Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ-ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

ΙΑΚΩΒΟΣ  ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ

«Η Αυλή των θαυμάτων»,

ΔΗΠΕΘΕ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

     «Αν υπήρχε θέατρο με στόχους παιδευτικούς σ’ αυτόν τον τόπο, θα μπορούσες να διδάξεις μέσα από την σημαντική αυτή αυλή το «Φυντανάκι», την «Αυλή των Θαυμάτων», και το «Τάβλι» του Κεχαίδη, την ιστορία αυτού του τόπου με σταθερό άξονα το τοπίο του».
Σημειώνει στον πρόλογο των θεατρικών απάντων του συγγραφέα ο συγγραφέας και σημαντικός θεατρικός δάσκαλος της εποχής μας Κώστας Γεωργουσόπουλος.
     «Η Αυλή των Θαυμάτων», είναι ένα έργο που επάξια άντεξε στον χρόνο. Αγαπήθηκε πολύ και από τους θεατράνθρωπους και από το φιλοθεάμον κοινό.
Έργο σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής δραματουργίας παρουσιάστηκε πάμπολλες φορές στην σκηνή, τόσο από καταξιωμένους θεατρικούς θιάσους, όσο και από ερασιτεχνικούς.
Είναι το πιο πολυπαιγμένο έργο μιας θεατρικής τριλογίας του Ναξιώτη δραματουργού.
«Έβδομη μέρα της Δημιουργίας» (1956), «Η Αυλή των Θαυμάτων» (1957) και, η «Ηλικία της Νύχτας» (1959)
     Έργα, με όμορους και συγγενικούς τρόπους που σπονδυλώνουν έναν μύθο, αρχιτεκτονούν ένα ήθος, και συνθέτουν τον κόσμο των συμβόλων του. Στα έργα αυτά, διακρίνουμε την διαπραγμάτευση των τριών σημαντικών τάξεων που διαμόρφωσαν το Ρωμέϊκο.
Την μικροαστική στο πρώτο, την λαϊκή στο δεύτερο, την αστική στο τρίτο.
Στην κοινωνική αυτή διαστρωμάτωση, ξεχωρίζει κανείς και διαβλέπει την μορφολογική πραγματικότητα της Ελληνικής κοινωνίας κατά την διάρκεια της εξέλιξής της.
Το έργο, πρωτοπαρουσιάστηκε από το Θέατρο Τέχνης την θεατρική περίοδο 1957-1958.
       Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, αυτός ο τόσο σημαντικός θεατράνθρωπος και συγγραφέας αλλά και ποιητής της εποχής μας(βλέπε Μάουτχάουζεν), κατόρθωσε να αποδώσει τόσο πνιγηρά αυθεντικά, τόσο τραγικά παραστατικά το Ρωμέϊκο ήθος. Αυτό το χαρακτηριστικό ήθος αλλά και ελπιδοφόρο μυθοποιό πάθος των λαϊκών ανθρώπων της καθ’ ημάς Ανατολής.
Σημαντικός ψυχογράφος, πρωτοπόρος σχεδιαστής ενός ιθαγενούς θεατρικού λόγου, εικονογράφησε με έναν ρεαλισμό που «τσακίζει»την ιστορική πορεία και χαμοζωή των ατόμων μιας εποχής, αλλά και το δράμα των ανθρώπων ενός Έθνους, του Ρωμέϊκου. (στον κινηματογράφο, νομίζω αργότερα το ίδιο έπραξε ο γνωστός και σημαντικός ηθοποιός Αλέκος Αλεξανδράκης, με την ταινία του «Συνοικία το Όνειρο»).
      Οι καημοί, τα ντέρτια, οι σεβντάδες, τα ερωτικά σεκλέτια, τα ονειροπολήματα των κοριτσιών, οι αναδουλειές των μεροκαματιάρηδων, οι φρούδες ελπίδες των πολιτικών, οι αγυρτείες των ιθυνόντων, η ανεργία των εργαζόμενων, η παντελής φτώχεια και εξαθλίωση μιας ολάκερης φυλής, η διαρκής εσωτερική μετανάστευση, ο καθημερινός θάνατος χιλιάδων ατόμων, εξιστορούνται τόσο αδρά, τόσο παραστατικά, τόσο τραυματικά οικεία, που αναγνωρίζεις αμέσως τον εαυτό σου και την χώρα σου. Τις πικρόχυμες ρίζες του άνυνδρου συναισθηματικά τοπίου σου, τους κατατρεγμένους προγόνους σου, τα πιο σταθερά-αξονικά στοιχεία της παράδοσής σου.
     Ο γεννήτορας του μεταπολεμικού νεοελληνικού θεάτρου, με βιωματικό θα λέγαμε τρόπο ποιεί ανθρώπινο ήθος, όπως αντίστοιχα στον χώρο της λογοτεχνίας έπραξαν: ο Στρατής Δούκας, ο Φώτης Κόντογλου, ο Ασημάκης Πανσέληνος κ.λ.π.
Η σημερινή άφιλη και άξενη κοινωνία μας, προέρχεται από την φημισμένη και πολυπαιγμένη «Αυλή των Θαυμάτων», όσο παράξενο και αν μας ακούγεται αυτό. Αντανακλά τα δικά της διαψεύσιμα όνειρα και χαμένα οράματα. Οι ρίζες της απομυζούν αμυδρά έστω ακόμα τους καρπούς της.
      Στον θεατρικό αυτό αυλόγυρο, δεν κατοικούν αυτοκαθοριζόμενοι ήρωες, δεν κινούνται καλλιτεχνικές φιγούρες, δεν σεργιανίζουν θεατρικά δωματίου πρότυπα. Στην Αυλή, κατοικεί σε όλο του το μεγαλείο, με όλες του τις ιδιαιτερότητες, μεταφέροντας την τεράστια σερμαγιά των ονείρων του και των παραδόσεών των προγόνων του, ο Ρωμιός άνθρωπος.
Η Αυλή είναι η πονεμένη Ρωμιοσύνη. Είναι ο κοινοτικός χώρος των σταυρικά υπομενόντων και καρτερικά εγκλωβισμένων Ρωμιών.
Η Αυλή είναι η μητριά πατρίδα με τον αποπνικτικό εναγκαλισμό της που ευνουχίζει τους βλαστούς της.
Η Αυλή είναι η μητέρα πατρίδα με το βασιλικό στ’ αυτί το γεράνι στο χέρι και την κλαρωτή φούστα που δίνει μέλι και αλάτι στα παιδιά της.
Η Αυλή είναι η μητριά πατρίδα που με αβάσταχτη αναλγησία εξορίζει, αμήχανα μειδιώντας τα παιδιά της στις πέντε ηπείρους μετανάστες.
Η Αυλή είναι η μητέρα πατρίδα που φιλεύει τα σπλάχνα της ψωμί με ζάχαρη και σκεπάζει τις πληγές τους με ασβέστη.
Η Αυλή είναι η μητριά πατρίδα που κολυμπά στα απονέρια της ιστορίας φορώντας χλαμύδα αρχαίου μεγαλείου και το σταυρουδάκι του ήλιου στο λαιμό της.
Η Αυλή είναι η μητέρα πατρίδα που στέκει περήφανη, δαφνοστεφανωμένη, μπροστά στους σοιλήδες άρχοντες της οικουμένης.
Μητριά και Πατρίδα, Ψωροκώσταινα και Αρχόντισσα, αυτή ήταν πάντα η Ρωμιοσύνη με τη σερμπέτικη ομορφιά και την μαύρη μαντίλα.
Μια Ελλάδα, Ελένη και Παναγιά μαζί.
     Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με οξυδέρκεια, άσφαλτη μαστοριά, τολμηρή παρατηρητικότητα και δραματική αποτελεσματικότητα, πλάθει μια λαϊκή τραγωδία συνόλων.
Χρησιμοποιώντας μια καθαρή λαϊκή φόρμα, χωρίς ιδεολογικούς εξωραϊσμούς, ή νεφελώδεις αισθηματολογίες για να μας αποκαλύψει το θαύμα μιας κοινωνίας κοινωνούντων ανθρώπων. Υιοθετεί μια θεατρική φόρμα που παραπέμπει στο λαϊκό Θέατρο Σκιών, και τα λαϊκά δράματα.
     Το ύφος του είναι οικείο, ζεστό, αυθεντικό στις χαρακτηρολογικές διαπραγματεύσεις του και εικονοκλαστικές ανανεώσεις του.
     Η γλώσσα του είναι σύγχρονη, καίρια στην απεικόνιση των ηθών των ανθρώπων, καθημερινή μέχρι τα μπούνια θα σημειώναμε, ορίζει με διακριτικές πινελιές απελπισίας την υφή των πραγμάτων που ιχνογραφεί και ενυλώνει με καρτερική διάθεση, την νοσταλγική ατμόσφαιρα μιας εποχής, και ενός θαύματος-τραύματος ενός χώρου. Όταν ακόμα, στην Ελληνική κοινωνία και το περιβάλλον της η Αυλή λειτουργούσε σαν αρχαία Ορχήστρα, όπου διαδραματίζονταν τα πιο σημαντικά γεγονότα και προσωπικά δράματα των ανθρώπων που την κατοικούσαν. Και το όποιο ιστορικό απρόοπτο συμβάν δεν αναιρούσε την ψυχική τους ηδυπάθεια, αλλά η κοινότητα ως ζωντανό κύτταρο καθόριζε την επικοινωνιακή προοπτική της ομάδας. Έτσι, το συλλογικό χρειάζονταν το ατομικό για να βλαστήσει εν τιμή, και το ιδιωτικό αφομοιώνονταν από το δημόσιο για να καθαρθεί. Η Αυλή-Κοινότητα, ήταν ένας ενιαίος συμβολικός τρόπος ζωής, των ενδόμυχων αντανακλαστικών του παρελθόντος της ψυχής μας, και ιχνογραφείται σαν ένας πολιτιστικός χώρος μιας πατρίδας που έχει πια χαθεί, και την ανακαλούν στην μνήμη οι εναπομείναντες κάτοικοί της.
     Οι ήρωες του Καμπανέλλη, παρότι δρουν σπασμωδικά και απομυθοποιητικά, δεν παύουν να διατηρούν μια σταθερή συμβολική αντοχή. Στέρεες προσωπικότητες μέσα στην τρεμάμενη διαψευσιμότητά τους.
Πάροικες υπάρξεις, με διακριτικό κυκλοθυμικό πολλές φορές συναισθηματικό κόσμο, πληγωμένη αξιοπρέπεια, και διάτρητο από την ανέχεια και την φτώχεια ονειρικό κοινωνικό όραμα.
Γιαυτό, και παρότι έχουν ξεχάσει από πότε κατοικούν μέσα στην Αυλή, νιώθουν ακόμα επείσακτοι. Στην Αυλή τα πάντα είναι ρευστά(θυμόμαστε την γνωστή ρήση του αρχαίου παππού μας Ηράκλειτου). Οι άνθρωποι ζουν σε μια διαρκή αναμονή, περιμένοντας το θαύμα που θα αλλάξει την ζωή τους, ή τουλάχιστον ευχόμενοι ή προσευχόμενοι για αυτό. Όλοι ελπίζουν.
Η Μαρία, ο Στράτος, ο Στέλιος, ο Μπάμπης,…, εκτός ίσως από τον γέρο Ιορδάνη, αυτόν τον λαϊκό θυμόσοφο. Το πεπρωμένο φυγείν όμως αδύνατον γιαυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, έτσι το μόνο που τους απομένει είναι η εξομολόγηση μεταξύ τους.
   Όλο το έργο είναι μια διαρκής εξομολόγηση, ελάχιστες είναι μάλλον οι σκηνές δράσης. Και αυτές που υπάρχουν-όπως ακόμα το ειδύλλιο που πλέκεται μεταξύ της Όλγας και του Στράτου-υποχωρούν μπροστά στο μέγεθος του κεντρικού στόχου, που είναι η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο του χώρου.
    Αιώνιοι πλάνητες, φυλακισμένοι στον γενέθλιο χώρο τους, η μόνη τους παρηγοριά είναι η ατέλειωτη διάθεσή τους για εξομολόγηση. Εξομολογούνται μεταξύ τους σχεδόν τα πάντα. Αλληλοβοηθούνται χωρίς μνησικακία, αποδέχονται τον άλλον, την ίδια στιγμή που τον εχθρεύονται. Τσακώνονται και φιλιώνουν με την ίδια ευκολία όπως τα μικρά παιδιά.
Κοινές οι ελπίδες, τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι επιδιώξεις, οι στόχοι, τα οράματα για μια καλύτερη και πιο άνετη ζωή. Πνίγονται μέσα στην Αυλή των φιλοδοξιών τους για μια καλύτερη ζωή, για μια ζωή χωρίς τους περιορισμούς του Αυλόγυρου. Διωγμένοι από όλους και από όλα διοχετεύουν την ορμή και την ζωντάνια τους, τον κρυφό ερωτισμό τους στον χώρο που τον κατοικούν με τόση ψυχική ένταση, την ίδια στιγμή που θέλουν να τον εγκαταλείψουν.
Είναι οι σύγχρονοι απόγονοι του αρχαίου Οδυσσέα, όχι από αγάπη προς την περιπέτεια και το ταξίδι, αλλά από εξαθλίωση, ψυχικό μαρασμό και ανάγκη.
      Και αυτό είναι το θαύμα της Αυλής, που συντελείται μέσα της σαν μια μεγάλη μήτρα, και που με τόση μαεστρία και μαγευτικό θεατρικό τρόπο μας περιγράφει ο σπουδαίος αυτός θεατράνθρωπος Ιάκωβος Καμπανέλλης.
       Η μικρή αυτή κοινότητα των λαϊκών ανθρώπων, των ψυχοπονιάρηδων, αν και ανδρώθηκε μέσα στα στενάχωρα πλαίσια των παραδοσιακών ορίων μιας μητριάς πατρίδας, δεν έπαψε να παράγει πολιτισμό, με τον οποίο τροφοδότησε και τροφοδοτεί τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το καθημερινό αυτό λακιρντί των απλών ανθρώπων μπροστά στην θυμέλη του χώρου τους που είναι η Αυλή, κράτησε άσβεστο το Ρωμέϊκο ήθος που σποραδικά πλέον συναντάμε ακόμα και στις μέρες μας.
     Ο σκηνοθέτης κύριος Γιώργος Μιχαηλίδης, αγάπησε το έργο, και το υπηρέτησε με συνέπια και αυταπάρνηση. Ανακάλυψε τους ρυθμούς του, ξεκλείδωσε τους κώδικές του, φανέρωσε τα προτερήματά του, και ισορρόπησε πάνω στις λεπτές αποχρώσεις των μηνυμάτων του. Σεβάστηκε τις θεατρικές οραματικές ερμηνευτικές σκιαγραφήσεις του συγγραφέα. Απόφυγε τόσο την ηθογραφική αποτύπωση, όσο και την ιδεολογική εξιδανίκευση. Δεν κατέφυγε σε αισθηματολογικές κορυφώσεις ούτε σε δυσανάλογες προς το μέγεθος των ηρώων μεταπτώσεις. Οικοδόμησε ένα έργο συνόλων. Όλοι για έναν και ένας για όλους. Μετρίασε ακόμα όπου χρειάζονταν τις αυθόρμητες εκρήξεις των χαρακτήρων και κράτησε την παράσταση σε χαμηλούς τόνους και αρκετά ευδιάκριτων διαθέσεων.
Μια παράσταση που ήταν συνεπής όχι μόνο προς τις προθέσεις του σκηνοθέτη αλλά και προς τις συγγραφικές προθέσεις του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Αυτού του μάγου της Θεατρικής τέχνης. Ακολούθησε πιστά τον θεατρικό λόγο, και αφέθηκε στην μαγεία του. Και εμείς οι θεατές, στην μαγγανεία της σκηνικής παράστασης.
   Ο σκηνοθέτης διακόνησε με ζήλο το έργο συνεπικουρούμενος και από ένα άξιο επιτελείο ηθοποιών. Αποφεύγοντας τις ρομαντικές και συνήθης γραφικότητες που θα οδηγούσαν την παράσταση αλλά και το έργο προς την μεριά του μελό, με μια Μπρεχτική θα λέγαμε αποστασιοποίηση, αποτύπωσε την απαισιοδοξία της ζωής, την ίδια στιγμή που μας μιλούσε για την ευτυχία της και το αντίθετο.
    Έξοχα ήταν επίσης τα κουστούμια της ενδυματολόγου Αγνής Ντούτσης, καθώς επίσης και το αποκαλυπτικό σκηνικό της. Η ταρατσούλα του κυρ Ιορδάνη περιτριγυρισμένη με γλάστρες με βασιλικό και άλλα λουλούδια μέσα σε γκαζοτενεκέδες, το βρυσάκι με την λεκανίτσα από κάτω, το παράπηγμα με τους τσίγκους, και τα άλλα οικογενειακά κειμήλια των καθημερινών αυτών ανθρώπων, θύμιζαν τόσο έντονα την μετά τον πόλεμο εποχή. Που εμείς οι νεότεροι έχουμε δει μόνο στις παλαιές ελληνικές ταινίες, ή έχουμε ακούσει από τους γονείς μας.
Ένας σκηνικός χώρος λειτουργικός και αφάνταστα νοσταλγικός-για τους παλαιότερους-που επέβαλλε την παρουσία του όχι μόνο στους ηθοποιούς αλλά θέλω να πιστεύω και στους θεατές.
Ένας χώρος που αντανακλούσε τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων και ταυτόχρονα οριοθετούσε τις φιλοδοξίες του.
     Η μουσική επιμέλεια του Αντώνη Μιχαηλίδη, διακριτική αλλά και ουσιαστική όταν έπρεπε μας πλημμύρισε με εφηβική μελαγχολία.
   Η άρθρωση των ηθοποιών ήταν σωστή και το ανάλογο τέμπο καθώς και οι απαραίτητες παύσεις τους. Ο λόγος ακούγονταν ξεκάθαρα χωρίς κομπιάσματα και ηχητικά σκαμπανεβάσματα που δηλώνουν αρκετές φορές την κούραση των ηθοποιών.
Ο Μανόλης Γιούργος(ως Ιορδάνης) μας έδωσε έναν Μικρασιάτη λαϊκό θυμόσοφο, με ήθος και αγωνιστικό φρόνημα ακμαίο. Πολύ καλή ερμηνεία ακόμα και τις στιγμές που χρειάζονταν να παραμείνει σιωπηλός. Ένας από τους καλύτερους Ιρδάνηδες που έχω δει στις διάφορες σκηνοθετικές προσεγγίσεις του έργου.
Ο Χρήστος Βαλαβανίδης, σχεδίασε με προσοχή το ρόλο του και πέτυχε. Απόφυγε το γνώριμο σ εμάς κωμικό του ύφος και στιλ, και απέδωσε αποκαλυπτικά τον χαρακτήρα του Στέλιου. Είτε ως μικροαπατεώνας, είτε ως ευαίσθητος σύντροφος, είτε ως απατημένος αυτόχειρας.
  Η Ντίνα Μιχαηλίδη (Όλγα) σμίλεψε τον ρόλο της με διακριτικότητα. Σοβαρή, κλειστή αλλά και ταυτοχρόνως ερωτική, μέσα στην απόγνωσή της πέτυχε τον στόχο της.
   Ο Ηλίας Στρατάκος (Στράτος) με την κλασική μεσόγειο αρρενωπότητα και λαϊκό αντρισμό, έπλασε έναν ρόλο τέλειο. Μετρημένες κινήσεις, έλεγχε τις συσπάσεις του προσώπου και του κορμιού του, καθαρός λόγος, σταράτος και αντρίκιο ύφος, σωστές παύσεις θλίψεις, φειδωλές εν γένει εκφράσεις.
      Εξαιρετική ήταν επίσης η Μπέλλα Μπερδούση ως Άσπα, στον ρόλο της γριάς μαυροφορεμένης μάνας, η Ντόρα Σιμοπούλου σαν Αννετώ, ήταν τρυφερή και κουτσομπόλα, υστερικιά και καλοσυνάτη
Ωραία διωδία επίσης ήταν, και ο Δημήτρης Γιαννόπουλος ως Μπάμπης, και η Δήμητρα Καλπάκη σαν Βούλα, οι οποίοι με αδρές πινελιές έφτιαξαν ένα ιδανικό ζευγάρι με όλα του τα καθημερινά προβλήματα και αδιέξοδα.
Αξιόλογοι ήσαν και οι άλλοι ηθοποιοί που δούλεψαν ευσυνείδητα και συλλογικά.
      Μια αξιόλογη θεατρική παράσταση, που γέμισε με χαρά και αγαλλίαση τον χώρο του θεάτρου στον Λυκαβηττό και που αξίζει να προσεχθεί.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Τρίτη 31 Αυγούστου 1999, σελίδες 5,7.

     Και μια Επιστολή.

Αθήνα 1-Οκτωβρίου 1999

      Φίλε κύριε Μπαλούρδε, ευχαριστώ που μου στείλατε την κριτική σας για την «Αυλή» και πολύ περισσότερο φυσικά, ευχαριστώ που έχετε ασχοληθεί με το έργο μου με τόση ερευνητική ευαισθησία και προσοχή.
Ειλικρινά βρήκα στην κριτική σας πολλά που θίγονται για πρώτη φορά.
Θα δώσω αντίτυπο στον Γιώργο Μιχαηλίδη, για την παράσταση του οποίου οι διαπιστώσεις σας είναι απόλυτα σωστές.

                              Πολύ φιλικά

                          Ιάκωβος Καμπανέλλης

Πειραιάς, Σάββατο, 7 Δεκεμβρίου 2013.                                  

                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου