Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ

              Ο Ποιητής Κωστής  Μοσκώφ

                  Σε αυτούς που μας λησμόνησαν


      «Η Ποίηση. Πράξη καιρών λυπημένων…/
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά να φωτίσω το σκοτάδι μου…»
Γράφει σε στίχο του ο Κωστής Μοσκώφ.
     Λόγια σπαράγματα στην στάχτη της σάρκας, στην ερημιά του σώματος, σαν σιωπηλές ροές μυστικών ερώτων από τα βάθη της Ιστορίας που η υπόμνησή τους ενεργοποιεί ακόμα την μήτρα της Μνήμης.
     Σύνολη η ποιητική απόπειρα του Θεσσαλονικιού στοχαστή εστιάζεται σε αυτόν τον αγωνιώδη αγώνα.
        Πώς να λαμπαδιάσει το σκοτάδι μέσα του, εντός μας, γύρω μας. Πως το Αιδοίο της Οικουμένης θα γονιμοποιηθεί ελπιδοφόρα. Πως η Μήτρα του Καθόλου θα φωτιστεί από τον Αναστάσιμο Έρωτα του Συμπαντικού Λόγου.
     Του Λόγου που σπαργανώθηκε στα σπλάχνα της Ιστορίας.
Του Λόγου που σταυρώθηκε από τα καρφιά του Χρόνου.
Του Λόγου που έγινε δοξαστικός παιάνας του Καιρού.
Του Λόγου που μετουσιώθηκε σε οραματικό Έρωτα.
Του Λόγου που είναι το πιο τίποτα από το Τίποτα.
     Η ποίηση του Κωστή Μοσκώφ, αυτού του μαρξιστή και ορθόδοξου ταυτοχρόνως διανοουμένου, είναι μια σειρά από θρυμματισμένες παραληρηματικές αλληλουχίες οραματικού λυρισμού και πανηγυρικής δραματικότητας.
Μια σπαραγματική στοχαστικότητα-με έναν ελεγειακό χρωματισμό-σκοτεινών μάλλον συμβολισμών που αναδύονται από λεκτικές φωτοσκιάσεις, παγανιστικών εικόνων και ερεθιστικών ιδεών. Η γλώσσα του είναι αποκαλυπτική επειδή ακριβώς είναι σιβυλλική, με φιλοσοφικές αναφορές, που προσδιορίζουν όχι μόνο το οπτικό πεδίο των εικόνων που ιχνογραφεί, αλλά και το ήθος της μορφής και των κωδίκων της. Μια γλωσσική εκφορά που ξαναβλασταίνει στους «ανηθοποίητους» καιρούς που ζούμε, τους μαραγκιασμένους κήπους της ψυχής μας και αρδεύει με τον οίστρο του εκφραστικού του ύφους τις Οραματικές μας Επιθυμίες.
     Ο Μοσκώφ δεν γράφει ποιήματα, δεν τον ενδιαφέρει ίσως η ποιητική στιχουργική, οι κανόνες της. Ο ποιητικός του λόγος είναι μάλλον χαώδης νοηματικά, ακούγεται ευγενικά εξωπραγματικός, είναι γενναιόφρονα κατακερματισμένος στις επιμέρους αναφορές του, συνειδητά επαναληπτικός, μουντός μέσα στην μαρμαρυγή των εικόνων του και της ευρύτερης συμβολικής του.
      Και στις δύο ποιητικές συλλογές που γνωρίζω, τα «Ποιήματα» 1987 και «Για τον Έρωτα και την Επανάσταση» 1989 και οι δύο από τις εκδόσεις Καστανιώτης, ο  Μοσκώφ φιλοσοφεί και στοχάζεται. Όπως μάλλον κάνουν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος με την ποίησή του, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος με την «Μικρά Σύρτις» του, ο Νίκος Καζαντζάκης, ή ο Άγγελος Σικελιανός με αρκετά ποιήματά τους, ή ακόμα πολλοί εκκλησιαστικοί ποιητές αλλά και, οι Αρχαίοι Ίωνες διανοητές.
Και στοχαζόμενος ο ποιητής, ξεδιπλώνει την αισθαντικότητά του, τις οντολογικές του αρχές, την οραματική του «κοσμολογία», την ακραία διαστολή του συγκινησιακού του φορτίου, το κοινωνικό σύστημα αξιολόγησής του και την ονειρική κάπως θεοληψία του. Αλλά κυρίως, την εναγώνια πάλη του με το Εγώ της Απουσίας του. Ο Μοσκώφ σπουδαιολογεί στην διαλογικής υφής ποίησή του, την ίδια θεματογραφία που έχει εκθέσει στα σημαντικότατα δοκίμιά του και στις αφηγηματικές του εξομολογήσεις.
Σε έργα όπως: «Η Πράξη και η Σιωπή», «Στα Όρια του Έρωτα και της Ιστορίας», «Η Σάρκα Σου Όλη» κ.λ.π.
     Και στην ποίησή του εκφράζει το ίδιο μυστηριακό δέος μπροστά στο θαύμα της ζωής και του θανάτου. Και ίσως να μην είναι άστοχο αν σημειώσουμε ότι ενώ ο ποιητής μας μιλά με γλωσσικούς κώδικες υμνητικούς, φλογερούς, ένδοξης χροιάς, σε τόνους υψιπετείς, ενστικτωδώς ρέπει προς τον θάνατο, την Άβυσσο, το Κενό, το Τίποτα, το πιο Τίποτα από το Τίποτα. Φράσεις κλειδιά(όπως και άλλες) που επαναλαμβάνονται συχνότατα στην ποίησή του. Μια ποίηση που ο πεζολογικός της λυρισμός επιδιώκει να καλύψει συχνά την νοηματική πυκνότητα, την ρευστή λιτότητά της, και τις υφολογικές μάλλον ακροβασίες της.
    Ο Μοσκώφ κατανοεί, ή ορθότερα αισθάνεται, ότι όσο και να προσπαθήσουμε να ξορκίσουμε τον θάνατο και την επαπειλούμενη φθορά που όλα τα σκεπάζει, όσο και αν φιλοδοξήσουμε να τον εξουδετερώσουμε με τα αυτοδύναμα παιχνίδια του λόγου και της τέχνης, το πρόβλημα παραμένει άλυτο, ανεξιχνίαστο, πάντα κρυμμένο στα ιερογλυφικά άλγη της ζωής. Σαν ονειρικό άγος. Ως το τελευταίο φρικτό Προσωπείο του έσχατου Προσώπου της Ζωής. Ο ποιητής καταφεύγει σε μια νηφάλια εσωστρέφεια σε μια νήφουσα ενδοσκόπηση στην οντολογία της Ελληνικής παράδοσης που σέβεται με πάθος. Σε μια όχι και τόσο χαμηλόφωνη περισυλλογή και συζήτηση προς τα ένδον. Η προσωπική εμπειρία του καθενός μας, η πίστη στην ερωτική μέθεξη της σχέσης με τον άλλον, το διαχρονικό ανθρώπινο αισθάνεσθαι είναι που προσδιορίζουν την ποιητική αναγωγή του Κόσμου, της Ιστορίας-σαν επανάληψη λαθών-των πραγμάτων γύρω μας ως σημείον αναφοράς των επιθυμιών μας.
Το βιωματικό υλικό της ποίησής του αντλείται από ξένες και ντόπιες ποιητικές πηγές και αξίες, από την σύνολη ιστορία της Ελλάδας σαν ενιαίο Σώμα, ιδιαίτερα την νεότερη της διασποράς, από σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν το Κάιρο, και τους ανθρώπους, από αξιοσημείωτα γνωστά και άγνωστα σε εμάς πρόσωπα. Από παλιές δεσπόζουσες μυθολογούσες αφηγηματικές αναφορές πίστης που ακόμα τροφοδοτούν το κοινωνικό σώμα, έστω και σε φανερή ή λανθάνουσα αποσύνθεση, και διαχρονικές ιδεολογίες της Ελληνικής παράδοσης.
      Ορθοδοξοθρεμμένος αλλά και χωρίς αποκλεισμούς της κλασικής αρχαίας παράδοσης, ελληνολάτρης αλλά όχι ξενοφοβικός, αξονίζει στο έργο του τα πανανθρώπινα περισωθέντα σύμβολα και ιστορικές αναφορές της καθ’ ημάς Ανατολής. Και ιδιαίτερα του νηπτικού ερωτικού ρεύματος.
      Ο Χριστός και οι Σεμνές, ο Ελπήνωρ και ο Βαρδάρης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Οδυσσέας, ο Καραγκιόζης και η Σαπφώ, ο Στρατής Τσίρκας και ο Γιώργος Σεφέρης.
Αλλά και, ο Έζρα Πάουντ, και ο Υβ Μπονφουά, ο Κουαζιμόντο και ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ και ο Τζελαλεντίν Ρουμί, παρελαύνουν μέσα στο ποιητικό σώμα και το μπολιάζουν θετικά, το φορτισμένο αυτό σώμα από αναρίθμητες βαθιές αισθήσεις και αιμάσσουσες μνήμες. Νοτίζουν το ποιητικό σώμα της κατάθεσής του, είτε σαν νοηματικές αναφορές, είτε με την υγρασία των εικόνων τους, είτε με αυτούσιες λέξεις από το έργο τους, είτε με ψήγματα ποιητικά. Δεν είναι τυχαίες οι ποιητικές αυτές υπομνήσεις, ούτε χωρίς σκοπό, που συμπληρώνουν ή διακόπτουν ή επεκτείνουν τις περίτεχνες αφηγηματικές του εικόνες και τις εξομολογητικές του λυρικές αναφορές. Αναγνωρίζουμε ακόμα, τίτλους ποιημάτων ή βιβλίων να αρχίζουν την ποιητική του κατάθεση. Άλλοτε πάλι, ο ερμητικός του λόγος είναι τόσο τεχνουργημένος που σε αποτρέπει από την προσπάθεια αποκωδικοποίησής του.
      Ο Κωστής Μοσκώφ αγωνίζεται να μετατρέψει τον Χρόνο σε Πράξη, την Ύλη σε ενσαρκωμένο Εσύ, την Ιστορία σε διαρκή Επανάσταση, την Σιωπή σε Έρωτα.
«Ω Συ Εγώ» υμνολογεί όπως ο μεγάλος μυστικός των Σούφι, Τζελαλεντίν Ρουμί, που ασφαλώς γνωρίζει το έργο του και όχι μόνο, τον αναφέρει με τρυφερότητα καθώς και άλλους μυστικούς. Και αφουγκραζόμενος το δικό του Εγώ, και αρχίζοντας μια συνομιλία μαζί του, επιθυμεί να ταυτοποιήσει όλες τις Συμπαντικές έννοιες που χρησιμοποιεί στο έργο του ξεδιπλώνοντας τον Ναρκισσικό λόγο του:
Χρόνος, Καιρός, Απουσία, Απών, Άβυσσος, Ιστορία, Επανάσταση, Έρωτας, Μνήμη…., και να έρθει αντιμέτωπος και άοπλος με το Τίποτα του Πάντα. Το Τίποτα του Τίποτα, όπως χαρακτηριστικά λέει. Ο Ρώσος ποιητής Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκυ του προσφέρει την διαρκή Επανάσταση, και η Ορθόδοξη παράδοση το Ερωτικό Πρόσωπο της Επανάστασης αυτής. Μόνο που η μάχη, δεν δίνεται πια στα χαρακώματα σύμφωνα με την γνωστή ρήση του υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ, αλλά μέσα μας σύμφωνα με τον χριστιανικό ιδεότυπο και τα πολιτιστικά συμπαραμαρτούντα του μύθου αυτού. Μια αντιστροφή όχι της Χεγκελιανής φιλοσοφικής αρχής, αλλά της επαναστατικής διαλεκτικής.
Μια σύνθεση της πολιτικής οντολογίας με την Ερωτική οντολογία, της καθ’ ημάς Ανατολής.
Παραληρηματική αναρχία, ή χαώδης νεοπλατωνισμός;
      Το Ερωτικό πρόσωπο του Κωστή Μοσκώφ ή κατά τον Μοσκώφ, είναι η Επανάσταση, η Ιστορία ως ανθρώπινη αιμάσσουσα μνήμη, ο Χρόνος ως παραδείσιος ίσκιος, ο Έρωτας που ευκαρπίζει τα πάντα, ο Καιρός ως διαρκές παρών, όλα αυτά σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο Όλον, που σπονδυλώνουν το Καθολικό Σώμα του ανθρώπου. Που προσδιορίζουν αργόσυρτα μέσα στην Ιστορία τον Άλλον. Τον Άλλον όμως μάλλον ως ονειρική Απουσία, ως υπόμνησή του παρά ως Ιστορική παρουσία ή μήπως ως ευκταία κυοφορία στην Ουροβόρο Αναγέννηση του Κόσμου.
     «Εντός μου ήμουνα πάντοτε-δεν γέννησε ακόμα τον Έρωτα, δεν έγινα ο Υιός δεν ήρθα…», γράφει η Απουσία του Ποιητή.
Ο ποιητής χουχουλιάζει στη Μήτρα του Καθόλου Χρόνου, ενώ το ποιητικό του Εγώ νωχελικά περιδιαβαίνει τα Ερωτικά μονοπάτια της Ιστορικής πορείας του Τόπου του και των αρχέγονων παραμυθιακών μύθων του.
Ο γενέθλιος τόπος γίνεται σημείο αναγωγής της ιστορικής σχέσης του ατόμου  με τους άλλους και τον Κόσμο. Ο τόπος μετατρέπεται σε μια αρχέγονη μήτρα όπου κάθε ιστορική σχέση κάθε επικοινωνιακή προοπτική συνιστά και υπέρτατη αξία επαναστατικού λόγου.
     Η Θεσσαλονίκη είναι ότι η Ντουβ για τον Μπονφουά, η Σικελία για τον Κουαζιμόντο, η Ιθάκη για τον Καβάφη, οι Δελφοί για τον Σικελιανό.
     Ο εκκωφαντικός του λόγος γίνεται αντίλαλος του Λόγου της Απουσίας, ή μήπως υπόκωφος ήχος της Αβύσσου, ή Ερωτικός παλμός της Συμπαντικής Σιωπής, γλυκό Νανούρισμα της δικής μας πλησμονής.
Ο ποιητής συνομιλεί με τον Άλλον, που είναι το δικό του Εγώ.
Πότε ως Ελπήνορας, πότε ως Οδυσσέας, πότε ως αίσθηση «πληρότητας» ονείρου της ίδιας του της Παρουσίας. Στοχάζεται και αγναντεύει το Καράβι του Έρωτα που συντρίφτηκε στα βράχια της καθημερινότητας όπως του ψιθυρίζει ως διαθήκη ο μεγάλος αυτόχειρας της Επανάστασης Μαγιακόφσκυ και όχι τόσο ο εξαγνιστικός οραματικός κόσμος του Αρθούρου Ρεμπώ ή του Ισιντόρ Ντυκάς.
     Τα ποιήματά του δεν έχουν τίτλο, δεν προσδιορίζονται από αυτόν ούτε από τα μηνύματα που αυτά κομίζουν και ίσως προβάλουν.
  Αν ξεχωρίσουμε τις τρεις ενότητες που αφορούν:
α) εννέα σχόλια στον Σεφέρη, β) σχόλια στον Έζρα Πάουντ και γ) τα σχόλια στον Κουαζίμοντο, τα υπόλοιπα όπως και οι λυρικές του πρόζες που διανθίζουν το σύνολο ποιητικό σώμα, είναι κρίκοι μιας ευρύτερης αλυσίδας. Είναι μάλλον ποιητικές επεξηγήσεις των στοχαστικών του αναζητήσεων, των οντολογικών ερωτηματικών του, και ακόμα, και οι μεταφραστικές του προτάσεις όπως τις διακρίνουμε στα ποιήματα «Της Σαπφούς» και το «Ανακρεόντια ψήγματα», και ακόμα, σχόλια σε άλλους ομοτέχνους του όπως το ποίημά του «Σχόλια στον Αντώνη Φωστιέρη».
     Το ποιητικό του λεξιλόγιο μάλλον ισχνό, η θεματογραφία του μέσα στα πλαίσια των πολύ στενών επιλογών του, ο νοηματικός και ερωτηματικός του κόσμος σταθερά προσανατολισμένος, η ρυθμοποιία του όχι και τόσο ευδιάκριτη, οι φράσεις του κοφτές και στεγνές, οι προτάσεις του σπασμένες, το ύφος του παιγνιώδες. Πάμπολλες επίσης είναι οι αφιερώσεις του στον μικρό σχετικό όγκο της ποιητικής ύλης, σε γνωστά μας και όχι τόσο γνωστά μας πρόσωπα.
    Ο Μοσκώφ, μιλά για φιλοσοφικές έννοιες μάλλον με ποιητικό τρόπο.
Το χαμένο κέντρο για αυτόν-για το οποίο πρωτομίλησε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος-συνεχώς μεταλλάσσεται. Πότε είναι η Ιστορία, πότε ο Έρωτας, πότε η Επανάσταση, πότε η Πράξη, πότε το Καθόλου της σύλληψής των.
     Η ποιητική του πυξίδα είναι στραμμένη μάλλον προς την αναστάσιμη οδύνη του θανάτου, παρά της ζωής που σπαράσσει χτυπημένος από τα βέλη του Έρωτα. Ενός θανάτου που συνεχώς εξομολογείται τις ιστορίες των προσωπείων του.
      Συχνή αναφορά κάνει καις τον Πατέρα-Αφέντη, και την συνταρακτική συνειδητοποίηση της Απουσίας του. «Πρέπει να γνωρίσω τον Πατέρα. Η Απουσία του καθορίζει κάθε Παρουσία», σημειώνει σε ποίημά του καθώς σφαδάζει από την έλλειψή του σαν μικρό ανώριμο παιδάκι.
Ο Μοσκώφ κατανοεί τους δεσποτικούς δεσμούς αυτής της απουσίας-τουλάχιστον στην παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής-αισθάνεται ότι ο αρχέγονος αυτός πολιτισμικός Μύθος καθορίζει βασανιστικά την ανθρώπινη ιστορία, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Η αυταρχική του ακόμα Απουσία, προσδιορίζει τον Αναστάντα Καιρό, ποδηγετεί την Επαναστατική Πράξη, και η ευκταία σάρκωση του οδηγεί στην Ερωτική ενδογένεια.
    Μπορεί ο μεγάλος θεολόγος Λόσκυ, να μιλά για την τρίτη εποχή του Πνεύματος, όμως κατά βάθος ο Κόσμος αναζητά ακόμα την Απουσία του Πατέρα, στις πράξεις του βίου του και την αυταρχική του παρουσία ως μέγιστου συμβολικού ενοποιού Μύθου αναφοράς.
     Ο Κωστής Μοσκώφ, με συγκινησιακή θα γράφαμε λεξιμαγεία ή με έναν εξομολογητικό «ναρκισσισμό» αρχιτεκτονεί μια ποιητική μεταφυσική καθώς αγωνίζεται να υπερβεί το κενό του ή αλλιώς να βγει έξω από το Πλατωνικό σπήλαιο του Εαυτού του.
Κραυγαλέα ερωτικά τραυλίζει την σχισμένη του ταυτότητα καθώς επιθυμεί τα πράγματα να γίνουν Πρόσωπο.
Το Εγώ του καθενός μας να γίνει Πρόσωπο.
Και το Πρόσωπο ο Άλλος, σε μια διαρκή ενσάρκωση της Απουσίας…

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Οδός Πανός», τεύχος 118/ 10,12, 2002, σελίδες 98-102.
Πειραιάς, Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2014.

Υ. Γ. Και για όσους αγάπησαν το εδώ δημιουργικό συγγραφικό πέρασμά του αναφέρω τα εξής βιβλία του, χωρίς να τα εξαντλώ:
• Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα-Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1978, γ΄ έκδοση
• Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1978.
• Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής Τάξης
    Η διαμόρφωση της Εθνικής και Κοινωνικής συνείδησης στην
     Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1979.
• Θεσσαλονίκη-τομή της μεταπρατικής πόλης, τόμος Α, δεύτερη
   Έκδοση αναθεωρημένη, εκδόσεις Στοχαστής 1978.
• ΔΟΚΙΜΙΑ-Δομές και πράξη στην Ελληνική Ιστορία. Τα
   Σχήματα της ιδεολογίας στην Ελλάδα. Η συνάντηση με το
   Καθόλου. Ενάντια στο θετικισμό και στον οικονομισμό.
    Εκδόσεις Εξάντας 1979.
• Η Πράξη και η Σιωπή-Τα όρια του Έρωτα και τα Όρια της
   Ιστορίας. Δοκίμια ΙΙ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1983.
• Λαϊκισμός ή Πρωτοπορία; Δοκίμια ΙΙΙ, εκδόσεις Καστανιώτη
   1985.
• Αραβική Ποίηση, εκδόσεις Καστανιώτη 1995.
• Εβραϊκή Ποίηση, εκδόσεις Καστανιώτη 1997.
• Η Διοργάνωση του Επαναστατικού μας Ονείρου, εκδόσεις
   Καστανιώτη 1987.
• Η Σάρκα Σου Όλη, εκδόσεις Εξάντας 1998.
• Στα Όρια του Έρωτα και της Ιστορίας, εκδόσεις Ιανός 1998.
   
  
    
        
    
             
               


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου