Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗ

Σκόρπιες σκέψεις πάνω σε ένα ποίημα


    «Κύριε ελθέ προς εμέ, ότι μόνος ειμί.»
      Επιμέλεια εαυτού ή χριστιανική τεχνολογία σαν απάντηση στην παγανιστική τεχνολογία του κόσμου;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο, οι ψυχικές λειτουργίες του ποιητή δεν ολοκληρώνονται ποτέ, και η ποίηση είναι το καθ’ οδόν προϊόν του ψυχισμού του, όπως η γλώσσα του, οι ιδέες του, τα αισθήματά του.
Μόνος ο ποιητής μέσα στις πυκνές συρροές της ποιητικής του ενέργειας. Η παράκληση θα μορφοποιήσει, θα καθηλώσει, θα καθοδηγήσει στη χρήση αυτής της ποιητικής δύναμης. Μιας δύναμης που η έκφρασή της πηγάζει από μία εξωγενή αναγκαιότητα, από μια κοσμολογική θέαση.
«Μόνος ειμί Κύριε μέσα στα συντρίμμια ενός κόσμου χωρίς τύψεις.»
     Ο ποιητής κινείται από την απουσία των τύψεων, στα συντρίμμια του κόσμου, και από εκεί σαν ολυμπιονίκης δρομέας στην μοναξιά του, που δεν είναι προορισμένη να καταλήξει σε καμία ανθρώπινη απόκριση, σε κανένα υποδεικτικό ή απαντητικό περιβάλλον, γιατί είναι
«η προσευχή φυλακισμένη χωρίς έλεος στις πέτρινες καρδιές των ανθρώπων»
έτσι ο λόγος του θα αρχίσει να παίζει με τα θνητά μορφώματα και τις υβριδικές κατασκευές της ποιητικής του τέχνης, που παγιδεύεται κι αυτή στην αποτελεσματικότητα της ίδιας της, της λεκτικής πράξης. Οι διαδρομήσεις από μορφή σε μορφή και από καρδιά σε καρδιά θα ευοδώσουν την επιβίωση του ποιητικού λόγου, μόνο όσο θα υπάρχει και θα ακούγεται ο επείγον αντίλογος. Αλλά ο
«λόγος χάνεται μέσα στους θορύβους και τις κραυγές μιας πόλης που δεν έμαθε ακόμα να αγαπάει.»
    Ότι ακούγεται και ότι λέγεται είναι οι αντηχητικές αποκρίσεις μιας δυνητικά απεριόριστης μορφωτικότητας που οδηγεί στην απότομη επίσχεση κάθε φονικής σχέσης με αυτό που αγαπάει και σέβεται ο ποιητής. Γιαυτό και ο λόγος του αγγίζει τα όρια μιας απερίσταλτης μονωδίας αφού η αποκάλυψη της κρυμμένης λογικής τάξης του κόσμου, θα αφήσει ανερμάτιστη κάθε επώδυνη έχμαση και των άλλων, μέσα μας, γιατί σ’ αυτή την λογική
«ο πόνος διαλύεται κάτω από την πίεση μιας υλικής ευμάρειας γιομάτη απόγνωση.»
      Μια υλική ευμάρεια που μόνο ο πίνακας του Ισπανού σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβατόρ Νταλί «Έμποροι σκλάβοι»
αποδίδει σ’ όλη την υψηλή συγγένειά της με την απόγνωση. Εκεί που ο Βολταίρος γίνεται σκλάβος κι εδώ που ο πόνος διαλύεται κάτω από τις δυσεύρετες και «υποχρόνιες» αιτιώδεις πιέσεις μιας υπεροπτικής υλικότητας. Ο ποιητής δεν αρνείται την υλικότητα της ευμάρειας, αλλά γνωρίζει και το δείχνει με μια ενδοσυνδετική ισορροπία πως η μοίρα του ανθρώπινου έργου είναι η έξοδος στον χρόνο και στις κατηγοριοποιήσεις του, στις εποχές, στους μήνες, στις μέρες και στις ώρες τότε που
«και το δάκρυ γένηκε χυμός φρούτων για καλοκαιρινές διακοπές.»
     Αλλά αυτή την υλικότητα την χωνεύει και την αναιρεί, την επανεγκαθιστά και την σφετερίζεται, την εξαρτηματοποιεί και την μεγεθύνει, την υπονομεύει και την διαδέχεται, αφού η σημειολογική καθαρότητα της γλώσσας του θα αποπλύνει τον ψυχισμό του για να φανεί η συνοδός αρχιτεκτονική της αγωνίας του. Που είναι τόσο υλική, όσο και τα εντοίχια ψηφιδωτά της Βυζαντινής τέχνης.
«Κύριε η ψυχή μου είναι ένα ψηφιδωτό από μικρές πληγές.»
      Η επίγνωση μιας λεκτικής διαταραχής στην ονοματοδοσία της περιρρέουσας μοναξιάς θα γίνει ο συντελεστής επιλογής για να στραφεί και να την κοιτάξει στα μάτια.
«Που να στραφώ και να μην νιώσω την ηδονή της μοναξιάς.»
     Μια ηδονή, που είναι ενήδονη εκπομπή και φιλήδονη κατανόηση. Τα αφασικά σημεία της γλώσσας του κόσμου θα αποδείξουν ότι η ακεραιότητα του εαυτού μας εξαρτάται από την συμβολική αποτελεσματικότητα της γλώσσας μας, των ιδεών μας και, των αισθημάτων μας γιατί αλλιώς
«Τι ν’ αγγίξω και να μην σαπίσουν τα χέρια μου.»
   Ο κλονισμός της αξιοπιστίας του ετερόλογου συνανθρώπου θα συμβάλλει στην συνειδησιακή δόμηση του παρόντος, θα γίνει αφορμή για μια ευκρινή αποτίμηση όλων των λειτουργικών ελλειμμάτων του. Οι αισθήσεις του ποιητή πληρώνουν ακριβά γιατί η στρατευμένη ακοή και η υψοποιός καρδιά του, θα νιώσουν όλη την εκσεσημασμένη εμπλοκή του κόσμου.
«Ποιους ν’ ακούσω και να μην γεμίσει ψεύτικες ελπίδες η καρδιά μου.»
   Αλλά, πάντοτε θα μένουν κάποια εξισορροπητικά και αναπληρωματικά υπολείμματα που θα οδηγούν σε καμπύλη ύφεσης την αναλογία έντασης που υπάρχει ανάμεσα στην προέλευση της δικής του φωνής και της νομολογικής υφίζησης των άλλων που οι ιδιαιτεροποιημένες μορφές της δεν οδηγούν παρά σε μια συστοιχία έντασης με την φωνή.
«Κύριε εισάκουσόν με. Ότι εσύ είσαι ο εαυτός μου και η γαλήνη μου.»
Κανένας κατηγορηματικός διαχωρισμός δεν μπορεί πια να εμφιλοχωρήσει ανάμεσα στον αυτοκρινή ποιητή και στον ευχετικό του φίλο, γιατί
«΄Ότι εγώ ειμί η Αγάπη και η Ειρήνη σου επί της γης.»
      Και τίθεται το ερώτημα. Τι έγινε τώρα, οι άλλοι μείνανε πίσω και ο ποιητής φτιάχνοντας πρότυπα λειτουργικής ικανότητας τους υπερβαίνει; Μήπως η οξυμμένη λεκτική του αποδοτικότητα προκαλεί την σιωπή των άλλων; Όχι, θα λέγαμε, γιατί η φωνητική πραγματοποίηση της σχέσης του με τον κόσμο θα μείνει μια εκτελεστική αφασία και τότε τον λόγο θα τον έχει η καρδιά, που θα καταργήσει την σύνδεση και την πραγματοποίηση κάθε ατομιστικής εκφοράς στο σημείο εκείνο που ο ψυχισμός του αγκαλιάζει από πάνω μέχρι κάτω την ψυχή μας εκεί που οι όλοι συναντιόμαστε και ψιθυρίζουμε το κοινό και συνομολόγητο μυστικό μας.
      «Κύριε εισάκουσον την φωνή των συναισθημάτων μου (μας).»
         

               ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Κύριε,
ελθέ πρός εμέ
ότι μόνος ειμί.
Μόνος ειμί, Κύριε,
μέσα στα συντρίμμια
ενός κόσμου χωρίς τύψεις.
     Η προσευχή:
φυλακισμένη
χωρίς έλεος,
στις πέτρινες καρδιές των ανθρώπων.
         Ο λόγος:
χάνεται
στους θορύβους και τις κραυγές
μιας πόλης
που δεν έμαθε ακόμα ν’ αγαπάει.
      Ο πόνος:
διαλύεται
κάτω από την πίεση
μιας υλικής ευμάρειας
γεμάτος απόγνωση.
      Και το δάκρυ:
γένηκε
χυμός φρούτων
για καλοκαιρινές διακοπές…,
Κύριε,
η ψυχή μου:
ένα ψηφιδωτό από μικρές πληγές.
      Που να στραφώ
και να μη νοιώσω
την ηδονή της μοναξιάς.
     Τι να αγγίξω
και να μη σαπίσουν
τα χέρια μου.
      Ποιούς να ακούσω
και να μην γεμίσει
ψεύτικες ελπίδες
η καρδιά μου.
Κύριε,
εισάκουσόν με
      Ότι εσύ
είσαι ο εαυτός μου και η γαλήνη μου.
      Ότι εγώ
είμαι η Αγάπη και η Ειρήνη σου
επί της γης.
Κύριε,
εισάκουσον
την φωνή
των συναισθημάτων μου.

Από την ποιητική συλλογή μου «Ολίγη λιβάς….», εκδόσεις Σελάνα-Πειραιάς 1998, σελίδα 10-11.

      Το κείμενο αυτό, γράφτηκε σε μια περίοδο που διάβαζα πολλά κείμενα κοινωνιολογίας και θέματα γλώσσας. Σκέφτηκα να κάνω ένα πείραμα. Να αναλύσω το ποίημα σαν να ήταν αλλουνού. Και έτσι, αφού έγραψα το ποίημα, και του έδωσα την τελική του μορφή, το δημοσίευσα και κατόπιν άρχισα να το αναλύω σε μια γλώσσα που τότε, διάβαζα σε βιβλία γλωσσολογίας και του συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά, και βγήκε αυτό το κείμενο-ανάλυση, χωρίς να γνωρίζω αν αξίζει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς»
αριθμός 14583/ 3-Νοεμβρίου 1994, σελίδες 1, 4.

Πειραιάς, Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2014  

      Ο ήχος του τελικού ν μου αρέσει γιαυτό, ενώ γνωρίζω τους κανόνες χρησιμοποιήσεώς του όπως και άλλων συμφώνων το χρησιμοποιώ εν γνώσει μου.



                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου