ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ τεύχος Β,
εκδόσεις Δόμος 1993
Η
ενασχόληση με το έργο του Παπαδιαμάντη, ιδίως μετά την άψογη και άρτια
παρουσίαση των Απάντων του από τις εκδόσεις «Δόμος»που επιμελήθηκε ο φιλόλογος
και συγγραφέας Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, γνωρίζει μια σταθερή άνθηση στις μέρες
μας, καθώς έρχεται στο φως της δημοσιότητας ανέκδοτο υλικό, είτε πρωτότυπο είτε
μεταφραστικό του Σκιαθίτη αλλά, και συνοδεύεται από σειρά μελετημάτων που κατά
καιρούς γράφτηκαν από άλλους σημαντικούς λογοτέχνες.
Οι εργασίες
αυτές, μας προσφέρουν νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και ανοίγουν καινούργιες
προοπτικές, θέτοντας άλλου είδους προβλήματα του Παπαδιαμαντικού έργου,
επιτρέποντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη των γνωστικών στοιχείων και την σε
μεγαλύτερο βάθος, κατανόηση των προβλημάτων της ανάγνωσης του συγγραφέα.
Στην
πρωτοπορία των ερευνητικών αυτών διεργασιών με ένα πλήθος Παπαδιαμαντικών
εργασιών, κυριότερος εισηγητής των ερμηνευτικών προσεγγίσεων του Παπαδιαμάντη,
βρίσκεται τα τελευταία χρόνια ο κύριος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος.
Ο
συγγραφέας Νίκος Τριανταφυλλόπουλος μας γνωστοποιεί πολύ συχνά με τα
δημοσιεύματά του, ότι έχει κατανοήσει περισσότερο από κάθε άλλον μελετητή και
ερευνητή τις αξιολογικές και αισθητικές αρχές του Παπαδιαμαντικού έργου.
Είναι πρωτοπόρος αν και με κάποια επικίνδυνη
μονομέρεια, έχει εισχωρήσει βαθύτερα στην Παπαδιαμαντική έρευνα και σίγουρα, έχει
ακόμα πολλά να μας προσφέρει, η άδολη αγάπη του, για τον συγγραφέα της
«Φόνισσας».
Όμως, με
όλον τον σεβασμό προς τον τεράστιο μόχθο του, ας μας επιτρέψει να έχουμε μια
μικρή επιφύλαξη κι έναν δισταγμό απέναντι στην Παπαδιαμαντική αυτή «μανιέρα»
του. Και, να του υπενθυμίσουμε, την τακτική του σπουδαίου Παλαμιστή του Γιώργου
Κατσίμπαλη. Ο οποίος είχε τόσο πολύ προσκολληθεί στον μεγάλο μας Κωστή Παλαμά,
που δεν του ήταν δυνατόν να αποδεχθεί σχεδόν καμία άλλη καινούργια ποιητική
φωνή που γέννησε η λογοτεχνία της μεταπαλαμικής εποχής μας.
Και την
αμφιβολία αυτή, θα την συγκρίνω με ένα παράδειγμα από αλλότριους επιστημονικούς
χώρους. Η μονομανία και ο υπομονιακός στοχασμός ενός αστρονόμου δικαιολογείται,
γιατί ασχολείται με μοντέλα στατικά που αναπαράγουν συνεχώς τον εαυτό τους. Αν
θυμάμαι σωστά, ο μεγάλος Αμερικανός πλανητολόγος,(Γουάιτ Γουϊνσομ) White
Windsom, ο οποίος για πάνω από 30 χρόνια ερεύνησε την εξέλιξη του πλανητικού
μας συστήματος, έλεγε ότι μελετώντας επί τρεις δεκαετίες τους πλανήτες, είναι
σε θέση να γνωρίζει πως θα είναι οι τροχιές τους και μετά από 300 εκατομμύρια
χρόνια.
Οι σκέψεις
αυτές, εκφράζουν αυτό που αποκαλούμε Επιστημονική Προφητεία. Και χαρακτηριστικά
ανέφερε ότι για τα 300 αυτά εκατομμύρια χρόνια, 1000 γενιές αστρονόμων θα έχουν
υλικό για την Επιστημονική τους έρευνα.
Είναι η λεγόμενη Δημογραφική Προφητεία.
Ανέφερα το
όχι και τόσο ίσως άστοχο αυτό παράδειγμα, για να τονίσω ότι αυτό που μπορούμε να
εφαρμόσουμε σε ορισμένες θετικές επιστήμες δεν μπορούμε να το υιοθετήσουμε και
να το εφαρμόσουμε στην Λογοτεχνία. Δεν μπορούμε να εισάγουμε την
κληρονομικότητα, στις θεωρητικές επιστήμες και ιδιαίτερα στον λογοτεχνικό χώρο.
Δεν γίνεται να αφήσουμε μια Διαθήκη για το τι έρευνα και τι δρόμους πρέπει να
ακολουθήσει ο επόμενος μελετητής, πάνω στα προβλήματα που εμάς μας απασχόλησαν.
Γιαυτό φρονώ, ότι μάλλον ο Παπαδιαμάντης εξυπηρετεί
προσωπικούς προσανατολισμούς του κυρίου Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, και όχι μόνο,
αλλά και των ανθρώπων που ακολουθούν την λαϊκή παράδοση της Ορθοδοξίας, και
θέλουν να προάγουν και να κοινοποιήσουν τα οράματά της.
Έχουμε δηλαδή, μια προσωπική μάλλον ανάγκη, και όχι
μια Παπαδιαμαντική επιταγή. Παραγνωρίζουν ότι το Παπαδιαμαντικό έργο, έχοντας
την δική του αυτονομία, επιβάλλει την δική του έρευνα, την ιδιαίτερη αισθητική
του γλωσσικού κειμένου του, την αναγνωστική τέρψη και ευφορία, την συγκεκριμένη
ερμηνευτική του ευφράδεια, που την οφείλουμε στην νοσταλγία, την νοσταλγία του
θαύματος που γεννούσε εκείνη η εποχή.
Μιας
λογοτεχνικής φαντασίας άκρως Παπαδιαμαντικής, που δεν ξεπερνούσε τα κράσπεδα
της ζωής για να αφήσει πίσω της την πίστη, αλλά μάλλον χρησιμοποιούσε την πίστη
για να αφυπνίσει πάλι την φαντασία, και τις δημιουργικές της δυνάμεις.
Δυστυχώς,
παραγνωρίζουμε ότι εκτός από τους Ευρωλιγούρηδες, όπως εύστοχα χρησιμοποιεί τον
όρο που εφηύρε ο Κώστας Ζουράρης, υπάρχουν και οι Βυζαντινοεπαίτες, προσθέτω
εγώ, που μάλλον φοβάμαι ότι είναι πολύ πιο επικίνδυνοι από τους άλλους.
Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος συγγραφέας γιατί δίνει φωνή ακόμα και στην πιο
απλή, καθημερινή λαϊκή ψυχή, όπως κάνει στον χώρο της ποίησης ο ποιητής της
Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, αντίθετα από τον όντως μεγάλο μυθιστοριογράφο Νίκο
Καζαντζάκη, ο οποίος συνήθως στα πρόσωπα των ηρώων του, προβάλλει μάλλον την
δική του αγωνία, τον ατομικό του φιλοσοφικό και υπαρξιακό στοχασμό.
Στον
Καζαντζάκη συνήθως συναντάμε παλαιούς αρχέγονους θρύλους και δοξασίες, χθόνιες
εφέστιες δυνάμεις, που καθρεπτίζονται πάνω σε ιαπετικής ομορφιάς Ελληνικά
σώματα και ρωμαλέους χαρακτήρες.
Στον Καζαντζάκη το τρυφερό παράπονο του Έλληνα Ιώβ,
αφυπνίζεται από την θεολογική σκέψη του σύγχρονου Οδυσσέα που είναι ο Ζορμπάς.
Αντίθετα ο
κόσμος του Παπαδιαμάντη, «δεν έχει όραμα;»,εννοώ δεν έχει τον οικουμενικό
οραματισμό σχεδιασμό που συναντάμε στο έργο του Κρητικού συγγραφέα αλλά και σε
άλλους της γενιάς και της εποχής του. Είναι περισσότερο ένα θρησκευτικό,
χριστιανικό περίκλειστο σύμπαν που σκοπό έχει την διδαχή και την κοινωνική
χριστιανικώς οργάνωση της κοινωνίας. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη κινείται μάλλον
περισσότερο σε ένα ρευστό και στατικό σύμπαν όπου η ευωδία του λιβανιού, το
άρωμα του βασιλικού, και ο αργόσυρτος ειρμός του τεριρέμ, και των άλλων
εκκλησιαστικών ψαλμών, περικλείουν τον περιβάλλοντα χώρο, και καθορίζουν τις
τύχες των ηρώων του. Γιαυτό μάλλον ο κόσμος του είναι στενός, επαρχιακός, προ
επιστημονικός, Βυζαντινός, ανήκει σε μια Ελλάδα μικρή, στην μικρή πλην τιμία
Ελλάς, κλειστή στα ξένα ρεύματα, εμφιαλωμένη στην αυταρέσκεια που τις προσφέρει
το ένδοξό της Βυζαντινό παρελθόν, τα παλαιά κλέη των κατοίκων της, τουλάχιστον
με τον τρόπο που το επεδίωκαν οι διάφοροι νεορθόδοξοι και επίκαιροι σχολιαστές
της ταυτότητάς των Νεοελλήνων.
Οι Βυζαντινοεπαίτες της συντήρησης. Αντίθετα με το
κοσμοείδωλο του Καζαντζάκη που είναι οικουμενικότερο, το όραμά του πιο
συμπαντικό και ο προβληματισμός της σκέψης του ανήκει θα σημειώναμε στον σύνολο
Ελληνισμό.
Μπορεί στα γλωσσικά σημεία να κερδίζει ο
Παπαδιαμάντης, μπορεί η παιδική του αφέλεια και αθωότητα, να μας συγκινεί και
να μας μαγεύει, όμως κάποτε, θα αναγκαστούμε να μεγαλώσουμε και τα προβλήματα
που θέτει ο μεγάλος Κρητικός παραμυθάς και συγγραφέας, θα βρεθούν μπροστά μας.
Και οι λύσεις τους είτε με την μορφή των Ερινυών, είτε με την μορφή των
Ευμενίδων, θα μας ακολουθούν. Γιατί, η ενηλικίωση όσο οδυνηρή και αν είναι,
έχει πλέον πολιτισμικά επέλθει.
Γιαυτό θεωρώ, ότι μάλλον τον τελικό λόγο στον χώρο της
λογοτεχνίας πάντα μιλώντας, ανεξάρτητα από την αγάπη μας προς τον κυρ Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη, δηλαδή την τρυφερή παιδική μας αθωότητα, θα τον έχει ο Νίκος Καζαντζάκης.
Στο δεύτερο αυτό τεύχος των Παπαδιαμαντικών
τετραδίων, με πλοηγό ένα μεγάλο, ποίημα του Κυπρίου ποιητή Κυριάκου
Χαραλαμπίδη, ακολουθεί ένα λεπτοφυέστατο άρθρο του Παπαδιαμάντη για τον «Μικρό
Εγιόλφ», του Ερρίκου Ίψεν, έπεται ένα ειδικό άρθρο του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου
για «τον αναπαυτήριο σαββατισμό στα πάθια και τους καημούς του κόσμου». Έχουμε
μάλλον στην συνέχεια ένα παράταιρο κείμενο του καθηγητή Γ. Πιτσάκη, το κείμενο
της Ευγενίας Μακρυγιάννη για τα προβλήματα της Παπαδιαμαντικής ηθικής, και άλλα
σχετικά καθώς εξετάζει την μετάφραση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ από τον Παπαδιαμάντη.
Εδώ θα ήθελα να προσθέσω, ότι τόσο το κείμενο της
Μακρυγιάννη όσο και αυτό της κριτικής του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, για την
μετάφραση του Ντοστογιέφσκυ, παραγνωρίζουν ότι το μυθιστόρημα του Ρώσου
συγγραφέα «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι πρώτα από όλα ένα σημαντικότατο αισθητικό
έργο, και δεν επέχει θέση μυητικού ρόλου στην Ορθοδοξία, ανεξάρτητα από τις
όποιες θρησκευτικές ή θεολογικές παραμέτρους του. Το κείμενο είναι κλασικό,
γιατί έχει την στερεή δομή ενός σύγχρονου μυθιστορήματος ακόμα και σήμερα,
ακολουθεί τις τεχνικές τις εσωτερικής σπονδύλωσης του μυθιστορήματος, και
φυσικά προάγει το έλεος και την γαλήνη όχι μόνο της σλαβικής ψυχής, αλλά όλων
των κατά καιρούς αναγνωστών του. Τέλος εν συντομία θα γράφαμε ότι το ή τα
μηνύματά του διασώζονται μέσα από την ίδια την αρτιότητα και αισθητική του
κειμένου, και την λειτουργία της γραφής, δηλαδή των ιδεών που αυτή παράγει και
προάγει, και όχι τόσο από τις όποιες αναμφισβήτητες θρησκευτικές αξίες και
αρχές του ίδιου του συγγραφέα. Το έργο είναι το Ευαγγέλιο του 20 αιώνα, (όπως
αντίστοιχα Ευαγγέλιο-το πέμπτο έχει αποκληθεί-,είναι και το έργο Εκ Βαθέων, του
Όσκαρ Ουάιλντ)γιατί εκφράζει τον δικό του «σωστικό» λόγο, και όχι γιατί
μεταφέρει τον απόηχο των λόγων ενός άλλου βιβλίου.
Γιαυτό θεωρώ, ότι η μετάφραση του μυθιστορήματος
«Έγκλημα και Τιμωρία» από τον Άρη Αλεξάνδρου, και μάλιστα από τα Ρωσικά, είναι
καλύτερη από αυτήν του Παπαδιαμάντη.
Ο
Παπαδιαμάντης «λαϊκοποιεί» θα γράφαμε την μετάφραση, την κάνει λαϊκό ανάγνωσμα
με όλα τα θετικά που έχει αυτός ο όρος. Τον Παπαδιαμάντη, δεν τον ενδιαφέρει ο
μύθος του Ρασκόλνικωφ και τα έντονα υπαρξιακά του προβλήματα, αλλά η
χριστιανική του μετάνοια. Το σημείο του Ιωνά, στον Σκιαθίτη είναι το λιμάνι του
θρησκευτικού του προτύπου, και όχι τόσο τα αισθητικά προβλήματα της γραφής, ή
το ταλάνισμα της εν αμφιβολίας ψυχής.
Από τα
άλλα κείμενα του τεύχους, ξεχωρίζει το παραγνωρισμένο κείμενο του Πειραιώτη
συγγραφέα και φίλου του Παπαδιαμάντη, Παύλου Νιρβάνα για το καταχθόνιο μυστικό
του κυρ Αλέξανδρου, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τον τρόπο που μετέφραζε ο
Σκιαθίτης διηγηματογράφος, ο πολύγλωσσος αυτός ασκητής(και τον τρόπο που
μετέφραζε ο ρωμαλέος Κρητικός).
Διαβάζουμε ακόμα τα κείμενα του Γιώργου Θεοτοκά, και,
του Βασίλη Πανταζή που εξετάζουν τα προβλήματα διδασκαλίας του Παπαδιαμαντικού
έργου στο Δημοτικό Σχολείο, ένα μελέτημα που γεννά αρκετά ερωτήματα, όχι τόσο
για την δομή του, όσο για την αξιολογική του αναφορά. Φοβάμαι ότι με τέτοιου
είδους σχολικούς οδηγούς, οι μαθητές θα διαβάσουν τον Παπαδιαμάντη περισσότερο
από σχολική ανάγκη παρά από προσωπική επιθυμία.
Θα ήθελα
ακόμα να σημειώσω, ότι στα βιβλιογραφικά του κυρίου Χρ. Α. Δάρρα, υπάρχει όπως
πρόχειρα έλεγξα ένα λάθος.
Στις 21/5/1992 ανωνύμως δημοσιεύεται κείμενο για την
μετάφραση στην εφημερίδα «Ριζοσπάστη», ημέρα Πέμπτη, και δεν το υπογράφει ο
Δημήτρης Γιάκος. Το κείμενο του Δημήτρη Γιάκου, είναι δημοσιευμένο στην
εφημερίδα «Εξόρμηση» στις 14/6/1992, πράγμα που διαφεύγει του κυρίου Δάρρα.
Επίσης νομίζω, ότι η αναφορά που μας δίνει για την
κριτική στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», δεν έγινε στις 23/6/1992 όπως γράφει,
αλλά στις 21/6/1992 ημέρα Κυριακή, όπως έχω σημειώσει στο δικό μου αρχείο για
τον μυθιστοριογράφο.
Θα πρόσθετα ακόμα, ότι θα άξιζε μια σύγκριση της
μετάφρασης του Παπαδιαμάντη, με εκείνη του Άρη Αλεξάνδρου και αυτή του Φόντα
Κονδύλη.
Ίσως, όχι για να συγκρίνουμε συγγραφείς, αλλά για να
συσχετίσουμε εποχές και γλωσσικούς κώδικες και ύφη.
Τέλος,
ξεχωρίζει ένα ποίημα με τον τίτλο «Δέηση» για τον ακτήμονα μοναχό και υψιπετή
αετό, τον κυρ Αλέξανδρο.
Αυτόν που πέθανε πάμφτωχος και μάλλον ταλαιπωρημένος,
και οι μετέπειτα εκδότες των Απάντων του ίσως θησαύρισαν όχι μόνο πνευματικώς.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης, όπως
και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, εν ζωή δεν είδαν το έργο τους να εκδίδεται, όμως
τουλάχιστον, ο κυρ Αλέξανδρος με την θρησκευτική του μεγαλοψυχία και τον
ερωτικό του παγανισμό, καθώς θα τα τσούζει σιμά στους αγγέλους θα δέεται υπέρ ημών
των αναγνωστών του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό, «Οδός Πανός», τεύχος
73-74/Μάιος, Αύγουστος 1994, σελίδες 100-103.
Πειραιάς, Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου