ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Σάββατο
πρωί, στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου στην Νίκαια,
Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές, ενδεδυμένοι
την πένθιμη φορεσιά τους, και πλήθος κόσμου, ψέλνουν και μοιρολογούν τον
μεταστάντα δεύτερο αρχιερέα της πόλης της Νίκαιας, τον κυρό Ιάκωβο
(Παπαθανασίου από τα Μέγαρα).
Εκείνος,
στην μέση του ιερού Ναού να αναπαύεται γαλήνια μέσα στο ξύλινο κιβούρι με το
γυάλινο σκέπασμα.
Στέκει σιωπηλός, με τα χέρια σταυρωμένα, αινιγματικά
μυστηριώδης για το που πηγαίνει. Με πρόσωπο γαλήνιο, και μια αδιόρατη καλοσύνη
να διαφαίνεται στο ξεκούραστο πλέον σώμα του. Θάμπος και φοβισμένη ευδαιμονία.
Φοβερόν το του Θανάτου μυστήριο.
Θάνατος δια Θανάτου νικάται. Θάνατος φρούδος
ώφθη.
Καθισμένος
σε μια γωνιά παρακολουθώ την νεκρώσιμη ακολουθία, και η σκέψη μου, πεταρίζει
στο παρελθόν όταν τον πρωτοσυνάντησα.
Ήταν ο δεύτερος μητροπολίτης της μεγάλης πόλης της
Νίκαιας, έγινε αυτόνομος Δήμος το 1933, της μεγάλης αυτής προσφυγομάνας πόλης,
που οι κάτοικοί της είχαν έρθει εξόριστοι και διωγμένοι από την Μικρά Ασία,
μετά την Καταστροφή και τον ξεριζωμό του 1922. Κάτοικοι απλοί, καλοσυνάτοι,
πρόσχαροι, φιλόξενοι και αρκετά ομιλητικοί. Έμεναν σε παραγκουπόλεις που
έφτιαξαν πρόχειρα για να στεγασθούν. Μικρές καμαρούλες με ξύλινα συνήθως
πατώματα, και για σκεπή είχαν τσίγκους με πισσόχαρτο, ή ξύλινες που έσταζαν
οροφές. Αλλά όλα σχεδόν τα μικρά πολύχρωμα σπιτάκια αυτά που στέγαζαν τους
καημούς τα βάσανα και την φτώχεια των ξεριζωμένων αυτών ανθρώπων, είχαν παρτέρια
και μπαλκόνια με λουλούδια. Δεκάδες λουλούδια όλων των ειδών μοσχοβολούσαν και
εξακολουθούν να μοσχοβολούν στις γειτονιές και τα σοκάκια της περιοχής.
Άνθρωποι θρήσκοι, αλλά και αγωνιστές της βιοπάλης και της πολιτικής.
Βενιζελογενείς οι περισσότεροι, αργότερα αριστεροί με μέτωπο κοινωνικά καθαρό,
έντιμοι στις συναλλαγές τους και ανδρικό ήθος, που κουβαλούσαν από τις εστίες
των προγόνων τους που με βίαιο τρόπο ξεριζώθηκαν.
Πρώτος
μητροπολίτης Νίκαιας υπήρξε ο Γεώργιος Παυλίδης,(1918-1990) άτομο αυστηρό αλλά
δίκαιο, συντηρητικών πεποιθήσεων διαφέντεψε την πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα,
από το 1967 έως το 1990
Δεύτερος
μητροπολίτης της μετά την εκδημία του Γεωργίου, εκλέχθηκε ο Ιάκωβος,
(Παπαθανασίου-Γκίνης)(1990-1994) είχε γεννηθεί το 1936, αρχιγραμματέας της
ιεράς συνόδου, ηγουμένευσε μέχρι το θάνατό του το 1994. Στην συνέχεια εκλέχθηκε
ο Πειραιώτης Αλέξιος Βρυώνης, γεννήθηκε το 1944.
Θυμάμαι τις
συζητήσεις μας που κάναμε στο Μητροπολιτικό μέγαρο, όταν τρώγαμε μαζί με άλλα
πρόσωπα στην κουζίνα, τις διαφωνίες μας, τις γόνιμες για μένα αντιπαραθέσεις.
Πάμπολλες φορές φάγαμε μαζί, ιδιαίτερα μετά την συνέντευξη που μου είχε
παραχωρήσει μαζί με άλλους ιερείς της Μητρόπολης και την μητέρα του, μια
μεγάλης ηλικίας καλοσυνάτη γιαγιά, πρόσχαρη και φιλόξενη και, καλή μαγείρισσα.
Ο κυρός
Ιάκωβος, δεν ήταν ο επίσκοπος που αποζητούσε την δημοσιότητα, δεν του άρεσαν οι
μεγάλες χριστιανικές ή εκκλησιαστικές κουβέντες, αυτές που δεν λένε τίποτα
στον απλό πιστό και τις καθημερινές του
ανάγκες. Δεν άντεχε όπως μου έλεγε τον έπαινο των πολιτικά ισχυρών και πολιτικά
καιροσκόπων, όπως συμβαίνει μάλλον με αρκετούς επισκόπους με τις υλοβιωτικές
τους φιλοδοξίες.
Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου,
ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει…
Ήταν μικρός
το δέμας αλλά σεμνός στο επισκοπικό του ήθος, σχεδόν αθόρυβος στις διοικητικές
του κινήσεις, διακριτικός στις συμβουλευτικές του προτροπές.
Που φλέγον αμαρτίας την ύλην και εμπιμπρών
παθών τας ακάνθας και όλον φωτιζόν με.
Αγαπούσε
πολύ την ψαλτική τέχνη, πίστευε στην νέα γενιά και τα ιδανικά της, και
ακολουθούσε την εκκλησιαστική τάξη και παράδοση.
Στους
ιερείς της Μητρόπολης δεν συμπεριφέρονταν όπως γνώριζα δεσποτικά, αλλά με
υπομονή, επιείκεια, στοργή και διπλωματικότητα. Γνώριζε ότι είχε αναλάβει μια
τεράστια μητροπολιτική περιφέρεια, που ίσως ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο
εκκλησιαστικά να διοικηθεί. Είχε αφήσει από ότι είχα μάθει, ανέπαφο τον
λειτουργικό μηχανισμό διοίκησης του προκατόχου του.
Μακριά από δήθεν ευσεβείς κόλακες που τον
περιτριγύριζαν, προσπαθούσε να αποκοπεί από το ασφυκτικό κλίμα των οργανωσιακών
που σαν γάγγραινα περισφίγγει το εκκλησιαστικό σώμα όπως πίστευε.
Δεν αγαπούσε τις πομπώδεις δηλώσεις που έκαναν άλλοι
αρχιερείς, από την Ξάνθη και αλλού, υποψήφιοι του αρχιεπισκοπικού θρόνου, παρά
γνήσιοι το φρόνημα πνευματικοί ηγέτες. Ούτε συμφωνούσε με τις υπερ συντηρητικές
εκδηλώσεις και επιλογές ολιγόνοων που διοικούσαν όμορες μητροπολιτικές
περιφέρειες.
Στέκονταν μακριά από εκκλησιαστικές τρόικες και
ιδιοτελείς εκκλησιαστικές διασυνδέσεις.
Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου ει και στίγματα
φέρω πταισμάτων.
Επιζητούσε
το συναξαρικό εκκλησιαστικό φρόνημα και αυτό πρόβαλλε στις δημόσιες εμφανίσεις
του.
Πληρούται η ασματογράφος φωνή, τώρα που οι
πρόσκαιροι ίσκιοι αναλύθηκαν στο απρόσιτο φως της μιας Αυγής.
Η
συνεργασία του με την Δημοτική αρχή ήταν άψογη, παρότι ιδεολογικά και πολιτικά
αντίθετη με τα δικά του πιστεύω σαν έλληνας. Συμπονούσε και συμπαραστέκονταν
στον βασανισμένο και πονεμένο προσφυγικό κόσμο της Νίκαιας. Θυμάμαι τις μέρες
που κατεβαίναμε στην λαίκή αγορά της περιοχής, μπροστά από την Ποντιακή Στέγη,
να αγοράσουμε τρόφιμα. Την έκπληξη και την αγάπη του απλού κόσμου που τον
έβλεπαν δίπλα τους, και την επιθυμία τους να ακούσουν ένα καλό τους λόγο και να
πάρουν την ευχή του.
Παρότι εσωστρεφής από ιδιοσυγκρασία, δεν διακρίνονταν
από το απόμακρο ύφος του Γεωργίου, έτσι η παρουσία του γίνονταν αμέσως αισθητή
και πλημμύριζε χαρά τους απλούς ανθρώπους.
Όμως ου γαρ οίδαμεν, πότε η από της σάρκας ημών έξοδος γίνεται…
Ο
παναδαμάτωρ χρόνος σχεδιάζει αλλιώς.
Η αιώνιος σιωπή
και η παμφάγος νύχτα, το Αναστάσιμο χάος και ο φρικτός Άδης, δεν διακρίνονται για την φιλευσπλαχνία τους.
Μόνο η χαρμολυπική πίστη μένει στο πρόσωπο του Χριστού
για να θυμίζει τις σταθερές όλο αρμονία
μορφές της Μνήμης, που γνωρίζει να διορθώνει και να επουλώνει.
Και καθώς
πένθιμα μελωδούσα μαζί με τους
παρευρισκόμενους το νοερό βλέμμα μου στάθηκε σε μια τοιχογραφία άνω στον τοίχο.
Ήταν ο Μυστικός Δείπνος.
Και για μια
στιγμή μου φάνηκε ότι τα πρόσωπα των Αποστόλων που απεικονίζονταν στην
αγιογραφία, παραχώρησαν την θέση τους σε αγαπημένους φίλους και αξιοσημείωτους
ανθρώπους που έφυγαν αθόρυβα σχεδόν πρόσφατα από κοντά μας.
Τους: Βελισάριο Μουστάκα φίλο και Πειραιώτη συγγραφέα,
Τον φίλο και συνάδελφο Νίκο Βαλμά, τον συγγραφέα και
γνωστό μου κάποτε Κώστα Ταχτσή, τον αγαπημένο φίλο και πολύ καλό άτομο και
οικογενειάρχη Στέλιο Πισσαρίδη, τον φίλο και ποιητή του νεότερου Πειραιά Ανδρέα
Αγγελάκη, τον δάσκαλο Πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, τον φίλο από την Καλλίπολη του
Πειραιά Γιάννη Κόντο που τόσο νέος χάθηκε και αυτός, τον ποιητή, φίλο και
μεταφραστή Σωκράτη Ζερβό που έφυγε πολύ νωρίς και είχε τόσα να δώσει, τον
δάσκαλο και μεταφραστή πολλών Ελλήνων ποιητών στο εξωτερικό Κίμων Φράϊερ, τον
νέο ποιητή Βασίλη Κουρή που τον πρόδωσε τόσο γρήγορα η ευαίσθητη και τρυφερή
ποιητική καρδιά του.
Και στην μέση
αυτής της φιλικής ομήγυρης στέκονταν ο Ιάκωβος Παπαθανασίου-Γκίνης, χαμογελώντας
γαλήνια και προσφέροντάς τους το σώμα και το αίμα του εσταυρωμένου και
αναστηθέντος κατά την παράδοση και τα κοινωνικά ειωθότα αρνίου.
Λέγοντάς τους, ελάτε και σεις οι καρβουνιασμένοι της
ζωής, οι παθιασμένοι της αγάπης, οι αμαρτωλοί της προσφοράς, οι εν αγνοία
όμορφοι.
Εσείς που προσπαθώντας να ερμηνεύσετε τον ουρανό
σωστά, καταφέρατε να ριζώσετε στη μάνα γης με πόνο.
Και από ψηλά
ο δακρυσμένος και αινιγματικός παντοκράτωρ ευλογούσε με την μανική του αγάπη.
Ιακώβου του
σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νίκαιας αιωνία η Μνήμη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», 22 Νοεμβρίου 1994.
Πειραιάς, 26 Δεκεμβρίου 2013.
Τι γρήγορα που
τα σβηστά ανθρώπινα κεριά πληθαίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου