ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
«ΌΡΝΙΘΕΣ»
από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου
Μακρύς και
μοναχικός ο δρόμος προς την Νεφελοκοκκυγία και δύσκολη η ανεύρεσή της. Πολλές
οι σειρήνες, αμέτρητοι οι κίνδυνοι, άπιαστο το όνειρο, μια διαρκής ουτοπική
αναζήτηση χωρίς ελπίδα επιστροφής.
Ένα διηνεκές ψυχικό ζητούμενο, λες και ο άνθρωπος
μπορεί να σταματήσει τον χρόνο. Ένας χαμένος παράδεισος ή ένας κρυμμένος πόθος;
Παράδεισος ή πόθος, Ορίζων ή Ουτοπία, η αναζήτηση η ίδια.
Πολλοί χάνονται κατά την διάρκεια του ταξιδιού, άλλοι
επιστρέφουν ή λοξοδρομούν. Τα ηδονικά μυρωδικά πολλά και ποικίλα. Ελάχιστοι οι
εκλεκτοί που θα την ανακαλύψουν και μετρημένοι αυτοί που θα κατορθώσουν να
γίνουν κάτοικοί της.
Αλλά η
Νεφελοκοκκυγία υπάρχει όσο βρίσκεται μέσα μας. Η αναζήτησή της στην Γη, τον
Ουρανό, ή τον Αιθέρα είναι
Ου-τόπος.
Η Νεφελοκοκκυγία είναι μια πολιτισμική και κατ’
επέκταση ψυχική αναζήτηση και πνευματική κατάσταση.
Ένας τρόπος να υπάρχεις πέρα από την ψυχοφθόρα
καθημερινή ύπαρξη.
Ένας τρόπος ελευθερίας πέρα από την ίδια την
ελευθερία, πέρα από θεσμούς, δομές εξουσίας, και παραδοσιακά ήθη. Μια
φαντασιακή έστω προοπτική(με την σημασία που δίνει στον όρο ο Κορνήλιος
Καστοριάδης) και κοινωνικής οργάνωσης γιαυτούς που πιστεύουν ότι η ζωή είναι
αλλού. Μετά το τέλος της Ιστορίας, πέρα από δικαστικά ψηφίσματα, πολυπράγμονες
πολιτικές εξουσίες, στρατιωτικές επιχειρήσεις, ανόητες μεταφυσικές σωτηρίες και
καταφυγές, ή φιλόδοξες εθνοφυλετικές καθαρότητες. Είναι μια τάση φυγής από την αβάσταχτη καθημερινότητα της ζωής, από τις υπάρχουσες νόρμες της κοινωνίας, ένα
ταξίδι στο όνειρο.
Ο Πεισθέταιρος,
σαν άλλος Ροβινσώνας Κρούσος αναζητά μια πόλη να κατοικήσει φεύγοντας από την
δική του αυτός και ο σύντροφός του Ευελπίδης.
Όχι όμως γυρνώντας σε μια αρχέγονη αδαμική κοινωνία,
αλλά οικοδομώντας μια νέα πολιτεία με τα παλαιά υλικά γινόμενος ο ίδιος νέος
βασιλιάς της. Ο Βασιλιάς Ήλιος για να μπορεί να πει ο Πεισθέταιρος ότι η
Νεφελοκοκκυγία είμαι εγώ.
Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου που δεν θα
απαλλαγεί ποτέ του από τις αξιολογικές αρχές ενός συστήματος που ενώ το
εχθρεύεται κατά βάθος το ποθεί.
Μπορεί να απομακρύνει από την καινούργια πολιτεία του
τους: αεριτζήδες ιερείς, τους λιγούρηδες καλλιτέχνες, τους ψωραλέους
χρησμολόγους, τους σαβουρονομοθέτες, του σκιτζήδες επόπτες των νέων αποικιών,
τους υστερόβουλους γεωμέτρες, ή τους κοκορόμυαλους ψηφισματοθέτες, όμως το
πρόβλημα παραμένει, οι αντιξοότητες το ίδιο, η καινούργια πολιτεία θα δομηθεί
πάνω στις προυπάρχουσες δομές.
Ο Πεισθέταιρος είναι σαρξ εκ της σαρκός της παλαιάς
αρχής και αντίληψης που αρνείται να πεθάνει και διεκδικεί νέους τρόπους
συνέχισής της. Η αβάσταχτη βαρύτητα της καθημερινότητας συνεχίζεται το ίδιο
αμείλικτη. Γιατί όπως δεν υπάρχει τέλος της Ιστορίας έτσι δεν υπάρχει και
ευφρόσυνη κατάληξή της.
Η Ιστορία είναι το αιώνιο παρόν, ένα εσαεί παρόν που
δεν ξορκίζεται ούτε με αλληγορικές Ουτοπίες, ούτε με την καταφυγή σε
θρησκευτικούς παραδείσους, ούτε σε ιδανικές και με επίπλαστη κοινωνική
δικαιοσύνη χώρες. Αλλά ένας καθημερινός αγώνας, μια διαρκής πάλη με τις Ερινύες
του κόσμου και την Κίρκη του εαυτού μας. Διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε μια νέα
τυραννία εξίσου αποτρόπαια με την πρώτη, σε μια ανακύκλωση εξουσιών χωρίς την
ωρίμανση της εμπειρίας. Όπως ο Πεισθέταιρος ο αιώνιος αναζητητής αλλά μηδέποτε
απαρνηθής το χθες.
Και αυτό το
αιώνιο πρόβλημα δραματοποιούν οι Όρνιθες, μέσα από την παρωδιακή διαπραγμάτευση
των οικείων μύθων, των σύγχρονών τους κοσμολογικών απόψεων. Την στηλίτευση του
μηνυσιοφοβικού συνδρόμου στέρησης αυτών των διακατεχόμενων από Παυλοφικά σύνδρομα
συμπολιτών του. Με μια εκπληκτική συσσωρευτική ευρηματολογία, και ένα ακτινοβόλο
ύφος ο Αριστοφάνης αρχιτεκτονεί μια τεχνητή πολιτεία μεταξύ ουρανού και γης,
αφού δεν μπορεί να αλλάξει την υπάρχουσα της εποχής του.
Η κωμική
υπερβολή πρυτανεύει, ο σαρκασμός πλεονάζει, η φαντασία οργιάζει, το χιούμορ
πλημμυρίζει, η κριτική λάμπει σε αυτήν την αριστουργηματική λυρική κωμωδία.
Την κωμωδία των κοσμολογικών αναιρέσεων, των
θρησκευτικών αμφισβητήσεων, των πολιτικών απομυθοποιήσεων.
Το έργο είναι μια σπαρταριστή κωμωδία εκβιαστικών
προτάσεων. Μια σειρά άμεσων ή έμμεσων εκβιαστικών προτροπών για την επίτευξη
προσωπικών φιλοδοξιών.
Ο ρεαλισμός
διαδέχεται την φαντασία με απίστευτη γρηγοράδα, το όνειρο την πραγματικότητα με
αιλουροειδή σβελτάδα, η ελπίδα την ψευδαίσθηση πριν αλέκτωρ λαλήσει.
Οι εικόνες είναι τόσες σε μας οικείες, τόσο
καθημερινές που εκπλήσσουν, επειδή είναι τρομακτικά σύγχρονες. Απειλούν το δικό
μας ονειρικό οικοδόμημα πολιτικής ευταξίας, κλονίζουν την χαλαρότητα των
σύγχρονων μας ηθών, καταγγέλλουν σύγχρονες νοοτροπίες, σκιαγραφούν πολύ
καθημερινά μας πρόσωπα. Οι παρείσακτοι επισκέπτες που επισκέπτονται την
καινούργια πολιτεία διακατέχονται από έναν αχαλίνωτο καιροσκοπισμό από τον
οποίον δεν θα ξεφύγει ούτε ο Πεισθέταιρος.
Ο
Αριστοφάνης, είτε γελοιοποιεί, είτε εξιδανικεύει συνεχίζει να στηλιτεύει
αμείλικτα το βρώμικο παιχνίδι της εξουσίας που συνεχίζεται χωρίς σταματημό και
στην Νέα Πολιτεία.
Η αναζήτηση
αυτή, η ιδανική καταφυγή σε πολιτικά πρότυπα εξωπραγματικά θυμίζει
μεταγενέστερους πολιτειολόγους ή στοχαστές που αποπειράθηκαν να συγγράψουν
παρόμοια έργα στην εποχή τους.
Αν δεν
λαθεύω αναφέρω τον ιερό Αυγουστίνο με την «Πολιτεία» του, τον Τόμας Μουρ με την
«Ουτοπία» του, τον Καμπανέλλα επίσης με την «Πολιτεία» του, τον Μίλτων με τον
«Χαμένο Παράδεισό» του, μέχρι τον «Χαμένο Ορίζων» το γνωστό μυθιστόρημα, οι
συγγραφείς που ασχολήθηκαν με παρόμοια θέματα είναι αρκετοί.
Το ερώτημα
παραμένει όμως ανοικτό. Θα ανακαλυφθεί ποτέ η Νεφελοκοκκυγία; Μέχρι τότε ο
αγώνας είναι μονόδρομος και συνεχίζεται. Είτε ονομάσουμε την Πολιτεία αυτή
χαμένη Ατλαντίδα είτε Νεφελοκοκκυγία.
Οι Όρνιθες,
αν και δεν ανήκουν στην Βυζαντινή τριάδα (Νεφέλες, Βάτραχοι, Πλούτος) όπως
αναφέρει στο γνωστό του βιβλίο για το έργο ο κλασικός φιλόλογος Φάνης Κακριδής
(σελίδα 21) είναι από τα έργα εκείνα που γράφτηκαν με μεγάλη δεξιοτεχνία,
συγγραφικό μεράκι, και αρκετό κέφι για την θεατρική τέχνη. Είναι μια σπιρτόζικη
κωμωδία ευτράπελων γεγονότων, φαρσοειδών σκηνών, κωμικών ακροτήτων, φανερών αμφιθυμιών,
και πάμπολλων ευρηματικών καταστάσεων. Με ένα ύφος που θυμίζει τον
μεταγενέστερο μεσαιωνικό Γάλλο συγγραφέα Ραμπελαί, στο έργο του «Γαργαντούας».
Το τέλος της επίσης, με τον ιερό γάμο του Πεισθέταιρου, ανακαλεί στην μνήμη μας
δάνεια από Ευριπίδεια τεχνική.
Είναι η πιο
πολυσυζητημένη μάλλον θεατρική παράσταση στην ιστορία της νεοελληνικής
παραστασιολογίας.
Και αναφέρομαι στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης του
Κάρολου Κουν το 1959. Όπου όταν ο μεγάλος δάσκαλος και θεατράνθρωπος Κάρολος
Κουν ανακάλυψε τον δρόμο προς την θεατρική του Νεφελοκοκκυγία ζήτησε από την
ιερή τετράδα τους καινοτόμους δημιουργούς του νεοελληνικού μας πολιτισμού, τον
Γιάννη Τσαρούχη, τον Πειραιώτη αυτό σοφό γέροντα, τον μελωδό των ονείρων μας
και των εφηβικών μας οραμάτων Μάνο Χατζιδάκι, αυτόν τον τόσο πολιτικοποιημένο
μουσικοσυνθέτη και διανοούμενο, τον γνωστό και σημαντικό συγγραφέα, μεταφραστή
και αγωνιστή της Αριστεράς Βασίλη Ρώτα, και την ιέρεια του Χορού Ραλλού Μάνου
να τον ακολουθήσουν στο θεατρικό του αυτό ταξίδι.
Από εκείνη την ευλογημένη και σημαντική συνεργασία με
απλά μέσα, πολύ μεράκι, αρκετό κέφι και αγάπη για τον Αριστοφάνη, στήθηκε αυτό
το λαϊκό αξεπέραστο πανηγύρι με τους ξέφρενους εξπρεσιονιστικούς ρυθμούς την
μυρουδιά της αυθεντικής ελληνικότητας, και τους ρυθμούς μιας αιγαιοπελαγίτικης
φόρμας πανηγυριού. Ένα ξέφρενο λαϊκό πανηγύρι κάτι μεταξύ παράσταση
«Καραγκιόζη» και λαϊκού παραμυθιού.
Την παράσταση αυτή, ευτυχώς εμείς οι νεότεροι
θεατρόφιλοι είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε ξανά στην επανάληψή της το 1997,
και διδαχθήκαμε πολλά από την ιερή αυτή αρμονική συνεργασία.
Έτσι εκ των
πραγμάτων η μνήμη μας και οι αισθήσεις μας σταμπαρίστηκε ανεξίτηλα από αυτή την
ανεπανάληπτη παράσταση που μοσχοβολούσε Ελλάδα και ευαισθησία.
Αρκετές
φορές μετά το εγχείρημα του δασκάλου Καρόλου Κουν, οι «Όρνιθες» ανέβηκαν στην
θεατρική σκηνή πάντα με ιδιαίτερη επιτυχία.
Ενδεικτικά
θυμίζουμε την σκηνοθεσία του σημαντικού Αλέξη Σολομού με το Εθνικό Θέατρο το
1979 μια συζητήσιμη παράσταση.
Του Νίκου Αρμάου από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας το 1996 με
έντονη την ατμόσφαιρα των λαϊκών καμπαρέ (σαν και αυτά που λένε ότι υπήρχαν
κάποτε στον Πειραιά).
Του Ανδρέα Βουτσινά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου
Ελλάδος το 1994, μια μάλλον άχρωμη παράσταση αρκετά φανταζέ.
Και την ευχάριστη διασκευή για την Παιδική Σκηνή του
Λαϊκού Θεάτρου από την Κάκια Ιγερινού, σε σκηνοθεσία Κώστα Κατσουλάκη.
Βεβαρημένοι
από το θεατρικό θαύμα του Θεάτρου Τέχνης η μνήμη μας, και γνωρίζοντας ότι ίσως
η σημαδεμένη άποψή μας θα υπέσκαπτε την νέα σκηνοθετική πρόταση του κυρίου
Κώστα Τσιάνου στο Βεάκειο, παρακολουθήσαμε την παράσταση με αρκετή
διστακτικότητα.
Η παράσταση
δυστυχώς του Εθνικού Θεάτρου ήταν χωρίς έμπνευση, χωρίς κέφι, και μάλλον χωρίς
ξεκάθαρους στόχους.
Ίσως μόνος στόχος της να μην θυμίζει εκείνη του
Θεάτρου Τέχνης.
Πέρα από τις αναγνωρίσιμες επιφανειακές αναφορές και
τις ανώδυνες σαχλοκουβεντούλες μιας τηλεοπτικής παραγωγής που θύμιζε έντονα η
παράσταση, δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει.
Ο αξιόλογος
ηθοποιός και σκηνοθέτης αφέθηκε στις καλές του προθέσεις ως μαθητής και αυτός
του Καρόλου Κουν και το πραγματικά αξιόλογο σκηνοθετικό παρελθόν του (νομίζω
ότι είχε σκηνοθετήσει έργα με το Θεσσαλικό Θέατρο), και αποπειράθηκε να
αρχιτεκτονίσει ένα έργο μπουλουκιού, και ασάτιρων επεισοδίων. Ρύθμισε το έργο
πάνω σε μια συμβατική επαναλαμβανόμενη εναλλαγή σπασμωδικών κινήσεων, και
κραυγαλέων στοιχείων επιθεωρησιακής διαθέσεως. Επεξεργάστηκε φουριόζικα μιας
λαϊκής επιθεωρησιακής φόρμας παράσταση που στηρίζονταν στο ευκολοχώνευτο σκετς,
τις ανούσιες ατάκες και την ρηχή ευρηματολογία.
Ένα γαϊτανάκι
γρήγορων κινηματογραφικών ρυθμών που κρατιόνταν από τη σκηνή του ενός
πρωταγωνιστή και στην συγκεκριμένη περίπτωση από τον Πέτρο Φιλιππίδη,
συνεπικουρούμενος από έναν θαυμάσιο και απολαυστικό αλλά και λιτό Σωτήρη
Τζεβελέκο.
Ο
σκηνοθέτης δεν κατόρθωσε ούτε τα πουλιά να βοηθήσει να πετάξουν αλλά τα τσάκωσε
στις ξόβεργες της παράστασής του, ούτε πάλι να ανυψώσει τους κωμικούς
χαρακτήρες στο επίπεδο ενός ψυχογραφικού υποδείγματος ή χαρακτηρολογικού
προτύπου.
Υποβίβασε το κωμικό στοιχείο του έργου και υπερτόνισε
την επικαιρική ψευδοαναφορικότητά του. Το τηλεοπτικοποίησε σε αβάσταχτο βαθμό
που το τσάκισε. Η ανελέητη και
μαστιγωτική διακωμώδηση προσώπων, θεσμών και καταστάσεων, όπως διακρίνεται μέσα
στο ίδιο το έργο σε μια πολιτική αλλά σατιρική ανάγνωσή του χάθηκε.
Το έργο είναι μια κωμική σοβαρών προθέσεων πολιτική
πραγματεία, και όχι μια καρικατουρίστικη επιφανειακή διακωμώδηση των ηθών.
Το Αριστοφανικό πνεύμα αποψιλώθηκε από τα δυναμικά του
χαρακτηριστικά. Το Αριστοφανικό ύφος αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε μιας
ασθματικής εμπνεύσεως επικαιρολογία που κατέληγε σε μια κραυγαλέα τιποτολογία.
Η σημαντική αμφισημία του Αριστοφανικού λόγου, μετατράπηκε όχι και τόσο προσχηματικά σε έναν παρεξηγήσιμο σαρκασμό. Η σταθερή
και σταδιακή αποδυνάμωση των αρμών της κωμικής πλοκής, οδήγησε στην αναμενόμενη
υποβίβαση της παράστασης. Τα έξοχα χορικά χάθηκαν μέσα στο σούσουρο μιας
ακατάσχετης κινησιολογίας.
Αλλά, όπως
λέει και ο ποιητικός λόγος της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «Εικόνα σου είμαι κοινωνία
και σου μοιάζω».
Και το θέατρο είναι ένα καθρεπτιζόμενο είδωλο της
κοινωνίας.
Ο
Αριστοφανικός λόγος δεν είναι μόνο ένας δικαιολογημένος σαρκασμός, μια πομπώδη
διακωμώδηση, μια επικαιρική φλυαρία και σάτιρα ή ένα κουβεντολόι πάνω στην
σύγχρονη πραγματικότητα για να εκβιάσει το χαμόγελο του θεατή.
Η σκηνοθετική σκηνική σαφήνεια της Αριστοφανικής
κωμωδίας, έχει σταθερές αιχμές, ξεκάθαρους στόχους, προσδιορίσημες πολιτικές
αναφορές και ευδιάκριτους κοινωνικούς υπαινιγμούς. Δεν μας αφήνει μάλλον αρκετά
περιθώρια παρεξηγήσεων και λοξοδρομήσεων. Δεν μπορούμε να σκηνοθετούμε μια
κωμωδία υποκωμωδώντας την ίδια την φόρμα
της κωμωδίας. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της σκηνοθετικής πράξης είναι πολλές
φορές ευάλωτο, όχι τόσο γιατί έστω και αθέλητα μπορεί να παρερμηνεύσουμε το
έργο, όσο γιατί δεν κατορθώνουμε να αποφύγουμε τους σκοπέλους χυδαιοποίησής
του. Ο πειθαναγκασμός στην εύκολη λύση, την εύπεπτη για το κοινό, έχει και
αυτός τους δικούς του νόμους , την δική του ισορροπία αν δεν θέλουμε να
καρναβαλοποιήσουμε τις προθέσεις του έργου.
Είναι δύσκολη υπόθεση η πολιτική σάτιρα αλλά
δυσκολότερη είναι η αποδοχή της από ένα δικαιωματικά στις ημέρες μας απαιτητικό
θεατρικό κοινό. Τουλάχιστον από έναν συνειδητό πολίτη και όχι μαζάνθρωπο.
Η
Αριστοφανική υποτίμηση των συγκεκριμένων προσώπων μπορεί να μην σημαίνει μόνο την υποβάθμιση των βιογραφικών στοιχείων
των ατόμων αυτών, κάτω από μια διαφορετική αντίληψη, ιδεολογική αντιπαράθεση, ή
διάθεση πολιτικής επεξεργασίας. Ίσως να είναι και ένας επαναπροσδιορισμός των
ηθικών επιλογών της τότε Αθηναϊκής Δημοκρατίας(των 42.000 ατόμων) και μια
υπενθύμιση της χαμένης αξιοπιστίας του ίδιου του εκλογικού σώματος.
Τοιούτος ημίν μας έπρεπε Πολιτικός, θα μπορούσε να πει
ο Αριστοφάνης αντικρίζοντας τους Αθηναίους συμπολίτες του.
Ο λαός, δεν είναι αμέτοχος των πολιτικών συμπεριφορών
και κοινωνικών πρακτικών των αρχηγών του, ούτε των όποιων οικονομικών τους
σκανδάλων.
Εμείς είμαστε μικροί γιαυτό οι άλλοι φαντάζουν
μεγάλοι.
Παρωδώντας δικαιωματικά τον πολιτικό σου αντίπαλο,
υπενθυμίζεις και στον εαυτό σου τις δικές σου αδύνατες πτυχές του χαρακτήρα
σου, ίσως επειδή ασυναίσθητα όντας μέσα στο παιχνίδι της εξουσίας
προετοιμάζεσαι να υιοθετήσεις τις θέσεις του.
Γιαυτό και
ο Πεισθέταιρος από επαναστάτης καταλήγει δημαγωγός και αλαζόνας αρχηγός ενός
απαίδευτου πουλολογιού.
Αν και ο Robert Flacelier στην γνωστή «Ιστορία της
Αρχαίας Λογοτεχνίας» του αναφέρει σελίδα 356 ότι:
«Αυτός ο εκπληκτικός «μπουφόνος» με την καταπληκτική
φλέβα, ξέρει επίσης να προκαλεί και γέλιο ανώτερης ποιότητας. Διάλογοι και
χοροί είναι γεμάτοι από αστεία ευρήματα».
Από την
άλλη οι Σοφιστές και τα λόγια τους, που τόσο συχνά διακωμωδεί στα έργα του ο
Αριστοφάνης δεν ήσαν άτομα αναξιόπιστα, ούτε τα λόγια τους σκέτες σοφιστείες.
Και η αναιρετική των θρησκευτικών μύθων συμβολική τους δεν προεικονίζει την
πολιτική ή την θρησκευτική αγυρτεία, οι Σοφιστές είχαν μια ξεκάθαρη φιλοσοφική
μεθοδολογία ακόμα και μέσα στην νοηματική τους δισημία. Είχαν έναν ελιγμό
λόγου, μια σταθερή θέση, έναν απαραίτητο διάλογο-αντίλογο, ένα ρητορικό ύφος
που ταιριάζει στις ανάγκες της εποχής τους. Η πειθώ τους, δεν ήταν μια
δικολαβίστικη μέθοδο, περιοριστική των προθέσεών τους και των στόχων τους.
Η Σοφιστική έκανε την ερμηνεία του κόσμου πιο
εύπλαστη, πιο χειραγωγήσημη στις ανθρώπινες αξίες και αντιλήψεις, προσπάθησε να
απελευθερώσει την ανθρώπινη νόηση από παλαιές πούρες θεωρήσεις και πρακτικές.
Οι Σοφιστές προσπάθησαν με τα λεκτικά τους εφευρήματα να απαλλαγεί ο κόσμος από
την Πελασγική του ακοσμία. Όπως αργότερα ο θείος, Πλάτων και ο επίσης θείος
Σωκράτης θέλησαν να κάνουν τον κόσμο ηθικότερο. Όπως αργότερα ο θείος
Αριστοτέλης προσπάθησε να τον εξηγήσει επιστημονικά.
Το
Αριστοφανικό υπόστρωμα των κωμωδιών είναι πλήρες τέτοιων αναφορών και απόψεων
και πολλές φορές δεν διακρίνεις αν ο συγγραφέας σατιρίζει ή αποδέχεται μέσα από
το κωμικό στοιχείο τις θέσεις αυτές. Και αν η λεκτική αποτύπωση υποδηλώνει την
πολιτική βούληση ή την ψυχική διάθεση, τότε ο λόγος τους έχει άλλη βαρύτητα,
πέρα από την διακωμώδηση.
Χρειάζεται
το Αριστοφανικό έργο να εξεταστεί με πολύ προσοχή όχι μόνο σαν μια
συμπληρωματική ιστορική πληροφορία της Θουκυδίδειας Ιστορίας, αλλά και σαν μια
σαρκαστική ματιά και αυστηρή κριτική των τριών θεσμών που σπονδυλώνουν την Αθηναϊκή
κοινωνία. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια. Αξίες προσδιοριζόμενες από ένα
αμφισβητήσιμο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Αν έχουν κάποια δόση αλήθειας τα γραφόμενα
μου, τότε δεν μπορεί ο γνωστός τραγουδιστής κύριος Σάκης Ρουβάς, η κυρία Λουκά,
γνωστή τηλεοπτική σταρ, και ο κύριος Χριστόδουλος Παρασκευαίδης(για να
θυμηθούμε και την γνωστή προσφώνηση του εξαίρετου δημοσιογράφου Γιάννη
Τζανετάκου) να αποτελούν για τις επερχόμενες γενιές έστω και αρνητικά, είδωλα
της εποχής μας. Έστω και κωμικώ τω τρόπω Ιστορείν και Εξιστορείν επί της σκηνής.
Αυτές οι
πιασάρικες λύσεις ανήκουν σε άλλου είδους θεάματα και επιλογές διασκέδασης, ας
πάρουν το 090…, και όχι στο έργο ενός συντηρητικού έστω και αριστοκρατικών
αντιλήψεων συγγραφέα όπως ήταν ο Αριστοφάνης.
Γιατί
γνωρίζουμε, ότι το καλό θέατρο τροφοδοτείται από άξιους προγόνους, δημιουργεί τους
απογόνους του και προπαρασκευάζει τους θεατές του.
Η παράσταση
στηρίχτηκε σε έναν ηθοποιό τον Πέτρο Φιλιππίδη ο οποίος έκανε ότι ήταν δυνατόν
για να κρατήσει ένα αδούλευτο και χωρίς εσωτερικούς ρυθμούς έργο ζωντανό.
Αν και πολλές φορές εξαντλούσε το υποκριτικό του
ταλέντο στον άγνωστο τύπο του σίριαλ που υποδύεται στην τηλεόραση. Έβγαζε γέλιο
και ήταν ευχάριστος, με αρκετές στιγμές ευφορίας.
Από την άλλη ο κύριος Τζεβελέκος ως Ευελπίδης κρατήθηκε
σε χαμηλότερους τόνους, πιο ήρεμος, πιο λιτός και πιο ώριμος ερμηνευτικά,
ενδιαφέρον ταλέντο που χάνεται στα διάφορα κακόγουστα σίριαλ.
Οι άλλοι ηθοποιοί ενστερνίστηκαν καρικατούρες ρόλων
και όχι πρόσωπα. Διεκπεραίωσαν ευχάριστα την επιθεωρησιακή τους φιγούρα μόνο
και μόνο για να βγάλουν ένα χυδαίο γέλιο οι ακροατές-θεατές.
Τα σκηνικά
σχεδόν ανύπαρκτα. Ένα τεράστιο δέντρο
όχι και τόσο λειτουργικό που φάνταζε τόσο ψεύτικο.
Τα φρακοειδή κοστούμια ήταν τόσο άχαρα, βασίλευε μια
μουντή μονοχρωμία και μια ασήκωτη βαρύτητα υλικών, που δεν βοηθούσε στην
απογείωση των Ορνίθων. Χάθηκε η διαφορετικότητα του είδους των πουλιών, η
ομοιομορφία εξουδετέρωσε την ιδιαιτερότητα του γένους τους. Ορισμένα κοστούμια
ήταν σκισμένα ή είχαν μεγάλες τρύπες μπροστά.
Άραγε από τσιγάρο ή από τα σκάγια κανενός κυνηγού;
Ο πολυπληθής
χορός χωρίς ρυθμική κίνηση δύσκολα μπορούσε να πεταρίσει. Βαριές κινήσεις,
νωχελικές ασκήσεις για προσκοπάκια. Που ο
χορός της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης που πέταγες και εσύ μαζί τους
και είχες μόνο το άγχος της επιστροφής.
Αν και θα πρέπει να πούμε ότι η Ορχήστρα του Βεάκειου
είναι πολύ μικρή για τόσο μεγάλο θίασο. Και ακόμα, δυστυχώς εμποδίζει την
παράσταση και ο νέος αεροδιάδρομος πάνω από το Θέατρο που δυσκολεύει την ήδη
υπάρχουσα κακή ακουστική του.
Η μουσική ήταν
ένα συμπίλημα διαφορετικών ακουσμάτων, από διαφορετικές γενιές.
Η
αναθεωρημένη μετάφραση του Αλέξη Σολομού δυστυχώς μπολιάστηκε με άκαιρα
πιασάρικα σλόγκαν, άκοσμες εκφράσεις, κακόηχους ήχους και έδινε την εντύπωση
μιας βλαχομπαροκ του συρμού γλώσσας που δεν έπειθε θεατρικά ότι προέρχονταν από
Αριστοφανική κωμωδία.
Αρκετά
παρακινδυνευμένη υπόθεση το ανέβασμα μιας Αριστοφανικής κωμωδίας.
Το Αριστοφανικό έργο δεν είναι τσόντα στα διάφορα
καλοκαιρινά φεστιβάλ, δεν είναι η εύκολη λύση που μπορεί να καταφύγει ο
καθένας. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή και σεβασμό και διακριτικότητα για το τι
πρέπει να πετάξεις και τι να κρατήσεις για να το κάνεις σύγχρονο. Δεν αρκούν οι
καλές προθέσεις και οι διάφοροι σκηνοθετικοί πειραματισμοί, ο κίνδυνος
ελλοχεύει από παντού.
Όμως ας
είμαστε χαρούμενοι και όχι τόσο γκρινιάρηδες, το Αριστοφανικό έργο είναι εδώ
και μας περιμένει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, από εμάς εξαρτάται η σωστή χρήση
του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς»,
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 1999, σελίδες 5,7.
Πειραιάς, Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου