ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
«ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ»
Θέατρο Διαδρομή
Αριστοφάνης,
αθυρόστομος, σατιρολόγος, καυστικός, ανατροπέας, ο αγαπημένος των Θεών, των
Μουσών και των ανθρώπων. Ο διασαλευτής της κοιμώμενης συνείδησης των Αθηναίων.
Ο επιβλητικός σκανδαλιάρης και ο αδίστακτος σατιρολόγος των κάθε είδους κακώς
κειμένων της εποχής του.
Ένας λαμπρός δημιουργός που εκτός από φαντασία
διαθέτει και σπινθηροβόλα ρεαλιστική σκέψη. Ειρηνοποιός και ανατροπέας,
χλευαστής και διαπραγματευτής, ρεφορμιστής αλλά και προσεκτικά ραδιούργος, μετριοπαθής
και αξιοπρόσεκτα συγκαταβατικός, λυρικός αλλά και άκρα κυνικός.
Άτομο όπως φαίνεται με μεγάλη παιδεία για την εποχή
του, και κοινωνική μόρφωση και σίγουρα μια οργανωμένη κοσμοθεωρία και σαφή
άποψη για τα πολιτικά τεκταινόμενα της πόλης του. Ένας λυρικός παραμυθάς και
ένας μάστορας της γλώσσας και της παρωδίας. Η αττική διάλεκτος μέσα στο έργο
του, βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της. Ένας γλωσσοπλάστης μυθοποιός που όχι μόνο
διασκέδαζε το ακροατήριό του, αλλά και του έδινε την δυνατότητα μέσω των έργων
του της ανατροπής της ίδιας του της σκέψης, των απόψεων και της συμπεριφοράς
του.
Αγαπούσε τους συνανθρώπους και συμπολίτες του με τα
ευεξήγητα ελαττώματά τους αλλά και τα ευπαθή προτερήματά τους. Είχε επίσης
μεγάλη όπως φαίνεται αδυναμία στην τάξη των δούλων, την οποία σκιαγραφεί σε όλα
του τα έργα.
Αθυρόστομος παραμυθάς, με ένα εύστοχο κοινωνικό
ένστικτο, με οξύ πολιτικό κριτήριο, και σημαντική γνώση της φιλολογικής ζωής
της εποχής του, κατόρθωσε να ανασκάψει την ανθρώπινη ψυχή, να διερευνήσει την
ανθρώπινη ατομική και κοινωνική συμπεριφορά, και να κρατήσει στην επιφάνεια τις
περισσότερες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες του καιρού του.
Εδραίωσε κοινωνικά την ανθρώπινη υπόσταση, και την
περιέβαλε με ένα φωσφορίζον και εκτυφλωτικά λαμπρό φως.
Τα πάντα στον Αριστοφάνη περιλούζονται από ένα δυνατό
της συστηματικής κριτικής φως. Οι πράξεις συμβαίνουν όχι μέσα στην άβυσσο της
ανθρώπινης ψυχής, αλλά πάνω στο σανίδι της προσωπικής βιωματικής εμπειρίας και
κοινωνικής επιλογής του ανθρώπου.
Μύθοι, δοξασίες, Θεοί, ημίθεοι, ήρωες, άρχοντες,
δούλοι, μεροκαματιάρηδες πολίτες, μικρέμποροι, και γυναίκες κατεργάρες,
χειραφετημένες και καπάτσες, πολιτικοί άρχοντες, πολεμόχαροι στρατηγοί, τραγωδοί,
πολιτειακοί θεσμοί, πρόσωπα καθημερινά της πιάτσας και της αγοράς από όλες τις
κοινωνικές τάξεις, καλλιτέχνες, διανοούμενοι της εποχής του, άτομα με ιδιαίτερη
ερωτική ζωή, σεργιανούν με καμάρι μέσα στις κωμωδίες του με την λαμπρή αισθήτα
του σατιρικού λόγου στον ώμο, χωρίς αιδώ, χωρίς δισταγμούς με εκείνη την παιχνιδιάρικη
διάθεση που σε αφοπλίζει. Με εκείνο το
σκαμπρόζικο ύφος που θέλγει, εκείνον τον ξένοιαστο παραλογισμό που οδηγεί στο
πουθενά και το παντού. Στο διαρκές όνειρο και την αμείλικτη καθημερινή
πραγματικότητα, την πολλές φορές τόσο ανερμήνευτη και ανεξήγητη.
Ένας
σατιρολόγος παραμυθάς, που υφαίνει τις καθημερινές ιστορίες του με μεγάλη
μαεστρία, την μία μέσα στην άλλη, και κατορθώνει να παρασύρει τους χαρακτήρες
του πότε στην Ουτοπία και πότε σε ένα ξεχαρβαλωμένο κοινωνικό τοπίο.
Ρεαλιστής και ονειροπόλος, με συμπαθητική διάθεση,
χωρίς μίσος για τους πλανεμένους-ψευδόμενους όπως θα έγραφε και ο μεγάλος
Αλεξανδρινός ποιητής.
Πρώτος
αυτός, αν δεν κάνω λάθος, εφεύρε την δημόσια διακωμώδηση και διαπόμπευση, και
το ξεφωνητό των πράξεων και πανούργων ενεργειών των απλών ανθρώπων από την
σκηνή. Όπως οι σημερινοί τηλεθεατές, ξεγυμνώνουν τον εαυτό τους στα διάφορα
τηλεοπτικά σίριαλ, έτσι μάλλον και ο Αριστοφάνης ξεγυμνώνει τους ήρωές του,
τους κάνει θέαμα, τους βγάζει θα γράφαμε στην θεατρική σέντρα του καιρού του
και τους μαστιγώνει με το μαστίγιο της κριτικής και πολλές φορές της αγάπης
όπως έλεγε και ο αρχαίος Εβραίος σχοινοποιός. Όλοι σχεδόν οι ήρωές του είναι
ΙΝ. Πλημμυρισμένοι, από ένα σατιρικό «φωτοστέφανο» και «περιπαικτικό» φως. Από
την πιο λεπτή κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων ως τον λυρικότερο τόνο της
ανθρώπινης ευαισθησίας, και από την πιο χυδαία ανθρώπινη πρακτική ως την ρηξικέλευθη
κοινωνικά πράξη, συναντάται πάνω στην «ηλιόλουστη» κριτικά σκηνή του
Αριστοφανικού έργου. Λες και ο Θεός Απόλλωνας του κρατά το ένα του χέρι καθώς
το άλλο στρέφεται από τον ίδιο τον ποιητή στον Θεό Διόνυσο.
Μπορεί
δυστυχώς να μην γνωρίζουμε πολλά για τους άλλους κωμικούς ποιητές, όπως είναι
οι: Εύπολης, Φρύνιχος, Κρατίνος, Τηλεκλείδης, Εκφαντίδης και αρκετοί άλλοι, που
σπαράγματα έχουμε μόνο από το έργο τους, όμως μάλλον το έργο του Αριστοφάνη να
μας είχε διασωθεί, θα αρκούσε για να κατανοήσουμε την Ελληνική ιδιοσυγκρασία
και κωμικότατη αρμονία της ιδιοπροσωπίας μας. Τον πλούτο των κουτοπονηριών μας,
την μεγάλη μπαμπεσιά μας, τον γύφτικο πολλές φορές χαρακτήρα μας, την
κουτοπονηριά μας.
Το έργο του, άσκησε τεράστια επίδραση στον Δυτικό
κόσμο.
Συγγραφείς όπως ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Μπέν Τζόνσον,
Χένρυ Φίλντινγκ και πολλοί άλλοι στάθηκαν με προσοχή πάνω στις κωμωδίες του,
αντέγραψαν αρκετές σκηνές των έργων του και γενικά προσπάθησαν να ακολουθήσουν
τα βήματά του στην τέχνη της κωμωδίας.
Τα
ενδιαφέροντά του, ήταν τεράστια. Εξωτερική πολιτική, εσωτερική διοίκηση, οργάνωση
της δικαιοσύνης, ανακατανομή των οικονομικών αγαθών, πολιτική οικονομία,
σχετικά με την αξία και την σημασία στην ζωή μας του χρήματος, και τον ρόλο του
στην οργάνωση του Δημοκρατικού πολιτεύματος, στις εργασιακές σχέσεις. Τον
ενδιέφερε επίσης η λειτουργία των κοινωνικών τάξεων, η πολιτική οργάνωση, ο
πρωτόγονος «κομμουνισμός», η ελευθερία στις ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις,
οι σχέσεις των δύο φύλων, οι οικογενειακές σχέσεις, οι σχέσεις των παιδιών με
τους γονείς τους, των δούλων με τα αφεντικά τους, οι κοινωνικές γενικά
μεταρρυθμίσεις μέσα στην πορεία του χρόνου. Τον ενδιέφερε ακόμα, το πρόβλημα
της ειρήνης, η φιλοσοφία, η ρητορική, η λογοτεχνική κριτική, το πρόβλημα της
εκπαίδευσης στην εποχή του, ο στρατιωτικός θεσμός. Τον ενδιέφεραν επίσης οι
θεσμοί της Θρησκείας, της Δικαιοσύνης, το πρόβλημα της παράδοσης, η ισονομία
των πολιτών, η ίδια η έννοια της αρχαίας Δημοκρατίας και το πώς την εκλαμβάνουν
οι αρχαίοι Αθηναίοι. Η αποικιοκρατική πολιτική των συμπατριωτών του ήταν ακόμα
μέσα στα ενδιαφέροντά του και άλλα θέματα που συναντάμε στις κωμωδίες που μας
έχουν περισωθεί από το παρελθόν.
Πολύ
συνοπτικά, θα χωρίζαμε το έργο του σε αυτό που ασχολείται με το πρόβλημα της
Ειρήνης, όπως είναι τα έργα: «Όρνιθες», «Ειρήνη», «Λυσιστράτη»,
«Θεσμοφοριάζουσες».
Το θέμα
των συμμάχων και των σχέσεων που αναπτύσσουν μαζί τους οι Αθηναίοι δες τα έργα:
«Αχαρνής», «Ιππείς», «Σφήκες» και η χαμένη κωμωδία «Βαβυλώνιοι»
Τα έργα «Τηγανιστές», και «Τρίφαλης» στα οποία
αναφέρεται στον εκκεντρικό τρόπο ζωής του
Αλκιβιάδη.
Τα έργα που παρωδούν τους διαφόρους μύθους:
«Κένταυρος», «Φοίνισσαι», «Νιόβη».
Επίσης την παρωδία των διαφόρων δημιουργών και
συγγραφέων όπως: «Προάγων», «Βάτραχοι», «Ανάργυρος», «Γηρυτάδης» κ.λ.π.
Και αυτά που αναφέρονται σε φλέγοντα κοινωνικά
ζητήματα της εποχής του όπως: οι «Εκκλησιάζουσες» και ο «Πλούτος».
Εκκλησιάζουσες,
σύμφωνα με πληροφορία που μας δίνει ο Αθηναίος Ατθιδογράφος του 4ου
αιώνα π.χ. Φιλόχορος, το έργο παίχτηκε δύο χρόνια μετά την συνθήκη συμμαχίας
των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες το 392.
Μαζί με τον «Πλούτο» είναι το έργο της ώριμης περιόδου
του ποιητή. Ο Αριστοφάνης εδώ στρέφει το ενδιαφέρον του από την πολιτική και
την διακωμώδηση δημοσίων πολιτικών προσώπων προς άλλα ζητήματα.
Η
συντριπτική ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η ανατροπή του
Δημοκρατικού πολιτεύματος, η Δικτατορία των Τριάκοντα Τυράννων, (μέσα στην
ομάδα αυτή υπήρχαν και μαθητές του Σωκράτη),η «εκτέλεση» του Σωκράτη-της ηθικής
συνείδησης της Πόλης. Ο Θάνατος του πατέρα της Ιστορίας Θουκυδίδη-η ιστορική
μνήμη των Ελλήνων στο μέλλον. Η επέλαση από τον βορρά των Μακεδόνων, και άλλα
ιστορικά και πολιτικά γεγονότα επέφεραν όπως ήταν φυσικό τεράστιες αλλαγές στα
ενδιαφέροντα και τις συνήθειες των πολιτών, αλλά, και στην προβληματική των
συγγραφέων και δημιουργών.
Στο έργο
αυτό, αν και διατηρείται η παλαιά σχηματική της κωμωδίας σύνθεση, λείπει το
στοιχείο της παράβασης, όπως την συναντάμε στο έργο του «Πλούτος». Ο Χορός
επίσης, ατροφεί. Έχουμε το πέρασμα από την Αρχαία στην Μέση Κωμωδία. Και,
αρκετά μοτίβα του έργου, τα συναντάμε και σε άλλες του κωμωδίες. Όπως
παραδείγματος χάριν, η ώρα της συνέλευσης των γυναικών, δες «Νεφέλες»,
«Σφήκες», «Λυσιστράτη» κ.λ.π.
Η κωμωδία αυτή, έχει επίσης πολλά κοινά στοιχεία με
την «Λυσιστράτη» του 411π.χ., ενδεικτικά αναφέρω τα εξής:
α) Οι γυναίκες συνωμοτούν για μια πολιτική ανατροπή.
β) Και στα δύο αυτά έργα γυναίκα είναι αρχηγός του
εγχειρήματος.
γ) Η εισαγωγική σκηνή με την συνέλευση των γυναικών
είναι σχεδόν η ίδια.
δ) Ο χρόνος που συντελείται είναι σχεδόν ο ίδιος.
ε) Η πανούργα και ραδιούργα γυναικεία φύση της
Λυσιστράτης προσεγγίζει εκείνη της Πραξαγόρας.
στ) Η Πραξαγόρα όπως και η Λυσιστράτη, έχουν μια
σοβαρότητα και μια διακριτική απόσταση από τα «ξετσίπωτα» και χονδροειδή αστεία
και τις χειρονομίες των άλλων γυναικών. Δηλαδή, γίνεται με μέτρο το
ξεκατίνιασμά τους.
ζ) Και οι δύο, ξεκινούν με μια προγραμματισμένη
αγόρευση.
η) Ο χαρακτήρας των δύο αυτών ισχυρών γυναικείων
φύσεων είναι πολύ συγγενικός.
Και οι δύο χρησιμοποιούν εκβιαστικά διλήμματα,
σκαρφίζονται μηχανορραφίες, και υιοθετούν παρενδυτικές επιλογές. Και στις δύο,
έχουμε αλλαγή των ρόλων τους μέσα στην κοινωνία, των ατομικών τους δικαιωμάτων
αλλά και των υποχρεώσεών τους.
Όμως αν η
Λυσιστράτη αγωνίζεται για την πολυπόθητη δημόσια Ειρήνη και τα συνακόλουθα
κοινωνικά αγαθά της, η Πραξαγόρα αγωνίζεται για μια Ουτοπική και μάλλον
Οργουελική κοινωνία. Αφού η θηλυκή κοινωνική και πολιτική αντιπρόταση στην
αρσενική κατεστημένη και λιμνάζουσα εξουσία,(θα άξιζε μια σύγκριση μεταξύ
Λάμαχου και Λυσιστράτης και Πραξαγόρας), δεν είναι μια πρόταση ισονομίας και
ισοτιμίας των δύο φύλων, αλλά μια άλλη επικυριαρχία των γυναικών επί των
ανδρών. Η γυναίκα «ευνούχος» γίνεται η ίδια βιαστής των ανδρών. Εδώ θυμάμαι αν είναι εύστοχο το παράδειγμα την
κινηματογραφική ταινία «Αντίο πίθηκε» του Ιταλού σκηνοθέτη Μάρκο Φερέρι.
Τα πρόσωπα αλλάζουν αλλά ο δυναστικός ρόλος παραμένει
εξίσου αποτρόπαιος και άτεγκτος. Η γυναίκα σαν άλλη Αμαζόνα παίζει τώρα αυτή το
ρόλο του επιβήτορα.
Ο Αριστοφάνης ασφαλώς σατιρίζει, αλλά ταυτοχρόνως
υποδηλώνει και το αδιέξοδο των διαπροσωπικών σχέσεων και την αλλαγή των
κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων. Καυτηριάζει την πάλη των δύο φύλων και μας
δείχνει και τα παρελκόμενα της πάλης αυτής. Με απλό, καθημερινό αλλά πρωτίστως
κωμικό τρόπο, μας μιλά για τα πιο σοβαρά
πράγματα της εποχής του και ίσως και των ημερών μας. Οι απόψεις του επίσης για
τον πρωτόγονο κομμουνισμό, και την κοινοκτημοσύνη πρέπει να είναι η κριτική σε
θέση προυπάρχουσα, παρά να συγγενεύει με εκείνη του θείου Πλάτωνα. (ανοίγοντας
μια παρένθεση, θα σημείωνα ότι αν διαβάσει κανείς το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
των ιδρυτών του Μαρξισμού και διαβάσει και τις Κωμωδίες του Αριστοφάνη, θα
συναντήσει πολλά όμοια κοινά στοιχεία).
Ο
Αριστοφάνης, σκιαγραφεί με ποιους τρόπους μια οργανωμένη, οργανική κοινότητα
μπορεί να μετατραπεί σε άβουλη μάζα, σε αγέλη εξαχρειωμένων ατόμων. Μάλλον και
πάλι μεταφέροντας στις ημέρες μας τον λόγο του, θυμίζει την έννοια που δίνει ο
Χέρμπερτ Μαρκούζε για τον μαζάνθρωπο.
Ο Αριστοφάνης, περισσότερο μάλλον από τους τραγικούς,
μας φανερώνει τα πάσης φύσεως αδιέξοδα και προβλήματα της Αθηναϊκής κοινωνίας
της εποχής του μετά από έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Αφού, τι κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την ερωτική αυτοδιάθεση και
σεξουαλική χειραφέτηση τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Η ανεδαφικότητα της
γυναικείας πρότασης, ακυρώνει την απόπειρα ανατροπής της ανδρικής κυριαρχίας.
Δημιουργείται δηλαδή ένας φαύλος κύκλος που δεν λύνει το πρόβλημα απλά, το
διαιωνίζει με διαφορετικό τρόπο και με αλλαγή ρόλων.
Οι Εκκλησιάζουσες,
είναι ένα κάπως παράξενο έργο. Τόσο στην θεματική του, όσο και στην οραματική
κοινωνική του προοπτική. Ένα έργο στο οποίο συναντάμε κοινωνικές αρχές και
πολιτειακά σχήματα αρκετά «πρωτόγονα» σαν και αυτά που διαβάζουμε στις
ανθρωπολογικές εργασίες του ανθρωπολόγου Μαλινόφσκυ, ή στον Χρυσό Κλώνο του
Φρέιζερ.
Τι άραγε
επεδίωκε να επισημάνει με το έργο αυτό ο αρχαίο ποιητής; Που αποσκοπούσε; Το
σχέδιο των γυναικών, όπως ήταν φυσικό οδηγείται ad absurdum όπως θα έγραφε
ο Πωλ Κροχ.
Η μετάφραση
του έργου από τον γνωστό φιλόλογο και σημαντικό δάσκαλο του Θεάτρου, κύριο
Κώστα Γεωργουσόπουλο ήταν αξιόλογη. Το αρχαίο κείμενο μεταφέρεται στην σημερινή
εποχή, χωρίς λεκτικές πιασάρικες ακροβασίες, που συνηθίζεται στην μετάφραση του
Αριστοφάνη, δίχως πολιτικές φαντασμαγορικές εξάρσεις, ακόμα και στα σημεία που
συναντάμε λέξεις σαρανταποδαρούσες.
Ο Αριστοφανικός λυρισμός, το παιγνιώδες ύφος του
συγγραφέα, η σκαμπρόζικη διάθεση του έργου, δεν καλύφθηκαν από ακαδημαϊκές
εκφράσεις, ούτε επικαιρολογικές επισημάνσεις.
Στην μνήμη μου, έρχεται η πρώτη παράσταση του
έργου, έφηβος ακόμα και από παλαιά θεατρόπληκτος, στο Θέατρο του Λυκαβηττού το
1979, αυτή σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολωνάκη και τις παράξενες ιαχές που ακουστήκαν
σε αυτή την παράσταση. Μάλλον πρέπει να ήταν γιουχαΐσματα;
Όμως άλλοι καιροί, άλλες ηλικίες, άλλα ήθη.
Ξαναείδα το έργο το 1988, με τους Χρυσικάκο-Μόρτζο,
μια πραγματικά τρελή παράσταση, θεόμουρλοι και οι δύο ρόλοι ήταν τόσο ξεκαρδιστική
αυτή η παράσταση που θυμάμαι το θέατρο σείονταν από τα γέλια και δεν άκουγες τα
λόγια.
Το 1993 πάλι, παρακολούθησα το έργο σε σκηνοθεσία του
γνωστού σκηνοθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη, με την Άννα Συνοδινού στον ομώνυμο ρόλο,
ωραία παράσταση αλλά παράξενη Πραξαγόρα.
Είδα επίσης, αυτή του σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά το
1996, καλύτερα ας μην την σχολιάσω.
Και αυτή, του σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου στο γνωστό
σκηνοθετικό ύφος της σχολής του Αμφιθεάτρου και του σημαντικού αυτού σκηνοθέτη
και δασκάλου Θεάτρου. Ήταν μια προσεγμένη και στιλιζαρισμένη παράσταση το 1998.
Η όρασή μου και οι αισθήσεις μου έχουν χορτάσει από
Εκκλησιάζουσες.
Η τωρινή
σκηνοθεσία του γνωστού και καταξιωμένου ηθοποιού κυρίου Γιώργου Μιχαλακόπουλου,
ήταν αυτή που περιμέναμε. Είχε κάπως αργούς ρυθμούς, χωρίς την ανάλογη ένταση,
με μια μονοχρωμία στην ευρύτερη σκηνοθετική ματιά του έργου από τον σκηνοθέτη.
Ένα ανέβασμα θα γράφαμε κλασικό, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ρυθμικές ανατροπές.
Ακόμα και τα χορικά, ήταν αρκετά σφιγμένα και πολύβουα. Οι ηθοποιοί, ευτυχώς
έδεσαν μεταξύ τους και είχαν πολύ καλή άρθρωση, επίσης, μάλλον δεν τους
επισκίασε ο ρόλος του σκηνοθέτη, διέκρινες μια εκφραστική αυτονομία και έναν
ελεγχόμενο αυτοσχεδιασμό.
Τα σκηνικά της παράστασης, ήσαν καλόγουστα και οπτικά
αρεστά.
Ο κύριος Βέττας, πρόσεξε την δουλειά του.
Η χορογραφία του κυρίου Καμινάρη, ήταν μονότροπη και
χωρίς τον απαιτούμενο ενθουσιασμό, και με μια άχρωμη κινησιολογία.
Η κυρία Μίρκα Παπακωνσταντίνου, μια πραγματικά
αξιόλογη ηθοποιός, ήταν μάλλον αρκετά δυσκίνητη, απέδωσε τον ρόλο της με την
καλή της άρθρωση και μόνο, αν και ορισμένες φορές δεν ακούγονταν από τον
υπερβολικό θόρυβο του χορού.
Ο κύριος Γιώργος Μιχαλακόπουλος γνώστης του έργου από
άλλες παραστάσεις, μας πρόσφερε έναν Βλέπυρο κάπως αμήχανο στις εξαίσιες
επαναλαμβανόμενες παύσεις του. Συνήθως τον ηθοποιό αυτόν παρέσερνε ο τόνος και ο ρυθμός της φωνής του. Είχε καλή
άρθρωση, τις γνωστές κάπως αφηρημένες παύσεις του αλλά αργό ρυθμό. Ίσως η σκηνή
της αφόδευσης αν ήταν πιο σύντομη, να βοηθούσε κάπως την κατάσταση, ήταν
παρατεταμένη όσο και η λειτουργία της.
Ο κύριος Μποσταντζόγλου ως Χρέμης, ήταν θαυμάσιος
απέδωσε έναν ρόλο που του πήγαινε γάντι, με την γνωστή χαρακτηριστική χροιά της
φωνής του(που είσαι Σαπφώ Νοταρά), που τον σημαδεύει σε όλους τους χρωματισμούς
της αλλά και τους μορφασμούς του.
Η κυρία Ανδρούτσου ως Νέα, ήταν το κάτι άλλο, πολύ
έξυπνο το παιχνίδι της, ευχάριστη η κινησιολογία της, ένας ρόλος που άρεσε και
έβγαλε αβίαστα πολύ γέλιο, μπράβο της.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον κύριο Ευθυμίου
ως σύγχρονος Νέος. Ήταν καταπληκτικός, μοντέρνος, ευχάριστος αρκετά προκλητικός
του πήγαινε ο ρόλος. Το σκηνικό ντουέτο με τις δύο γραίες ήταν αποκάλυψη. (θα
ξεφύγω αλλά θα το πω, που είσαι κυρ Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη, με τα γραίες σου).
Έξοχες ήταν και οι κυρίες Γεωργία Καλλέργη και Μαρία
Τσιμά, ως ερωτομανείς γραίες. Λες και βγήκαν από τις Φορκυάδες της Βαλπουργείας
νύχτας, ωραίοι ρόλοι, έξυπνα παιγμένοι και με μεράκι.
Τέλος, και
οι άλλοι ηθοποιοί του χορού ήταν ικανοποιητικοί, αν και αρκετές φορές γινόταν
ένας τέτοιος σαματάς που δεν ακούγονταν ο λόγος.
Από το 1904
που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ανέβασε στη Νέα Σκηνή το έργο, μέχρι σήμερα, η
κωμωδία αυτή συνηθίζεται να παίζεται συχνά.
Ίσως γιατί κάθε εποχή φιλοδοξεί να δώσει την δική της
απάντηση στα διαχρονικά ερωτήματα του έργου, και να προτείνει τις ανάλογες λύσεις.
Όμως το
σχοινί της σχεδίας στο ποτάμι του χρόνου, του ίδιου του έργου, το κρατούν πάντα
οι θεατές.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς»,
Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2000, σελίδες 4,7.
Πειραιάς, Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου 2013
Και για τους αγαπόντες τον καλό κινηματογράφο, βλέπω
και ξαναβλέπω αυτές τις μέρες την ταινία του Τζέημς Άιβορυ, «Μωρίς». Μια
τρομερά ευαίσθητη και τρυφερή ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ε. Μ.
Φόρστερ.~
Έτσι, για να μας ξεσκονίσει από την σωρεύουσα σκόνη
των κοινωνικών μας συμβάσεων ακόμα και σήμερα.
Μια ταινία με την ευαίσθητη και πάντα διακριτική ματιά
αυτού του μάγου σκηνοθέτη, που όλα του τα έργα-τουλάχιστον αυτά που έχω
δει-είναι μια βαθειά ματιά δια της στενής πύλης προς την ουσιαστική ζωή.
Όσοι αγαπάνε την ζωή και την τέχνη, αξίζει να δουν και
να ξαναδούν την ταινία αυτή του Άιβορυ, και τις άλλες ταινίες του, και να
διαβάσουν το μυθιστόρημα αυτό του Φόρστερ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Καστανιώτη 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου