Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΑΧΘΟΦΟΡΟΙ

                     ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ   ΑΧΘΟΦΟΡΟΙ


       Τέχνη είναι η αθάνατος μνήμη των ανθρώπων που έχουν φύγει από κοντά μας.
Είναι η παλίντροπος γλωσσική μνήμη των ευλογημένων βροτών που αντλεί το νόημά της από την συνειδητοποίηση του θανάτου. Μια πολύτροπος και αλεξητήριος συνειδητοποίηση που σφραγίζει την αυτογνωσία του ανθρώπου.
Ο αληθινός καλλιτέχνης-και καλλιτέχνης είναι κάθε ευαίσθητος ουσιαστικά άνθρωπος-κατεβαίνει στον Άδη για να συνομιλήσει με τις ψυχές των προγόνων του.
Φρίττω δεχόμενος το πυρ του θανάτου, μη φλεχθώ ωσεί κηρός και ωσεί χόρτος.
     Κατεβαίνει εκεί που οι βουβές λιτανείες των θηριάλωτων σκιών κοχλάζουν μέσα στα ομότροπα ήθη τους, αναμένοντας τον οδυγόνο Λόγο, το της ευωδίας σεπτό σκήνωμα, για να ενωθούν μαζί του σε μια συν μεταβαλλόμενη ενότητα. Τότε η ιστορική συνείδηση του δημιουργού αποκτά οντολογικό αντίκρισμα. Τότε ο άπτερος πηλός αφθαρτοποιεί την φθορά, ψηλαφεί την αθανασία, καθ αίρει τα άλογα πάθη και διασώζει τις αρετές του, όταν επιδιώκει με τις ισχνές του δυνάμεις να αρχίσει μια συνομιλία ζωντανών και κεκοιμημένων. Να βοηθήσει τις άλαλες ψυχές να σταθούν πρόσωπο με πρόσωπο στο άφεγγο και δύσμορφο βασίλειό τους. Να σταματήσουν να τρίζουν και να ωρυγούν από την παγερή μοναξιά τους και να αποκτήσουν μέσω της Τέχνης το κάλλος της παλαιάς μορφής των.
Εάν γάρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ’ εμού εί.
     Η Τέχνη επιδιώκει να ολοκληρώσει το ατελές σχέδιο του Θεού και να αφθαρτοποιήσει το νύχτιο τοπίο του Θανάτου. Ενός Θεού με μακάβριο και φοβερό προσωπείο. Ενός Θανάτου προγόνου και απογόνου μας, που μας θερίζει ωμά και σκληρά, ανελέητα και αδιάφορα, ύπουλα και φανερά, κουραστικά και τυχαία χιλιάδες χρόνια τώρα. Προσπαθεί η Τέχνη να ορθοτομήσει και μορφοποιήσει το αχανές και ζοφώδες Χάος του Σύμπαντος, διασώζοντας τις ιερές και τρομερές αυτές καταβασίες της μνήμης.
Ο παρήγορος ποιητής, υπερβαίνει την αναγκαιότητα της ζωής, αναιρεί την συμπτωματικότητά της και θεμελιώνει την αποδοχή της σε ένα γλωσσικό πρόσκαιρο παρόν. Κατανοώντας ότι δεν υπάρχει Αιωνιότητα, αλλά μόνο αυτό που την κατονομάζει ότι υπάρχει, ο γλωσσικός κώδικας καταγραφής της.
     Και το αμοιβαίο γλωσσικό τοπίο παραμυθίας συνάντησης ζωντανών και κεκοιμημένων είναι η καλλιτεχνική δημιουργία, η εξομολόγηση των ζωντανών στους πεθαμένους.
      Και θεωρώ, ότι την λειτουργία αυτή της Τέχνης δεν την κατανοεί ούτε ο «κοπτοράπτης» ποιητικός ονείρων και ρομαντικός «εκδορέας» αλλότριων ιδεών, που κοσμεί το λογοτεχνικό του ύφος με συβαριτικά τσιτάτα ακαδημαϊκών για να αποκτήσει ο λόγος του την απαραίτητη εμβέλεια που δεν έχει πάντα. Ο καλοκάγαθος χωρίς αμφιβολία διανοούμενος «παγκαρτζής» των λογοτεχνικών ιδεών, γράφει ανοιχτές επιστολές(δυστυχώς όχι όπως η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, ο Ισπανός θεατρικός συγγραφέας Φερνάντο Αραμπάλ, η ο Γάλλος συγγραφέας Ρόμπερτ Εσκαρπί), με ποιητικό οίστρο, στολίζοντάς τες με αλλότρια φανταχτερά πλουμίδια που έχοντας την φιλαρέσκεια ενός γνήσιου αποδιορίζοντος στοχαστή και, την βεβαιότητα της υψιπετούς αυτολατρείας του. Με ευδιάκριτο μεγαλοϊδεατισμό νομίζει ότι πιστεύει στην λειτουργία της Τέχνης μόνο και μόνο για να μην αρθρώσει προσωπικό ουσιαστικό λόγο γι αυτήν.
Παραγνωρίζει, ότι πρώτος κανόνας ενός δημιουργού, είναι η αμφισβήτηση και ο αυτοσαρκασμός.
    Έτσι, υποστηρίζει τις θρομβωτικές καταστάσεις της πολιτιστικής «υπανάπτυξης» της πόλης μας που θέλω να πιστεύω ότι όλοι αγαπάμε. Καλλιεργεί και εκείνος με την στάση του την πνευματική λευχαιμία ορισμένων κορδονόπληκτων κατά τον Στέφανο Κουμανούδη, κύκλων και ατόμων, που ανταμείβουν τους τεχνητά σκεπτόμενους και τεχνηέντως φερόμενους. Ψάχνει για πνευματικούς καρπούς και ρίζες σε ένα χώμα ακατάλληλο πια για πολιτιστική καλλιέργεια, από τους πολλούς ψεκασμούς των αμοιβαίων φιλοφρονήσεων. Υιοθετεί άκριτα, με την μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε ποντίφικα πριν το σχήμα, τις κουραστικές συνεστιάσεις της γνωστής ομαδούλας, παραγνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι που διοικούν τα σωματεία της πόλης του Πειραιά, οφείλουν να αισθάνονται και πρέπει να είναι ιστορικοί αχθοφόροι της πολιτιστικής παράδοσης της γενέθλιας πόλης και όχι διεκπεραιωτές εκδηλώσεων ή συνοδοί φιλολογικών περιπάτων και δοκιμαστές εδεσμάτων.
    Ούτε το καρφί χτυπά, ούτε το πέταλο αγγίζει. Ίσως γιατί ο ίδιος πολύ καλός στις απαραίτητες δημόσιες σχέσεις, εκδίδει βιβλία που για να ανακαλύψει ο αναγνώστης την δική του άποψη ή θέση, χρειάζεται να έχει τα απαραίτητα εφόδια παλιννοστούντος ανθρακωρύχου, για να φέρει στο φως τις υπόγειες φλέβες της ντελικάντικης ευαισθησίας του. Ή άλλοτε μοιράζει τις πνευματικές του περγαμηνές σαν αρχαίος συγκλητικός στις λαϊκές αγορές του πνεύματος και των ζαρζαβατικών, ίσως για να μας τονίσει ότι, για την φιλελεύθερη ιδεολογία και πολιτική που ασπάζεται, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ενός ποιητή και μιας νοικοκυράς, ενός μανάβη και ενός συγγραφέα, μιας φραγκοραπτούς και μιας ποιήτριας. Όλα έρχονται και αρμόζουν κάτω από το «κεκρυμμένο φως» της αιώνιας ιδέας του μπλαζέ ποιητικού και πολιτικού του λόγου.
Τέτοια πολιτιστική υπέρβαση, από τον καιρό της πολιτιστικής επανάστασης του μεγάλου τιμονιέρη στην Κίνα είχαμε να δούμε.
      Αν κάποτε, ερευνητές με παιδεία και αγάπη για την πόλη μας θελήσουν να καταγράψουν την σημερινή ιστορία της, θα είναι πολύ αυστηροί απέναντι στους ανθρώπους της εποχής μας. Σε όλους μας. Το μελανότερο μάλλον σημείο στην ιστορία της πόλης είναι ο εθισμός ορισμένων «πνευματικών» εκπροσώπων της, στις επί πληρωμή «παπαγαλίζουσες» ιδέες και πληροφορίες, τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις από άτομα που κυκλοφορούν σαν παραγνωρισμένες μεγαλοφυΐες επειδή έτυχε και δημοσίευσαν μια ποιητική συλλογή, ή έγραψαν ένα κειμενάκι, οι προσωπικές φιλαυτίες ατόμων που μόνη τους συνεισφορά στην πόλη είναι η παρουσία τους στις διάφορες εκδηλώσεις, οι άχρωμες και ψυχρές συνεστιάσεις, θα στηλιτεύσουν τις άχαρες αμοιβαίες κολακείες, τους «προεδρικούς» εκκεντρισμούς και εγωκεντρισμούς, υφασμένες όλες αυτές οι συναισθηματικές απλοποιήσεις σε μια εκδηλωσιομανία ενός λαϊκίστικου οπερετικού ρεπερτορίου.
Ο γράφων την «πολιτιστική αυτή κατάθεση»με το περιπαιχτικό ύφος (μια κακή απομίμηση του Ροΐδη, του Σουρή, ή του Ζουράρις), δεν φιλοδοξεί μια περίοπτη θέση στο σημερινό πάνθεο της Πειραϊκής αυτής «καχεξίας». Φιλοδοξεί να ξεχαστεί όπως μια ασέλαστος νύχτα. Και να χαθεί η μνήμη του μέσα στην Άνοιξη των χειρονομιών των απλών ανθρώπων που αγαπούν την πόλη αφιλοκερδώς, εξακολουθούν να ονειρεύονται και να δέχονται την ζωή σαν ένα τυχαίο παιχνίδι. Σαν μια γλυκιά μελωδία που βγαίνει από το μπαγλαμαδάκι του Βαμβακάρη.
    Και επειδή με κατηγόρησε με επιστολή του δημόσια,-και καλά έκανε, οι απόψεις είναι σεβαστές όλων μας-ο χιμαιρολόγος επιστολογράφος και συνδράστης του γνωστού ατοπήματος της Παλαμικής βιβλιογραφίας, οι γνωρίζοντες γνωρίζουν(δημόσια έριξε την ευθύνη στον έτερο συγγραφέα), ότι βρίζω, ότι δεν έχω ιστορία και δεν εκθέτω τις απόψεις μου, αναφέρω ότι είμαστε καυστικοί απέναντι σε ανθρώπους με προϊστορία χωρίς να μηδενίζουμε την συμβολή τους. Ας δει παλαιά πειραϊκά περιοδικά και εφημερίδες τι έγραφαν για τους παλαιότερους οι σημερινοί μόνιμοι ταγοί. Δεν συνηθίζω να είμαι χλιαρός νοσταλγός αναδρομικών ανδραγαθιών, αλλά κουρσάρος ονείρων. Το όποιο έργο μου, διάσπαρτο σε δεκάδες περιοδικά, γνωρίζω ότι θα ξεχαστεί πριν εγώ κλείσω τον βιολογικό μου κύκλο. Όμως το απολαμβάνω όπως το παλαιό καλό κρασί, ή το νεανικό κορμί πριν γεράσει. Η αθανασία μας βρίσκεται στην βιωματική στιγμή του παρόντος χρόνο της ζωής μας, σε ότι κάνουμε με αγάπη και ευσυνειδησία, και όχι τόσο στην μελλοντική προοπτική της όποιας θεμιτής ασφαλώς φιλοδοξίας μας. Ανάσταση σημαίνει διαρκής αγώνας, και θέωση σημαίνει «θυσιαστική» προσφορά και όχι τίτλοι, σφραγίδες, περγαμηνές, φρούδες ελπίδες φιλοχρήματων ανθρώπων.
Τα κείμενά μας, είναι τα ίχνη του εδώ περάσματός μας, αν κάπου φανούν χρήσιμα στους μεταγενέστερους έχει καλώς αν όχι δεν τρέχει και τίποτα, χιλιάδες συγγραφείς ξεχάστηκαν πριν την ώρα τους, το μελάνι δεν φτάνει για όλους,  η εντιμότητα όμως απέναντι στην πόλη και ο σεβασμός προς αυτήν είναι κάτι διαφορετικό, φοβάμαι ότι για χρόνια άνθρωποι την έβλεπαν σαν μια γυναίκα που πουλάει το κορμί της στα σοκάκια της Τρούμπας, μόνο που εγώ έμαθα ότι τις γυναίκες της χαράς τις πληρώνεις και όχι σε πληρώνουνε. Άλλες εποχές άλλα ήθη.
     Τι θα μείνει από την εποχή μας; Ασφαλώς πολύ λίγα.
Όμως πάνω σε αυτό το αβέβαιο μέλλον, με την θλίψη στα μάτια και την πίκρα στα χείλη, επιβάλλεται να οικοδομήσουμε ένα στέρεο παρόν, πνευματοφόρο και όχι τις γερασμένες και κάλπικες μωρίες μας.
     Φυσικά δεν γνωρίζω τα καταστατικά λειτουργίας των διαφόρων πολιτιστικών σωματείων της πόλης μας. Ούτε έχω παρακολουθήσει όλες τις εκδηλώσεις τους. Όμως φρονώ, ότι είναι άκαιρη πολυτέλεια η πολυδιάσπαση αυτή, της πνευματικής πειραϊκής παρουσίας. Άλλο πράγμα η πολυφωνία, ο καλλιτεχνικός πλουραλισμός, η πολυγλωσσία και άλλο ο κατακερματισμός του μικρού μας πνευματικού χώρου για να κερδηθεί ο τιμητικός συνοδευτικός τίτλος ή η σφραγίδα του όποιου σωματείου. Δεν επιτρέπεται πέρα φυσικά από την όποια σημαντική ιστορική προσφορά τους, να διοικούν άτομα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ένα από τα παλιότερα σωματεία της πόλης. Ακόμα και στις σοβιετικές δημοκρατίες παραιτούνταν οι κομματικοί ηγέτες μετά από ένα διάστημα. Δεν είναι δίκαιο πολιτιστικά, μετά τις όποιες χορηγίες, τις συνδρομές, τις δωρεές, να εκδίδεται περιοδικό, που η ύλη του να είναι σχεδόν γεμάτη συνεργασίες αμοιβαίων φιλοφρονήσεων και ορισμένες φορές η αισθητική του παρουσία να θυμίζει έντυπο μικρής απομακρυσμένης πολίχνης τριτοκοσμικής χώρας.
Χρόνια φώναζα, ότι δεν μπορεί να γίνονται οι εκδηλώσεις των σωματείων την ίδια μέρα όλες μαζί, το ακροατήριο είναι μικρό, και κανείς από τους υπεύθυνους των σωματείων, δεν υποχωρούσε, περίμενε το άλλο σωματείο να υποχωρήσει, παιδιαρίσματα γερόντων και πείσματα ανεγκέφαλων αγράμματων.
Επιβάλλεται πλέον νέο αίμα και ηλικιακά και πνευματικά να ποτίσει το μαραγκιασμένο δέντρο του Πειραιά.
     Χρειάζεται αλλαγή πλεύσης, άλλοι στόχοι, άνοιγμα προς τους νέους καιρούς, τους νέους ανθρώπους με νέες ιδέες, νέες απόψεις για τα πράγματα του Πειραιά, μι άλλη φιλοσοφία αντιμετώπισης των θεμάτων.
Ας προταθούν επιτέλους οι πρόεδροι των σωματείων για πρόεδροι της Χώρας, ίσως έτσι καταφέρουμε να αλλάξουμε τις δομές των σωματείων, και να αρχίζουν να συνεργάζονται εποικοδομητικά, να συμφωνούν στις μέρες και να μην συμπίπτουν οι εκδηλώσεις τους, να δέχονται νέους ανθρώπους και να προωθούν το έργο τους.
     Ο Πειραιάς, νομίζω ότι έχει ανθρώπινο δυναμικό, δεν αποτελείται από πνευματικά «ζόμπι». Υπάρχουν άτομα σεμνά, δημιουργικά, αθόρυβα, με ουσιαστική συγγραφική παρουσία.
Υπάρχουν τρόποι να έρθουν κοντά, και να προβληθεί το έργο τους. Είναι προτιμότερο και θεμιτό να αποτυγχάνουν στις προσπάθειές τους οι νεότεροι, παρά να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια λάθη συνέχεια, οι παλαιότεροι και πεισματάρηδες τάχα ενδιαφερόμενοι.
Διαφορετικά, είναι πολύ πιο έντιμο να αυτοκαταργηθούν οι διάφοροι φορείς, και οι σύλλογοι, αν αναπαριστούν μόνον τον εαυτό τους στον κοινωνικό καθρέπτη της πόλης. Αντί να αντανακλούν τις τάσεις, τις ροπές, τις αναζητήσεις, της πραγματικής πνευματικής Πειραϊκής παρουσίας εντός και εκτός των ορίων της πόλης.
Αν μη τι άλλο, είναι θέμα αισθητικής ή όχι;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 14.693/17-Μαρτίου 1995.
Σελίδα 1,3 για το «Ελεύθερο βήμα της Φωνής»
Πειραιάς, Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου 2014.


Υ.Γ. Δυστυχώς δεν άλλαξε τίποτα στον Πειραιά, έτσι, φτάσαμε στο σημερινό αποτέλεσμα, κρίμα.                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου