ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ
ΠΙΣΤΗ
Παρότι ο Μαίτερλινκ υποστηρίζει ότι: «΄Ολη η ζωή
των κοινωνικών εντόμων δεν είναι παρά μια υπερβατική λατρεία για το άγνωστο
πνεύμα που κατευθύνει τις τύχες της κυψέλης ή της μυρμηγκοφωλιάς», πιστεύω ότι η λατρεία είναι μια ιδιότητα που αρμόζει
μόνο στα έλλογα όντα.
Είναι ένα φαινόμενο που ανάγεται στην
ψυχολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία. Οι ρίζες της πρέπει να αναζητηθούν στα
απύθμενα στρώματα της ψυχής, στο μεταίχμιο του ασυνείδητου και του προσυνειδητού.
Και αναφέρω προσυνειδητού, γιατί μόνο όταν η λατρεία εισχωρήσει μέσα στη σφαίρα
της συνείδησης μετατρέπεται σε βίωμα και εντάσσεται μέσα στο γενικότερο κύκλο
των ανθρώπινων εκδηλώσεων.
Μόνο με την ένταξή της μέσα στην βιωματική
πρακτική του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αλλά και σαν σύνολο, μπορεί να λειτουργήσει
σ’ όλη την απολυτότητα, αμεσότητα και πολυπλοκότητα των εκδηλώσεών της. Γιατί,
παύει να ανήκει και να έχει ανάγκη να εκφραστεί με εκδηλώσεις πρωτογονισμού,
τυφλή σχολαστικότητα και άκαιρη τυπικότητα, και, μετατρέπεται σε μέθεξη ζωικού
οργασμού, υπέρβαση της υποκειμενικότητας και διάλυση του εγώ.
Το άτομο, διασπά τις μικρές βεβαιότητες
της ύπαρξής του σε ψηφίδες και τις επαναμορφοποιεί μέσα από το πρόσωπο του
άλλου. Με αυτόν τον τρόπο η λατρεία αποκαθαίρεται από τα εμβόλιμα στοιχεία της
φθοράς και της ηθικής και εμπλουτίζεται από μία εν δυνάμει φαντασία που νικάει
την αφθαρσία και πετυχαίνει την ιστορική αιωνιότητα.
Το
βίωμα αυτό, δεν είναι άλλο παρά το ερωτικό.
«Το νόημα του ερωτισμού-γράφει ο Ζωρζ
Μπατάιγ- διαφεύγει από όποιον δεν βλέπει το θρησκευτικό νόημα. Αντίστοιχα το
νόημα των θρησκειών, στο σύνολό τους, διαφεύγει από όποιον παραμελήσει το δεσμό
που παρουσιάζει με τον ερωτισμό».
Ήδη από την αρχαιότητα, ο θείος Πλάτων,
είχε μιλήσει για την βαθύτερη σχέση των δύο αυτών συναισθημάτων, της
θρησκευτικότητας και του ερωτισμού. Με αφετηρία τις διάφορες εκδηλώσεις που
συνόδευαν την θρησκευτική έκφραση των Κορυβάντων, αλλά και της ομιχλώδους και
σκοτεινής Διονυσιακής λατρείας και συνέδεσε αργότερα μέσα στα έργα του, τον
μυστηριακό εκστασιασμό που εκπέμπει ένα σώμα, με την αισθητική ενατένιση του
ωραίου και την ηθική τελειότητα, που, μέσα από τις διάφορες νοητικές
διεργασίες, οδηγείται κανείς στην μέθεξη του Θείου. Την ίδια αντίληψη, έστω και
αν υπήρχε σαν σπερματική ερμηνεία του κόσμου, εκφράζει και ο Όμηρος μέσα στους
διάφορους ύμνους του και τα έπη του.
Στην Άπω Ανατολή επίσης, την ίδια ταύτιση
έκαναν και οι Βραχμάνοι, κωδικοποιώντας τις πιο απόκρυφες λεπτομέρειες της
ερωτικής τους έκφρασης σε ένα ιερατικό βιβλίο. Το «Κάμα Σούτρα».Την ίδια
αντίληψη συναντάμε και στην Αιγυπτιακή μυθολογική παράδοση, αλλά ακόμα και οι
σκληροτράχηλοι και φανατισμένοι Εβραίοι, που δεν ανέχθηκαν κανενός είδος
κοινωνικό φορμαλισμό, και κανέναν άλλον Θεό πλην της δικής τους θρησκευτικής
μυθολογίας, τον ίδιο συσχετισμό έκαναν μέσα από το ερωτικότατο «Άσμα Ασμάτων».
Και η παράδοση αυτή, έστω και σε μικρή,
κρυφή και περιορισμένη κλίμακα, πέρασε στον 12ο και 13ο αιώνα μέσα από τα κείμενα μερικών από τους
πιο αξιόλογους μυστικούς-ποιητές. Όπως εκείνη του Maister Eckhart
και της Αγίας Τερέζας στον δυτικό χριστιανικό χώρο, και του Αγίου Συμεών του
Νέου Θεολόγου και εν μέρει του Ιωάννη της Κλίμακας στον ορθόδοξο. Αλλά και στον
χώρο του μυστικού Ισλάμ, συναντάμε παρόμοιες περιπτώσεις μυστικών ποιητών, και
εκφράσεις ζωής, όπως παραδείγματος χάρη του Τζαλαλαντίν Μεβλανά Ρουμί, (που
ήταν από την άλλη εναντίων των Ελλήνων), του Ίμπν Ελ Αράμπι και του Πέρση Ομάρ
Καγιάμ. Έστω και αν με το πέρασμα του χρόνου και την ανάπτυξη του ορθού λόγου
και την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και την αλλαγή των κοινωνικών
και ιστορικών συνθηκών προσπάθησαν να απενοχοποιήσουν τους συμβολισμούς των.
Ίσως, επειδή, δεν θέλουν να συνειδητοποιήσουν οι διάφοροι κηφήνες της ιστορίας
και της ηθικής, ότι μόνον ένας τρόπος υπάρχει για να υπερβεί κανείς τις
αστοχίες των επιλογών του, να αφομοιώσει το θάνατο και να τον μεταλλάξει σε
πρόσκαιρη ζωή, ο Έρωτας.
Γιαυτό και ο πιστός, ο ιδανικός εραστής, ο
μύστης της άφατης ομορφιάς, αναζητά μανιωδώς να ταυτιστεί με το πρόσωπο που
αγαπά, που είναι ερωτευμένο. Είτε έμπρακτα όπως στις Διονυσιακές τελετουργίες,
είτε νοερά μέσα από την μετουσίωση της θείας ευχαριστίας και να αποκτήσει το
ίδιο, τις ιδιότητες και ενέργειες του αγαπώμενου προσώπου.
Γιατί το «θιασεύεται ψυχάν» είναι μια
μυστική ιεροτελεστία όπου ο πιστός σαν άλλος Άργος, προσπαθεί να διαφυλάξει με
όλες τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις την θεϊκή ενέργεια που διαχέεται
μέσα του και τον υπερβαίνει.
Γράφει χαρακτηριστικά ο στοχαστής και
καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «Ο Κύριος έρχεται όχι μόνο χρονικά, η έλευσή του
πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο γεγονός της προσωπικής του συνάντησης με τον κάθε
πιστό. Η πραγμάτωση αυτής της συνάντησης είναι ένα γεγονός ερωτικό».
Το ερωτικό συναίσθημα και η εκφραστική
μέθεξη που πηγάζει από αυτό, είτε αυτό στρέφεται προς ένα πρόσωπο, είτε προς το
Θείο, δεν είναι παρά μια αγωνιώδης εξιδανίκευση των δύο βασικών πόθων που
δονούν την ψυχή.
Είναι
η στάση του παιδιού απέναντι στον κόσμο-πατέρα, που αντικαθρεπτίζεται μέσα από
την λατρεία-φόβο, και η στάση του ενήλικα, που αισθάνεται την ανάγκη να
ψηλαφίσει τον θάνατο-μητέρα, μέσα από την λατρεία-έρωτα.
Τα
δύο αυτά συναισθήματα αντιμάχονται μεταξύ τους, έως ότου ισορροπήσει το άτομο.
Το παιδί σχοινοβατεί ανάμεσα στην διστακτικότητα και το δέος που του προκαλεί
ένας κόσμος άγνωστος και ανερμήνευτος ακόμα για αυτό, και τον ενήλικα που
έχοντας αποδεχθεί ή κατακτήσει ένα μέρος της ερμηνείας του κόσμου, αισθάνεται
την ανάγκη να επιστρέψει στις αρχέγονες μήτρες της ζωής.
Ο
Έρωτας, είναι το ισχυρό εκείνο συναίσθημα που μπορεί να σε οδηγήσει στον νοερό
παράδεισο την βιολογική κόλαση. Το ερωτικό πάθος σαν υπαρξιακή πραγματικότητα ή
οπτασιακή αναζήτηση αντιπαλεύει την αιωνιότητα, μολονότι οι στιγμές του έρωτα
δεν είναι συνεχείς, η επιρροή τους πάνω στις ψυχοσωματικές λειτουργίες του
ερωτευμένου ατόμου, είναι τεράστιες και αμετάκλητες. Το ερωτευμένο άτομο
αποκωδικοποιεί την ατομικότητά του, έτσι ώστε να γίνει κατανοητή από το αγαπώμενο
πρόσωπο ενώ ταυτόχρονα, σαν μανιασμένος πειρατής προσπαθεί να κουρσέψει το σώμα
του άλλου και να λαφυραγωγήσει τον ψυχικό του κόσμο. Η προσφορά στην αρχή
τουλάχιστον, είναι μονομερής, το άτομο που αγαπά προσπαθεί με εξουσιαστική
αυθάδεια να αναγκάσει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τον άλλον να τον ερωτευθεί.
Καταδυναστεύει τον εαυτό του και το άλλο άτομο ελπίζοντας να το κατακτήσει. Ο
συναισθηματικός του κόσμος είναι φουρτουνιασμένος, το πνεύμα του δονείται από
διάφορες αμφιβολίες επιβεβαίωσης, το σώμα του πάλλεται μαρτυρικά σε κάθε
σκίρτημα πλησιάσματος του άλλου σώματος, σαν μαγνήτης προσπαθεί απεγνωσμένα να
εγκολπωθεί κάθε ερωτικό σκίρτημα του άλλου σώματος.
Γιαυτό, όταν είμαστε κοντά σε ένα πρόσωπο
που δεν θέλουμε υποφέρει η ψυχή μας, όταν πάλι, είμαστε μακριά από ένα πρόσωπο που θέλουμε υποφέρει το σώμα
μας.
Αυτό το πρώτο ξύπνημα του έρωτα, αυτό το
ανεξήγητο κάτι που μας κάνει να θέλουμε ένα πρόσωπο χωρίς πολλές φορές να
γνωρίζουμε το γιατί, το τι είναι αυτό που μας δένει ακόμα και στο άρμα της
απουσίας του, μοιάζει με την επίδραση του φωτός που έχει πάνω στον πιστό η
επέμβαση της θείας Χάρης.
Ο πιστός όπως και ερωτευμένος, σαν να
ξύπνησε από ένα βαθύ λήθαργο, ατενίζει με δέος τα πάντα γύρω του, μέσα του,
κυριαρχεί ακόμα ο πυρήνας του εγώ, στηρίζεται σε βεβαιότητες «πρωτόγονων»(μη
ψυχαναλυτικά ερμηνεύσιμων) φαντασιακών μορφών. Η τυπολατρία και ο ακόρεστος
βαυκαλισμός συνοδεύουν τον πιστό στο στάδιο αυτό. Η αυταρέσκεια της πίστης του
υπερσκελίζει την βεβαιότητα του ψυχικού και σωματικού πόνου. Όμως ο σπόρος έχει
ριχτεί. Ο έρωτας έστω και σε σπαργανώδη ακόμα μορφή, αρχίζει να ενεργοποιείται
μέσα του. Η γέννηση της νέας αυτής κατάστασης δημιουργεί μέσα του μια νέα
κριτική αξιολόγηση του κόσμου.
Ο
ερωτευμένος ή ο πιστός, είναι ακόμα φασκιωμένος με τα ονειρικά του πάθη. Όταν,
αργά αλλά σταθερά το άλλο άτομο αρχίζει να ενστερνίζεται το ρόλο του αγαπώμενου
προσώπου και να εκπέμπει τα δικά του μηνύματα, τότε αρχίζουν να δημιουργούνται
οι βάσεις ενός οικοδομήματος που θα το ονομάζαμε ενηλικίωση της βιωματικής
αγάπης, ή ενηλικίωση της ύλης. Αυτής της φθαρτής και εφήμερης ιστορικής
αιωνιότητας. Γιατί μόνο το παρελθόν και εν μέρει το παρόν είναι υλικό.
Χρειάζεται να αυτό-αναγνωριστεί και επιβεβαιωθεί. Σε αντίθεση με το μέλλον που
κινείται σε μια υπερβατική υλική βεβαιότητα.
Μιλώντας
για το σήμερα, είναι μέλλον, μιλώντας για το αύριο είναι μεταφυσική.
Τα αγαπώμενα τώρα πρόσωπα, προσπαθούν να
κερδίσουν τον χρόνο, αυτόν που έχασαν πριν συναντηθούν, γνωρίζοντας το ένα το
άλλο. Ανιχνεύοντας το ένα το ερωτικό παρελθόν του άλλου σε σημείο κορεσμού
απόλαυσης. Καταθέτοντας τον παλαιό τους κόσμο μέσα από χιλιάδες εκμυστηρεύσεις
και προβολές συγκινήσεων του παρελθόντος, και εκ βαθέων εξομολογήσεις που
καθιστούν την σχέση αυτάρκη και ταυτοχρόνως επισφαλή. Πιστεύουν ότι ήρθε το
πλήρωμα του χρόνου, όπου η πραγματικότητα της ζωής τους αποκτά την αληθινή της
αξία μέσα από την αλληλοπεριχώρηση, αλληλο-παραχώρηση και κατανόηση
διαφορετικών βιωμάτων, προηγούμενων εμπειριών ζωής.
Ο ερωτευμένος εξομολογείται, ο πιστός
εξομολογείται, με το σώμα του, με την ψυχή του, με όλο τους το είναι. Η
εξομολόγηση είναι η έξοδος από το εγώ της αυτάρκειας και αυταρέσκειας του
καθενός μας, είναι η κοινωνία των ατόμων που αγωνίζονται κοινωνικά και ιδιωτικά
να γίνουν πρόσωπα.
Πρόσωπο
προς πρόσωπο, σώμα προς σώμα, ψυχή προς ψυχή, πνεύμα προς πνεύμα, όλα ένα στο
πρόσκαιρο προσωπείο του καθενός μας μέσα στο σύντομο εδώ ιστορικό πέρασμά μας.
Δεν
έχει σημασία πόσο βάρος από τα λεγόμενα μπορεί να σηκώσει στους
συναισθηματικούς του ώμους το άλλο πρόσωπο, το άλλο πρόσωπο είναι το ευλογημένο
ίχνος για να χαραχθεί η πορεία του άλλου. Είναι η προνομιακή σχέση εμπιστοσύνης
που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο ερωτευμένα υποκείμενα. Αυτό έχει άσβεστη
ανάγκη να εξομολογηθεί, να λυτρωθεί από παλιούς έρωτες, παλαιές πληγές, παλαιά
αγγίγματα ευαισθησίας, περασμένες βεβαιότητες που ξοδεύτηκαν μέσα στην
ματαιότητα του για πάντα μαζί. Ο άλλος είτε είναι το αγαπώμενο πρόσωπο είτε ο
θεός, είναι το μέσο μέσα από το οποίο θα καθαρθεί, θα αποπλύνει τις περασμένες
εμπειρίες. Τον χρειάζεται για να κατορθώσει να απαγκιστρωθεί από την ισορροπία
του παρελθόντος. Τον χρειάζεται για φανοστάτη για να ανακαλύψει νέους δρόμους.
Ο έρωτας όπως και η πίστη, είναι ακόμα
μονόπλευρος. Δεν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στις εξομολογήσεις και το ερωτικό
βάθος. Η ανικανοποίητη φλόγα της πρώτης γνωριμίας αντικαθίσταται από την
εγωκεντρική και λυτρωτική επιθυμία του ερωτευμένου. Το φάντασμα του πατέρα, του
θεού-αφέντη είναι ακόμα παρόν. Εποπτεύει και καθοδηγεί με την παρουσία του. Παρέχει
τις απαιτούμενες ασφαλιστικές ψυχολογικές δικλείδες που χρειάζεται ο πιστός και
ο ερωτευμένος για να ξανα-ερμηνεύσει τον κόσμο και το περιβάλλον του.
Ο ερωτευμένος μιλώντας ακατάπαυστα
πιστεύει ότι, ο εξομολογητικός ποταμός των συναισθημάτων του και των
προηγούμενων εμπειριών του, θα διοχετευθούν στην ωκεάνια αγκαλιά του πατέρα,
μέσα στην οποία μαθαίνει(αυτήν την στιγμή) να κολυμπάει. Γιαυτό και ο πιστός
σταυροκοπιέται συνεχώς με μανία, κάνει ατέλειωτες και επίπονες μετάνοιες,
έχοντας την σιγουριά του φιλεύσπλαχνου και φιλάνθρωπου Θεού-πατέρα. Οι
μετάνοιες του τον αναπαύουν, τα τάματά του τον εξευμενίζουν, οι προσευχές του
τον καταπραΰνουνε, οι δοξολογίες του τον ευφραίνουν. Μπροστά στο μεγάλο ψυχικό
και σωματικό πόνο, ο Θεός-πατέρας, γίνεται πιο εύπλαστος στις συνειδήσεις των
πιστών. Είναι αυτήκοος μάρτυρας και έτσι άμεσα λυτρωτικός.
Ο έρωτας, και σε αυτό το στάδιο δεν έχει
ακόμα βιωθεί. Η ελευθερία του ατόμου από προηγούμενα δεσμά και αποφάσεις
επιτυγχάνεται από το δικαίωμα που παρέχει ο πιστός ή ο ερωτευμένος στον εαυτό
του να συνυπάρχουν ακόμα οι παλαιότερες αποφάσεις του με τις καινούργιες
επιλογές του. Σχηματίζει γύρω του, ένα «ευτυχισμένο» πλαίσιο μέσα στο οποίο
κινείται με μεγάλη άνεση και σιγουριά, βεβαιότητα και πίστη, ότι θα
εξακολουθήσει και στο μέλλον η ευτυχία του. Ο αυτοναρκισσισμός του είναι
έντονος. Γοητεύεται από το παιχνίδι και όχι το μυστήριο, σαγηνεύεται από τα
μεγάλα λόγια και όχι την αλήθεια της σιωπής, εκστασιάζεται από τις οριζόντιες
προσφορές και όχι την κάθετη θυσία. Ο ερωτευμένος στροβιλίζεται μέσα στα
ηδονικά πάθη, ο πιστός καταναλίσκεται μέσα σε άκαιρες ηθικιστικές ενέργειες. Η
άγνοιά τους, είναι ακόμα ανασταλτικός παράγοντας στην πορεία τους, ακόμα δεν
έχουν αυτομολήσει προς το ξαφνικό και ανεπανάληπτο θαύμα.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Όσιος Μάρκος ο
Ασκητής: «Άγνοια, αντιλέγειν προς τα ωφέλιμα παρασκευάζει…».
Και ο πιστός και ο ερωτευμένος ακόμα φοβούνται
ή δεν έχουν υποψιαστεί το συντελούμενο μέσα τους θαύμα. Φαντάζονται Διόσκουροι
που πετάνε με τα φτερά του έρωτα, της πίστης, ενώ δεν βλέπουν ότι ακόμα πατάνε
πάνω σε κινούμενη άμμο.
Ο χρόνος όμως κυλάει και οι αλλαγές των
χαρακτήρων των ερωτευμένων προσώπων είναι πια φανερές. Ο έρωτας και η πίστη
αρχίζουν να καρποφορούν. Τα πρόσωπα, έχουν αλληλοσυμπληρωθεί και κατανοήσει το
ένα το άλλο σε μια αποφατική σχέση. Ο πιστός πιστεύει ότι κατέχει την
ευαρέσκεια του Θεού και ότι του είναι αέναος αρωγός. Και ο ερωτευμένος ότι έχει
κερδίσει το παιχνίδι του έρωτα και μπορεί πια να το απολαύσει με όλο του το
πάθος.
Εδώ όμως είναι το κρίσιμο σημείο στη σχέση
του ερωτευμένου με το άλλο πρόσωπο, και του πιστού με τον Θεό του. Τώρα
αρχίζουν να διανύουν την κλιμακτήριο του έρωτά τους, την κρίση της πίστης τους.
Ο έρωτας εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μίσος, ή σε αμυντική αδιαφορία. Η πίστη
σε απιστία ή ψυχαναλυτική φιλαρέσκεια. Η πίστη τις περισσότερες φορές είναι η
μεγαλύτερη εγωτική απανθρωπία μέσα στην
κοινωνία, και ο έρωτας ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις όποιες
κατεστημένες βεβαιότητές μας. Αν ο ερωτευμένος, δεν αποδεχθεί το άλλο άτομο που
ερωτεύθηκε σε όλη του την υλική πληρότητα, την μεγαλοσύνη του αλλά και την
μηδαμινότητά του, τότε το όραμά του θα αρχίζει να κλονίζεται. Η ιδεοληψία του
θα υπερισχύσει της πραγματικότητάς του. Η απαγκίστρωση του από την εικόνα που
εκείνος έπλασε για το άλλο άτομο, θα έχει μοιραίες συνέπειες και στην προσωπική
του ζωή και στις σχέσεις του με το πρόσωπο με το οποίο συνδέεται.
Η
απομυθοποίηση του έρωτα, ήταν πάντα μια φρικτή εμπειρία, που δεν οδηγούσε όλες
τις φορές στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου και στην εξέλιξη της
σχέσης του. Ο κατ’ επίφαση έρωτας, ο έρωτας της εξομολόγησης και όχι της υπέρβασης
αρχίζει να αμαυρώνεται. Τώρα δεν υπάρχουν δύο εγώ σε ένα εμείς, αλλά δύο
ανεξάρτητα εγώ που αντιπαλεύουν το ένα το άλλο, ποιο θα κατακτήσει και θα
επιβάλλει την δική του ερμηνεία ζωής και έρωτα. Η φθορά περισσότερο γίνεται το
στοιχείο που τροφοδοτεί την σχέση και την ερωτική προσέγγιση.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον πιστό. Αφού
έχει εξαντλήσει τα όρια της εξομολογητικής του διάθεσης και ενστερνιστεί τον ρόλο
του παιδιού μπροστά στις επιταγές και τις απαγορεύσεις του Θεού-πατέρα(του
παντρε-πατρόνε), αλλά και που του συγχωράει όλα του τα ατομικά ατοπήματα και
τις κοινωνικές του αδεξιότητες μπορεί να συνεχίσει ακάθεκτος πια, στο
περιγέλασμα της ζωής των άλλων. Ο πιστός, με μεγάλη ευκολία ακαταμάχητο
φανατισμό κεκτημένη ταχύτητα και άκριτη αγνωσία, καταδικάζει τον ή τους άλλους
που δεν συμπεριφέρονται όπως αυτός,-ο τάχα εκλεκτός του υψίστου- στα θέματα
λατρείας, πίστης, κοινωνικής συμπεριφοράς, μεταφυσικών εκδηλώσεων, και τους
εξοβελίζει από τον κόσμο του, από την κοινότητα των καθαρών, των άμεμπτων των άσπιλων,
αυτών που έχουν κερδίσει ήδη την επουράνιο βασιλεία, τους αφορίζει από την
εκκλησία της πίστης του. ή πάλι, όταν δεν έχει το σθένος ούτε την επιθυμία να ασκηθεί
και να αφιερωθεί στον στενό δρόμο της θέωσης,-αγιοποιεί το άλλο άτομο το
καθηλώνει στο ανενεργό κάδρο της οσιότητας,- το οποίο κατάφερε μέσα από τον
προσωπικό του μαρτυρικό δρόμο να ψηλαφίσει και να ανιχνεύσει τον άφατο
Θεό-Εραστή.
Έτσι, είτε αφορίζοντας το δεν του μοιάζει, το απομονώνει κοινωνικά και το
εξορίζει στον αντίποδα του δικού του ευλογημένου σύμπαντος, είτε αγιοποιώντας
το αρκείται στην δική του μικρότητα και επαναπαύεται στην ειδωλολατρική
πρακτική του. Περιχαρακώνεται σε δογματικές ανοησίες, ηθικές απαγορεύσεις, μεγαλόστομες
υποσχέσεις, φανατισμένες αγαπολογίες και μπουρδολογίες περί ειρήνης του
σύμπαντος κόσμου, με τον τρόπο αυτό αφομοιώνει με παθητική τυπολατρία τις
προσωπικές του φοβίες και φαντασιώσεις.
«Και εν τω ελέη σου εξολοθρέψεις τους
εχθρούς μου ότι δούλος σου εγώ ειμί»,
προσεύχεται ο πιστός,
«Πρόσθεσε αυτοίς κακά Κύριε, πρόσθεσε
αυτοίς κακά τοις ενδόξοις της γης» λέει
και πάλι, και πολλά άλλα που στερεώνουν την πίστη του με αρκετή μεγαλαυχία.
Ο αφορισμός ή η αγιοποίηση, η ονειρική
οπτασία ή η ιδεατή εικόνα του εραστή, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Είναι η ερμηνεία εκείνη του κόσμου και η στάση ζωής που μουμιοποιεί το Θεό, τον
ταριχεύει, αφαιρώντας του τα σπλάχνα της αγαθότητας του, έξω και πέρα από τον
άνθρωπο και την ανθρώπινη ιστορία και περιπέτεια και απονεκρώνει τον έρωτα και
το ερωτικό παιχνίδι.
Γιατί «χωρίς του Θεού, ουδέν εστί. Πανταχού δε
εστί και εν πάσιν ως απεριόριστος υπάρχων Θεός», γράφει ο Άγιος Αντώνιος. Και φυσικά, μπορούμε στην
μεταβλητή αυτή, αντί του Θεού, να βάλουμε την λέξη Έρωτας.
Όλα λειτουργούν στην εντέλεια, τα αντίθετα
συναισθήματα είναι δεμένα σε μια διαλεκτική σχέση έτσι ώστε να
αλληλοαναιρούνται και ο άνθρωπος να παραμένει ανυποψίαστος μπροστά στην φθορά
του και το μυστήριο της ζωής, που συμπλέκεται και αλληλοεξαρτάται με τον Θεό
και τον Έρωτα.
Όμως υπάρχουν και οι περιπτώσεις έστω αν
είναι ελάχιστες, που η ολοκλήρωση του έρωτα και της πίστης, οδηγεί στην
ωρίμανση και την λαύρα της στοργής. Ο έρωτας προς το άλλο πρόσωπο δεν είναι πια
μονοσήμαντος, αποδέχεται το άλλο πρόσωπο ο ερωτευμένος, πέρα από αισθητικές
προθέσεις και μανιχαϊκά πρότυπα. Ο έρωτας προς τον Θεό δεν αρκείται σε
προσωπικές ικανοποιήσεις, αλλά αναζητά απεγνωσμένα να βιώσει και να αντέξει τον
έρωτα του πάσχοντος Θεού μέσα του. Να γίνει αυτός, όχι ο εκλεκτός αλλά ο κατά
προσέγγιση ερμηνευτής που θα θυσιάσει τον εαυτό του γιατί έχει επίγνωση όχι
τόσο της αλήθειας που εκπορεύεται από την μέθεξη του έρωτα, αλλά από την
πολυπλοκότητα και την σχετικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και δαιδαλωδών
βιωμάτων που οδηγούν στην «λυτρωτική» προσέγγιση του κόσμου.
Ο εραστής προς τον Θεό και ο εραστής προς
το ανθρώπινο πρόσωπο ταυτίζονται. Και τους δύο, τους έχει αφομοιώσει το πυρ της
αγάπης. Φλέγονται από την ακόρεστη δίψα όχι κατάκτησης του άλλου, όχι
τεκμηρίωσης της πίστης τους, αλλά υλικής μέθεξης. Είναι οι λίγες στιγμές που η
ιστορία είτε ενός ατόμου, είτε ολόκληρης της ανθρωπότητας ανασταίνεται. Το
παρόν με την φλόγα του έρωτα αφομοιώνει την αιωνιότητα και την μετατρέπει σε
πράξη. Ο έρωτας δεν είναι πια μια ατέρμονη ονειρική ανακύκλωση προτύπων, αλλά
συγκεκριμένο πρόσωπο, με την μεγαλοσύνη και τον πονεμένη μαρτυρία του, την
αφέλειά του και τα πάθη του, τα θετικά της ζωής του και τα αρνητικά των πράξεών
του, μέσα από το οποίο, ο άλλος, (αγαπών ή αγαπώμενος) θα ανθήσει, ώστε να
αντέξει το φορτίο της μοίρας του και με την ταπεινότητα που οφείλει να
περικλείει μέσα του ένας πιστός, να χαθεί μέσα στην τύρβη της ζωής, όπως η
μαγιά μέσα στο ψωμί.
Ο πιστός, σε μια παλινδρομική σχέση με
τους γύρω του θα λατρέψει αυτόν που αστόχησε στην ζωή του γιατί εκείνος, είχε
την δυνατότητα ή του δόθηκε η τυχερή στιγμή από την μοίρα να νιώσει την αληθινή
αγάπη. Θα συμπάσχει με τον σταυρωτή του γιατί κατανοεί εμπειρικά πλέον, ότι ο
έρωτας που διαχέεται από τον Θεό προς αυτόν και το αντίστροφο, δεν αγκαλιάζει
μόνο τους πιστούς αλλά και τους αντιφρονούντας.
Αυτούς
τους μοιραίους ωραίους άπιστους της αμφιβολίας. Γιατί στον έρωτα, δεν χωράνε
ημίμετρα.
Όταν είσαι ερωτευμένος αντιμετωπίζεις
συνεχείς διαδοχικές δοκιμασίες, όχι μόνο κοινωνικές που απορρέουν από το βαθμό
προσαρμοστικότητάς του κόσμου στις πνευματικές σου δυνατότητες αλλά και της
υπαρξιακής σου αυτοαναίρεσης.
Ο Έρωτας είναι μια επαναστατική διαδικασία
που συνεχώς σε εμπλουτίζει με καινούργιες εμπειρίες και πρωτόγνωρα βιώματα.
Με
θεωρία το ανεπίτευκτο σχεδιάζεις το επιτευκτό.
Με
αφετηρία το ανέφικτο ερευνάς το εφικτό.
Με
την σμίλη του ονείρου σκαλίζεις την ζωή.
Ιχνογραφείς
τον έρωτά σου πάνω στο δέντρο της πίστης.
Για τους εραστές-πιστούς, το πρόσωπο του
Θεού-Άλλου, γίνεται τοτέμ όχι μιας μαγικής τελετουργίας, αλλά μιας
επανεσάρκωσης της ίδιας της ζωής. Το Πρόσωπο-αυτό το μέχρι πριν λίγο καιρό
άγνωστο υποκείμενο στον ερωτευμένο ή πιστό-γίνεται φορέας μιας ιερότητας και ενός
τρόπου ζωής που μετατρέπει την ίδια την φύση του ατόμου σε έρωτα, το είναι το
κάθε ερωτευμένου ουσιαστικά ανθρώπου σε έρωτα. Το μεταστοιχειώνει σε μια εν
ενεργεία αέναη πηγή ζωής και όχι σε μια αναπαραγωγική τελετουργία για τις
ανάγκες της όποιας πατρίδος ή θρησκευτικών υπαγορεύσεων. Έτσι ώστε, η
καθημερινή πρακτική του κάθε ατόμου, να αποκτήσει μια διαχρονική συνέχεια και η
συνέπειά του να αναιρεί τα ανασταλτικά μη λογικά πάθη του.
Ακόμα και η οδυνηρή εμπειρία του θανάτου,
χάνεται κάτω από τον κοχλασμό της ερωτικής απελευθέρωσης. Γιατί μόνον με τον
Έρωτα μπορεί να εξαγιαστεί η ύλη.
Ο αληθινός εραστής-πιστός, συναντάει το
φως ή αντανακλάται πάνω του η φλόγα της ζωής, μόνον όταν αποφασίσει σαν το κερί
να καεί ο ίδιος, να γίνει ο ίδιος η καύσιμος ύλη του έρωτά του, για να νιώσει
τον Έρωτα, και να αντικρίσει πρόσωπο προς πρόσωπο το Θείο, μέσα στον απερινόητο
γνόφο της αγνωσίας του.
΄Η όπως χαρακτηριστικά γράφει μέσα στο
έργο του ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«Αγάπη
πηγή πυρός, όσον αναβλύζει, τοσούτον τον διψώντα καταφλέξει».
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, περιοδικό,
«Φιλολογική
Στέγη», τεύχος 48/4,6, 1989, σελίδες 73-76.
Πειραιάς,
Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου