Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Η εικαστική έκφραση
όταν ο κόσμος ήταν απλός
«Ήνεγκεν
γαστήρ ηγιασμένη Λόγον, Σαφὠς αφλέκτω
ζωγραφουμένη βάτω…».
Στην εποχή μας, η γλώσσα της Τέχνης έχει
αντικατασταθεί από την τεχνοπανουργία της διαφήμισης. Η σημερινή Τέχνη
συμβάλλει μάλλον στην απομυθοποίηση του κόσμου, των ιερών μέχρι πρόσφατα
παραδοσιακών του συμβόλων, χωρίς να παράγει νέους μύθους-τα τόσο αναγκαία
σωστικά ψεύδη, κατά τον θείο Πλάτωνα-παρά την διατήρηση και διεύρυνση των
υπαρχόντων.
Παλαιότερα, όταν ο κόσμος-κόσμημα
ήταν απλός, και τα άρρητα μυστήριά του ήσαν πιο πρόδηλα, η ποιητική μνήμη και η
εικαστική έκφραση και αποτύπωση των διαφόρων ιστορικών ή παραμυθιακών
γεγονότων, υπήρξαν ο συνδετικός ιστός του ανθρώπου με το επέκεινα.
Ο κύκλος του Θείου δράματος, απογράφηκε,
υμνήθηκε, απεικονίστηκε σμιλεύτηκε, αρχιτεκτονήθηκε τόσο από λαϊκούς όσο και
από φημισμένους καλλιτέχνες και πάσης φύσεως δημιουργούς.
Στον Ελλαδικό χώρο, η Βυζαντινή
ειρηνόχυτη εικονογραφία και ηδυμελή υμνογραφία, ακολουθώντας πιστά και με σέβας
την χριστιανική γραμματεία, στάθηκαν οι τρυφεροί συνοδοιπόροι στην πορεία του
πιστού για εμβάθυνση, κατανόηση και αποδοχή των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών
δογμάτων.
Η Βυζαντινή Τέχνη, αυστηρή στο ύφος της,
λιτή στην θεματολογία της, σαφής στις μεταφυσικές της προθέσεις, ακριβής στους
χρωματικούς τονισμούς και σκιές της, συντηρητική στις επιλογές της, παράδοξα
οικεία στις θρησκευτικές της προτροπές, σεμνή στις γενικότερες προθέσεις της
και μάλλον ταπεινή στο ρεαλισμό των σκηνών της, με περισσή χάρη και ακριβολογία
σκιαγράφησε την παρουσία του Εμμανουήλ-ο Θεός μεθ’ ημών-στην γη. Υπακούοντας
στους αυστηρούς κανόνες μιας λειτουργικής ζωής και ενός χριστιανικού ορθόδοξου
ήθους, που διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια των αιώνων, από τα πιο ποιητικά,
ερωτικά και ακμαία στοιχεία που συνθέτουν τον Ελληνικό μεταφυσικό και όχι μόνο
πολιτισμό.
Η λειτουργικότητά της
μέσα στο εκκλησιαστικό και κοινωνικό σώμα, κάποτε, συμπλήρωνε και ορθοτομούσε
τον Λόγο της αληθείας.
Αντίθετα, μάλλον ο ρόλος της Τέχνης στον
Δυτικό κόσμο, υπήρξε πρώτιστα καθαρά αισθητικός, και σίγουρα διακοσμητικός στην
ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων. Ήταν οι προσταγές και τα κελεύσματα φωτισμένων
Παπών και Μαικήνων της εποχής της Αναγέννησης και μετέπειτα που ώθησαν του
καλλιτέχνες να ασχοληθούν με την θρησκευτική τέχνη. Οι ευκατάστατη αστική τάξη
και οι διάφοροι κατά καιρούς πλούσιοι και μορφωμένοι φεουδάρχες είναι που
διαμόρφωσαν το αισθητικό κριτήριο των απλών ανθρώπων. Η εικαστική Τέχνη στην
Δύση, εξυμνούσε μάλλον περισσότερο την διανοητική πλευρά του Κόσμου,
υποσκελίζοντας την μυστηριακή, την πιο μεταφυσικά ανερμήνευτη.
Δεν αφουγκραζόταν τα
ανεξερεύνητα και ανεξιχνίαστα κρίματα Θεού όπως τα αντιλαμβανόντουσαν οι
άνθρωποι της Ανατολής με την μεγαλύτερη μυστηριακή παράδοση και εμπειρία. Δεν
συγκροτούσε σκηνές και εικόνες σύμβολα του Θείου δράματος αυτόνομα, αλλά
παράλληλα με την ανθρώπινη περιπέτεια με ότι αυτό θρησκευτικά συνεπάγεται, και
το κυριότερο ίσως, δεν συναιρούσε τον
Θείο με τον Ανθρώπινο Χρόνο. Αλλά απαλλαγμένη από το βάρος της θρησκευτικής
παράδοσης και των δογμάτων της, και απομακρυσμένη από το όραμα ενός άλλου
κόσμου που παροικεί κι ενοικεί ο όμβρος του πνεύματος, και η λογική και η άλογη
δημιουργία υπουργεί το Μυστήριο της ενανθρώπισης, μετασχημάτισε τον θεολογικό
λόγο σε κοινωνικό. Αποκλείοντας τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις
άνω συνομιλεί. Έτσι η εικαστική ματιά και η τέχνη ευρύτερα, αποδεσμεύτηκε από
τις θρησκευτικές του δόγματος επιταγές, και αυτονομήθηκε ραγδαία και
αποκαλυπτικά.
Σπάζοντας την Βυζαντινή ακαμψία-βλέπε Τζότο
ντι Μποντόνε, πλάθοντας ρευστές, χορευτικές μορφές ανθρώπινων ή αγγελικών
συμπλεγμάτων, βλέπε Σάντρο Μποτιτσέλι, η Δυτική τέχνη μορφοποίησε τις ιστορικές
αφηγήσεις της θρησκευτικής παράδοσης και επανερμήνευσε τα βιβλικά ιερά κείμενα
χωρίς να την ενδιαφέρει η όποια αλήθεια των δογμάτων της, Έμεινε στο καθαρά
αισθητικό μέρος της αναπαράστασης και των προσώπων ή θείων σκηνών. Η συνομιλία
του καλλιτέχνη είναι μια μη θρησκευτική συνομιλία με την πίστη του πιστού, αλλά
μια ανοιχτή συζήτηση με άλλους ομοτέχνους του καλλιτέχνες περί της σημασίας και
επίδρασης του φυσικού φωτός μέσα στον πίνακα καθώς και των διαφόρων σκιών που δημιουργούν
την κατάλληλη ατμόσφαιρα στην προτεινόμενη αναπαράσταση.
Οι εικαστικοί τεχνίτες, έπαψαν να αναπαριστάνουν
τις μορφές των αγίων και των άλλων ιερών προσώπων της αγίας οικογένειας σαν
φιγούρες ενός άλλου κόσμου με το ανάλογο μυστήριο και δέος, πέρα από την
κατανόηση των ανθρώπινων αισθήσεων, και έστρεψαν την προσοχή τους προς την
ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, το εξωτερικό κάλλος των οικείων προσώπων
τους. Φτιάχτηκαν πορτρέτα που τα πρόσωπα
των αγίων δεν απεικόνιζαν την πραγματική εικόνα του τιμωμένου προσώπου αλλά αυτά
των καθημερινών προσώπων της εποχής των. Συγχωνεύθηκε το μεταφυσικό σε μια απτή
και οικεία ρεαλιστική καθημερινότητα χωρίς άλλες αναζητήσεις και
προβληματισμούς. Έτσι οι εικόνες απόκτησαν ψυχολογική και κοινωνική
εκφραστικότητα, αποκαδραρίστηκαν από το ιερό τους πλαίσιο. Τα διάφορα ιερά και
θρησκευτικά γεγονότα και συμβάντα δεν συντελούνταν πλέον στον Ουρανό, αλλά εδώ
κάτω στην Γη, κι είχαν φυσικά πεπερασμένη διάρκεια.
Ακόμα και η σημαντική
για την Χριστιανική θρησκεία σκηνή της γέννησης αντικαταστάθηκε από αυτήν της
προσκύνησης των Μάγων.
Οι δημιουργοί
εκφράζουν τώρα την χαρά και την ανεμελιά της ζωής, την ξενοιασιά του βίου, τις
ευχάριστες σκηνές στην ύπαιθρο και όχι την ειρήνη και μακαριότητα του ουρανού.
Εκφράζουν την ομορφιά της τροφαντής σάρκας και όχι την δόξα της στέρησης. Την
οδύνη των ανθρωπίνων επιλογών και τις συνέπειες των επιθυμιών αυτών, και όχι
την γαλήνη της απάθειας, την σκελετοποίηση του κορμιού από την αδιαφορία των
γήινων. Μια εικαστική ματιά παντελώς διαφορετική από αυτήν της Βυζαντινής
παράδοσης και ερμηνευτικής, όπως έπραξαν οι διάφοροι εκφραστές της παράδοσης
αυτής, οι Βυζαντινοί αγιογράφοι οι επί το πλείστον ανώνυμοι, αλλά και ο
Θεοφάνης ο Έλληνας, ο Αντρέι Ρουμπλιόφ, ο Πανσέληνος, ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά,
ο επί των ημερών μας κυρ Φώτης Κόντογλου και πολλοί άλλοι.
Έτσι συναντάμε στον πίνακα η «Προσκύνηση
των Μάγων», την τρυφερή και χαροποιό «ειδωλολατρικότητα» του Μποτιτσέλι, ο
οποίος τοποθετεί την γέννηση μέσα στα ερείπια Συναγωγής και αναγνωρίζουμε με
ευκολία στα ερχόμενα για προσκύνηση το θείο βρέφος άτομα, τα πρόσωπα της
οικογένειας των Μεδίκων.
Στην «Παναγία και το
βρέφος» του Λορέντζο Μόνακο, θαυμάζουμε περισσότερο τις αδρές και έξοχες διακοσμητικές
λεπτομέρειες, διαφεύγοντάς μας το ίδιο το ιερό συμβάν της γέννησης.
Κάτι που κάνει τον Φώτη Κόντογλου να
γράψει: «Εξ άλλου ούτοι καταστρέφουν την απλότητα του μυστηρίου της
ενανθρωπίσεως, βάζοντας γύρω εις το θείον βρέφος, όπου το ζωγραφίζουν, ανάμεσα
εις διάφορα αρχαία χαλάσματα και άλλα ανάρμοστα σκηνοθετήματα, πλήθος από
ανθρώπους, άλογα, καμήλους, σκύλους, το οποίον νομίζει κανείς ότι ταράσσεται με
φωνάς και θόρυβον πολύν, ωσάν να πρόκειται δια θεατρικήν παράστασιν…», δες
Έκφρασις, τόμος Β΄ σελίδα 158.
Ή πάλι, βλέπουμε την κάπως πομπώδη και
μάλλον αυθαίρετη σύνθεση του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο, που ανάμεσα σε ένα κλασικό
φόντο, που ελάχιστα ανακαλεί στην μνήμη μας την χαροποιό σκηνή του μυστηρίου,
τοποθετεί τον αφέσιο Σωτήρα μπροστά από μια σαρκοφάγο.
Αντίθετα στον Βυζαντινό κόσμο, η γέννηση
βασισμένη στα κείμενα του ευαγγελιστή Ματθαίου, του ευαγγελιστή Λουκά, και το
πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, ιχνογραφήθηκε με ταπείνωση σεμνότητα, δέος, από
δημιουργούς που προέρχονταν από ένα άλλο είδος θρησκευτικής παράδοσης και ένα
άλλο μεταφυσικό ήθος, και φυσικά, μια βαθειά συναίσθηση του μυστηρίου της
γέννησης όπως αρμόζει σε έναν ορθόδοξο πιστό της καθ’ ημάς ανατολής.
Χωρίς την κοινωνική θεατρικότητα, την
εικαστική προοπτική, το μεγαλόφωνο του καλλιτέχνη ύφος, τον σκιάζοντα την
γέννηση διάκοσμο, την ταύτιση θείου και ανθρώπινου στοιχείου, και τον
διανοητικό εκλεκτισμό των δυτικών καλλιτεχνών, η πηγαία παραδοσιακή,
συντηρητική σταθερή αισθητική θεώρηση του Βυζαντινού καλλιτέχνη, με την γνώση
των δογματικών αληθειών της πίστης του στο δισάκι του, τον βοήθησαν στο να μην
συμπλέξει τον εδώ με τον άλλον κόσμο, να μην αποναρκοθετήσει τα όρια της
παράδοσής του, και να ισορροπεί ανάμεσα στον θείο γνόφο και την ανθρώπινη
ύπαρξη προς σωτηρία και παραμυθία του ανθρώπινου προσώπου αλλά και δόξας του
δημιουργού του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα,
«Εξόρμηση» Κυριακή 5
Ιανουαρίου 1992.
Πειραιάς, Πέμπτη, 26
Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου