Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ  ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


              «Η ψυχή μου…»

Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
μα αν και βαδίζουμε έτσι, πάντα πλάι,
ποτέ δε με κοιτάει, δεν μου μιλάει,
θαρρείς και κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
κι όμως δε βγαίνει λέξη από τα χείλη,
βαδίζουμε σκυμμένοι και θλιμμένοι,
πάντα σαν αδερφοί,-και πάντα ξένοι…

Ναπολέων Λαπαθιώτης,
«Τα ποιήματα», εκδόσεις Φέξη 1964, σελ. 168


      Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης(1888-1944), ο αυτόχειρας ποιητής του μεσοπολέμου, ο φίλος του Μήτσου Παπανικολάου και του Πειραιώτη ποιητή Νίκου Χαντζάρα, ο πρώτος επισήμως δηλωθής άθεος της λογοτεχνίας μας, ο ανήκων στην αριστερά της εποχής του αν και από στρατιωτικό πατέρα, δεν εγκιβωτίζει την γλωσσική του φόρμα στο τρίτο ενικό πρόσωπο, το «μη πρόσωπο» αλλά στο πρώτο, σ΄ ένα εγώ ενίοτε περιβεβλημένο σε μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα-αυτόνομο,που συμπεριλαμβάνεται στο ευρύτερο γίγνεσθαι της ποιητικής σύνθεσης. Η ιδιαιτερότητα του ερωτικού ποιητικού του λόγου βρίσκεται στην μνημονική του καταγραφή, στην υπενθύμιση της διαφορετικής εμπειρίας του προσώπου που ενθυμείται με πάθος τις σωματικές του επιλογές και επιθυμίες.
Υποδηλώνεται άλλοτε σαν καθαρή άλλοτε σαν υπαινικτική συγκίνηση που εξαρτάται από συγκεκριμένο και καθορισμένο σημείο αναφοράς, το αντρικό πρόσωπο και το σώμα του. Μια αίσθηση που περιέρχεται άνετα το χώρο που κινείται, έστω και αν στο βάθος παραμονεύει η έκπληξη για την επερχόμενη καταστροφή. Εντάσσεται σε αυτή καθ’ αυτή την μνημονική εμπειρία και όχι την τελεσθείσα στο παρελθόν πράξη.
Η ερωτική πράξη στον ποιητή δεν ενεργοποιεί ενοχικούς συνειρμούς, δεν προσκρούει σε κοινωνικές ηθικές ή θρησκευτικές αναστολές. Εκείνο που την δεσμεύει σε ένα «ενοχοποιητικό» αίσθημα, είναι η επερχόμενη ανακλητική μνήμη. Αυτή θα «εκδικηθεί» τον ποιητή και όχι η κοινωνική ηθική ή η προσωπική αναστολή του ερωτευμένου υποκειμένου. Η μνήμη θα αναδυθεί από έναν πληθωρικό χρόνο άμεσα οργανωμένο, λίγο παιγνιώδη, που σημαίνει ότι θα επέλθει στη συνείδηση του ποιητή η συναίσθηση της φθοράς, η παρακμή του πόθου, της συγκίνησης η αοριστία, η αλλοίωση του κάλλους της μορφής, το ατελέσφορο πάθος, ο αποσκελετισμός της υπόσχεσης. Συναίσθηση της ματαιότητας όχι της ερωτικής πράξης αλλά της επιθυμίας του εράν.
     Ο σημαντικός και εξίσου ερωτικός ποιητής της Θεσσαλονίκης  Ντίνος Χριστιανόπουλος, γράφει στη συλλογή δοκιμίων του «Με τέχνη και με πάθος», εκδόσεις Διαγώνιος 1988, σελίδα 15, για τον ποιητή: «Κάθε φορά που η κουβέντα το φέρνει στον έρωτα, τα λόγια γυρίζουν στον θάνατο».
     Η ποίησή του γίνεται το χρονικό της θλιβερής καταστροφής του. Μέσα σε αυτή την αποξένωση των μεγάλων αστικών κέντρων και την σταδιακή διαδικασία της αντικειμενοποίησης των ανθρωπίνων σχέσεων, οι αντιθέσεις οξύνονται, οι διαφορές μεγιστοποιούνται, το «ενοχοποιητικό» ερωτικό συναίσθημα αυξάνει, η ονειρική διάθεση υποχωρεί, η επιθυμία της καθημερινής προσωπικής επαφής αποχρωματίζεται χάνει το ψυχικό ειδικό της βάρος, σε μια αύξουσα αδιέξοδη προοπτική για να καταλήξει προοδευτικά σε μια απελπισμένη αναζήτηση του άλλου σώματος, του νέου σώματος που ακόμα δεν έχει φθαρεί από την μνήμη της άλλης αδερφής ψυχής, μοναδικό καταφύγιο της καθημερινής ανασφάλειας και ερημιάς.
Γιατί η ομορφιά και η κατάρα ταυτόχρονα της Ομοφυλόφιλης επιθυμίας είναι ότι ο κρυφός συνεργός της επιθυμίας αυτής, αυτός ο σκοτεινός συλλήπτορας του πόθου γερνάει, φθείρεται από τον χρόνο και την χρήση, κάτι που με μανία αρνείται να αποδεχθεί ο ερωτευμένος. Αρνείται την ένδοξη ιεροτελεστία του γήρατος του σώματός του. Αυτό το αρχαίο και αιώνιο ρεύμα επιθυμίας που μας δίδαξε ο θείος Πλάτων, στο «Συμπόσιό του» δεν μπορεί να συμβιβαστεί με κανενός είδους φθορά. Είναι θέμα αισθητικής και όχι ηθικής. Το ομοφυλόφιλο άτομο συνεχώς προσπαθεί να αποδείξει στον άλλον το σωματικό του σφρίγος, την νεανική του ορμή, να κρατηθεί στην επιφάνεια της ερωτικής επιθυμίας, η ψυχική του ανανέωση επέρχεται μόνο μέσο του νέου, δροσερού και φρέσκου κορμιού του άλλου συντρόφου, αυτό του τροφοδοτεί την ερωτική του «παρέκκλιση». Η φύση γέννησε και την ετεροφυλόφιλη και την ομοφυλόφιλη επιθυμία, δεν ενδιαφέρεται για αισθητικά ή ηθικά προβλήματα, αυτά ανάγονται στην σφαίρα του πολιτισμού των ηθών και των εθίμων του.
      Αντίθετα στον άλλον έρωτα, τον δίδυμο εαυτό του έρωτα του ποιητή,(τον ετεροφυλόφιλο) ακόμα και όταν το σώμα υπέρ ωριμάσει, θα παραμείνει η συνήθεια, θα εμπεδωθεί η σχέση με τον θεσμό της οικογένειας, θα καλυφθεί η πρόθεση της σχέσης από την κοινωνική σκοπιμότητα, από τα κατά «Συνθήκη Ψεύδη», όπως έγραψε ο Νορντάου κάποτε. Τέλος, ο καρπός της ένωσης, το αποτέλεσμα του γάμου τα παιδιά, θα υπομνηματίζει συνεχώς τα παλαιά κλέη του έρωτα και των ερωτικών ενστίκτων, και θα δημιουργεί καινούργιες ευθύνες μετατοπίζοντας το κέντρο των επιθυμιών, όσο αυτό είναι δυνατόν. Και επαναλαμβάνω ξανά, ότι το πρόβλημα στον ομοφυλόφιλο έρωτα είναι θέμα αισθητικής και όχι ηθικής ή άλλου είδους απαγορεύσεων. Η όποια ερωτική επιθυμία του κάθε ανθρώπου είναι πάντοτε παρούσα και σεβαστή αρκεί να μην υπερβαίνει τους κοινωνικούς κανόνες ανθρώπινης επικοινωνίας και σχέσεων. Μόνο κάτω από αυτό λοιπόν το πρίσμα μπορούν να ερευνηθούν οι αλλότροπες αλλά συγκλίνουσες σε πολλά σημεία αυτές σχέσεις. Στον ενιαίο ερωτικό άνθρωπο.
    Ίσως, αν το μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν, «Θάνατος στην Βενετία» εκεί που ο έρωτας ενώνεται με τον ομογάλακτο αδερφό του τον θάνατο, έρθει στην μνήμη μας, να σταθεί αρωγός για την κατανόηση των παραπάνω θέσεων.
     Το άλλο πρόσωπο αντίθετα στην ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αυτού του σημαντικού ποιητή του Μεσοπολέμου, παραμένει σιωπηλό, βουβό, σκοτεινό, απόμακρο από την πλοκή του ποιήματος σε μια ανενεργό σιωπή, δεν μετέχει στις διαδικασίες της ποιητικής σύνθεσης, δεν αναμειγνύεται στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου, των ποιητικών παραβολών αλλά, επέχει θέση ερεθίσματος στο οποίο επιδιώκει να το εντάξει η μνήμη. Αντίθετα στον ομοφυλόφιλο κόσμο του Κωνσταντίνου Καβάφη, το ερωτικό αντρικό πρόσωπο μετέχει στην σκηνοθεσία του ποιήματος, λαμβάνει ενεργό μέρος πάνω στην ποιητική σκηνή, και τα δύο ερωτικά κορμιά και πρόσωπα επηρεάζουν όχι μόνο την μνήμη αλλά και την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο Καβάφης σκηνοθετεί τον ερωτικό ποιητικό του κόσμο, ο Λαπαθιώτης χρησιμοποιεί το ερωτικό πρόσωπο ως κομπάρσο της δικής του επιθυμίας.
Στην πραγματικότητα η ποιητική αυτή υπόμνηση ευρύνει το αδιέξοδο της μοναξιάς του ποιητή, δες το ποίημα «Η ψυχή μου».  
Το άλλο σώμα με τον τρόπο που μετέχει στην ποιητική σύνθεση, είναι η άλλη όψη μάλλον της υποσυνείδητης επιθυμίας του υποκειμένου που το επικαλείται. Δεν είναι μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη αναφορά όπως στην Καβαφική ποίηση που προσδιορίζει με την σειρά της την ενεργοποιούσα αιτία της, σαν μια βίωση της μυστικής διαλεκτικής σκοπιμότητας του ποιήματος, σαν υποβοηθητικό στοιχείο του εσωτερικού διαλόγου του ποιήματος. Αλλά είναι η αποθησαυρισμένη ενδόμυχη επιθυμία που αναδύεται στην επιφάνεια από τα λαβυρινθώδη υπόγεια της συνείδησης, για να μεταμορφωθεί σε ποιητική εμπειρία αφού λειανθεί πρώτα στο πονοφλεγή ακόνι της μνήμης. Ούτε επίσης είναι ο βουβός εξομολόγος, ο «εύαγρος» νέος, ο νέος κόσμος, του ποιητικού έργου «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» του σπουδαίου ποιητή και αγωνιστή της Αριστεράς Γιάννη Ρίτσου. Εδώ η παρουσία του νέου, του κάπως θολού μέσα στην ποιητική ατμόσφαιρα επέχει θέση μόνο στιγματικής αναφοράς για να ξετυλίξει τον εξομολογητικό του καμβά η γυναίκα με τα μαύρα. Στις άλλες του ποιητικές συνθέσεις ο Ρίτσος εγκωμιάζει το αντρικό κορμί, τα μέλη του, τα μπράτσα τα μπούτια του το στέρνο του, την κορμοστασιά του. Την θαυμάζει και την ποθεί με αγωνιστικό φρόνημα και σεξουαλικό πόθο.
      Στο ερωτικό ποιητικό έργο του Ναπολέων Λαπαθιώτη δεν θα συναντήσουμε συχνά την λαγαρή και δυνατή φωνή του ποιητή, αλλά την ψιθυριστή λυγμική αίσθηση του, ή ακριβέστερα μια σειρά από μελαγχολικά μουντά υγρά αόριστα ενίοτε συναισθήματα που «συνάπτονται» σε μια συνειρμική επαναλαμβανόμενη επίκληση.
Ο ποιητής δεν αρνείται τον εαυτό του για να διασκορπίσει την φωνή του στις άλλες μυστικές εσωτερικές φωνές της ποιητικής του δημιουργίας, αλλά προσπαθεί να εκφράσει μια κεντρική μνημονική φωνή, έναν προσδιορισμένο μνημονικό αξονικό λόγο, αυτόν των ενιαίων ελεγχόμενων εντυπώσεων. Οτιδήποτε τυράννησε και απογοήτευσε τον ποιητή δεν είναι μάλλον το ιστορικό συμβάν η διαπραχθείσα πράξη, αλλά η σύγκρουση της αδίστακτης και επιμένουσας μνήμης με το γεγονός, κάτι που εντείνει την τραγικότητα της φωνής και αυξάνει την δραματικότητα της αναπαράστασης.
 Το κοινωνικό γεγονός από μόνο του δεν επαρκεί, η ίδια η πράξη είναι αδιάφορη αν όχι ανιαρή και όχι σκανδαλώδης, μόνο ο ερχομός της μνήμης θα το εντάξει σε μια αλυσιδωτή σειρά των λίγων αλλά αξιοσημείωτων εμπειριών στην επιδίωξή της να ποδηγετήσει και να διαμορφώσει την συνείδηση του υποκειμένου που την επικαλείται.  Έχουμε δηλαδή μια συστάδα ερωτικών εμπειριών που φυλλορροούν μέσα στην μουσοτραφή και συμβολιστική ποίησή του. Ο ερωτικός του λόγος εκφέρεται μέσα από όχι και τόσο συγκεκριμένους ποιητικούς διόδους και ποιητικά σχήματα.
Ακόμα και το σκανδαλώδες για την εποχή του ποίημα: «Κ’ έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου…» σελ. 74, είναι κατά την γνώμη μου τόσο ερωτικά αμφιλεγόμενο τόσο στην διατύπωσή του, όσο και στην σύνολη ατμόσφαιρά του. Άλλες φορές επιχειρείται μια συμπύκνωση της προσωπικής απολογίας και όχι αφηγηματικής εξομολόγησης ως τα ριζά της αποκάλυψης. Παράδειγμα το ποίημα: «Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ/δεν έζησε στα πλούτη/δεν έχει τρόπους να ντυθεί/ μα είναι το πιο καλό παιδί/ που μεσ’ στην πλάση ετούτη μπορεί να απαντηθεί…» σελίδα 155.
      Ο ανεκπλήρωτος ερωτικός λόγος γίνεται σώμα-λόγος, μόνο όταν ο ποιητής θελήσει να επικαλύψει την γλωσσική του έκφραση με την τρυφερότητα της καθαρής ανάμνησης.
Τότε η ποιητική λειτουργία συναντά την ύπαρξη στα προηγηθέντα κοινωνικά συμβάντα, στο πεδίο της μνημονικής επίδρασης την χρονική στιγμή της αφηγηματικής αισθηματολογικής εκτόνωσης με την δυνατότητα της όποιας σκηνοθεσίας.
     Η παρουσία του ερωτικού σώματος, του ποθούμενου σώματος στην ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γίνεται ατεμάχιστη, ακέραια. Δηλαδή το σώμα δεν τεμαχίζεται, δεν διαμερισματοποιείται, δεν μερίζονται τα μέλη όπως στον Κωνσταντίνο Καβάφη ή συνθλίβεται όπως στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Θα γράφαμε ούτε μελίζεται ποιητικά ούτε μερίζεται νοηματικά. Υπάρχει και κυριαρχεί σαν αδιάτμητη παρουσία που επιζεί και μετά την εμπειρική απώλεια. Η εμπειρία δεν τεμαχίζεται.
Στον Χριστιανόπουλο και στα μικρής φόρμας ποιητικά του διαμαντάκια, το σώμα γίνεται σαράκι των αισθήσεων, καημός και πόνος ανυπεράσπιστης μοναξιάς.
Ο Χριστιανόπουλος δεν γυρεύει «το φιλί που του το έταξαν πολλοί», όπως ο Λαπαθιώτης αλλά την εξουθένωση, την υποταγή, την πλήρη απάρνηση της δικής του επιθυμίας, ο άλλος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού της ερωτικής του ζωής, αυτός αποφασίζει τη θα προσφέρει, τι ερωτικά θα δώσει, ποια μέλη του δικού του σώματος «γουστάρει» ο ίδιος να απολαύσει ο άλλος, δεν του δίνει το σώμα του, του δίνει την κάψα του, γιαυτό και τον υποτάσσει σεξουαλικά τον εξουθενώνει ψυχικά.   
Ο Χριστιανόπουλος παίρνει την «εκδίκησή του» θα γράφαμε, μέσω της μετέπειτα ποιητικής του καταγραφής, τότε μόνο δικαιώνεται η ερωτική του επιλογή, τότε αποδεσμεύεται από την δυναστεία του ξένου αντρικού επιβλητικού κορμιού. Και φυσικά, στον Λαπαθιώτη, δεν συναντάμε ποιητικές σκηνές ερωτικού φετιχισμού όπως στον Χριστιανόπουλο ή τον Καβάφη. Αυτόν τον ερωτισμό της στολής, του βαρβάτου αρσενικού που θαυμάζουμε στους πίνακες του Πειραιώτη ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη. Ένας ερωτικός φετιχισμός κοινός στο ερωτικό ύφος του Χριστιανόπουλου με εκείνο του Τσαρούχη. Καλλιτεχνικά και ίσως όχι μόνο, σε αυτούς η κλίση προς τους στρατιώτες και τις ηλικίες αυτές είναι εμφανής, αντίθετα από τον Λαπαθιώτη που επιλέγει παιδιά της πιάτσας, του μεροκάματου, του καθημερινού μόχθου, λαϊκά αντράκια αθώα μέσα στην φουρτουνιασμένη τους σεξουαλικότητα, περιστασιακά ερωτικά ερεθίσματα που θα γίνουν ποιητικές ανεκπλήρωτης επιθυμίας εικόνες, εδώ μοιάζει με τον άλλο Θεσσαλονικιό, τον Γιώργο Ιωάννου, αυτόν τον μάγο της ερωτικής ματιάς και της μυθιστορηματικής αφήγησης.
      Ο καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής, μελετώντας την ποίηση του Λαπαθιώτη γράφει σε ένα ενδιαφέρον κείμενό του, δες περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 95/30-5-1984, σελίδα 38,  «Η ποίηση του Ναπολέων Λαπαθιώτη», τα εξής: «Σημαντικότερη μου φαίνεται μια μερική για να την πω έτσι, περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη στίχοι που μιλούν για τα φιλιά, που έδινε κι έπαιρνε. Στον Καβάφη είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά-καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας, που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά από τα φιλήματα του: ηδυπαθής, σχεδόν ακόρεστος ή λάγνος, μαζί, και μέσα από αυτό τον παροξυσμό, υπαρξιακά εναγώνιος, με την λαχτάρα να παραδοθεί σε ένα σβήσιμο σ’ έναν θάνατο».
     Το σώμα παραμένει μια κεντρική αίσθηση η οποία καιροφυλαχτεί και δηλώνει την παρουσία της μέσα από την τρυφερότητα της υφολογικής ατμόσφαιρας. Παραμένει παρόν όχι σαν στιγμιαίο άγγιγμα-γρήγορο σάρκας άγγιγμα-θ’ έλεγε ο Αλεξανδρινός, αλλά σαν ανεύρεση των ομοειδών επιθυμιών. Επιθυμιών που η απαιτούμενη απόσταση από τον χρόνο της συνεύρεσης τους δημιουργεί την  δραματική προοπτική της αναπαράστασης, δύο συμβολικών στάσεων ζωής. Το σώμα γίνεται το σημείο σύγκλεισης του ποιητή με το Εγώ του. Το σώμα συγκλίνει προς τον λόγο για να μετατρέψει την αναπαριστάνουσα εικόνα σε σύμβολο, σε ερωτική ιδέα, σε ιδεατό σημείο αναφοράς από το οποίο θα εκπορευθούν οι ποιητικές επιθυμίες, έστω και χρησιμοποιώντας την υποβολή της ασάφειας στην καθαρότητα του συμβόλου. Με την τεχνική αυτή ο ποιητής διασώζει την αξιοπρέπεια και το ήθος του. Η ερωτική του επιθυμία δεν είναι πλέον μια στεγνή καταγραφή των ιδιαίτερων ερωτικών τάσεών του, αλλά περισσότερο μια διαδικασία επανεύρεσης της χαμένης του ταυτότητας, της πρώτης αθωότητας, του πρώτου θάμβους της ομορφιάς του παρθενικού αγγίγματος της ευαισθησίας.
Έτσι ο ποιητικός λόγος που απευθύνεται στον άλλον εκφράζει την άλλη όψη της ταυτότητας του δημιουργού, αφού γίνεται η ουσιώδης ερμηνεία της διαφωράς (με ω) όπως θα έλεγε ο Ζακ Ντεριντά. Της μοιραίας διαφορότητας.
     Ένας εναργής ποιητικός λόγος που απευθύνεται και στις δύο όψεις της ταυτότητας του δημιουργού, συγκροτώντας την ιδιαιτερότητά του και οριοθετώντας την διαφορετικότητά του.
Που σημαίνει, διαφέρω άρα υπάρχω.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Εξόρμηση», Κυριακή 24 Ιουλίου 1994.
Πειραιάς, Τρίτη, 17 Δεκεμβρίου 2013.

Και από πολύ παλαιάς μνήμης το:

Ψηλό λιγνό για χάδι,
δούλευε σ’ ένα μαγαζί
το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί.   
                  
       
           



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου