ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ Ο
ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ (305-240)
ΟΛΙΓΗ ΛΙΒΑΣ…
Ο Έλληνας ποιητής και λόγιος Καλλίμαχος
υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της Ελληνιστικής εποχής.
Φημολογείται ότι έγραψε περί τους 800 περίπου τόμους. Άλλοι λένε ότι γεννήθηκε
το 310, άλλοι αναβιβάζουν την ημερομηνία στο 305 προ Χριστού, στην Κυρήνη της
Βορείου Αφρικής και πέθανε το 240 μάλλον σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές
για το άτομό του.
Το Λεξικό της
Σουϊδας, αναφέρει τα εξής:
«Καλλίμαχος, υιός του Βάττου και Μεσάτμας, Κυρηναίος,
γραμματικός, μαθητής Ερμοκράτους του Ιασέως, γραμματικού, γαμετήν εσχηκώς την
Ευφράτου του Συρακουσίου θυγατέρα., αδελφής δε αυτού παις ην ο νέος Καλλίμαχος,
ο γράψας περί νήσων δι’ επών, ούτω δε γέγονεν επιμελέστατος, ως γράψαι μεν
ποιήματα εις παν μέτρον, συντάξαι δε και καταλογάδην πλείστα, και εστίν αυτώ τα
γεγραμμένα βιβλία υπερ τα οκτακόσια…» (σελίδα 603, εκδόσεις Θύραθεν 2002).
Το δε Εγχειρίδιο Κλασικών Σπουδών, το The Oxford Companion to Classical Literature-του M. C. Howatson, εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη 1996, σελίδα 376-377 αναφέρει τα εξής:
«Κατά περιπτώσεις αναφέρεται και ως Βαττιάδης(γιος
δηλαδή του Βάττου). Κατά την βασιλεία του Πτολεμαίου του 2ου του
Φιλάδελφου, βασιλιά της Αιγύπτου από το 285-246 π.χ., έφτασε στην Αλεξάνδρεια,
και από εκεί του ανέθεσε ο βασιλιάς να ετοιμάσει το μεγάλο κατάλογο (πίνακες)
όλων των βιβλίων της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Το πελώριο αυτό εγχείρημα (ο
κατάλογος αριθμούσε 120 τόμους) όχι μόνο ωφέλησε τη βιβλιοθήκη παρά και
επηρέασε πραγματικά το ύφος του ποιητή, όπως και άλλοι Ελληνιστικοί ποιητές,
που συνδύαζαν την ποίηση με τη φιλοσοφική μύηση, βρήκε κατά τις έρευνές του υλικό
που μπορούσε να το επεξεργαστεί και να το ενσωματώσει στο στίχο του…».
Στο έργο
του Καλλίμαχου, δεν συναντάμε μια χρονική θεματική διαδοχή. Δεν έχουμε μια
προσδιορισμένη ιστορική ή μυθολογική θεματική ενότητα που ξεδιπλώνεται στο
σύνολο ποιητικό corpus, όπως στο έργο του Ησιόδου ή του Ομήρου και άλλων
ποιητών της αρχαιότητας. Ούτε είναι ο ποιητής που συνθέτει πολεμικά εγερτήρια
για να παρακινήσει προς άμυνα τους τρυφηλούς νέους της πατρίδας του, όπως έπραττε ο πατέρας της ελεγειακής ποίησης Καλλίνος ο Εφέσιος και άλλοι αρχαίοι
λυρικοί ποιητές.
Δεν ανήκει
στους εκπροσώπους της διδακτικής ποίησης που χρησιμοποιούν δύσκολες εκζητημένες
εκφράσεις όπως είναι οι Χαλκιδαίοι ελεγειακοί ποιητές, Λυκόφρων (330 π.χ.) και
Ευφορίων (276 π.χ.)
που, παρ’ όλη την επαινετή τους προσπάθεια νοιώθουμε
να ρέπουν ενίοτε προς τον άγονο ρητορισμό και την επίδειξη πολυμάθειας, ποιητές
μιας διδακτικής ποίησης που επιδιώκει να αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο που την
συνέδεε με τους παλαιούς μύθους, τις λαϊκές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες. Ούτε
συνέθετε μεγάλα επικά διδακτικά ποιήματα για να εκφράσει τις απόψεις του-κατά
παραγγελία-για τα ουράνια σώματα και τους διάφορους αστερισμούς, όπως ο Άρατος
από τους Σολούς(315) ο μαθητής του Εφέσιου γραμματικού και ποιητή Μενεκράτη.
Αλλά, μέσα από τα λιτά, πυκνά, επεξεργασμένα εξάμετρά του, ή δίστιχά του, τα
σατυρικά του δράματα, τις κωμωδίες του, τους ιάμβους του, ή τα μεγαλύτερα
συνθετικά του έργα, όπως είναι τα «Αίτια» και οι «Έξι Ύμνοι» του, ανακαλύπτουμε
μικρούς επιλεγμένους θεματικούς πυρήνες, (παραδείγματος χάριν, τα Επιγράμματά
του, χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, αυτή που αναφέρεται στους όρκους του έρωτα
και η άλλη, που έχει σχέση με τον θάνατο) μικρογραφικές πραγματεύσεις ή επιγραμματικά βιτρό, που επιλεκτική τους αναφορά και η ποιητική ανάκληση και επανερμηνεία
τους, μας αποκαλύπτουν τις αισθητικές τους αρχές, τους επιδιωκόμενους στόχους, τα
καλλιτεχνικά κριτήρια που διέπουν τις επιλογές του, τις θέσεις του για του
πολέμιους της ποίησής του, την προτίμησή του για της μικρής φόρμας ποίηση, τις
μεταφυσικές του αναζητήσεις, τις ερωτικές του ιδιαίτερες προτιμήσεις, και
ασφαλώς, την ευρύτερη διάθεση της κοσμοπολίτικης και κοσμολάγνας εποχής του.
Μιας εποχής, που μολονότι η φλόγα της ορθολογικής
έρευνας είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει και παρά το μεγάλο ρεύμα που μπορεί να
παρατηρήσει κανείς προς τις μυστηριακές θρησκείες και τις λατρείες της
ανατολής, ήταν εποχή ασυνήθιστα απαλλαγμένη από τον σκοταδισμό και τις διάφορες
λογοκρισίες, μια εποχή που παρείχε εύκολη μετακίνηση στους ανθρώπους, δίνοντάς
τους την δυνατότητα να αλλάζουν τόπο διαμονής και σπιτικό, όταν αντιμετώπιζαν
σοβαρά προβλήματα. Κατά κανόνα όμως, ο στοχασμός και η δημοσιοποίηση των
πεποιθήσεών τους και των ανακαλύψεών τους δεν υπόκειντο σε περιορισμούς.
Σημειώνει στο βιβλίο του «Ο Ελληνιστικός Κόσμος», εκδόσεις Βανιάς 1993, ο
μελετητής της Ελληνιστικής περιόδου Frank W. Wabank.
Οι μικροί αυτοί θεματικοί πυρήνες αίσθησης της
ποίησης του Καλλίμαχου, διαφαίνονται στα έργα του και είναι πολύτιμοι και για
το ότι έχουν θέση πολιτισμικών τεκμηρίων. Δηλαδή μας αποκαλύπτουν
Το ιστορικό υπόβαθρο και την κοινωνική ατμόσφαιρα,
καθώς και τις άλλες κοινωνικές διεργασίες των ανθρώπων της Αλεξανδρινής εποχής.
Η Αλεξάνδρεια
δίδει τον τόνο της πνευματικής δημιουργίας και οι διάφοροι ποιηταί εξ άλλων
πόλεων αισθάνονται την ανάγκη να θητεύσουν εις την φιλόξενον αυλή των
Πτολεμαίων και να ζωογονηθούν από την πνευματικήν πηγήν του νέου Ελληνισμού.
Γράφει εύστοχα ο καθηγητής Αριστόξενος Σκιαδάς στο βιβλίο του «Αρχαίος Λυρισμός
2», Αθήνα 1986.
Ο
Καλλίμαχος, ασφαλώς δεν είναι ούτε ηθογράφος όπως ο Ηρόδοτος, ο Λουκιανός, ή οι
Βουκόλοι ποιητές Φιλιτάς από την Κω ο ιδρυτής της Βουκολικής ποίησης, ή ο
προικισμένος Θεόκριτος(315), ούτε ο άκρατος νατουραλιστής, όπως ο ιστορικός
Θουκυδίδης, ή ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ή ακόμα ο τρυφερός Λόγγος, δεν
επεδίωξε να συγγράψει ένα εγχειρίδιο του κοινωνικού βίου των ανθρώπων της εποχής
του. Αν και το έργο του πανεπιστήμονα όπως τον αποκάλεσε η συγγραφέας Ουράνα
Διοματάρη,-δες το βιβλίο της, «Ο ποιητής γράφει την Ιστορία του κόσμου»,
εκδόσεις Τάσος Πιτσιλός 1985-είναι τεράστιο και πολύπλευρο και αρκετά πολυσύνθετο
για την εποχή του και τα ενδιαφέροντα των λόγιων. Μια, που το Βιβλιοθηκονομικό
του μόνο έργο, «Πίνακες των εν πάση παιδεία διαλαμψάντων και ων συνέγραψαν» που
τους συνόδευε με βιογραφικά, ιστορικά και κριτικά σημειώματα, αποτελούνται από
(120) εκατόν είκοσι βιβλία.
Οι νόμοι
που διέπουν τον φυσικό κόσμο, οι ηθικοί κανόνες, το εθιμικό δίκαιο, η
μυθολογούσα δοξασία του Δωδεκαθέου, η Πασχάλια Θεολογία του Άδωνη και του Πάνα,
οι πολιτικές αρχές και άλλα. είναι για τον αυλικό ποιητή μια τρομερή αλλά
μάλλον αμετάκλητη πραγματικότητα. Ο ένδοξος αυτός ποιητής ανήκει ίσως στους
έσχατους επιγόνους της κλασικής δοξασμένης εποχής, για τους οποίους τα τελικά
ηθικά όρια της αρχαίας Πόλης, οι πνευματικές αξίες, οι κοινωνικοί ιστοί που
συγκροτούν το άστυ, δεν είναι
απλά εφευρήματα του πολιτιστικού περίγυρου, αλλά
θεμελιώδεις και ουσιαστικοί νόμοι, της αιδούς, του καλού, του αισχρού, του
αγαθού, του ήθους, της αρετής, του κάλλους, της ανδρείας κ.λ.π.
Ο έμμισθος Αλεξανδρινός δεν είναι ο ευφώρατος
ανατροπέας της καθεστηκυίας κοινωνικής τάξης της εποχής του και της ιεραρχίας
των αξιών της, έστω και αν ενθυλακώνει μέσα στους στίχους του ψήγματα των
ιδεολογικών, καλλιτεχνικών και άλλων
αρχών του. Δεν είναι ο ακραίος θιασώτης του σωτάδειου μέτρου.
Ο Καλλίμαχος δεν έγραψε τολμηρούς, δηκτικούς στίχους
για να καυτηριάσει τους ηγεμόνες του Ελληνιστικού κόσμου, όπως ο σύγχρονός του
Σωτάδης από την Μαρώνεια της Θράκης. (Έλληνας ιαμβογράφος και σατιρικός ποιητής
του 3ου αιώνα, που επινόησε έναν «ευέλικτο τύπο μέτρου»).
Ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι ο εξανθρωπιστής μάλλον
του υπάρχοντος συστήματος της εποχής του και όχι ο ανακαινιστής του.
Προτείνει έναν ορθολογικότερο τρόπο ερμηνείας του
εποικοδομήματος και έναν λειτουργικότερο τρόπο διαχείρισής του. Αν και το μόνο
που του απομένει, είναι να εισάγει νέους Θεούς σε παλαιούς ναούς. Ο
αντιπροσωπευτικότερος και ποιητικότερος ποιητής της εποχής του με τις τεράστιες
γνώσεις του, δεν θυσίασε την έξοδό του
από τα ιδιωτικά σπουδαστήρια για χάρη της τύρβης της αγοράς και του πλήθους ή
τα πολιτικά χαρακώματα των χρόνων του, όπως θα έλεγε ένας σημερινός
διανοούμενος ο τόσο παρεξηγημένος Γάλλος υπαρξιστής Ζαν Πωλ Σαρτρ.
Ο
Καλλίμαχος, ανδρώθηκε από την εποχή του αλλά, δεν κατόρθωσε ή δεν επεδίωξε να
την διαμορφώσει ριζικά, ή να συμβάλλει αποφασιστικότερα στην ανατροπή της. Ίσως
δεν το επιθυμούσε ή ήταν πέρα από την προσωπική του ιδιοσυγκρασία να
οικοδομήσει έναν συνολικό μύθο μέσα στο έργο του. Να δημιουργήσει ένα
πολυπρισματικό οικουμενικό σύμβολο, ένα ποιητικό πρότυπο πάνω στο οποίο-η και
με αφορμή-θα στηρίζονταν και θα απέθεταν τις ελπίδες, τις αγωνίες, τα
ανδραγαθήματα, τα πάθη και τα μεταφυσικά τους αδιέξοδα οι άνθρωποι της εποχής
του, όπως έπραξε ο παππούς μας Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί ή αν θέλετε οι
τέσσερις Ευαγγελιστές με τον χριστιανικό μύθο. Ή ακόμα ο Παύλος, ο θεμελιωτής
του εκκλησιαστικού ιδεότυπου της χριστιανικής αγάπης.
Γιατί ο
πραγματικός ποιητής, όπως θάλεγε ίσως και ο θείος Πλάτων, είναι ή μεγάλος
παραμυθάς, ή μεγάλος συμβολοευρέτης. Ο Καλλίμαχος δεν ξεπέρασε τα κράσπεδα της
πολιτισμένης υπαινικτικής ειρωνείας και του σκώμματος. Δεν έγινε ποτέ ένας
μαθητής του Αριστοφάνη. Ο μειλίχιος ποιητής, διέπλευσε με ανοιχτά πανιά και
λαγαρή σκέψη τον μυστικιστικό μεταφυσικό στρόβιλο της εποχής του μελωδώντας
ότι:
«είχα ταπεινή
ζωή με λίγο βιός, ούτε κάτι φοβερόν έπραξα, ούτε αδίκησα κανένα. Καλή μου γης,
εγώ ο Μικόλος, αν κάτι πονηρό παίνεψα, μήτε εσύ ελαφριά να μου γενείς, μήτε και
τ’ άλλα πνεύματα που μ’ έχετε»
Επίγραμμα 26.
Η εποχή
που παρουσιάστηκε το έργο του έμμισθου Αλεξανδρινού, κυοφορεί έντονα τα
στοιχεία του συγκρητισμού και των κάθε είδους και μορφής ιδεολογικών ζυμώσεων.
Η αιχμηρή ιχνογράφηση της σύνθεσης της ποίησής του, η δεξιοτεχνία της
απεικόνισης των διαφόρων ιστορικών συμβάντων, η συνειδητή επιλογή των θεμάτων,
η ευλυγισία στον εντοπισμό του θεματικού πυρήνα, οι θωπείες της γνώσης έτσι
όπως διαθλώνται στην έκφραση και στα λεκτικά σήματα, οι εύστοχες «εν αμφιβολία»
επανερμηνείες των μύθων-ιδιαίτερα στους Ύμνους- καθώς και υπαγωγή του θεματικού
μοτίβου σε μια προσχεδιασμένη ερμηνευτική προσέγγιση που διευθύνει την οργάνωση
του εννοιολογικού ποιητικού υλικού, πέρα από τις συμβατικότητες της εποχής και
την κάποια υφέρπουσα ορισμένες φορές γραφικότητα της απεικόνισης, επιτυγχάνεται
με την συμπύκνωση του στοχασμού και των εκφραστικών μέσων, κάτω από την στιβαρή
καθοδήγηση ενός αισθήματος ορθολογισμού(και αιτιακής αναφοράς). Ενός
καθοριστικού κοινωνικού σκεπτικισμού, μιας ποιητικής επιστημοσύνης και ενός
λεπτοφυέστατου σαρκασμού και κόσμιας ειρωνείας που αποπνέει η σκέψη του και
αντικατοπτρίζεται στην σύνολη ποιητική του δημιουργία. Έναντι της μυθολογούσας
αναφοράς παλαιών δοξασιών, του όποιου θρησκευτικού ανορθολογισμού και των
διαφόρων τομέων της προαπερχόμενης παράδοσης, που αναχαιτίζουν την ιστορική
προοπτική της σκέψης του ποιητή και ασφαλώς, υπολείπονται του σχεδιασμού της.
Τα παλαιά παραδοσιακά αυτά στοιχεία, οι καθιερωμένες μορφές της ποιητικής
παράδοσης, όπως τα αποκαλεί και πάλι ο Αριστόξενος Σκιαδάς, εγκαλούνται από την
μνήμη του καλλιτέχνη για να την εμψυχώσουν και όχι να την ποδηγετήσουν, όπως
μάλλον συμβαίνει στον Αλεξανδρινό την καταγωγή ελληνιστικό ποιητή Απολλώνιο τον Ρόδιο, (περίπου 295-215 π.χ.)
τον εισηγητή του ερωτικού στοιχείου στην Επική ποίηση, και συγγραφέα των
γνωστών «Αργοναυτικών». Ή πάλι, επιδιώκουν να συγχωνευτούν με τον επίσης
χαμηλόφωνο εξομολογητικό ερωτικό τόνο των ελεγειακών σπαραγμάτων του ωχρού
μελετητή, του πρώτου λόγιου ποιητή και γραμματικού του Φιλιτά από την Κω.(περίπου
338 π.χ.). Του κηδεμόνα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου του 2ου
του Φιλάδελφου, μνημονεύεται από τους Ρωμαίους ποιητές Οβίδιο και Προπέρτιο.
Ο
Καλλίμαχος, στέκεται διστακτικός αν θα πρέπει να ακολουθήσει με άνεση και
ελευθερία τις ιδιαίτερες ψυχικές του ανάγκες και την προσωπική του
ιδιοσυγκρασία όπως έπραξε με τα Ειδύλλια του ο Θεόκριτος, ο προικισμένος αυτός
βουκόλος ποιητής, του τρίτου αιώνα π.χ. όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός Δημήτρης
Τσιμπουκίδης.
Γράφει στο 46ο Επίγραμμά του ο Καλλίμαχος:
«Πολύ καλό
βρήκε ο Πολύφημος το ξόρκι για τον ερωμένο. Ναι, μα τη Γη, δεν είναι αμαθής ο
Κύκλωπας. Οι Μούσες τον έρωτα αδυνατίζουν, Φίλιππε. Πανάκεια για όλα η λυρική
σοφία». Έτσι θαρρώ. Μα και η νηστεία είναι ότι πρέπει για τα πονηρά: τη νόσο τη
φιλόπαιδα κόβει στη ρίζα. Για μας υπάρχουν τόσα γιατρικά για τον έρωτα…».
Λέξεις που
εύκολα θα είχαν βγει από το στόμα φανατισμένων και απαίδευτων καλόγερων του
χριστιανικού μυθολογικού δόγματος ή από τα χείλη προεπιστημονικών γιατρών
σεξολογίας, σαν και αυτές που συνηθίζει να ξεστομίζει ένας αρκετά γνωστός κακός
θεατρικός συγγραφέας και σεξολόγος γιατρός που επιδιώκει με «γεροντική μανία»,
να περάσει στο πάνθεο των αθανάτων και της Ακαδημίας.
Ο
Καλλίμαχος ερωτοζυγιάζεται παίζοντας. Σε ένα άλλο του Επίγραμμα το 41ο
γράφει:
«Η μισή ψυχή
μου αναπνέει ακόμα την άλλη μισή, δεν ξέρω, ο Έρωτας ή ο Άδης αν την άρπαξε,
πάντως έγινε άφαντη. Σε ποιο από τα παιδιά να πήγε πάλι. Κι ας απαγόρεψα πολλές
φορές τη «δραπέτισσα», νέοι, μην τη δέχεστε…, της αξίζει ο θάνατος με
λιθοβολισμό, ξέρω πως τάχει με κακόν έρωτα κι εκεί στριφογυρνά».
Στίχοι που
θυμίζουν αμυδρά το γνωστό ποίημα «Ομνύω», του Αλεξανδρινού ερωτικού ποιητή
Κωνσταντίνου Καβάφη. Ενός ποιητή που τόσο έχει επηρεαστεί από τον Καλλίμαχο.
Αλλά, και ένας λιθοβολισμός, που όσο και αν είναι ποιητικός παραπέμπει στις πιο
μισαλλόδοξες περιόδους της εβραϊκής παλαιάς διαθήκης.
Επανερχόμενος
στα προαναφερθέντα, τα παραδοσιακά λοιπόν αυτά στοιχεία, έχουν θέση
«διακοσμητικού» πλαισίου. Τίποτα δηλαδή περισσότερο από μία ευρεία και
διαδεδομένη τάση, εμφανή σε Εθνικούς ποιητές (τους αποκαλούμενους από τους
μετέπειτα χριστιανούς νεοπαγανιστές) και δημιουργούς της εποχής του που αλλάζει
δραματικά, αμετάκλητα και με μεγάλη ταχύτητα, ποιητές που δεν συμμερίζονταν
τίποτα περισσότερο από μια γενική συγγένεια προτιμήσεων και αναγκών στις
καθημερινές τους δραστηριότητες. Ήταν ένας μανιχαϊκός «παγανισμός». Και πιστεύω
ότι θα γίνει σαφέστατος ο όρος που χρησιμοποιώ, αν φέρουμε στην μνήμη μας τα
διάφορα ρεύματα των αρχαίων Γνωστικών, των Ένθεων, όπως θα έλεγε και ο Γάλλος
συγγραφέας Ζακ Λακαριέρ. Ένα σημερινό παράδειγμα είναι μάλλον ο λόγος και τα
ποιητικά κείμενα, ενός πολύ σημαντικού και αξιόλογου και πολύ αγαπητού σε
εμένα, ο αδρός και ρωμαλέος αλλά και κρυπτικός αλλά και πομπώδης και καμιά φορά
στομφώδης ποιητικός λόγος του Άγγελου Σικελιανού, αυτού του μύστη δημιουργού.
Στην
Καλλιμάχειο δημιουργία, θα ανιχνεύσουμε μια εν «διαμορφώσει» ρεαλιστική
ερμηνευτική προσέγγιση των μυθικών δοξασιών, που νοτίζοντας την με ένα αρμυρό
εξομολογητικό τόνο θα καταλήξουν σε αυτό το χαρακτηριστικό παιχνίδι, το
παιχνίδι των αμφίδρομων επιθυμιών. Και έτσι, ενώ αποπειράται να
επαναπροσδιορίσει με έναν πιο υποκειμενικό τρόπο τα στοιχεία της παράδοσης,
ταυτόχρονα υποδηλώνει και την εξάρτησή του από αυτά. Η λεπτή και διακριτική του
ειρωνεία υποσκάπτει τα θεμέλιά της χωρίς ωστόσο να την παρωδεί ή να την εξευτελίζει με ποιητικό τρόπο. Κάτι που μας
δίδαξαν με ευστοχία ο δάσκαλός του αρχαίο τραγικός Ευριπίδης και οι επί πληρωμή
αρχαίοι δάσκαλοι Σοφιστές. Ο αρχαίος τραγικός ποιητής ο Ευριπίδης, είναι αυτός
που πρώτος έσπασε τους παλαιούς ιστούς που έδεναν την τραγική ποίηση με την
θρησκεία και το μυθολογικό κοσμοείδωλό της, πράγμα που επέφερε μάλλον το τέλος
της τραγωδίας.
Η
ερμηνευτική αυτή επανατοποθέτηση των μεταφυσικών και οντολογικών προβλημάτων
του νέου σκεπτόμενου ατόμου, έχει την αφετηρία της στο ιοστέφανο άστυ, την
Αθήνα, πατρίδα της επιστήμης, της έρευνας, της σοφίας και της αμφισβήτησης,
αλλά και της αισθητικής, του έρωτα και της θεατρικής τέχνης. Και ακόμα, στους φημισμένους και μάλλον παρεξηγημένους
Σοφιστές. Οι οποίοι με τα ρηξικέλευθα διδάγματά τους και πρωτοπόρα μηνύματά
τους, αντιτάχθηκαν με θάρρος στο στιβαρό και ρωμαλέο Αισχύλειο θρησκευτικό
πνεύμα, και σήμαναν την αρχή του τέλους του Ελληνικού κλασικού κόσμου και των
αξιών του, έστω και αν αργότερα η Σοφόκλεια διδαχή του εθιμικού δικαίου της
Αντιγόνης, θα υπερισχύσει εκείνης του ορθολογιστή Κρέοντα.
Για τους
μετεωροσοφιστάς όπως τόσο άδικα τους σατιρίζει η Αττική Κωμωδία και ειδικότερα
ο Αριστοφάνης στο έργο του «Νεφέλες», ο άνθρωπος είναι το κέντρο του Σύμπαντος
και πρέπει να φροντίζει μόνο για το «δοκείν» και όχι για το «είναι», μια που η
θρησκεία, η ηθική και το δίκαιο του είναι δοσμένα νόμω και όχι φύσει.
΄Ετσι ο «δισσός» λόγος των Σοφιστών που κλόνισε ως τα
βάθρα τον παλαιό Αττικό δεσμό του ανθρώπου με το Θείο, την Πόλη του και τον
Νόμο, άνοιξε το δρόμο στο αντιθρησκευτικό και νοησιοκρατικό πνεύμα, στον
ατομικισμό αλλά και στον κοσμοπολιτισμό, και ακόμα, στην εγκυκλοπαιδικότητα και
στον ανώτερο ανθρωπισμό. Σε όλες τις τάσεις εκείνες που δυναμώνοντας όσο
προχωρούσε ο τέταρτος αιώνας επικράτησαν και έδωσαν τον τόνο στα Ελληνιστικά
χρόνια. Όπως εύστοχα και καίρια γράφει ο καθηγητής και πρώην υπουργός παιδείας
Κωνσταντίνος Τρυπάνης, στο ενδιαφέρον βιβλίο του, «Η Αλεξανδρινή Ποίηση», τόμος
Α, εκδόσεις Ανατολή 1943.
Ο
Καλλίμαχος είναι ένας πρόδρομος των μετέπειτα Εγκυκλοπαιδιστών και των κριτικά
σκεπτόμενων Θεϊστών. Ο στοχασμός του, το κοσμοείδωλό του, η συστηματική
ενοποίηση των εκφραστικών στοιχείων της γραφής του, όπως διακρίνεται από την
συνθετική συγκρότηση μιας ποίησης μικρών διαστάσεων, χαμηλών στιγμών ευφορίας,
ψιθυριστών συναισθημάτων, σκοτεινών ενίοτε διαθέσεων, απύρετων ερωτικών
επιθυμιών, αόριστων πολιτικών θέσεων, φευγαλέων διδακτικών τόνων, με αυτήν την
αναμφίβολη αφηγηματική άνεση και ρυθμικότητα του στίχου, ανακαλεί έντονα στην
μνήμη όχι μόνο την ατμόσφαιρα των αρχαίων ελληνικών λυρικών και ελεγειακών
ποιητών, αλλά η ποιητική του πολυεπιστημοσύνη και η φορτισμένη με πλήθος
ιστορικά και άλλα στοιχεία ποιητική του φόρμα, θυμίζουν έντονα τα Κάντος του
Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ. Ο Καλλίμαχος δεν διαβάζεται εύκολα χωρίς
υπομνηματισμό.
Ο Κυρηναίος ποιητής θυμίζει περισσότερο ελεγειακό
ονειροπόλο, «πολύγνωσο» παρά έναν παθιασμένο απόστολο μιας άλλης εποχής. Γιαυτό
και ζούσε μάλλον περισσότερο σε ένα αιώνιο αντάντε παρά μέσα στο σάλαγο ενός αλέγκρο
φουριόζο.
Σε ένα
άκρως ενδιαφέρον κείμενο που έγραψε ο Brunno Snell, (δες το σύγγραμμά του «Η
ανακάλυψη του πνεύματος», έκδοση Μ.Ι.Ε.Τ. 1981 και «Μετρική της Αρχαίας
Ελληνικής Ποιήσεως», Αθήνα 1969), και μας μιλά για το παιχνίδι στον Καλλίμαχο,
ανάμεσα στα άλλα πολύ κατατοπιστικά και ενδιαφέροντα, γράφει χαρακτηριστικά.
Αυτό το πνευματώδες παιχνίδι ο Καλλίμαχος το οφείλει
στη ρητορική παράδοση…. Ο Καλλίμαχος εγκατέλειψε νωρίς την υπερβολική χρήση των
ηχητικών μέσων που χρησιμοποίησε ο εισηγητής Γοργίας, αλλά αυτό το έκανε
περισσότερο από καλαισθησία παρά από πεποίθηση ότι η μορφή του λόγου πρέπει να
καθορίζεται από τον αντικειμενικό σκοπό. Η παγίδευση του αισθήματος με την
ευφωνία και ο πλούτος των λεξιλογικών σχέσεων που τονίζεται περίτεχνα και
παιχνιδιάρικα με την χρήση των αντιθέσεων, των αναφορών κ.τ.λ., παραμένει ο κυρίαρχος
στόχος….
Ο Καλλίμαχος αποφεύγει να υιοθετήσει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του πεζού λόγου, όπως είναι η ρητή έκφραση του λογικού ειρμού,
αντίθετα η έκθεση των σκέψεών του θυμίζει την Ομηρική απλοϊκότητα.
Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις ανάμεσα στις άλλες
ενδιαφέρουσες θέσεις του μελετητή.
Ο
Καλλίμαχος μεγάλωσε σε μια εποχή που ο ασφυκτικός έλεγχος του κόσμου από την
φιλοσοφία είχε υποχωρήσει. Η ζωή μπορούσε και πάλι ελεύθερα να ανασάνει, και οι
άνθρωποι ανακάλυπταν ξανά αυτήν την τόσο σπουδαία γοητεία της απλοϊκής
αυθορμησίας.
Γιαυτό και τα άτομα επεδίωκαν να επιστρέψουν στην
πρωταρχική γλώσσα της ανθρωπότητας που είναι η ποίηση.
Η λιτότητα
των εκφραστικών μέσων της ποίησης του ποιητή και γραμματικού της Ελληνιστικής
περιόδου, η παιγνιώδης προσέγγιση των εξεταζόμενων θεμάτων, η σκωπτική του
προδιάθεση επιδιώκουν να προσφέρουν την αίσθηση ενός ενιαίου ελεγειακού
ποιητικού συνόλου. Η καθαρότητα ακόμα της περιγραφής των συναισθημάτων, οι
ιδέες που αναβλύζουν με μαγευτικό τρόπο και ταχύτητα από το ευρύτερο
πολυπολιτισμικό χώρο της Αλεξάνδρειας των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
αυτής της πρωτεύουσας των ηδονών και του ασκητισμού, οι διάφορες θεωρίες που ξεπηδούν
από τις ανάγκες της ίδιας της ζωής των απλών ανθρώπων, από τον καθημερινό
πολύμοχθο βίο των Αλεξανδρινών, η στιλπνάδα της επιγραμματικής ατμόσφαιρας,
συντείνουν στο να διαφανεί η «φιλοσοφική προέκταση» της Καλλιμάχειας δημιουργίας,
αλλά και της σκέψης του πεπαιδευμένου ανθρώπου της εποχής.
Του καλλιεργημένου ανθρώπου, του λόγιου δημιουργού που
η ευρυμάθειά του μπολιάζει δημιουργικά το έργο του, φορτώνοντας το ίσως, με τις
αναγκαίες κριτικές σταθερές χωρίς να το γονατίζει. Χωρίς δηλαδή η ποιητική
αίσθηση να αλλοιωθεί από το βάρος ενός γνωσιολογικού φορτίου όπως συμβαίνει με
το έργο του Έζρα Πάουντ. (έργο μπολιασμένο από πολλές αλλόγλωσσες παραδόσεις,
φόρμες και λεκτικά σήματα).
Για τον
Καλλίμαχο, γνώση σημαίνει μνήμη και αίσθηση ομορφιάς. Και η μνήμη προσδιορίζει
την ποιητική φόρμα, και η ομορφιά φωτίζει από τα μέσα όπως συμβαίνει και στην
Καβαφική ποίηση.
Ο ποιητής
είναι ένας κοσμοπολίτης της ελληνιστικής αναγέννησης που θυμίζει έντονα τον Λατινοαμερικανό
συγγραφέα Χόρχε Λουί Μπόρχες.
Ίσως αμυδρά να συγγενεύει και με μια μικρή πλευρά του
λησμονημένου στις μέρες μας Κωστή Παλαμά, χωρίς ασφαλώς να υπάρχουν αρκετά
σταθερά μέτρα σύγκρισης με το τιτάνιο έργο του. Η ζωή και τα διαβάσματά του
συγχέονται.
«Ο Καλλίμαχος είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων με την
σύγχρονη έννοια του όρου», σημειώνει η ερευνήτρια, φιλόλογος, ιστορικός και
συγγραφέας, η σημαντικότερη ξενόγλωσση Ελληνίδα της εποχής μας Jacquelline de Romilly, στο έργο της «Αρχαία
Ελληνική Γραμματολογία», εκδόσεις Καρδαμήτσα 1988.
Στον
Κυρηναίο επιγραμματοποιό το ποιητικό εκφραστικό του ιδίωμα επιδιώκει να
αποσπαστεί από το θέμα που γλωσσικά επενδύει και να απομακρυνθεί από αυτό με
έναν τρόπο όχι πάντα ευδιάκριτο. Το γλωσσικό ιδίωμα, του μεταφιλοσόφου ποιητή
είναι επιλεγμένο προσεκτικά. Το μέτρο του είναι το Ομηρικό εξάμετρο, έτσι όπως
αυστηρά το επεξεργάστηκε ο ποιητής Αρχίλοχος και το υιοθέτησε ο Νόννος και ο
ίδιος.
Χρησιμοποιεί μέσα στο έργο του κοινές λέξεις
φορτίζοντάς τες με μια δική του αισθαντικότητα, παράλληλα με την χρήση της
παραδιδόμενης γλώσσας, του χρησιμοποιούμενου πριν από αυτόν λογοτεχνικού
είδους.
Οι Αλεξανδρινοί ποιητές γνωρίζουμε ότι αρέσκονταν στην
χρησιμοποίηση νέων λέξεων ή «νέας γλώσσας», λέξεων σπανίων και δυσνόητων
κάποτε-κάποτε, και επεδίωκαν να καλλιεργήσουν νέους γλωσσικούς σχηματισμούς και
τα «άπαξ λεγόμενα». Οι λέξεις κερδίζουν σε βάθος και προικίζονται με νέα
νοήματα. Καινούργιοι γλωσσικού τύποι και νεόκοπες εκφράσεις κάνουν την εμφάνισή
τους στο ποιητικό στερέωμα.
Ολόκληρο το
έργο του Καλλίμαχου, ιδιαίτερα όμως τα Επιγράμματά του ξεχωρίζει για την
πλούσια εσωτερικότητα του κόσμου του, την προσήνεια των προθέσεων των
χαρακτήρων του, την τρυφερότητα της φωνής μιας κοινωνίας βουλιαγμένης πια πίσω
στα βάθη του χρόνου. Σημειώνει ένας από τους δεκάδες μεταφραστές του ο
συγγραφέας Θανάσης Παπαθανασόπουλος.
Μια
επεξεργασμένη γλώσσα και φροντισμένη γλώσσα που επιδρά στην μορφολογία, και δεν
σκιαγραφεί μόνο την οργάνωση των ανθρωπίνων σχέσεων και την διαρκή σχέση του
ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, αλλά διαμορφώνει και αποκαλύπτει την
ποιότητα των σχέσεων αυτών. Και ενώ την πραγμάτευση την διακρίνει ο έντονος
ελεγειακός τόνος, το πνεύμα που την ερμηνεύει είναι ρεαλιστικό. Ενός
συγκινητικού ρεαλισμού που εξαρτάται από την ερμηνεία των περιγραφόμενων
καταστάσεων, καθώς οι καταστάσεις αυτές παραπέμπουν στην σκηνογραφία της
παραδοσιακής Εθνικής-«παγανιστικής» μυθολογίας και θεολογίας και υποδηλώνουν
μια τρυφερή αίσθηση που συναντάει άνετα τον χώρο που την περιβάλλει.
Με τον τρόπο αυτόν έχουμε το κλιμακωτό βάθος του
ποιητικού τοπίου. Την απόσταση του χρόνου και κατά συνέπεια την προοπτική του
ποιητικού δράματος. Την αναπαράστασή του με την μνήμη, δηλαδή την παραστατική
του θέματος. Τέλος, στην αναγωγή του με την κριτική διάνοια και την φαντασία
στη διάσταση εκείνη που παραβολή και ποίημα ταυτίζονται.
Γιαυτό και η χρήση του συγκεκριμένου αυτού γλωσσικού
ιδιώματος υπερέχει ορισμένες φορές ή και συναγωνίζεται το περιγραφόμενο θέμα,
καθώς αποκρυσταλλώνει με δεξιοτεχνία την ποιητική αίσθηση από την αδρότητα του
περιγράμματος και την άπνοη τονική διαβάθμιση της όποιας διακοσμητικότητας.
Επιδίωξη του Καλλίμαχου είναι η εύρυθμος και αρμονική
διάταξη της καλλιτεχνικής αίσθησης και όχι η ιστορική αναφορά, ή επανάληψη των μυθικών
αρχών. Έτσι μεταλλάσσει ακόμα και τις προσωπικές του καταστάσεις, τα διάφορα
γεγονότα, τις όποιες ερωτικές του επιθυμίες, σε καλλιτεχνική προδιάθεση.
Το ζητούμενο δεν είναι τόσο το ίδιο το γεγονός, ή
ακόμα θα λέγαμε το συναίσθημα μάλλον του γεγονότος αυτού, όσο η συνειδητοποίησή
του.
Και αυτό,
διακρίνεται περισσότερο ξεκάθαρα στα Επιγράμματά του, και ιδιαίτερα σε εκείνα
στα οποία μας μιλά για την κλίση του προς τα παιδιά. Δηλαδή την παιδική εφηβική
ομορφιά.
Ο Καλλίμαχος ελέγχει με έναν «απόλυτο» τρόπο την
ποιητική του έκφραση, έστω και αν είναι όχι μόνο ευδιάκριτο αλλά και
επισημαίνεται επακριβώς το γένος του προσώπου. Δεν θα συναντήσουμε στον
Καλλίμαχο τις εκφραστικές τολμηρότητες άλλων ερωτικών επιγραμματοποιών, όπως
αυτές καταγράφονται στο πασίγνωστο διαχρονικά βιβλίο της «Παλατινής Ανθολογίας»,
την «Στράτωνος Μούσα Παιδική», και την γνωστή και απολαυστική μετάφραση του
πεζογράφου αλησμόνητου Γιώργου Ιωάννου. Αλλά και αρκετών άλλων όπως του Αντρέα
Λεντάκη, του Βασίλη Λαζανά κ.λ.π.
Ο ερωτικός
λόγος του Καλλίμαχου, ο εκουσίως εξειδικευμένος λόγος του έχει κάτι από την
ατμόσφαιρα και την αφαιρετική διάθεση των Σονέτων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, και
θυμίζει ορισμένα Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ.
Η έλλειψη
της συναίσθησης μιας ηθικής καταπίεσης, η αυστηρότητα ή η υποκρισία των ηθών
δεν βαραίνουν τον ποιητή. Ο λόγος του είναι ζυγισμένος, μετρημένος και
προσεκτικά διατυπωμένος. Και είναι περισσότερο λόγος περί έρωτος, περί της
αισθητικής ομορφιάς, παρά επιγραμματικά ποιήματα προς το αντρικό ερωτικό
αντικείμενο. Ο Καλλίμαχος αποσιωπά διακριτικά την ερωτική εμπειρία και τονίζει
περισσότερο την αίσθηση της εμπειρίας αυτής. Ο ερωτισμός με την ευρύτερη έννοια
του όρου, υμνογραφείται, ενώ αντίθετα υποχωρεί η επιθυμία. Και ασφαλώς στον
Καλλίμαχο δεν συναντάμε την γνωστή μεταμφίεση των ρόλων του Μαρσέλ Προύστ. Η
υποβολή της ερωτικής αίσθησης είναι τόση, ώστε να μην μένει τίποτε στη σκιά ή
υπονοούμενο. Η συγκίνηση είναι άμεση και καταλυτική, η χαρά πηγαία και ο
αισθησιασμός βαθύς.
Μια αρχαία Ελληνική παράδοση που μας λέει ότι η
ομορφιά διαμορφώνει τον χαρακτήρα των ευαίσθητων ανθρώπων, βελτιώνει την ηθική
τους στάση, και προάγει την προσωπική τους αρετή.
Γράφει ο ίδιος:
«Αν με τη
θέλησή μου Αρχίνε σου νυχτοτραγούδησα, πες μύριες κατηγορίες. Μα αν άθελα μου
ήρθα, άσε το θυμό. Το ανόθευτο κρασί κι ο έρωτας μ’ ανάγκασαν, καθώς ο ένας μ’
έσερνε, κι ο άλλος δεν μου επέτρεπε να λογικευτώ. Σαν ήρθα όμως δε φώναξα ποιος
ήταν ή τίνος γιος, μα φίλησα το κατώφλι. Αν τούτο είναι αδίκημα, αδικώ». Επίγραμμα 42. ΄Η πάλι σε άλλο του επίγραμμα γράφει:
«Τον όμορφο
μελαχρινό Θεόκριτο, αν μούχει μίσος, τετράκις να μισήσεις, μα αν μ’ αγαπά,
αγάπα τον. Ναι εύχομαι στο Γανυμήδη, ουράνιε Δία. Κι εσύ ερωτεύθηκες κάποτε, κι
ας μην μακρηγορήσω»
Επίγραμμα 52.
Παρόμοια
τεχνική χρησιμοποιεί ο Καλλίμαχος και όταν διαπραγματεύεται το θέμα του
Θανάτου. Το ίδιο το γεγονός του θανάτου έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που
κρατιέται στην ποιητική επιφάνεια είναι η συνειδητοποίηση του φρικτού αυτού
γεγονότος. Η συναίσθησή του και η απορρέουσα από αυτό απέραντη και αβάσταχτη
θλίψη. Μια μελαγχολική διάθεση και ένα βουβό αξιοπρεπές παράπονο συνοδεύει τους
σύντομους και λιγόλογους θυμαλγείς στίχους του.
Ο
Καλλίμαχος ευτυχώς αποφεύγει να γίνει όπως και στα ερωτικά θέματά του, ο ύπατος
εξομολόγος αμαρτημάτων που ακόμα δεν έγιναν, όπως θα έλεγε ο Καρλ Κράους.
Και το τραγικότερο είναι ίσως ότι ανάμεσα στα θέματα
των Καλλιμάχειων αυτών επιγραμμάτων πρωτεύοντα ρόλο κατέχουν αυτά που
αναφέρονται στην παιδική θνησιμότητα.
Όπως το επίγραμμα 16, όπου οι θυγατέρες των Σαμίων
κήδευσαν την μικρή και χαριτωμένη Κρηθίδα την πολύμυθον. Ή πάλι το επίγραμμα
19, το οποίο διακρίνεται για την υποδειγματική του περιεκτικότητα, όπου μέσα σε
δύο μόνο στίχους φανερώνεται όλος ο ψυχικός βουβός πόνος, και η τραυματική
εμπειρία του δύστυχου πατέρα που έθαψε τον δωδεκαετή γιο του τον Νικοτέλη. Την
πολλήν ελπίδα όπως χαρακτηριστικά λέει: «Το δωδεκάχρονο παιδί έθαψε ο πατέρας
Φίλιππος εδώ, τη μεγάλη ελπίδα του, τον Νικοτέλη».
Επιτύμβια
επιγράμματα για μικρά παιδιά θα ήθελα να προσθέσω ότι δεν συναντάμε πάρα πολύ
συχνά.
Μια σύντομη επαφή με τα επιτύμβια της Ανθολογίας θα
μας φανέρωνε περίπου δέκα ακόμα περιπτώσεις επιγραμματοποιών που ασχολήθηκαν με
το θέμα.
Όπως παραδείγματος χάριν οι: Ποσείδιππος, Αντίπατρος ο
Σιδώνιος, Λουκιανός, ο Βιάνωρ και ορισμένοι άλλοι. Και ασφαλώς διαβάζοντας το
σπαρακτικό επίγραμμα του Καλλίμαχου, δεν θα μπορούσαμε να μην θυμηθούμε και το
έργο «ο Τάφος» του Κωστή Παλαμά.
Παρότι
λοιπόν οι θεματικές διαφοροποιήσεις στον Καλλίμαχο είναι αρκετά συχνές, ο
υφολογικός του τρόπος, αυτός ο ερμηνευτικά αναγκαίος όρος υποκαθιστά μέσω της
σάτιρας και της λεπτής ειρωνείας το ίδιο το θέμα.
΄Ετσι η όποια σπουδαιότητα του θέματος δεν καθορίζει
την ποιητική ατμόσφαιρα του έργου, αλλά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο.
Ο
Καλλίμαχος δεν είναι ο κουρασμένος πεσιμιστής που η σκέψη του συνβηματίζει με
την διαδεδομένη διάθεση της εποχής του. Δεν είναι ο πολύμυθος καλλιτέχνης που
αιωρείται σε ένα φιλοσοφικά μεταφυσικό ελκυστικό κενό όπως ήταν ο κόσμος των
Κυνικών.
Μέσα από την εσκεμμένη ίσως αοριστία της ποιητικής του
ατμόσφαιρας ανακαλεί και ιχνογραφεί την ανθρώπινη τοιχογραφία της εποχής του
και την συμπληρώνει με την φιλολογικότητα της έμπνευσής του.
΄Η παραφράζοντας τον ουσιαστικό λόγο της μεγάλης συγγραφέας,
ερωτικότατης Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, για τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη, δες το
έργο της «Το στεφάνι και η Λύρα», εκδόσεις Χατζηνικολή 1986.
Η ποιητική
του αναπόληση, τον κατέστησε κυρίαρχο του χρόνου. Η πιστότητά του στην ποιητική
εμπειρία, καταλήγει σε μια θεωρία της αθανασίας, και το έργο του και το όνομά
του νίκησαν επάξια το σκοτάδι της λήθης.
Callimachus, Hymns and Epigrams, Loeb 1977.
Καλλίμαχος, Επιγράμματα, μετάφραση Θανάσης
Παπαθανασόπουλος, εκδόσεις Μελέαγρος 1992.
Καλλίμαχος, Ύμνοι Α΄, μετάφραση Πάικος
Νικολαϊδης-Ασλάνης, Αθήνα 1993.
Και αρκετές μεταφράσεις άλλων σκόρπιες σε διάφορες
ανθολογίες.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Κυμοθόη», τεύχος 6,7/Μάρτης 1997,
σελ. 68-75.
Πειραιάς, Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου