Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ-ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

«ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ»

Από την Θεατρική Διαδρομή

      Τι σημαίνει αλήθεια για τον μεταμοντέρνο άνθρωπο της εποχή μας, ένα ακόμα σκηνικό ανέβασμα ενός Αριστοφανικού έργου;
Ποιοι υποδόριοι δεσμοί παράδοσης συνδέουν τον Αθηναίο πολίτη της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σημερινό καλοζωισμένο άτομο, τον εργασιακά ραχάτ σοσιαλισμό, των σύγχρονων θεαμάτων;
Σημασιοδοτούν τα ίδια κοινωνικά πρότυπα, που ανάγονται σε μυθικά αναφερόμενα ή ιστορικά παρακείμενα οι θεατρολογικές παραστασιολογικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, με τις σύγχρονές μας αντίστοιχες σιριαλοποιημένες στιγμιοτυπικές λούμπεν τραγωδίες των δημοσιογράφων;
Συνεπικουρούμενοι από τον κωμικό θεατρικό λόγο μπορούμε να συνυπολογίσουμε τις κοινωνικές τυχαιότητες και πολιτικές συγκυρίες του ιστορικού γίγνεσθαι της εποχής εκείνης και πως;
Έχει την δυνατότητα μια θεατρική παράσταση, ένας θεατροποιημένος κομβικός για την κοινωνία μύθος, και ιδιαίτερα μια Αριστοφανική κωμωδία, μια κωμωδία των αλλεπάλληλων θεατρικών παρενδυτισμών όπως είναι οι Θεσμοφοριάζουσες, να αγγίξει τον σημερινό θεατράνθρωπο και όχι μόνο, και να ενεργοποιήσει το πολιτικό του θυμικό;
Μπορούμε να γίνουμε μέσω του θεατρικού λόγου συνορίτες των εκείνων προβλημάτων και θεμάτων που τους απασχολούσαν ή είναι ασύμβατος ο θεατρικός τους λόγος με τον σημερινό κοινωνικό μας λόγο;
     Ερωτήματα ίσως άστοχα, που έρχονται στον νου μας και εμποδίζουν τις περισσότερες φορές την ευχάριστη παρακολούθηση μιας Αριστοφανικής παράστασης. Και ακόμα, μας κάνουν διστακτικούς στην αποδοχή των σκηνοθετικών προσεγγίσεων και ερμηνειών των Αριστοφανικών έργων.
    Αν όμως ένας λαός, μπορεί να παραπέμπει αναζητώντας τις ρίζες του και τις ιδιαιτερότητές του στους αρχαίους προγόνους του, όχι μόνο μέσω των σημαδεμένων αρετών του, αλλά και των παρωδούμενων ελαττωμάτων του, και μάλιστα ιδιαίτερα αυτών, τότε ο Αριστοφανικός λόγος, δεν αξίζει να είναι η εύκολη λύση για κάθε Καλοκαιρινό φεστιβάλ.
Ο Αριστοφανικός λόγος, δεν είναι ο επίκενος λόγος της τουριστικής φολκλορικής μας ματαιοδοξίας. Το Αριστοφανικό έργο, δεν είναι μια χοάνη θεατρικά παράτονων, γελοιογραφικών προτύπων και κοινωνικών λαϊκότροπων μιγμάτων. Δεν ωφελεί να γεμίζει την όποια θεατρική αδηφαγία μας, η σύγχρονη συναισθηματική θεατρική κενολογία σημαντικών ασφαλώς θεατράνθρωπων. Θεατράνθρωπων που βρήκαν πιο πρόσφορο και ίσως πιο ενδιαφέρον το να στήσουν μια θεατρική παράσταση στα διάφορα παράθυρα της τηλεόρασης παρά πάνω στην παραδοσιακή θεατρική σκηνή.
Και παρακινδυνευμένα θα γράφαμε, ότι αν ο Αριστοφανικός λόγος είναι επίκαιρος, σημαίνει μάλλον ότι ενώ τεχνολογικώς προοδεύσαμε σαν κοινωνία, σαν κοινωνικά όμως και πολιτικά όντα παραμένουμε ανώριμα. Γιαυτό στους χαρακτήρες του αναγνωρίζουμε τους σημερινούς εαυτούς μας.
     Θεσμοφοριάζουσες, ένα έργο που οικοδομείται πάνω στο ευφυές εύρημα της παρώδησης των Θεσμοφορίων. Ιερών εορτών μόνο για τον γυναικείο πληθυσμό.
Μια κοινωνική σάτιρα πολλαπλών μεταμφιέσεων, (ατόμων, αντικειμένων, έργων, λέξεων, θέσεων κ.λ.π.) που αντιστρέφει με άνεση την πραγματικότητα παρωδώντας την, αφήνοντάς μας με την απορία, για το τι είναι θεατρική πραγματικότητα, τι μυθοπλασία, τι τραγικό, και τι κωμικό, ποιοι οι άντρες και ποιες οι γυναίκες;
Μια παράσταση μέσα σε μια άλλη παράσταση. Μια κωμικοποίηση του τραγικού στοιχείου-των έργων του Ευριπίδη- που συναρθρώνει από μόνο του και το κωμικό στοιχείο μια  άλλη τραγικότητα.
      Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι πρώτος παρωδός θεωρείται ο Εφέσιος ιαμβογράφος Ιππώναξ ο οποίος έγραψε παρωδίαν και χωλίαμβον, για δε τον Αριστοτέλη, είναι ο Ηγήμων ο Θάσιος, ο επικκληθής  και φακή των δραμάτων…
Από τους συγχρόνους μας, αξίζει να μνημονεύσουμε τον ποιητή Ανδρέα Λασκαράτο, τον Πολύβιο Δημητρακόπουλο και άλλους.
     Θεσμοφοριάζουσες, μια σκωπτικών προθέσεων φαρσοκωμωδία ή φαρσοτραγωδία αν σταθούμε στην τραγικότητα των ιστορικών συνθηκών και την σκοτεινή πολιτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γράφτηκαν αλλά και παίχθηκαν τα έργα αυτά.
     Μια φιλολογικής υφής Αριστοφανική κωμωδία, που η εσκεμμένη παρώδηση θεσμών, η διακριτική γελοιοποίηση προσώπων, και η συστηματική αποδόμηση των Ευριπίδιων έργων, αγγίζει ή υπερβαίνει μάλλον σε ορισμένα σημεία της τα όρια του θεατρικού ήθους.
Ένα έργο, που αν και δεν πολιτικολογεί άμεσα, ή δεν αναφέρεται σε προσφιλή του Αριστοφάνη θέματα, όπως είναι η Ειρήνη, και η ευταξία της πόλης, εξακολουθεί να είναι σύγχρονο και να γεννά ερωτήματα ενδοθεατρικά μάλλον όπως:
Πως φανερώνεται το όλον της Ευριπίδιας τραγωδίας, μέσω της παρώδησης των μερών της;
Η υπομνηματική αποσπασματική αναφορά του τραγικού λόγου, ή ενότητά του μέσα από την κωμικοποίησή του προϋποθέτει την αποδοχή του θεατρικού έργου;
Πως γεφυρώνονται τα θεατρικά σημαινόμενα της τραγωδίας με εκείνα της κωμωδίας;
Είναι συμβατός, συμπληρωματικός ή αντιθετικός ο παρωδικός λόγος με τον τραγικό;
Και τέλος, πως θα εικονογραφήσουμε την ιδιάζουσα σχέση ανάμεσα στα κωμικά δρώμενα και την τραγική ιστορία;
     Η κοινωνική αυτή γελοιογραφία χαρακτήρων, διαθέτει όλα τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά των Αριστοφανικών έργων και θεατρικών προτάσεων. Το σαγηνευτικό ειρωνικό ύφος, τις νοηματικές αντιπαραθέσεις, την χωρίς όρια βωμολοχία, τους δεκάδες υπαινιγμούς, την μαστιγωτική κοινωνική σάτιρα, τα ακαθόριστα θεατρικά μπλεξίματα, το παιχνίδι των διπλών ταυτοτήτων, τα αμέτρητα σεξουαλικά υπονοούμενα, τα σκηνικά απρόοπτα, τους σταθερούς εκφυλισμένους χαρακτήρες, την παρενδυσία, την λαϊκή αμεριμνησία αλλά και κουτοπονηριά, τον φυλετικό μας χαμαιλεοντισμό και άλλα…
    Μια ατέλειωτη πινακοθήκη χαρακτήρων, όχι των ηλιθίων, όπως θα έγραφε και ο σύγχρονός μας Νίκος Τσιφόρος, αλλά των Ελλήνων ηρώων.
     Στις Θεσμοφοριάζουσες, έχουμε την διείσδυση μιας ανατρεπτικής φαντασμαγορίας στον τραγικό λόγο και συγχρόνως, τον επαναπροσδιορισμό του.
    Στην λαίκή αυτή κωμωδία του Αριστοφάνη, του παππού μας Αριστοφάνη όπως θα έγραφε ο ποιητής και θεατράνθρωπος Δημήτρης Ποταμίτης, αναγνωρίζουμε καθημερινούς μας τύπους, πρότυπα μιας λαϊκίστικης συμπεριφοράς, που έχουν ένα αυθεντικό μίγμα θεατρινισμού και κουτσαβακισμού, ένας καμποτινισμός και ένας ηρωισμός, ξεχωρίζουμε την αλληλεξάρτηση του κωμικού με εκείνη του τραγικού στοιχείου, του ευτελούς επεισοδίου και του δραματικού στιγμιότυπου. Αφουγκραζόμαστε την ερωτική επιθυμία και τον εκφυλισμό της στην θεατρική έστω διατύπωσή της. Διακριβώνουμε την αιώνια διαμάχη των δύο φύλων, στην σκηνοθετική σύλληψή της. Ανακαλύπτουμε την δημόσια κριτική ενός συγγραφέα για έναν ομότεχνό του. Διακρίνουμε τα καλλιτεχνικά πρότυπα της εποχής εκείνης. Βλέπουμε τι μέσα χρησιμοποιούσε ένας ποιητής για να συνθέσει ένα ποίημα.
Η επιλογή του Αριστοφάνη και ως προς τον ποιητή Αγάθωνα, και ως προς τον αρχαίο τραγικό Ευριπίδη, δεν είναι τυχαία. Υποδηλώνει την σημασία του έργου τους στο Αθηναϊκό κοινό.
Σήμερα άραγε, ποιος θα άξιζε μια τέτοιου είδους παρώδηση;
     Ο Αριστοφάνης ταλαιπωρεί, εκφυλίζει, αλλοιώνει, ελέγχει, και καθοδηγεί τους ήρωές του, μάλλον για να τους εξαγνίσει στο τέλος. Να τους προτείνει «καθαρούς» ξανά στο κοινωνικό σώμα, ή να κάνει το κοινωνικό σώμα να τους αποδεχθεί όπως ακριβώς είναι και όχι όπως το ίδιο θα ήθελε να είναι. Οι πιο σκανδαλώδεις αδυναμίες, οι πιο ασυνάρτητοι παραλογισμοί, τα πιο ξενίζοντα ένστικτα, συνοδοιπορούν με τις υψηλές στιγμές και ονειρικές καταστάσεις της κωμικής δράσης. Μια κοινωνική συναισθησία διατρέχει το έργο του.
Ο Αριστοφάνης, είναι ο ιδιοφυής ηθογράφος της εποχής του που με τις κωμωδίες του ενώνει τους Έλληνες, αποκαλύπτοντάς μας το πραγματικό μας πρόσωπο, χωρίς ψιμύθια, χωρίς προσωπεία. Χωρίς τα ενδύματα του πολιτισμού και της θρησκείας.
     Οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν παιχθεί αρκετές φορές. Θυμόμαστε ακόμα καλά την παράσταση του Αλέξη Σολωμού από το Εθνικό Θέατρο, με τον ηθοποιό Ντίνο Ηλιόπουλο στον ρόλο του Μνησίλοχου, με την εκπληκτική μουσική του μελωδού των Ονείρων μας, του Μάνου Χατζιδάκι, και τις λιτές χορογραφίες της Πειραιώτισσας Ντόρας Τσάτσου Συμεωνίδου.
Μια παράσταση αρκετά συγκρατημένη για τα Αριστοφανικά δεδομένα.
Την ίδια χρονιά επίσης 1978, παρακολουθήσαμε την δουλειά του σκηνοθέτη Λεωνίδα Τριβιζά, με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο. Με έναν ικανοποιητικό Αριστοφανικό Μνησίλοχο, τον Δημήτρη Αστεριάδη, την έξοχη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου και τον συναρπαστικό χορό των Θεσμοφοριαζουσών, που απέπνεε όλη την αισθητική ατμόσφαιρα της εορτής των Θεσμοφορίων.
Το 1989 παρακολουθήσαμε την ευσυνείδητη δουλειά του Κώστα Μπάκα, πάλι με τον Θίασο του Εθνικού Θεάτρου, και απολαύσαμε το δίδυμο Μιχαλακόπουλου-Μοσχίδη,(όπως και στο έργο «Ρινόκερος» και στο «Κάτω από τη γέφυρα»). Μια ωραία παράσταση που έβγαζε αβίαστα γέλιο και είχε πολύ κέφι και ζωντάνια.
Μην έχοντας κατορθώσει να δούμε την παράσταση του σκηνοθέτη Κώστα Τσιάνου, με τον Θεατρικό όμιλο Κύπρου, ξαναβλέπουμε την παρούσα παράσταση με την Θεατρική Διαδρομή, σε σκηνοθεσία του Πειραιώτη ηθοποιού και σκηνοθέτη Θύμιου Καρακατσάνη.
     Ο Πειραιώτης ηθοποιός κύριος Θύμιος Καρακατσάνης, είναι ένας λαϊκότροπος ηθοποιός με μεγάλη εμπειρία στο Θέατρο και ειδικότερα στις ερμηνείες της Αριστοφανικής κωμωδίας. Συνήθως και μόνο το παρουσιαστικό του, ανακαλεί στην μνήμη μας Αριστοφανικές φιγούρες, όπως του αξέχαστου ηθοποιού Παντελή Ζερβού, ή του Χριστόφορου Νέζερ.(ευτυχώς πρόλαβα έστω και για λίγο να δω και τους δύο σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου στο Ηρώδειο, στα περίφημα φεστιβάλ του, μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1970).
Οι διάφορες σκωπτικές του ατάκες, το γκροτέσκο ύφος του, οι πολλές φορές ακαθόριστες χειρονομίες του, η αχαλίνωτη ελευθεροστομία του, η ακατέργαστη ηθοποιία του, τα βωμολοχικά του πυροτεχνήματα, οι απρόσμενοι αυτοσχεδιασμοί του, το χρωματικό, παιχνίδισμα της φωνής του, και διάφορα άλλα που θυμάμαι από τον Καρακατσάνη, μια και τον έχω παρακολουθήσει σε δεκάδες θεατρικές του προτάσεις, μια και μου άρεσε πάρα πολύ, προκαλούν το γέλιο και την ευθυμία στο ακροατήριο, ακόμα και αν δεν γνωρίζουν τίποτα για το έργο ή δεν τους πηγαίνει. Από μόνος του ο Πειραιώτης ηθοποιός Θύμιος Καρακατσάνης, είναι μια θεατρική σκηνή. Όπως αντίστοιχα σε ένα άλλο επίπεδο ήταν και ο Γάλλος μίμος Μαρσέλ Μαρσώ. (μου τον πρωτογνώρισε σε ταξίδι στο Παρίσι παιδί ακόμα ο Μωρίς Μπεζάρ, εποχή που μεσουρανούσε ο Κλωντ Φρανσουά με το «Αλεξαντρή Αλεξαντρά ένα γνωστό τραγούδι την εποχή εκείνη).
    Όμως, που εντοπίζεται το πρόβλημα στον ηθοποιό Θύμιο Καρακατσάνη; Είτε παρακολουθήσεις μία παράσταση που συμμετέχει είτε εκατοντάδες άλλες, ο ηθοποιός παραμένει μάλλον ο ίδιος. Η ίδια της ηθοποιίας του ταυτότητα μάλλον.
 Ένας φλύαρος μανιερίστικος τύπος, ένας ρόλος ειδικευμένος μόνο για ειδικά ιδιαίτερα άτομα, αν δεν λαθεύω. Ο κύριος Καρακατσάνης εξακολουθεί ανιαρά να υποδύεται στο Θέατρο τα  τελευταία χρόνια έναν παρόμοιο ρόλο σαν εκείνον που ενσάρκωναν ο ηθοποιός κυρός σήμερα Τάκης Μηλιάδης και ο ηθοποιός Σταύρος Παράβας στον Κινηματογράφο στις παλιές Ελληνικές ταινίες της αλήστου μνήμης εκείνης εποχής, και μάλιστα ορισμένες φορές χειρότερα. Μια καρικατούρα χωρίς λόγο θεατρικής ύπαρξης. Όλη του η θεατρική μάλλον πορεία χωρίς να το γενικεύω, είναι μια αλυσιδωτή ενσάρκωση μιας καρικατουρίστικης φιγούρας που το μόνο που εξακολουθεί να μας αποκαλύπτει αν και μαθητής του δασκάλου Καρόλου Κουν και του Θεάτρου Τέχνης, μια μονότροπη σκηνική εμφάνιση. Συνηθίζει επίσης, να καπελώνει τους άλλους ηθοποιούς ερμηνευτικά πάντα μιλώντας, να παρωδεί κατά το δοκούν αρκετές φορές τον ρόλο του, και να οδηγεί επίσης άλλες φορές το κείμενο που εκφέρει μάλλον προς την χυδαιοποίηση ή τουλάχιστον στις παρυφές της.
Μας αποκαλύπτει συνήθως έναν σταθερά δύσκαμπτο και μονολιθικό ρόλο.
   Το ίδιο αντικρίσαμε και στο παρόν έργο του Αριστοφάνη.
Το έργο μετατράπηκε σε μια επιθεωρησιακών προδιαγραφών κακή παράσταση. Το έργο θύμιζε την κινηματογραφική κωμωδία αλλά μάλλον προς το πιο κιτς της, το «Κλουβί με τις τρελές». Δεν θύμιζε τουλάχιστον ούτε την εξαίσια παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει με τον ηθοποιό Σωτήρη Μουστάκα, ούτε το αντίστοιχο κινηματογραφικό έργο με τον Ούγκο Τονιάτσι. Την πρώτη εκδοχή, γιατί η δεύτερη δεν άξιζε.
     Το αναρχικό και πανηγυρικό ύφος του λαϊκού αυτού αρχαίου έργου, χάθηκε και αντ’ αυτού παρακολουθήσαμε μια ακατάσχετη φλυαρία ρόλων τραβεστί. (ποιος δεν θυμάται με συγκίνηση το τραγικό έργο με τους τραβεστί, «Ο λάκκος της αμαρτίας» του συγγραφέα Γιώργου Μανιώτη). Το πρόβλημα ασφαλώς, δεν είναι ηθικό, και ούτε ίσως αισθητικό μόνο, αλλά καθαρά θεατρολογικό τουλάχιστον για εμένα και αν δεν λαθεύω στις παρούσες κρίσεις μου. Η ορατότητα της παράστασης, εξατμίστηκε μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο που αναπαρήγαγε διαρκώς την ίδια φιγούρα κακότεχνα. Παρακολουθήσαμε μια παράσταση μιας αδρανούς δράσης, και έναν Μνησίλοχο-Θύμιο Καρακατσάνη, οδοστρωτήρα που ισοπέδωνε τους πάντες, ηθοποιούς, κείμενο, θεατρικούς χαρακτήρες. Επικρατούσε μια θεατρική ασφυξία, το έργο και η διδασκαλία του πνίγηκε κάτω από το βάρος μιας αβάσταχτης τιποτολογίας, αν ξεχωρίσεις τους επαναλαμβανόμενους ακκισμούς του ρόλου του ηθοποιού.
Έτσι οικοδομήθηκε μια αρχαία κωμωδία χωρίς γεωμετρική συμμετρία, μια υποτυπώδη σχεδόν αρχιτεκτονική μορφή της όψης της. Η κυρίαρχη εντύπωση ήταν όχι ενός αναστατωμένου χώρου, ενός Καφενείου η αιωνία Ελλάς, αλλά ενός χώρου, που σύχναζαν διάφοροι μόνο τραβεστί (ένας Τσαρουχικός ναύτης, ή έστω ένας πεζοναύτης χάθηκε να υπάρχει βρε αδερφέ, για πάσα ανάγκη των θεατών), οι οποίοι φωνασκούσαν, χειρονομούσαν, ακίζονταν κακόγουστα.
Χάθηκε ο ατομικός σαρκασμός, αποψιλώθηκε το έργο από την κοινωνική κριτική του, σκεπάστηκε η σατιρική του διάθεση, καπελώθηκαν τα εξαίσια χορικά.
Και αλήθεια, όλα αυτά γιατί; Θα μπορούσε να σκεφτεί ο καλοπροαίρετος θεατής.
    Που το παιχνιδιάρικο ύφος, η χαρά και το μπρίο, το κέφι και η κωμική φρεσκάδα, το πηγαίο χιούμορ της λαϊκής αυτής κωμωδίας;
Που ο οργιώδης ενθουσιασμός, που οι διακριτές τεχνικές του μεγάλου δασκάλου της αρχαιότητας. Πως γίνεται ένας κωμικός λόγος που ψυχώνεται και αγγίζει τις καρδιές μας να μετετράπηκε σε ένα άψυχο έργο. Ποιες ιδιομορφίες μας, μας επιτρέπουν να προβάλλουμε οι άλλοι πάνω σε ένα έργο που σώθηκε για τόσους αιώνες; Αν η κωμωδία αυτή αποτυπώνει την αποσύνθεση της Αθηναϊκής κοινωνίας και σκιαγραφεί την δική μας, θέλει μάλλον αρκετή προσοχή το σκηνικό της ανέβασμα.
Ασφαλώς, μακριά από μένα, οι απόψεις των κατά καιρούς κουλτουριάρηδων, οι διάφορες εστετίστικες προσπάθειες και απόπειρες σκηνικού ανεβάσματος της αρχαίας κωμωδίας, μόνο ίσως, η σταθερή και διαρκής ανάγνωση των διαχρονικών αυτών έργων από όλους μας, ή τουλάχιστον όσους ενδιαφέρονται, και η κατ’ εξακολούθηση παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων με πολύ αγάπη και πολλά έξοδα μας βοηθήσει να μην χάνουμε το μέτρο και να ανακαλύπτουμε τους κομβικούς εκείνους αρμούς του κωμικού λόγου, που είναι ακόμα και στις μέρες μας επίκαιρος ουσιαστικά όμως και όχι επιθεωρησιακά.
     Ο ιδιόμορφος κόσμος της κωμωδίας, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί να ακολουθήσει τις δικές μας ακροβασίες, και άβολες ή άκομψες σκηνοθετικές πόζες, τις πιασάρικες για το ευρύ και αδηφάγο για κιτς και σκάνδαλα πάσης φύσεως κοινό, αν δεν πλαισιώνεται από τα ανάλογα θεατρικά και καλλιτεχνικά στηρίγματα. Η χυδαιοποίηση δεν είναι πάντοτε ο κατάλληλος δρόμος, μπορεί να είναι ο πιο εύκολος και ανέξοδος όχι όμως κατά την γνώμη μου ο πιο ουσιαστικός και καίριος. Εκτός και αν, δεν ποιεί ήθος πλέον ο ηθοποιός ή το θέατρο.
      Οι γέφυρες επιδείξεων που μας προβάλει συνεχώς ο ηθοποιός κύριος Καρακατσάνης, αλλά και άλλοι ηθοποιοί, δεν είναι μάλλον οι καταλληλότεροι ή τουλάχιστον είναι πλέον κουραστικοί και βαρετοί, δεν προκαλούν πλέον γέλιο και ευθυμία. Και ίσως η εσωτερική αναγκαιότητα ενός ηθοποιού, και το προσωπικό του όραμα να μην αρκούν στην διαμόρφωση της κωμικής αναπαράστασης. Η παρωδία ενσωματωμένη στην δομή της κωμωδίας, στην θεατρική απόδοση ή την κινησιολογία ενός ηθοποιού, δεν είναι από μόνη της το άπαν, αλλά μέρος της κωμικής αφήγησης, τρόπος προβολής του κωμικού μηνύματος που αναπτύσσεται με την εξέλιξη της ίδιας της παράστασης.
Παρωδώ, δεν σημαίνει μόνον μάλλον γελοιογραφώ, αλλά και τροποποιώ επί τα βελτίω, την θεατρική παιδεία του θεατή.
     Η μετάφραση του κυρίου Κ. Χ. Μύρη,(ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου), είναι θεατρικά ορθή και λειτουργική, απέχει και από την φιλολογική μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου, και από την φαντεζίστικη γλώσσα του Παύλου Μάτεση. Μια γλώσσα στρωτή, που μάλλον ξεχωρίζει περισσότερο στα λυρικά χορικά παρά στα πεζά, που ήταν κάπως άχρωμη. Με ένα λαϊκίζον ύφος που ταιριάζει μάλλον σε λαϊκή κωμωδία.
    Η εκφορά του λόγου, ήταν ενδιαφέρουσα και χωρίς κόμπους.
Η μουσική του κυρίου Βασίλη Δημητρίου, ακούγονταν ευχάριστα.
Οι χορογραφίες της κυρίας Ντόρας Τσάτσου, χάθηκαν μέσα στην ακατάσχετη κινησιολογία του κυρίου Καρακατσάνη.
Τα σκηνικά του κυρίου Απόστολου Βέττα, θύμιζαν μάλλον Λούνα παρκ, και οίκω ανο…
Από τους ηθοποιούς, όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την αδηφάγο Καρακατσάνικη ηθοποιία, ελάχιστα κατόρθωσαν να μορφοποιήσουν την παρουσία τους, είχαν όλοι το ίδιο στιλ. Ο κύριος Μιχαλακόπουλος, (έχοντας ξεφύγει εδώ και χρόνια από τον ποιητή Φανφάρα) κατόρθωσε ορισμένες φορές να ξεφύγει από την διδασκαλία του σκηνοθέτη και να μας προσφέρει έναν Ευριπίδη γέροντα, εγωιστή, φοβισμένο, παιχνιδιάρικο αλλά υποφερτό.
      Αριστοφάνης, Καρακατσάνης, και εμείς οι Θεατές, ένα παράξενο «Ιψενικό τρίγωνο» που όσο μας απωθεί άλλο τόσο μας ελκύει, ίσως γιατί ο μοναδικός ρόλος που κατ’ εξακολούθηση ερμηνεύει ο Πειραιώτης ηθοποιός, είναι ο Έλληνας στην ιστορική του διαχρονικότητα.
Ίσως αν αλλάζαμε εμείς, θα άλλαζε και ο τρόπος της παρώδησής μας αλλά και της ψυχαγωγίας μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς», Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1999, σελίδες 4,7.
Πειραιάς, Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου 2013.

Ιστορική μνήμη, αν δεν κάνω λάθος σαν σήμερα το 1967 δεν έγινε το αντιπραξικόπημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου, εναντίον της χούντας των Συνταγματαρχών; Αν ναι θυμάμαι παιδάκι στο ραδιόφωνο που ακούγαμε τον εκφωνητή να λέει: «ο Βασιλεύς κρύβονταν από χωρίον εις χωρίον». Τότε η Ντόιτσε Βέλλε, ήταν στα πάνω της, κάθε βράδυ κατά τις εννέα και μισή νομίζω, καθώς και το ΒΒC, αλλά και η Φωνή της Αλήθειας που έβαζε από το σιδηρούν παραπέτασμα σύμφωνα με την γνωστή ρήση του πατέρα της Νίκης, το ανατολικό μπλοκ, τραγούδια του Θεοδωράκη.
Άλλαι εποχαί φευ! Άλλαι πολιτικαί αναζητήσεις πριτς!
Τα παιδία παίζει, 46 χρόνια μετά. Μνημονιακή σύνταξη.                                    
             



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου