άγιο των Αθηνών τον Σωκράτη. Φανατικός βιβλιόφιλος με ευδιάκριτες πολιτικές θέσεις, καινοτόμος στις κοινωνικές του απόψεις, διέθετε μία από τις μεγαλύτερες για την εποχή του βιβλιοθήκες της Αθήνας. Πρόδρομος των ποιητών της Ελληνιστικής περιόδου έζησε μια μάλλον μονήρη ζωή, αν και παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τρεις γιους.
     Την εποχή του, την ζωή του και το έργο του, την σφράγισαν ο εμφύλιος των Ελλήνων πόλεμος-ο Πελοποννησιακός-και το αποκαλυπτικό και ανατρεπτικό ρεύμα των Σοφιστών.
 Οι Έλληνες, ένας ανέκαθεν φιλοπόλεμος λαός, όταν δεν πολεμούσαν τους ξένους ή με τους γείτονές τους-τους αλλόφυλους-αντιμάχονταν τους ομόφυλούς τους. Και όταν δουλικά θεοφοβούμενοι νικούσαν, σκιαμαχούσαν με τους εαυτούς τους. Γιαυτό παρουσιάζονται συνήθως μέσα στον ευμετάδοτο μεγαλοϊδεατισμό τους, άλλοτε ως μεγαλόψυχοι πατριδοφύλακες και άλλοτε ως όχι και τόσο διακριτικοί θιασώτες της Ειρήνης. Πίστευαν στην Ειρήνη για να μην την εφαρμόσουν και για να μπορούν από πολιτική ιδιοτέλεια πολλές φορές να μηδίσουν ή να προετοιμάζονται για πολεμικά κατορθώματα που κάποιος αοιδός θα τα αποκαλούσε πολιτιστικές προτάσεις.
Πας μη Έλλην Βάρβαρος έλεγαν, που σημαίνει, πας Έλλην πολεμοκάπηλος.
     Αυτός ο τόσο παρεξηγημένος και συκοφαντημένος μαθητής του Πρωταγόρα, θα συλλάβει έγκαιρα τις διαστάσεις των κοινωνικών προβλημάτων της εποχής του μέσα στο στενότερο ατομικό πεδίο. Είναι ο πρώτος μάλλον τραγικός που θα εκφραστεί σε δύο τόσο ρεαλιστικές ανθρώπινες κλίμακες. Την δραματική και την σατιροδραματική.
     Ο Ευριπίδης, κατανόησε ότι ο θάνατος της πόλης-η παρακμή της-είναι ένα σύμπτωμα του τέλους της πολιτικής καθολικότητας. Η διάλυση του κοινωνικού ιστού που επήλθε μετά, και κατά την διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων επέφερε την αργή διαδικασία αποσύνθεσης όλων των μεγάλων σταθερών κανονιστικών στοιχείων και κωδίκων ερμηνείας κατανόησης της κοινωνίας και του κόσμου γενικότερα. Τα παλαιά ήθη και οι ηθμοί, που όριζαν εξ ιδίων τα πολιτιστικά ποθούμενα δεν υπάρχουν πια. Διαβρώθηκαν οι αρμοί των πολιτικών συνειδήσεων των πολιτών. Μια, πρωτόγνωρη κοσμοπολίτικη οργάνωση του κόσμου άρχιζε σιγά, σιγά να ανατέλλει. Μέσα από την σφοδρή κριτική των μύθων του παρελθόντος νέες εστίες συγκίνησης και προτύπων αναφύονται. Αυτόνομες και ανεξάρτητες, ατομικές ψυχολογικές διαθέσεις εικονογραφούνται μέσα στα έργα των νέων δημιουργών. Άμυθες νησίδες νοημάτων πιο απτών και καθημερινών συμβάντων νοηματώνονται μέσα στην Τραγωδία, εκφράζοντας τα νέα χαρακτηρολογικά πρότυπα της συλλογικής συνείδησης.
    Στα έργα του Ευριπίδη προσωπογραφούνται συμπεριφορές τόσο ευμετάβλητες που ξαφνιάζουν. Αποτυπώνονται τέτοιες αψυχολόγητες πράξεις που τρομάζουν. Ιχνομυθούνται τόσοι λογοθετημένοι θάνατοι που μας γεμίζουν απορία. Τα διλήμματα των ηρώων του ή των ηρωίδων του είναι φοβερά και τρομερά ακόμα και σήμερα.
      Ποιός μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι οι τόσοι πολλοί θάνατοι-εκβιαστικοί φόνοι για την ακρίβεια-ή οι θυσίες που παρουσιάζονται στην Αρχαία Τραγωδία μετουσιώνονται σε τραγικό θαύμα εξιλέωσης, ή παραμένουν μια ανθρωποφαγική επιθυμία της όχι και τόσο αθώας μυθολογούσας συνείδησής μας; Εκτός και αν ισχύει ο λόγος της Νικόλ Λωρού ότι:
«ο Ευριπίδης αποδέχεται τη μυθοπλασία της ανθρωποθυσίας μόνο και μόνο για να διαστρεβλώσει τη σημασία της».
 Η Τραγωδία συνήθως εκφράζει την ανθρωπολογική μας ακοσμία και όχι την ευώδη ευκοσμία μας.
     Ο Ωραίος ωραίου κορυφαίος χορού και ο μύθος του που γέννησε την Τραγωδία, προσφέρει πλέον μόνο την μαγεία της απελπισίας, και αποκαλύπτει με ζήλο τις κρυφές συνιστώσες της καθολικής διάλυσης της εποχής εκείνης.
    Ο Ευριπίδης, ίσως να μην ευτύχησε να καταγράψει τον νέο κόσμο που αναδύεται από τα αμνιακά υγρά της Ιστορίας, κατόρθωσε όμως, να αποτυπώσει τον υπό κατάρρευση κόσμο του.
     Μακριά από την Αισχύλεια Θεοδικία και την Σοφόκλεια καθηκοντολογία, αρθρώνει έναν κόσμο με τους ήρωές του που στηρίζονται «μόνο στα πάθη τους». Τα ακυβέρνητα, παράφορα πάθη αυτά που οικοδομούν την πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου όπως αυτά τον αποκαλύπτουν. Μήπως όμως η τόσο οδυνηρή και πνιγηρή πολλές φορές απομυθοποίηση των παραδοσιακών ηρώων δεν ψυχώνει από μόνη της μια νέα μυθολογία;
     Ο Ευριπίδης, τροποποιεί τους αρχαίους μύθους και τους προσαρμόζει στην θεατρική αντίληψη της εποχής του. Τους αναπλάθει χωρίς προκαταλήψεις και τους εντάσσει σε ένα καινούργιο πλαίσιο αξιών. Ένα πλαίσιο που η ισχύς του υποβοηθείται από την πρόθεση ή την προσδοκία των καινούργιων φιλοσοφικών ιδεών.
Τα θέματά του είναι δανεισμένα από τους εξής κύκλους:
Τον Τρωικό (όπου και η Ιφιγένεια εν Αυλίδι), τον Θηβαϊκό, τον Διονυσιακό, τον κύκλο των Ηρακλειδών, τους Αθηναϊκούς και τους Θεσσαλικούς μύθους.
     Είναι ο πρώτος που εισήγαγε τον πρόλογο στην Τραγωδία.
Ενώ οι άλλοι δύο, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής μας εισάγουν απευθείας στην δράση της τραγωδίας, ο Ευριπίδης μας προτείνει έναν προκειμενικό, αφηγηματικό προπαρασκευαστικό της δράσης πρόλογο τον οποίον εκθέτει ένας θνητός ή ένας Θεός άσχετος με την υπόθεση του έργου.
    Στις «Φοίνισσες» έχουμε την Ιοκάστη, στον «Ιππόλυτο» την Θεά Αφροδίτη κ.λ.π. Με το εύρημα του απομηχανής Θεού πάλι που χρησιμοποιεί συχνά στα έργα του, επιστρέφει στον δρόμο του μύθου την τολμηρή και ίσως αυθαίρετη δια πλασμένη υπόθεση. Αν και το μέσο αυτό, το είχε υιοθετήσει ο Σοφοκλής (δες το έργο του «Φιλοκτήτης»), ο Ευριπίδης το γενίκευσε και το ενστερνίστηκε. Στην «Ανδρομάχη» έχουμε την επέμβαση της Θέτιδας, στην «Ελένη» των Διόσκουρων, στον «Ορέστη» τον Απόλλωνα, στον «Ίων» την Αθηνά.
     Η Κατερίνα Συνοδινού, εντάσσει σχηματικά θα λέγαμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες τα έργα του… Στα Πατριωτικά και στα Αντιπολεμικά. Στην πρώτη κατηγορία μαζί με τις «Ικέτιδες» και τους «Ηρακλείδες» συμπεριλαμβάνει και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
     Ιφιγένεια, Ιφιγόνη κατά τον Ευριπίδη, Ιφιμέδη κατά τον Ησίοδο. Παρθένα μυστηριώδη, νύμφη ανύμφευτη ιέρεια της Θεάς Άρτεμης, ή Άρτεμη Ενοδία.
Ποια είναι αλήθεια αυτή η άσπιλη κόρη μολυσμένων γονιών.
Αυτό το αθώο θύμα μωροφιλόδοξων προγόνων.
Κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας ή της Ελένης και του Θησέα κατά τον αρχαίο Στησίχορο.
Η θυσία της για πρώτη φορά εμφανίζεται στα Κυπριακά Έπη, αναφέρει ο Ιωάννης Θ. Κακριδής. Την ιστορία της την συναντάμε σε πολλές παραλλαγές.
     Τι είναι αυτή η μισο-τραγωδία του Δυτικού Άκρου, αυτό το χαριτωμένο αλλά κουρασμένο ημιτελές έργο, κατά τον Κίττο.
«Περί δε τα ήθη τέτταρα εστίν ων δει στοχάζεσθαι, εν μεν και πρώτον όπως χρηστά ή…, του δε ανωμάλου η εν Αυλίδι Ιφιγένεια ουδέν γαρ έοικεν η ικετεύουσα τη υστερία». Γράφει στο ΧV κεφάλαιο της Ποιητικής του ο Αριστοτέλης. «Ασταθούς (χαρακτήρος) δε η Ιφιγένεια δεδομένου ότι η ικετευτική Ιφιγένεια δεν έχει τίποτε κοινό με την Ιφιγένεια της συνέχειας του έργου», μεταφράζει ο Στέλιος Ράμφος.
Και ο κλεινός Ιωάννης Συκουτρής σχολιάζει «ο Αριστοτέλης δεν έχει δίκαιον. Είναι τόσο ωραία και τόσον ψυχολογημένην αυτή η μεταβολή της δειλής παρθένου εις την ηρωίκήν βασιλοπούλαν…».
     Η αρνητική αυτή θέση του μεγάλου Σταγιρίτης, σκιάζει αποτρεπτικά το έργο αυτό ακόμα και στις μέρες μας. Με επιφύλαξη αποτολμούν να το ανεβάσουν οι διάφοροι σκηνοθέτες.
     Αν όμως δούμε την μεταστροφή αυτή της Ιφιγένειας σαν μια λύση πριν από την τελική λύση (τον απομηχανής Θεό) και αν συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αυτό το άγουρο κοράσι που έγινε αχθοφόρος του ιστορικού καθήκοντος, και, όχι ένας γενναίος άντρας ή δοξασμένος αρχιστράτηγος, αλλά μια αθώα παιδούλα θα θυσιαστεί για χάρης τους, ίσως αλλάξουμε γνώμη, ακόμα και για τον περιβόητο μισογυνισμό του συγγραφέα όπως πολλοί εκφράζουν. Ίσως διακριβώσουμε τα πραγματικά αίτια που ώθησαν τον Ευριπίδη να υψώσει ένα θύμα στην θέση του ήρωα. Και μάλιστα μια ηρωίδα, η οποία πέρα και πάνω από τις πολιτικές αθλιότητες των Ελλήνων αρχιστρατήγων, πέρα και πάνω από τους πολεμόχαρους λεονταρισμούς των προγόνων της, διαλέγει να θυσιαστεί ανιδιοτελώς για ένα ιδανικό, έστω και αν αυτό γίνεται επί ματαίω.
    Ο ήρωας στο έργο αυτό δεν είναι ένα παθιασμένο άτομο, ξέφρενο για φοβερά ανδραγαθήματα, διψασμένο για δόξα και εξουσία, παθιασμένο για εκδίκηση, που όσο πιο φοβερά πάθη έχει, τόσο πιο σίγουρη είναι η επιτυχία του, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στον παππού μας τον Όμηρο.
Δεν ωθείται από το συναίσθημα της ζήλιας ή της παράφορης αγάπης. Η ηρωίδα εδώ, είναι ένα θύμα ένα άδοξο θύμα που θυσιάζεται αντιλαμβανόμενη την πολεμόχαρη τάση και τις κούφιες αξίες κενόδοξων ανδρών γύρω της.
Ο θάνατός της είναι η μόνη επιλογή της. Είτε ως καθήκον το δει κανείς, είτε ως υπαρξιακή απόγνωση ενός νέου ανθρώπου σε έναν κόσμο κατώτερο των ιδανικών του.
Είναι ο αθώος αμνός, ή αμνάδα της ιστορίας που ανεβαίνει την κλίμακα των ηρώων-αγίων, την ώρα που το αντρικό γένος των Ελλήνων ηρώων σπαράσσεται από τις μικρότητες, τις ποταπές του επιλογές και τα αλάστορα ένστικτά του.
     Ιφιγένεια, η θυσιασθείσα αυτή κόρη, η Νύμφη Ανύμφευτη των Ελλήνων-της Τραγωδίας-ζει την δόξα της ως παρόντα θάνατο.
     Ο Ευριπίδης γνωρίζει πολύ καλά γιαυτό και πέθανε αυτοεξόριστος στην Πέλλα, ότι η Αθήνα-Ελλάδα γενικότερα, δεν είναι η «το των λόγων έδαφος και της καλής περί την παίδευσιν απληστίας», όπως έγραψε αργότερα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αλλά μια Ελλάδα που όπως σωστά επισημαίνει ο Στάθης Δρομάζος «Η Ελλάδα που κάθε κομμάτι της συναλλάσσονταν χωριστά με τους Πέρσες. Την Αθήνα που απόρριπτε τις προτάσεις ειρήνης. Ή την Ελλάδα της σφαγής των αιχμαλώτων».
   Το θέμα της αυτοθυσίας επαναλαμβάνεται και σε άλλα έργα του Ευριπίδη.
Έχουμε την Μακαρία των Ηρακλειδών, την Πολυξένη της Εκάβης, τον Μενοικέα των Φοινισσών.
     Τι συμβολίζει αυτό το δράμα των διλημματικών προθέσεων της ανθρώπινης ψυχής;
Είναι ένα έργο αποτυχημένων ιντριγκαδόρικων διαθέσεων ή ένα έργο που στηλιτεύει την πολεμοκαπηλεία και την σαθρότητα των προθέσεων των Ελλήνων αρχηγών;
Είναι μια τραγωδία αξιοσημείωτων παραδόξων ή ένα μελόδραμα αντιφατικών επιθυμιών;
Είναι ένα ατομικό ψυχολογικό δράμα ή μια δραματική υπόθεση ταραγμένων συνειδήσεων;
Είναι μια οικογενειακή υπόθεση μοιχείας και απαγωγής ή η σύγκρουση ανάμεσα στην οικογένεια και το κράτος; όπως εύστοχα έγραψε ο Χέγκελ.
     Η εξιστόρηση της θυσίας της Ιφιγένειας είναι ένα ψυχολογικό δράμα όχι μόνο ενός ατόμου αλλά μιας ολόκληρης πόλης, μια κοινωνίας. Η Ιφιγένεια είναι μάλλον ένα έργο «κανιβαλιστικών» διαθέσεων αλλά ανολοκλήρωτων προθέσεων. Ένα έργο αινιγματικών και ίσως άλυτων ή αδιευκρίνιστων ψυχικών μεταπτώσεων.  Οι επιθυμίες-εκτός της παρθένας πριγκίπισσας-μένουν μετέωρες και οι πρωτοβουλίες ασφυκτιούν κάτω από το βάρος ενός αβάστακτου πατριωτικού ψευδορητορισμού. Είναι μια τραγωδία παλινδρομικών συναισθημάτων και αβέβαιων πιθανοτήτων.
Ίσως μέσα στην συνείδηση του συγγραφέα, η Ιφιγένεια να εξαγνίζει τα πάθη της Κλυταιμνήστρας ή της Μήδειας. Ας θυμηθούμε την διαδικασία της αντιβολής που χρησιμοποιούσε στα έργα του.
     «Σπάνια» ανεβαίνει στις θεατρικές σκηνές, συνήθως έχουμε την χαρά να παρακολουθήσουμε την άλλη Ιφιγένεια την εν Ταύροις.
     Αμυδρά θυμόμαστε την παράσταση του Θεάτρου Καισαριανής και την σκηνοθεσία του Σταύρου Ντουφεξή.
      Την ίδια περίπου χρονική περίοδο απολαύσαμε στους κινηματογράφους την εξαιρετική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με την Ειρήνη Παπά στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας, και την πανέμορφη Τατιάνα Παπαμόσχου στον ρόλο της Ιφιγένειας.
     Μετά από μια δεκαετία περίπου, παρακολουθήσαμε την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, την ίδια που είδαμε και φέτος στη Επίδαυρο, με ορισμένες αλλαγές στους ρόλους.
Αγαμέμνονας ήταν τότε ο Κώστας Καζάκος και Κλυταιμνήστρα η Τζένη Γαίτανοπούλου.
Πέρσι επίσης είδαμε δύο ακόμα Ιφιγένειες. Εκείνη του Θωμά Κινδύνη από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό «Μορφές Έκφρασης», μια καλή σε γενικές γραμμές παράσταση αν και κάπως μελό, και αυτή του Νίκου Βασταρδή του Πειραιώτη ηθοποιού. Μια απαράδεκτη παράσταση πάρα πολύ κακή, χειρότερη και από σχολική εορτή.
     Στην φετινή παράσταση σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, τον ρόλο του Αγαμέμνονα τον κρατά ο καταξιωμένος ηθοποιός Γιάννης Βόγλης, και της Κλυταιμνήστρας, η Μαρία Σκούντζου. Ιφιγένεια και πάλι η Κάτια Γέρου.
Η μουσική είναι του Χρήστου Λεοντή και τα σκηνικά του Κυριάκου Κατζουράκη.
 Η μετάφραση του έργου έγινε από τον Λεωνίδα Ζενάκο. Η γλώσσα ήταν σύγχρονη, καθημερινή, οικεία, χωρίς ρητορικές αποκλίσεις. Σαφής στις μεταφραστικές της προθέσεις, ακριβής στους επιδιωκόμενους στόχους της. Ένας λόγος θεατρικός αλλά όχι δραματικός. Περισσότερος κουβεντιαστός, φανέρωνε τις ψυχικές μεταπτώσεις των ηρώων, τις υστεροβουλίες τους και την αστάθεια των προθέσεών τους. Μια ανάλαφρη κομψή γλώσσα που έρεπε προς μια επικίνδυνη πεζότητα. Οι μεγάλες στιχομυθίες, οι απότομοι διαξιφισμοί, δυστυχώς δεν μας αποκαλύπτονταν πάντα. Η ξηρότητα του λόγου και η πεζολογική θεατρικότητά του έπνιξαν ακόμα και τις εξαίρετες Ευριπίδειες ειρωνικές διστιχομυθίες ή την αποκαλυπτική και συγκινητική μονωδία της Ιφιγένειας. Ακόμα και ο λόγος των χορικών δεν είχε τον απαραίτητο λυρικό τόνο και μουσική ρυθμολογία.
     Η εκφορά του λόγου καθώς και η άρθρωση των ηθοποιών ήταν ικανοποιητική. Η παράσταση στο σύνολό της είχε συνέπεια παρόλο τον ευδιάκριτο διδακτισμό της. Η φόρμα της ήταν λιτή, οι διαθέσεις της μετρημένες με ορατούς τους σκηνοθετικούς στόχους. Αν και η ευρύτερη ατμόσφαιρά της ήταν κάπως μονότονη και υφολογικά επίπεδη.
      Στην σκηνοθεσία, διέκρινε κανείς την κρυφή εποπτεία του μεγάλου δασκάλου, αλλά όχι τα ψυχικά του σκιρτήματα.
     Ο σκηνοθέτης Γιώργος Λαζάνης(πιστός μαθητής του Καρόλου Κουν)με ξεκαθαρισμένες θέσεις κρατήθηκε μακριά από πομπώδεις ευρηματικές επεμβάσεις και ανεπίκαιρες σκηνοθετικές εκπλήξεις. Η σκηνοθετική του γραμμή απλή, συγκεκριμένη και σαφής, η στηλίτευση του μιλιταριστικού πνεύματος, η διακωμώδηση των πολεμοκάπηλων αρχηγών και η διαπόμπευσή τους. Οι σκηνοθετικοί ρυθμοί αν και κάπως αργοί, ακολούθησαν το πνεύμα του συγγραφέα.
Η δραματικότητα του έργου όμως φανερώνονταν μάλλον περισσότερο στο ευρύ φάσμα των ερμηνευτικών διαθέσεων των ρόλων παρά στην σκηνοθετική φιλοδοξία. Το βάρος δόθηκε-και το λάθος-στον έντονο πατριδολατρικό διδακτισμό. Παρότι ανιχνεύτηκαν από τον σκηνοθέτη διεισδυτικότατα οι δεξιοτεχνικές συγκρουσιακές σχέσεις και ηθικές παλινδρομήσεις των ηρώων, εικονογραφήθηκαν αρκετά οι αμφιταλαντεύσεις των χαρακτήρων και αποτυπώθηκαν με ευαισθησία οι διάφορες δολοπλοκίες των Ελλήνων Ανδρείων, η παράσταση εγκλωβίστηκε σε έναν μάλλον «σχολικό διδακτισμό».
Η θυσία έγινε για την Ελλάδα ρε γαμώτο.
Με τον τρόπο αυτό η παράσταση αποψιλώθηκε από τα δραματικά της στοιχεία και το μήνυμά της επικαιροποιήθηκε τόσο πολύ που χάθηκε η διαχρονικότητά του.
     Η κυρία Κάτια Γέρου υιοθέτησε ως Ιφιγένεια έναν καθαρά κοριτσίστικο ρόλο που εξάτμιζε την δραματικότητα της αμφιταλάντευσής της. Έπλασε μια Ιφιγένεια ιδανική μάλλον για την Βουλή των Εφήβων. Δεν αντιμετώπισε την τραγικότητα του ρόλου της κάτω από το πρίσμα μιας υπαρξιακής απόγνωσης όσο χρειάζονταν. Ούτε φόρτισε την απόφασή της με τον τόνο ενός εσωτερικού μεγαλείου. Επέλεξε την επιβράβευση της θυσιαστικής επιλογής της, παρά την ουσιώδη-ενστικτώδη καταδίκη του άδικου χαμού της.
     Ο κύριος Καρατζογιάννης, ως Αχιλλέας κινήθηκε με υπερβολική επιδεικτικότητα(με σκουλαρίκι στο αυτί, γυάλιζε πολύ το άτιμο) ήταν εκνευριστικά κυνικός, και αγχωμένος ανάμεσα σε έναν κούφιο ιπποτισμό και μια αμήχανη ανδροπρέπεια.
     Ο κύριος Καρακωνσταντόγλου, ως Μενέλαος ήταν μονότροπος και επίπεδος με μια διακριτική «δόση»μανιερισμού.
     Ο κύριος Γιάννης Βόγλης, ως Αγαμέμνονας παράξενα τρακαρισμένος μας πρόσφερε έναν αρχιστράτηγο θρασύδειλο, καιροσκόπο(ένα είδος παπατζή). Με ύφος που θύμιζε περισσότερο Βυζαντινό δολοπλόκο παρά Ομηρικό ήρωα. Η διλημματική πατρική του διάθεση, δόθηκε με έναν μάλλον ισχνό τρόπο. ίσως οι τόσες ακραίες μεταπτώσεις του χαρακτήρος του ήρωα, να μην ταίριαζαν στον ρωμαλέο δικό του.
      Η κυρία Σκούντζου, ως Κλυταιμνήστρα ήταν εντυπωσιακή. Αινιγματική όποτε το ήθελε, αποκαλυπτική όταν το ζητούσε ο ρόλος, απειλητική μέσα στον διαψεύσιμο ηρωισμό της, άφηνε να διαφανεί η μελλοντική συνεργός του φόνου. Με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών της, ισορροπημένα τα εκφραστικά της μέσα, και έναν σφικτό λυρισμό της μητρικής της απόγνωσης, μας πρότεινε το πορτρέτο μιας Κλυταιμνήστρας που θα μείνει στην μνήμη μας.
      Ο Χορός είχε μια άρτια τεχνικά κινησιολογία.
Η μουσική συνόδευσε ενθουσιαστικά και όχι τόσο διακριτικά την λαϊκή αυτή πολιτική τραγωδία.
Το λειτουργικό σκηνικό μας ενέταξε όλη την υπόθεση του έργου σε ένα στρατόπεδο.
Όλη η παράσταση παίχτηκε πάνω σε μια κόκκινη του πάθους και της θυσίας κηλίδα. Σαν μια χαίνουσα πληγή ή μάλλον σαν μια αιμάσσουσα κινούμενη βάλτο που για λίγο μόνο σκεπάστηκε με το νυφικό πέπλο της Ιφιγένειας.
Ευρηματική ήταν επίσης και η σκηνή όπου με το αίμα της άσπιλης κόρης σβήστηκε η φωτιά της Θυμέλης.
     Η πρώτη παράσταση από το Θέατρο Τέχνης παίχτηκε την περίοδο του πολέμου στον Κόλπο, η σημερινή του πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, άραγε τυχαία;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς». Τρίτη 24 Αυγούστου 1999, σελίδα 5,6.
Πειραιάς, Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013.                 

     
    
  
      

            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου