Η
παράξενα τραγική ζωή και ποίηση του
Μιχάλη
Κατσαρού
Παράξενα τραγική και αντιφατικά δραματική
η προσωπικότητα και ο βίος του ποιητή που φιλοδόξησε να «Κάνει τη ζωή των Ελλήνων με λέξεις», δύσκολα και παρακινδυνευμένα σκιαγραφείται.
Ο
μοναχικός λεξιστής των ονείρων μας αρνήθηκε πεισματικά τον ενδιάθετο εωσφορισμό
των Γάλλων Παρακμιακών, κρατήθηκε μακριά από τη φιλήδονη μεγαλομανία των
Υπερρεαλιστών, ερωτοτρόπησε περισσότερο μάλλον με την πουριτανική πολλές φορές
πομπώδη ακρότητα των Φουτουριστών. Υπήρξε ένας πληγωμένος άγνωστος στους
πολλούς ιδεολόγους. Ένας φυγάς θεόθεν και αλήτης της Τέχνης.
«Και
να ‘μαι εγώ αυτός που τον μισεί
και
να ‘μαι εγώ αυτός που τον καλεί
τον
ωραίο τον αργυρό τον θούριο
τον
καλό τον αρσενικό και γυναίκα.»
Ένας διαλυμένος ψυχικά πρίγκιπας που
εγκλωβίστηκε στην Οραματική μοναξιά του και αυτοπαγιδεύτηκε στους ονειροπόλους
δαιδάλους του ανήσυχου μυαλού του, τρομαγμένος και μάλλον ανήμπορος να εξηγήσει
πως γίνεται και περισσεύει στη ζωή πάντα το άδικο. «Από την πρώτη φορά που τον
είδα τον Κατσαρό, κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν πρίγκιπα των Τεχνών-των
ευτελών Τεχνών-και με έναν βαθιά πληγωμένο βαθυστόχαστο διαλυμένον άντρα»,
σημειώνει ο Γιώργος Χρονάς.
Η ανειρήνευτη αντινομία που ταλανίζει τον
ποιητή, η ασίγαστη αυτή πάλη της ψυχής του νοτίζει και οριοθετεί ολόκληρη
σχεδόν την ποιητική του δημιουργία. Η ποίησή του δεν μας μιλά για τη ζωή, είναι
η ίδια η περιπετειώδης ζωή του που ρυτιδώθηκε από την ακοσμία του εξωτερικού
της χώρου. Η δημιουργία του είναι το είπωμά του, η υπόστασή του, μεταλλαγμένη
σε μνημονική θέα, σε λεκτικό θάμβος.
«Τώρα
που όλα είναι νωπά στην μνήμη μου φαίνονται ακόμα πιο παλιά».
Ο
Κατσαρός αρνήθηκε τα ευπρεπή ποιητικά τεχνίδια πολλών δημιουργών της γενιάς
του, απέρριψε τους νωχελικούς περιπάτους στους κήπους της Αδωνιάδος ποίησης,
γύρισε την πλάτη στις περισπούδαστες ποιητικές ευωχίες της εποχής του. Δεν
καταδέχθηκε να μετατραπεί σε ένα ωραίο και ένδοξο ακροκέραμο, τοποθετημένο στο
πάνθεο των καλλιτεχνικών σαλονιών. Συνειδητά και πεισματικά κατασκυβάλισε την
ίδια του την ποίηση, αποδιοργάνωσε την φόρμα της, έσπασε τους ιστούς της
επιδιώκοντας να μας δώσει μια γραφή όχι τόσο αμυντική, όσο επιθετική. Η
ποιητική πρόταση του Μιχάλη Κατσαρού είναι μια πράξη επίθεσης ενάντια στην
κοινωνία, στον πολιτισμό της, στις αξίες της, στις σαθρές αναφορές της, στις
συντηρητικές επιλογές και ιδεολογίες της, είναι μια επιθετική γραφή ενάντια
στον συλλογικό θεόληπτο υπνοβατισμό των πολιτών της. Και αυτό δεν διακρίνεται
μόνο στο «Κατά Σαδδουκαίων», το «Χρονικό του Μορέως», ή στην «4 Μαζινό»
ποιητικές συλλογές ορόσημα στην συγγραφική του διαδρομή, αλλά και στις
πεζολογικές επαναστατικές μπροσούρες που έγραψε, εκθέτοντας τις απόψεις του για
τις εργασιακές και όχι μόνο σχέσεις. Ο αναγνώστης της ποίησής του υποχρεώνεται
ή να αντιδράσει βίαια ή να γίνει συνένοχος.
Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν είναι ο ποιητής μόνο
του «Αντισταθείτε» όπως τεχνηέντως θέλησαν πολλοί να μας τον παρουσιάσουν. Το
«Αντισταθείτε» δεν είναι το «Εάν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Ο Κατσαρός
αποπειράται να γράψει τους Θούριους της εποχής του, πέρα και πάνω από την εποχή
του. Άλλοτε το επιτυγχάνει άλλοτε όχι, όμως αποπειράται. Εκείνο που διέλαθε της
τέχνης μάλλον, παρά της ζωής του, του Κατσαρού είναι ότι δεν αρκεί να είναι
κανείς μόνο κομιστής νέων ιδεών ή ξενιστής παλαιών επαναστατικών τάσεων,
επιβάλλεται να δημιουργήσει και μια νέα μυθολογία.
Ο «νεόγλωττος» ποιητής όπως ο ίδιος γράφει
«Διασκοπεί» μάλλον με την σαρκαστική του σαλότητα τον κόσμο, παρά «Μυθολογεί»
για αυτόν για να θυμηθούμε και τον Θείο Πλάτωνα. Ο «Εν πλήρη συγχύσει αθώος»
ενώ θα λέγαμε ότι «συμπλήρωσε» μάλλον τους όποιους ποιητικούς οραματικούς
στόχους των ποιητών της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς στην οποία και ο ίδιος ανήκει,
με το «Κατά Σαδδουκαίων» κ.λ.π., απεμπόλησε κατόπιν τον «καθοδηγητικό» ρόλο στον
χώρο της ποίησης και μετατράπηκε σε έναν αχθοφόρο εκρηκτικών ιδεών και
ακατέργαστων νοημάτων.
(Τον
ρόλο αυτόν τον έπαιξε αργότερα ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης με την συλλογή του
«Άξιον Εστί»).
Και
ενώ ο ίδιος, παρέμεινε ένας μοναχικός επαναστάτης και μοιραίος αναρχικός, η
ποίησή του, εξακολούθησε να γεωργεί από ένα καφκικό και χαώδη κόσμο, χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι ο κόσμος μας δεν εξακολούθησε να παραμένει έτσι. Αντίθετα από
τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που ενώ αποδέχθηκε την ήττα της γενιάς του και της
παράταξής του, συνέχισε να αγωνίζεται μέσα από άλλες ποιητικές πρακτικές. Ο
ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας πάλι, κατέφυγε σε έναν μάλλον ακανθώδη μεταφυσικό
«ρεαλισμό» πράγμα που έκανε την ποίησή του δυσκολονόητη και άρρυθμη, μια που η
ανάγνωσή της θέτει περισσότερα ερωτήματα από όσα ίδια επεδίωκε να λύσει. Ο
μετασεφερικός επίσης ποιητής Τάκης Σινόπουλος, δόθηκε στην εφιαλτική μοναξιά και
παραδόθηκε στο υπαρξιακό του χάος, πέρα από τις αναλαμπές της προσωπικής του
πορείας, ασφαλώς και πέρα από το κριτικό και δοκιμιακό του έργο. Ο ποιητής
Μίλτος Σαχτούρης, εξακολουθεί να δημιουργεί ακόμα, επαναλαμβάνοντας τους
γλυκόγλωσσους «νευρωτικούς» του παραλογισμούς θανάτου. Τέλος, για να περιοριστώ
σε έναν ακόμα ποιητής της γενιάς του, η ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου συγγενεύει ως
προς την σαρκαστική και επαναστατική του διάθεση με αυτή του Μιχάλη Κατσαρού. Ο
Άρης Αλεξάνδρου όμως είναι πιο λυρικός, πιο ρυθμικός, πιο άμεσος και απόφυγε τα
επικίνδυνα γλωσσικά παιχνίδια και του πειραματισμούς του Κατσαρού. Ο Αλεξάνδρου
διατήρησε την επαναστατική του αναρχικότητα και χωρίς να αποδεσμευτεί από τους
ποιητικούς κανόνες, ιχνογράφησε έναν πιο άμεσο και οικείο περισσότερο προσωπικό
όραμα.
Ο Κατσαρός μέχρι το τέλος της ζωής του,
εξακολούθησε να παλεύει με τις σκοτεινές δυνάμεις της κοινωνίας όπως οι Λαπίθες
με τους Κενταύρους καθώς και τον μικρό δαίμονα του μυαλού του που τον
«δυνάστευε». Και ίσως να μην είναι παράτολμο και άκαιρο αν γράφαμε ότι, ο
ατομικός διαλυτικός του σκεπτικισμός να συγγενεύει με αυτόν του Κώστα
Καρυωτάκη, μόνο που σε εκείνον ήταν ανοιχτός προς την ζωή, ενώ στον Καρυωτάκη
ήταν κλειστός από ένα σημείο και πέρα.
Αυτή η παρ’ ολίγον «οριακή προσωπικότητα» κατανόησε
περισσότερο κατά την δεύτερη ποιητική του περίοδο, ότι η γλώσσα όχι μόνο
εξελίσσεται και μαγνητίζει όποιον την χρησιμοποιεί αλλά, ταυτόχρονα μεταφέρει
μέσα της έναν συμβατισμό και μια άκαιρη πολλές φορές σχηματικότητα. Έτσι
χρειάζεται να θραύσουμε την φόρμα της συνειδητά, για να εκτιναχθούν οι όποιες
εσωτερικές φωνές, να ξεπηδήσουν οι εύηχοι ήχοι, να βρουν διέξοδο οι πάμπολλες
ευαισθησίες των λεκτικών σημάτων, να κρυσταλλωθούν οι ενδόμυχοι κώδικές της, να
αποκαλυφθούν οι έννοιές της πέρα από τις όποιες παραπεμπτικές της αναφορές, να
λειανθεί ο λεκτικός χαρακτήρας και τρόπος της γλώσσας. Και ακόμα, να
ολοκληρωθούν οι συνειρμικές προτάσεις, να ερευνηθούν οι περιγραφικές νύξεις, να
πάψει τέλος το κατά όποια πολιτιστική συνθήκη αλφάβητο να καταδυναστεύει την
απόπειρα γραφής.
Γιατί, αν «Εν αρχή ην ο Λόγος…» τότε «το
Πνεύμα (μέσο της γλώσσας) αποκαλύπτει καθ’ όσον εστί τη ανθρωπίνη φύσει ληπτόν
τοις παρασκευακόσιν εαυτοίς επιτηδείως δ’ έξεσθαι την εκ της θεογνωσίας αυγήν»
όπως γράφει ο Μέγας Φώτιος. Για να μετατραπεί όμως η γλώσσα σε Πνεύμα, δηλαδή
σε συλλογική μνήμη, χρειάζεται ο Μύθος. Η κοινή λεκτική παραμυθία, αυτή που θα
συνενώσει τις σκόρπιες δυνατότητες της σκέψης, τους αντίρροπους συλλογισμούς,
και θα οδηγήσει την ποίηση από την ανάγκη στην ελευθερία, έτσι ώστε ο
εκφερόμενος ποιητικός λόγος να είναι μάλλον μια ενέργεια παρά μια κατάσταση.
Κάτι που ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός δεν κατανόησε. Γιαυτό και ένας υφέρπων
λαπαλισμός στο έργο του καθηλώνει την ποιητική του πνοή. Το πρόβλημα δεν είναι
αν ο ποιητής συνέχισε να απιστεί στους γλωσσικούς κανόνες τόσο, να στρεβλώνει
με επιμέλεια τις λέξεις, να συνθλίβει με βία την φράση στο όνομα μιας
επιτηδευμένης μάλλον απογοήτευσης, να προχωρεί «στην περιφρόνηση του ίδιου του
υλικού της γλώσσας», όπως εύστοχα σημειώνει ο δημοσιογράφος και κριτικός
Παντελής Μπουκάλας. Ούτε να αποσυναρμολογεί με πείσμα την συντακτική της δομή,
και να κάνει τις λέξεις να μοιάζουν με λαμπερά ξεφτίδια μιας ποιητικής
τουαλέτας. Τέτοιου είδους πειραματισμούς εύστοχους ή μη τους επεχείρησαν και οι
Φουτουριστές,-αν μελετήσει κανείς το Μανιφέστο του Φίλιππο-Τομάζο Μαρινέτι θα
κατανοήσει τους πειραματισμούς του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού-και οι Υπερρεαλιστές
επίσης πειραματίστηκαν καθώς και όσοι μεταγενέστερα χρησιμοποίησαν την Αυτόματη
γραφή. Από την άλλη μεταγενέστερα, η λεγόμενη γενιά των Μπητ και οι Ψυχεδελικοί
αντιμετώπισαν άλλου είδους προβλήματα όσον αφορά την ποιητική χρήση της γλώσσας
και τους τρόπους χρησιμοποιήσεώς της, και προς τα πού έπρεπε να την
κατευθύνουν. Το πρόβλημα όμως κατά την γνώμη μου βρίσκεται αλλού, όλοι αυτοί οι
θεμιτοί πειραματισμοί και τα γλωσσικά παιχνίδια, μπορούν να προσφέρουν κάτι
στον όποιο αναγνώστη ενός ποιητικού έργου, από την στιγμή που θα ενταχθούν σε
έναν μυθοποιητικό σχηματισμό, θα αποκτήσουν μια οραματική προοπτική.
Ο
μεγάλος Αμερικανός ποιητής, ο Έζρα Πάουντ-που ταλαιπωρήθηκε στην προσωπική του
ζωή εξαιτίας της συμπάθειάς του προς το δικτατορικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι-εξακολουθεί
να μας υποδεικνύει το τι θα πρέπει να αποφύγουμε στην οικοδόμηση ενός γλωσσικού
βαβελικού πύργου, και δυστυχώς παρ’ ότι ο Μιχάλης Κατσαρός γνώριζε και μιμήθηκε
τον Έζρα Πάουντ, σαν υπνωτισμένος επανέλαβε το αδιέξοδό του.
Γιατί
ασφαλώς με τα:
«Ταραελπίζω
ποθόπλαχτε αφέτη
Ταραμπουρδούμπαλα
κύρι Ίβο».
και
αμέτρητους τέτοιους στίχους που είναι γεμάτο το έργο του ποιητή, ασφαλώς δεν
κάνουμε ποίηση, ούτε οικοδομούμε ένα οποιοδήποτε ποιητικό όραμα. Άλλο διάλυση
της φόρμας και του γλωσσικού ιστού και άλλο κακόηχο ξεκατίνιασμα των λέξεων. Ο
λόγος και πάλι στον Παντελή Μπουκάλα που ορθά γράφει: «Η πρόσκλησή του πλέον
είναι αυτή ακριβώς, να εκτίθεται μέσα στην οδύνη της αδυναμίας του να αρθρώσει
πλήρη Οραματικό λόγο και να παρηγορήσει με αυτόν τον τρόπο τους άλλους και τον
εαυτό του. Οι στίχοι του βρίθουν ανανταπόδοτοι και εκκρεμούν ανολοκλήρωτοι…».
Ακόμα και ένας οριακός λόγος, ένας λόγος που
προσπαθεί να αποδεσμευτεί από αυτόν τον αμείλικτο «δαίμονα» το μυαλό μας, ένας
λόγος που φιλοδοξεί να απελευθερωθεί από τα ασφυκτικά δεσμά της παραδεδεγμένης
και πατροπαράδοτης γλωσσικής φόρμας, που ρέπει προς την αμφίβολη έστω
δημιουργική αστάθεια, οφείλει να είναι ένας λόγος απτός και οικείος, να έχει
ένα επικοινωνιακής ζεστασιάς συναίσθημα πέρα από την χαώδη πρόθεση του
συγγραφέα. Και αυτό συμβαίνει μάλλον, μόνον όταν ο λόγος είναι παραμυθιακός και
μυθοποιητικός-μυθοπλαστουργός, ή αν θέλετε ψυχοπλαστουργός, όπως είναι ο λόγος
των διαφόρων θρησκευτικών κειμένων, εκκλησιαστικών συγγραφέων ή, της λαϊκής
Δημοτικής ποίησης.
«Πιστεύω στην μυθοποίηση των πραγμάτων,
όχι μόνο στον χώρο της Τέχνης, αλλά και γενικότερα όσον αφορά την ψυχολογική
επιβίωση ενός ανθρώπου. Δεν βλέπω άλλον τρόπο έξω από έναν αναγκαίο μηχανισμό
μυθοποίησης των πραγμάτων. Αν λείψει αυτή η μυθοποίηση στην κοινή μας ζωή, δεν
επιβιώνουμε ψυχολογικά…», γράφει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες
συγγραφείς και μελετητής της εκφοράς της γλώσσας αλλά και, «αποδομητής της» ο
ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς. Εδώ έγκειται το «εκούσιο» λάθος του πρίγκιπα
συνωμότη όπως αποκαλεί τον ποιητή, ο πεζογράφος και κριτικός Μισέλ Φάις-που
αποψίλωσε την ποιητική του γλώσσα από την επαναστατική της δυναμική και την
ενέταξε μάλλον σε μια συλλαβιστική συνθηματολογία που μόνο εκείνος κατανοούσε.
Ο κρυπτικός του λόγος θυμίζει, κάτω ασφαλώς από μια άλλη προοπτική-τις
αλχημικές προθέσεις του Θεσσαλονικιού μυθιστοριογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη,
μόνον που η ποίηση του Πεντζίκη είναι πιο ισχνή σε σχέση με το δαιδαλώδες
πεζογραφικό του έργο, και σίγουρα ίσως, δεν έχει κανέναν επαναστατικό
οραματισμό. Κάπως αμυδρά σε ορισμένα σημεία του το ποιητικό σώμα του Κατσαρού,
από απόψεως γλωσσικών πειραματισμών, θυμίζει την κακοτράχαλη γλώσσα και σε
σημεία της επιτηδευμένη, του πεζογράφου και στοχαστή Περικλή Γιαννόπουλου. Μόνο
που ο Γιαννόπουλος ήταν περισσότερο πατριδολάτρης και δέσμευσε την ματιά του σε
μια ατμόσφαιρα φυσικής ομορφιάς και ενός τοπίου, που δεν υπάρχει πια. Και
επίσης, δεν πειραματίστηκε με την γλώσσα, απλά χρησιμοποίησε μάλλον, ορισμένες
φορές κακόηχες και αμίλητες λέξεις για να εκφράσει απλά, καθημερινά και
αισθητικά νοήματα, χωρίς να καταφύγει σε έναν δυσκίνητο ποιητικά βερμπαλισμό.
Η ποιητική αυτή επιλογή του Μιχάλη
Κατσαρού, ενός αθώου επαναστάτη και ασυμβίβαστου πολιτικά πολίτη και
δημιουργού, πρόσφερε την ευκαιρία σε αυτούς που δεν συμφωνούσαν με τον αναρχικό
τρόπο ζωής του, να τον αποκλείσουν και ποιητικά. Έτσι λίγα, πολύ λίγα έχουν
γραφεί για το σύνολο δημιουργικό του έργο, σε σχέση με τους άλλους ποιητές της
γενιάς του. Εξαίρεση από όσο γνωρίζω αποτελεί ο Παντελής Μπουκάλας, ο φιλόλογος
και μελετητής Ανδρέας Μπελεζίνης, και μια ομάδα συγγραφέων που έγραψαν
περισσότερο για την γνωριμία τους μαζί του στο αφιερωματικό τεύχος του
περιοδικού που εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης, τις «Τομές» τεύχος 49/1979.
Αντιθέτως, είναι περισσότερες οι συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει σε
διάφορα έντυπα και εφημερίδες, καθώς και κείμενά του που δημοσίευσε στην
εφημερίδα «Η Απογευματινή».
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο κύριος
Παναγιώτης Καραβασίλης, ο οποίος υπήρξε όχι μόνο μαθητής του αλλά και φίλος του
ποιητή.
Οι άλλοι μελετητές και ιστορικοί της γενιάς
του, από όσο γνωρίζω, ενδεικτικά αναφέρω τους: Παναγιώτη Μαστροδημήτρη καθηγητή
Πανεπιστημίου, κριτικό και συγγραφέα μελετημάτων της Ελληνικής λογοτεχνίας,
Μιχάλη Μερακλή επίσης καθηγητή Πανεπιστημίου, δοκιμιογράφο, κριτικό και
ιστορικό της Ελληνικής λογοτεχνίας, τον Δημήτρη Τσάκωνα, έναν παρεξηγημένο
ιστορικό και μελετητή της Ελληνικής λογοτεχνίας με πλούσιο και αξιόλογο
συγγραφικό έργο, εξαιτίας της συνεργασίας του με την χούντα των Συνταγματαρχών
της 21ης Απριλίου,(νομίζω διετέλεσε για ένα διάστημα Υπουργός
Πολιτισμού;-όπως και ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου-), ο επίσης ιστορικός της
λογοτεχνίας και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου κ.λ.π., ελάχιστα τον αναφέρουν,
και οι περισσότεροι εστιάζουν την προσοχή τους στις πρώτες του ποιητικές
συλλογές.
Είναι άραγε δύσκολη περίπτωση ο ποιητής
Μιχάλης Κατσαρός για τους αναγνώστες του έργου του και τους μελετητές του;
Αν
δεχθούμε βέβαια ότι η επιλογή του κάθε ανθρώπου είναι τελικά και η μόνη κρίση
του.
«Όσο
και να φανεί παράδοξο οι νεοσσοί της ποίησης του ιδιωτικού οράματος θα
μπορούσαν να βρουν στον Μιχάλη Κατσαρό, ελεύθερο κομμουνάριο έναν πρόγονο»,
γράφει ο Ανδρέας Μπελεζίνης.
Αλλά ο Μιχάλης Κατσαρός, αυτός ο σαλός της
ποίησης, ήταν κάτι πέρα ίσως και από αυτό. Ήταν ο ίδιος μια σαλή ελευθερία αφού
κάτω από άλλους ατραπούς και άλλες συνθήκες έκανε στάση ζωής αυτό που δίδαξε
ένας άλλος ποιητής, ο μοναχός Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο οποίος γράφει: «Μάθωμεν
κτήσασθαι κτήμα τα άπερ συμπαραμένει ημίν».
Και πράγματι ο Μιχάλης Κατσαρός δεν έζησε
μόνο για, αλλά και μόνο από τα όνειρά του.
Ενδεικτική
βιβλιογραφία του κειμένου:
-Το
σύνολο έργο του Μιχάλη Κατσαρού
-Αφιέρωμα
του περιοδικού Τομές, τεύχος 49/1979
-Γιώργος
Χειμωνάς, Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ
-Σωκράτης
Σκαρτσής, Το Σώμα της Γλώσσας
-Πλάτων,
Φαίδρος
-Μάριος
Μαρκίδης, Ο εξανθρωπισμός της Γλώσσας
-Φ.
Τ. Μαρινέτι, Μανιφέστα του Φουτουρισμού
-
Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, και περιοδικό Τομές τεύχος
49/1979, και εφημερίδα Η Αυγή 20/3/1983
-Ανδρέας
Μπελεζίνης, Εύσημοι και Άσημοι λόγοι, και περιοδικό Αντί, τεύχος 665/17-7-1998
-Παντελής
Μπουκάλας, περιοδικό Ο Πολίτης τεύχος 35/25-4-1997, και εφημερίδα Η Καθημερινή
17/5/1991 και 24/5/1991.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα
«Η Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999, σελίδα 6-7.
«Η Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999, σελίδα 6-7.
Δεύτερη
δημοσίευση, περιοδικό
«Οδός Πανός», τεύχος 103-104/5,8,1999,
σελίδες 49-54.
«Οδός Πανός», τεύχος 103-104/5,8,1999,
σελίδες 49-54.
Πειραιάς,
Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2014
Σημείωση:
Τον
ποιητή Μιχάλη Κατσαρό τον πρωτοείδα για πρώτη φορά στο τυπογραφείο του Φίλιππου
Βλάχου στην οδό Μαυρομιχάλη στην Αθήνα. Σκόπευα τότε, να εκδώσω μια ποιητική
συλλογή ως νέος ων, και επισκεπτόμουνα το τυπογραφείο, μιλούσα με αυτόν τον ωραίο
άνθρωπο τον Φίλιππο Βλάχο, ο οποίος θυμάμαι με πείραζε γιατί εγώ δεν έπινα
σχεδόν καθόλου, και όποτε πήγαινα να αγοράσω βιβλία, είχε εκδώσει τον Κώστα
Θεοτόκη και άλλους συγγραφείς, με κερνούσε κρασί, εκεί ένα πρωινό συνάντησα τον
Μιχάλη Κατσαρό. Δεν θυμάμαι για να πω την αλήθεια τι είπαμε, θυμάμαι όμως ότι κατά
το μεσημέρι φύγαμε μαζί, με τον ποιητή, και πήγαμε σε ένα καφενείο στην πλατεία
Κοτζιά, απέναντι στο ταχυδρομείο κοντά στο Δημαρχείο, στην Ομόνοια. Εγώ
ψιλομεθυσμένος, να θέλω να φύγω να γυρίσω στο σπίτι με μια τσάντα βιβλία, ο
Κατσαρός εύθυμος και πρόσχαρος, αμέθυστος και θυμόσοφος, να επιμένει να κάτσω
μαζί του να με κεράσει καφέ. Κάτσαμε περί τις τρεις ώρες, μιλάγαμε για ότι
βάζει ο νους του ανθρώπου. Μου έκανε ωραία εντύπωση αυτός ο μεγάλης ηλικίας
ποιητής, μάλιστα μέσα μου σκέφτηκα, να ένας ωραίος μουρλός σαν και μένα, έτσι
ψηλός και αναμαλλιάρης και μεγάλα μακριά μαύρα μαλλιά όπως ήταν, έμοιαζε με
ήρωα της επανάστασης του 1821. Μετά από αυτήν μας την συνάντηση δεν τον
ξαναείδα. Πολύ αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένας κοινός φίλος ο
μεταφραστής και εκπαιδευτικός Ηλίας Κυζηράκος, μου ξαναμίλησε για τον Κατσαρό.
Έκτοτε, διάβαζα τα βιβλία του και τις συνεντεύξεις του. Ο Μιχάλης Κατσαρός
συνήθιζε να κατεβαίνει στο λιμάνι του Πειραιά, ένα πρωινό νομίζω,
ξανασυναντηθήκαμε στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά, με θυμήθηκε αμέσως, με
πήρε από το μπράτσο και πήγαμε και κάτσαμε σε κάποιο καφενείο. Έκτοτε, όποτε
κατέβαινε στον Πειραιά, τον συναντούσα και τον άκουγα να παραληρεί και να μου
λέει διάφορα πράγματα που από σεβασμό δεν του έλεγα ότι δεν τον καταλάβαινα.
Καταλάβαινα όμως, ότι κάτι δεν πάει καλά, όμως τα νιάτα και η δική μου τρέλα με
οδηγούσαν σε άλλα μονοπάτια. Διάβαζα όμως κάθε βιβλίο που εξέδιδε. Και όπως συνήθιζα
κάποτε να κάνω, «φακέλωνα», δηλαδή μάζευα και αποδελτίωνα ότι έβρισκα που
αφορούσε την πνευματική του παρουσία. Πολλά χρόνια αργότερα, θέλησα να γράψω
ένα κείμενο για την ποίησή του.
Έγραψα το κείμενο αυτό, χρησιμοποιώντας δικές του λέξεις, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να ξαναγράψω για το έργο του, και έτσι το αναδημοσίευσα πιστεύοντας ότι η ποίησή του θα μου ξαναμιλήσει και θα μου δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αρχίσω και πάλι μια συνομιλία με το έργο του αν αυτό είναι εφικτό. Η παρουσία του όμως και οι συναντήσεις μας, θα μείνουν χαραγμένες μέσα μου, σαν ένα άτομο που στάθηκε απέναντι στην κοινωνία και τον ταρτουφισμό της, και αυτό, δεν είναι λίγο, ούτε στην εποχή του ούτε στην δική μας εποχή.
Έγραψα το κείμενο αυτό, χρησιμοποιώντας δικές του λέξεις, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να ξαναγράψω για το έργο του, και έτσι το αναδημοσίευσα πιστεύοντας ότι η ποίησή του θα μου ξαναμιλήσει και θα μου δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αρχίσω και πάλι μια συνομιλία με το έργο του αν αυτό είναι εφικτό. Η παρουσία του όμως και οι συναντήσεις μας, θα μείνουν χαραγμένες μέσα μου, σαν ένα άτομο που στάθηκε απέναντι στην κοινωνία και τον ταρτουφισμό της, και αυτό, δεν είναι λίγο, ούτε στην εποχή του ούτε στην δική μας εποχή.
Βιβλία
του Μιχάλη Κατσαρού:
-Χρονικό
του Μορέως, εκδόσεις Μνήμη 1973
-Μεσολόγγι-Οροπέδιο,
εκδόσεις Κείμενα 1972
-Κατά
Σαδδουκαίων, εκδόσεις Κείμενα 1973
-Ανθολογία
Ποιημάτων, εκδόσεις Κάκτος 1979
-Πας-Λάκις
Michelet, εκδόσεις Δωδώνη 1973
-Πρόβα
και Ωδες, 1975
-
3Μ+3Μ=6 Μ, εκδόσεις Νεφέλη 1981
-4
Μαζινό, εκδόσεις Θεμέλιο 1982
-Μείον
Ωά, εκδόσεις Δωδώνη 1984
-Οι
Συλλέκται της Μονόχρα, εκδόσεις Γνώσεις 1991
-Κατά
Σαδδουκαίων, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1994
-Αυτοκρατορική
πραγματικότητα, εκδόσεις Ίδμων 1995
-
4 Μαζινό, εκδόσεις Ίδμων 1996
-
Το κράτος εργοδότης, εκδόσεις Ίδμων 1997
-Σύγγραμμα,
εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1997
-Κορεκτ-Φόβος
ποιητή, εκδόσεις Μανδραγόρας 1997
-
9 το 7, εκδόσεις Ίδμων 1997
-Η
αποκάλυψη γεννάει ονόματα, εκδόσεις Ίδμων 1998
Και
ακόμα,
-Δημήτρης
Τσιμιτάκης,
Μιχάλης
Κατσαρός, εκδόσεις Ηλέκτρα 2005
-Αφιέρωμα
στον ποιητή, περιοδικό Οδός Πανός τεύχος 103-104/5,8,1999
-Αφιέρωμα
στον ποιητή, περιοδικό Τομές τεύχος 49/1979
-Αφιέρωμα
στον ποιητή, περιοδικό Νέο Επίπεδο τεύχος 31/2, 2000
-Αφιέρωμα
στον ποιητή, περιοδικό Διαβάζω τεύχος 493/2,2009
-Αφιέρωμα
στον ποιητή, περιοδικό Ομπρέλα τεύχος 57/6,8,2002
Πειραιάς,
Κυριακή βραδάκι 26 του Γενάρη του 2014.
Ετοιμάζοντας
και μια ενδεικτική βιβλιογραφία για τον ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου