ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΙΕΡΑΚΟΣ
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΝΩΡΙΣ
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΝΩΡΙΣ
Καλά-καλά
δεν πρόλαβε να ανατείλει ο καινούργιος χρόνος και ο μυστικός ιερέας των άγονων
ελπίδων μας προσκάλεσε σιμά του έναν ακόμα φίλο και Πειραιώτη, τον καθηγητή
κλασικής φιλολογίας σε πανεπιστήμιο του Καναδά, Αντώνη Σταυροπιεράκο.
Εφηβικός
φίλος ο Αντώνης, εκεί που η αγάπη βρίσκεται όπου είναι το χθες της μνήμης, από το Γυμνάσιο
της Αγίας Σοφίας, τέλειωσε το πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και έκανε καριέρα στον
Καναδά,ως έγκριτος κλασικός φιλόλογος όπου και άφησε την τελευταία του πνοή,
στις αρχές του Γενάρη σε ηλικία μόλις 35 ετών, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.
Το πρόσωπό του έγινε χθες της μνήμης, εκμαυλιστής έρωτας τον πήρε μακριά από
την πόλη του Πειραιά πολύ νωρίς και τον οδήγησε στην ξένη γη χωρίς επιστροφή. Η
ανάσα του δεν πρόλαβε να δώσει πνοή στους ανθισμένους ερωτικά κήπους της
γενέθλιας πόλης του, δεν έζησε να δει την αναστηλωμένη πόλη των παθών του να κομματιάζεται
από βέβηλα οράματα ανέραστων γηγενών Πειραιωτών. Τα αγάλματα των ονείρων του
κομματιάστηκαν από τον πολύ έρωτα. Η πόλις του Πειραιά τον εκδικήθηκε γιατί
αγάπησε άλλο πρόσωπο περισσότερο από αυτήν. Έδωσε την ραχοκοκαλιά των οραμάτων
του σε πρόσωπα μάγους μεταμφιεσμένους σε πατέρες αγγέλους χωρίς φτερά. Και την
ημέρα εκείνη της μοιραίας συνάντησης ήταν η μέρα που ανεπαίσθητα ο Αντώνης
βρήκε το αληθινό πρόσωπό του, μόνο που το προσωπείο της πόλης του Πειραιά δεν
είχε πέσει ακόμα να συντρίψει την ύπαρξή του. Το ντελικάτο μελαψό σώμα του
κεραυνοβολήθηκε από την αρματωσιά του θανάτου και λύγισε, τσάκισε. Όσο πιο νέος
είναι κανείς, τόσο πιο εύκολος ο θάνατος.
Η μορφή
του-το κάλλος της παιδικής του προσωπικότητας-χαραγμένη με πείσμα μέσα μου,
όπως και των άλλων φίλων της εφηβικής μου ηλικίας που χάθηκαν νωρίς, με
ευαισθησία, τρυφερότητα και απέραντη θλίψη.
Φεύγουν οι
φίλοι πόλη μου, πόλη του Πειραιά, της λαγνείας του λιμανιού και της απόγνωσης
των καψαλισμένων σωμάτων από τον ερωτικό πόθο. Πόλη του Πειραιά, στάθηκες
άστοργη στα πιο ευαίσθητα παιδιά σου.
Τους έταξες ερωτική ανάσταση και τους οδήγησες στην
σταύρωση του αιώνιου τίποτα. Εκεί που ο εραστής με τον ερωμένο του γίνονται ένα
πρόσωπο, μια ανάσα, τα χείλη που φιλούν τα χείλη του, μια ματιά που παγιδεύει το
τίποτα και το κάνει να υπάρχει στα μάτια των νέων εφήβων που δεν θα σε
γνωρίσουν ποτέ, δεν θα μάθουν ούτε καν το πέρασμά σου από εδώ. Από το λιμάνι
του έρωτα και των τύψεων, το λιμάνι του ερωτικού σφρίγους και της σκιάς του
θανάτου, το λιμάνι που απλώνει την λάγνα του αύρα εκεί που τα κυπαρίσσια ανθούν
χωρίς καρπό, εκεί που τα κύματα ερμηνεύουν τους νέους πόθους των Πειραιωτών. Εκεί που ευημερούν τα ρωμαλέα πάθη, πάνω στα Μακρά
τείχη της Ιστορίας της πόλης και της μνήμης.
Παρέα εφηβική, ο Δημήτρης Γκουρούνης, ο Θανάσης Γκόρος, ο Αντώνης Σταυροπιεράκος,ο Βρασίδας Καραλής και εγώ.
Ατέλειωτες οι κουλτουριάρικες συζητήσεις μεταξύ των
τριών, του Αντώνη, εμένα, και του Βρασίδα-καθηγητή και συγγραφέα σε
πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Ενας έφυγε νωρίς, ο άλλος ξενιτεύτηκε και ο τρίτος παραμένει να σαπίζει από την αρμύρα της πόλης και να ερμηνεύει τις γλαύκες
του λιμανιού που οδηγούν τους αρουραίους του έρωτα στο φως, εκεί που η πόλη δεν
θα αντικρίσει ποτέ το πρόσωπό της, και θάβει τις σκιές της μαζί με τα
παιδιά της.
Εκεί, στην παραλία του Πασαλιμανιού και της Φρεαττύδας
μιλούσαμε, τσακωνόμαστε, φιλιώναμε, γινόμασταν ένα με την αύρα του Πειραιά που
πάγωνε τις εφηβικές μας αισθήσεις με πείσμα. Εφηβικά τιτιβίσματα για την
λογοτεχνία, τον έρωτα που ερχόταν καλπάζοντας με την μαύρη αισθήτα του,
προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε τους πόθους της πόλης μας, να αφουγκραστούμε τις
επιθυμίες των κατοίκων της. Ψελλίσματα του ονείρου δικά μας και της πόλης μαζί που η αρμύρα του λιμανιού αποτύπωνε στους δρόμους της περιπλάνησης.
Εκεί, στο παλαιό καλντερίμι του έρωτα και των
γνωριμιών, απέναντι από την Ναυτική Σχολή του Πυθαγόρα του Ιάκωβου Μαρκοζάνη,
Εκεί, στο αυγό-το ρολόι-της συνάντησης, απέναντι από
την καφετερία του Παπασπύρου,δίπλα στου Μπολέτση, μπροστά από το θερινό
Θέατρο, μπροστά από το καφενείο "Αβέρωφ" με τον καλοκαιρινό σινεμά στην ταράτσα του, μπροστά στο μαγαζί "Αμέρικαν πίτσα" που τρώγαμε άσπρες λαχταριστές μακαρονάδες,σαν τα άσπρα
κατάλευκα σεντόνια της αθωότητάς μας που ξαπλώναμε πάνω τους, με τους τότε
εραστές μας. Ο Πειραιάς της δεκαετίας 1975-1985, ήταν ο δικός μας ερωτικός
Πειραιάς, ο Χριστός Πειραιάς μας, όπως θάλεγε και ο σύγχρονος ποιητής του ο
Αντρέας Αγγελάκης.
Με την
ΕΚΙΤΕΠ, εκεί στο κέντρο κοντά στην πλατεία Κοραή και το οικείο και πάντα
γεμάτο καπνούς υπόγειο καφενείο της, εκεί που μιλάγαμε για έρωτα και
κινηματογραφική τέχνη ομού. Εκεί σχεδιάζαμε το μέλλον του νέου ελληνικού
κινηματογράφου που συνήθως πάντα, σκηνοθέτες ήμασταν εμείς, οι μοιραίοι
άνθρωποι της τέχνης. Με το καφενείο των γυναικών στην απέναντι πλευρά επί της
Καραϊσκου το περιβόητο ΝΑΤΖΑ, από το έργο του Αντρέ Μπρετόν. Εκεί που
πρωτοδοκιμάσαμε αρωματικό τσάι, παίξαμε σκάκι και τάβλι και γνωρίσαμε το τότε
μοιραίο πρόσωπο που μας έκανε να δαγκώσουμε την λαμαρίνα του έρωτα, τον Κώστα,
με τα μικρά ρουμπινί μάτια και το αγαλματένιο σώμα του, που ήξερε να το προσφέρει
με πάθος. Εκεί πάνω στο πατάρι του καφενείου δώσαμε το πρώτο φιλί και αφεθήκαμε
στον χρόνο.
Την μεγάλη αίθουσα του Ροζέ Κλαίρ, στην στροφή κοντά
στην πλαζ-πάνω από την πισίνα-που όλα ήσαν ροζ, τυλιγμένα σ'ένα κουκλίστικο
περιβάλλον, τρώγαμε σοκολατίνες πάστες και πίναμε μέντα, για να γλυκάνουμε τα
βραδινά όνειρα και να έχουν γλυκιά γεύση τα χείλη για την ώρα που θα φιλούσαμε
τους πόθους των ωραίων Πειραιωτών.
Το ζεστό στέκι στη στροφή, στην δεξιά πλευρά του δρόμου
απέναντι από την Μπουμπουμ,το γνωστό "Διαχρονικό", το τόσο σε εμάς τους εφήβους
αγαπημένο μπαράκι, με το φημισμένο-τότε-ισπανικό κρασί σαγκρία.
Η γνωστή ντίσκο "Μπουμπουμ", από την δεξιά πλευρά του
δρόμου προς τον Πειραιά, ήταν ο χώρος για τις σχολικές μας εκδηλώσεις, εκεί, γινόμασταν ένα με τα τραγούδια
της Ντόνας Σάμμερ, "Μπαντ γκερλς..." του Πατρικ Φερνάντεζ, "born to be a live..." των Μπόνευ Εμ, "Ράσπουτινκ" των ΡίτσιΦάμιλι, του Σιλβέστερ Τζέημς-του πρώτου τραγουδιστή-τραβεστί της Αμερικής-που τραγουδούσε το
«γιου μεικ μι φιλ..», αν θυμάμαι καλά, του Γάλλου Κλωντ Φρανσουά, και του γνωστού "Αλεξαντρί Αλεξαντρά.." της
περιβόητης Δαλιδά, και τόσων άλλων αστέρων της Ντίσκο της εποχής εκείνης. Και
φυσικά, του πρόωρα χαμένου Μάικλ Τζάκσον με το "Θρίλερ" του.
Για τους πιο προχωρημένους, υπήρχε η "Τάουν" με την
μουσική ροκ, και τα σκληρά πετάγματα της εφηβικής μας φαντασίας με τα ακούσματα
των Ντορς,(Doors) και την βραχνή φωνή του Τζιμάκου, του Τζίμι Χέντριξ με την μαγευτική
κιθάρα, και τον παράξενο και μαγευτικό κόσμο των Πινκ Φλόιντ. Για τους άλλους,
που κάπνιζαν τα γνωστά τσιγάρα "Κάμελ", υπήρχε ο «καρεκλάς» όπως κοροϊδευτικά
τους αποκαλούσαμε, αυτούς που άκουγαν Μπομπ Μάρλει, και μουσική ρέγκε.
Πόσα ξάστερα βράδια δεν ξενυχτήσαμε στον θερινό
κινηματογράφο "Καστέλα" με τις πρωτοπόρες ταινίες που τότε, για πρώτη φορά
βλέπαμε, Αντονιόνι, Βισκόντι, Παζολίνι, Μπέργκμαν, Φελλίνι, Γκοντάρ.
Πόσες φορές εμείς η τρελοπαρέα, δεν δραπετεύσαμε από το
ζέον κορμί μας για να συναντήσουμε τον άλλον, στο ταξίδι του άγνωστου μελιού
και της βανίλιας, εκεί στα στενά της Τρούμπας που μύριζαν σπέρμα και μπύρα.
Άλλοτε πάλι, λιγωμένοι από ηδονή και σταυρικά πάθη,
γαληνεύαμε στην σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου Χάι Λάιφ, με την σινεμασκόπ
οθόνη του, ή κατεβαίναμε τα σκαλιά του κινηματογράφου Αττικόν για να παρακολουθήσουμε
την ταινία του Κόππολα, «Αποκάλυψη Τώρα» και τον Μάρλο Μπράντο να διαβάζει την «Έρημη Χώρα» του Τ.
Σ. Έλιοτ, αλλά και τον «Λόρενς της Αραβίας» με τον θρυλικό Πήτερ Οτούλ. Και
μετά, απέναντι στην "Στάνη" για γιαούρτι με μέλι και καρύδι, για γλυκά του
κουταλιού, που λίγωναν τον λάρυγγα της εφηβικής μας επιθυμίας.
Ο Πειραιάς
που γνωρίσαμε και μαζί του γνωρίσαμε και το σώμα μας, ο Πειραιάς της εφηβείας μας,
των παθών μας και των ονείρων μας, δεν ήταν μόνο ο γενέθλιος τόπος μας, υπήρξε
ο χώρος, η μεγάλη αγκαλιά της συσσωρευμένης μας αθωότητας, ο τόπος-χρόνος της
αποθησαύρισης των ερωτικών χειρονομιών μας, το
γκρίζο τοπίο κατάθεσης των τραυματικών εμπειριών μας, ο
άγνωστος τότε πόνος των ονειρικών περιπλανήσεών μας. Ο Πειραιάς της υλικής μας
στέρησης, της φτώχειας μας, αλλά και της συναισθηματικής μας πλήρωσης. Ο
Πειραιάς της περιδιάβασης στα στενά της ηδονής σοκάκια, στους υγρούς κήπους που
μύριζαν λιβάνι και δυόσμο, γιασεμί και ασβέστη, τους κήπους που επαναπαύονταν οι "εκπυρσοκροτημένες" εφηβικές μας επιθυμίες.
Η πόλη που αναδίπλωνε την κουρασμένη υπερηφάνεια μας,
η πόλη που οριοθετούσε τις περιπέτειές μας, που άναβε τις κροτίδες της
φαντασίας μας με την προκλητική ματιά της, το σαγηνευτικό βλέμμα της, την
ηδονική ατμόσφαιρά της.
Οι Πειραϊκές
ημέρες της νιότης μας ένα καράβι γιομάτο θαύματα που περιμένει αρόδο ακόμα να
ξεφορτώσει.
Υπήρξαν
εποχές που ο χρόνος των κατοίκων αυτής της πόλης καθορίζονταν από την αμυντική
μοναξιά του λιμανιού και την αριστοκρατική λαϊκότητα του.
Η πόλη μας
ακολουθούσε, έτρεχε πίσω από την αψηλάφητη ακόμα ενοχική αθωότητά μας, σε κάθε
μας βήμα, παραμόνευε μια στιλπνή έκπληξη.
Πειραιάς, το εφηβικό καταφύγιο των ερωτικών μας
ανιχνεύσεων.
Πειραιάς, ο εξόριστος μάγος που οδήγησε τα ίχνη της μετέπειτα μνήμης μας.
Πειραιάς, ο ονειραγωγός των μυθικών φιλοδοξιών μας και του ύψιστου κάλλους των εφηβικών μας προθέσεων.
Πειραιάς, ο εξόριστος μάγος που οδήγησε τα ίχνη της μετέπειτα μνήμης μας.
Πειραιάς, ο ονειραγωγός των μυθικών φιλοδοξιών μας και του ύψιστου κάλλους των εφηβικών μας προθέσεων.
Ο κυανόλευκος Πειραιάς, ο Πειραιάς του Δημοτικού Θεάτρου,
και των Μακρών τειχών, ο Πειραιάς της Τρούμπας και του Προφήτη Ηλία, της
περιοχής του πάρκου Δηλαβέρη και των κρυφών σπηλιών της Πειραϊκής, για εμάς
τους διψασμένους για κάθε είδους γνώση και εμπειρία, τους ηλιοβόρους νέους της
μεταπολίτευσης, εποχής τόσο ερωτικής και πολιτικής ταυτόχρονα, δεν υπήρξε μόνον
ένας γενέθλιος κολασμένος τόπος, αλλά ένα άθροισμα ερωτικών παραδείσων.
Ένα ανοιχτό ημερολόγιο του επερχόμενου θανάτου μας.
Τώρα που ο
Πειραιάς του Αντώνη μετετράπηκε τόσο σύντομα και ξαφνικά σε ένα ατύχημα της
κοινής μας ελπίδας, τώρα που ο Αντώνης έγινε φάρος του λιμανιού χωρίς να
φωτίζει, τώρα που ο Αντώνης έγινε σιγαλό κύμα που χάνεται στα ανοιχτά του
Πειραϊκού πελάγους, τώρα, που ο Πειραιάς κρύβει το όνομά του από τους πολλούς
θανάτους των νεαρών παιδιών του τώρα, εμείς, εξόριστοι από την διαρκή συνομιλία
με τον χρόνο, ο Βρασίδας από εκεί στο νότιο ημισφαίριο και εγώ εδώ, να μαζεύω
τα γυαλάκια της μνήμης, μείναμε πίσω, ορφανοί από φίλους και από πόλη. Μείναμε
πίσω, να ιχνογραφούμε το παρελθόν και να ιχνομυθούμε τις σκιές της πόλης που
αγαπήσαμε, καθώς οι αχτίδες της ζωής σιγά-σιγά σβήνουν μέσα σε μια Πειραιώτικη
πανσέληνο κόκκινη σαν τα τριαντάφυλλα της νιότης μας που μαράθηκαν από την πολύ
αρμύρα του έρωτα και της γενέθλιας πόλης.
Καλό ταξίδι
φίλε, καλή αντάμωση, ο Πειραιάς μαζί σου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», 1 Φεβρουαρίου 1996.
Πειραιάς, 26 Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου