ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΦΥΓΗΣ
«Το τραίνο της μεγάλης φυγής» (Runaway
Train), 1985 με τους Γιαν Βόιτ, Έρικ Ρόμπερτς, Κόλαν Γκλόμπερντς, Ρεβέκα ντι
Μορνέ και Τζον Ράιαν, είναι ένα κινηματογραφικό έργο, που σπάνια έχουμε την
τύχη να παρακολουθήσουμε στους κινηματογράφους. Παίχθηκε την περασμένη εβδομάδα
σε κεντρική Πειραϊκή αίθουσα.
Πρόκειται για μια ακόμη σπουδαία δουλειά του
σημαντικού Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Κοντσαλόφσκι.
Ο Κοντσαλόφσκι γεννήθηκε στην Μόσχα το
1937. Εποχή παντοδυναμίας των μπολσεβίκων και του πατερούλη Ιωσήφ Βησσαρίωνα Στάλιν, είκοσι χρόνια μετά την Ρωσική επανάσταση. Υπήρξε εγγονός φημισμένου
Ρώσου ζωγράφου και γιος ποιητή. Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως βοηθός και
σεναριογράφος κοντά στον άλλον μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη, τον Αντρέι Ταρκόφσκι. (δες
τα έργα «Αντρέι Ρουμπλιόφ», και «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν»).
Το 1965 γυρίζει την πρώτη του
κινηματογραφική ταινία, με τίτλο «Πέρβι Ούτσιτελ»(ο πρώτος δάσκαλος), δύο
χρόνια μετά, το 1967 γυρίζει την ταινία «Η ευτυχία της Άσια», το 1971 γυρίζει
σε κινηματογραφική διασκευή, το θεατρικό έργο του Άντον Τσέχοφ «Ο θείος Βάνιας»
και το 1978 το έργο που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών με ειδικό βραβείο «Η
Σιβηριάδα». Άλλο του γνωστό έργο είναι, «Ο βάλτος» 1987.
Στο
«τραίνο της μεγάλης φυγής», η σκηνοθετική ματιά και η εξαιρετική και
φροντισμένη στις λεπτομέρειές της κινηματογραφική δουλειά του Κοντσαλόφσκι
έρχεται να δέσει αρμονικά με το καλοδουλεμένο και φιλοσοφικής υφής σενάριο του
επίσης μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα. Η κινηματογραφική αυτή σύζευξη
μας έδωσε σπουδαίους καρπούς που δεν συναντάμε εύκολα στις κινηματογραφικές
αίθουσες.
Μια
απλή καταδιωκτική περιπέτεια,
μετατρέπεται σε μια μεταφυσική σπουδή για την ελευθερία και τον θάνατο. Τα δύο
αιώνια οντολογικά προβλήματα του ανθρώπου.
Η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής από τον
Ιάπωνα και ο μεταφυσικός πεσιμισμός του Σλάβου, συμπλέκονται με τους γρήγορους
και πυρετώδεις αμερικάνικους ρυθμούς, ενός συναρπαστικού θρίλερ και μιας άδοξης
περιπέτειας.
Ο
Κουροσάβα μας παραπέμπει στα πρότυπα της Σαικσπηρικής τραγωδίας και τον τραγικό
ψυχισμό των Ντοστογιεφσκικών ηρώων. Το καλό μπερδεύεται με το κακό, ο θύτης
εναλλάσσεται με το θύμα, ο διωκόμενος με τον διώκτη, ο εξουσιαστής με τον
εξουσιαζόμενο. Δεν υπάρχει ούτε νικητής ούτε ηττημένος, στο ιδιοφυές αυτό
γαϊτανάκι των ανθρωπίνων σχέσεων.
Οι ήρωες, η ζωή, η ελευθερία
συνυφαίνονται στον ιστό της προσωπικής επιλογής του ατόμου που οδηγείται
συνειδητά στον θάνατο. Η γνώση είναι εμπειρική και ο χρόνος που κατακτάται είναι ακαριαίος (η στιγμή).
Με
την επιλογή αυτή, το άτομο επιλέγει να καταργήσει τον ιστορικό χρόνο. Είτε
αυτός προέρχεται από ένα μεταφυσικό και θεολογικό παρελθόν, είτε αυτός ποδηγετείται
και οργανώνεται από μια ιδεολογική ή πολιτική εσχατολογία.
Γιαυτό
οι ήρωες επιλέγουν το ανέλεγκτο παρών, δεν δέχονται το ανελεύθερο μέλλον, ούτε
κανένα άλλης φύσεως προκαθορισμένο από την μοίρα σχέδιο. Τα ίδια τα άτομα
φτιάχνουν την μοιραία πορεία τους και πορεύονται προς την οντολογική τους συνειδητοποίηση.
Είναι άτομα με έντονο υπαρξιακό στιγματισμό και ηθικά αυτάρκη.
Ο ήρωας της ταινίας, είναι ένα τραγικό
συμβολικό πρόσωπο, με επίγνωση των δυνατοτήτων του και του κοινωνικού του
αδιεξόδου, εκδικείται κατά κάποιον τρόπο, την υποταγή του ατόμου στην ανάγκη της
ίδιας της ζωής. Δεν δέχεται να παραμείνει εγκλωβισμένος μέσα στα «τείχη», και
επιλέγει την λύση του θανάτου.
Τα
πάντα αρχίζουν από εμάς και τελειώνουν σε εμάς.
Δύο φορές επαναλαμβάνει σε γιομάτο άκαιρο
ενθουσιασμό ο ήρωας.: «Μην περιμένεις από πουθενά βοήθεια και σωτηρία. Τα πάντα
είναι μέσα στο μυαλό μας».
Με την φράση αυτή, σκηνοθέτης και
σεναριογράφος σου θέτουν ερωτήματα, βάζουν επίσης στον θεατή το σπόρο της
αμφιβολίας για κάθε μέχρι σήμερα βεβαιότητά της ζωής του. Ο άνθρωπος οφείλει να
μην περιμένει βοήθεια από πουθενά στο διάβα της ζωής του, ούτε φυσικά και από
καμία μεταφυσική αρχή, ούτε καν θα γράφαμε, από την θολή και κάπως μπερδεμένη
ελπίδα, που μας αφήνει η ηχητική αναλογία του γνωστού έργου του Σάμιουελ Μπέκετ,
«Περιμένοντας τον Γκοντό»,(Γκοντ =Θεός).
Γιαυτό και η υπέρβαση των ορίων της
ζωής (του) και ταυτοχρόνως η συνειδητή καταστροφή του, είναι μια πράξη
οντολογικής ελευθερίας, έτσι όπως θα την όριζε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, εφημερίδα
«Νίκη»,
της Νίκαιας, αριθμός φύλλου 165/26-Δεκεμβρίου 1986.
Πειραιάς,
Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου