Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ
«Γιατί πρέπει να σημειώσεις πως τους ανθρώπους ή
πρέπει να τους φέρεις με το μέρος σου ή να τους εξαφανίσεις, σαν αλαφριά τους
βλάψεις εκδικούνται, μα όταν βαριά, δεν μπορούν πρέπει λοιπόν η βλάβη να είναι
τέτοια που να μη φοβάσαι εγδίκηση».
Η ρήση αυτή του Νικολό Μακιαβέλλι-στην
μετάφραση του «Ηγεμόνα» από τον Νίκο Καζαντζάκη- έρχεται στην σκέψη μας τώρα
που οι Τσαρουχικοί ναύτες επέστρεψαν στους ναυτώνες τους, (μετά την περιπολία
τους στην στεριά κατά τον ποιητή Μάνο Ελευθερίου, που ερμήνευσε τόσο ερωτικά η
φωνή της Βίκυ Μοσχολιού), τα εμβατήρια σίγασαν, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι
επέστρεψαν στις θέσεις με τα μπόνους τους(ποιος δεν θυμάται τα πρωθυπουργικά
χείλη να λένε το περιβόητο, «είπαμε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι
και 500 εκατομμύρια δραχμές» νομίζω το όνομα ήταν Μαυράκης, και το ποσό 500 και
όχι 50 νομίζω), και έπαψε το κλάμα της κλαίουσας-ως Ιτέας-αεροσυνοδού, και ο
αστρολόγος μαζί με τον εξομολόγο της αγαπητής και πλούσια τα σωματικά ελέη συμβίας,
αποφάσισαν να αποσυρθούν στα ιδιαίτερα δωμάτια της βίλας της Αγράμπελης(λέγε
κωλόσπιτο κατά τον τότε υπουργό εργασίας), που μετά βίας μπορούσε να
συντηρηθεί.
Τι θα απομείνει από τον πολιτικό βίο του
χαρισματικού-βεβαίως, βεβαίως-λαοπλάνου ηγεμόνα, μόνο ο βιογράφος του μέλλοντος
θα αποφασίσει.
Ο
Χρόνος λειτουργεί αφαιρετικά, όταν η μνήμη των ανθρώπων παραμένει εγκλωβισμένη
στα πολιτικά πάθη του παρόντος, και, προσθετικά όταν συνοδοιπορεί με την
Ιστορική εξέλιξη.
Το νόημα της πολιτικής εξουσίας, δεν
βρίσκεται τόσο στην προβολή των αρχών της ή το ευκταίο των επιτευγμάτων της,
όσο στην διαφοροποίησή της από την κατεστημένη πρακτική των προηγούμενων κυβερνητικών
αρχών από τις οποίες παρέλαβε με δημοκρατικό τρόπο την εξουσία. Και ακόμα, στο
ότι παραιτείται από την πολιτική πρακτική και κυβερνητική αβελτηρία του άλλου
κόμματος που διαδέχεται στην εξουσία, και το κυριότερο, ακολουθεί ένα άλλο
πολιτικό ήθος, μια διαφορετική κυβερνητική πολιτική, και ιδιαίτερα, έναν άλλο
πολιτικό τρόπο και μάλιστα Σοσιαλιστικό, όπως ευαγγελίζεται.
Ο σημερινός χειραφετημένος πολιτικά
πολίτης, και όχι ο επαγγελματίας οπαδός, ή ο εν αγνοία(;) μαζάνθρωπος, ή
κρατικοδίαιτος δημόσιος υπάλληλος ή πολιτικός, δύσκολα θα διακρίνει την διαφορά
της εξουσίας του αποθανόντος ηγεμόνα(τι εικόνα και αυτή στο παραθύρι να τον ταΐζει
η κοπελιά με το κουταλάκι, το γλυκό της εξουσίας, αχ!) από τον προηγούμενο της
άλλης ομογάλακτης παράταξης.
Ο αστικός φιλελευθερισμός του πατριάρχη
της συντηρητικής παράταξης, ήταν σε αρκετές περιπτώσεις ομοούσιος του
ριζοσπαστικού βερμπαλιστικού σοσιαλιστικού του αντιπάλου ηγεμόνα. Ναι, ναι,
αυτού του ηγεμόνα που έφυγε για τας Αγγλίας και περίμεναν όλοι να γυρίσει μέσα
σε νεκροφόρα, και αυτός ο ατιμούλης μας γύρισε γαμπρός και μάλιστα φορτσάτος, αχ!
και βαχ! Η πανούργα ιστορία της πτωχής πλην τιμίας πατρίδος ημών και υμών τι
μας επιφυλάσσει για το μέλλον.
Ο εκσυγχρονισμός του κράτους και της
κοινωνίας, ήταν το σύνθημα-εργαλείο της εσωτερικής πολιτικής και των δύο
ηγεμόνων.
Ο
εις, κυπαρισσάκι αψηλό είναι το αγόρι της δικηγορίας που γύρισε από τας
Παρισίους για να μας σώσει, και έκανε τόσες κρατικοποιήσεις, όσες δεν έκανε ο
αλήστου μνήμης Μπρέζνιεφ που έδινε τα ρουφηχτά φιλιά στον ομογάλακτο ηγέτη της
Ανατολικής Γερμανίας Χόνεκερ, και τσουπ, όταν είδε τα εκλογικά σκούρα,
μεταπήδησε στην προεδρία της αχαμνής μας Δημοκρατίας. Ναι, ναι, αυτός που
άκουγε Νάσο Πατέτσο(«ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες
αναμνήσεις…»), αλλά και την Πίτσα Παπαδοπούλου(«η γη όλο γυρίζει ζαλίστηκε όλη
πλάση, και ο νους στριφογυρίζει σε σένα που έχω χάσει…»)
Ο
άλλος, γλεντζές, σκόρπιος, ανεμοδούρας πολιτικά, που χόρευε με την φωνή την
βαριά της Ρίτας Σακελαρίου («είναι γάτα,
είναι γάτα ο κοντός με την γραβάτα»,-παρένθεση εμου του ιδίου-εμένα παιδιά μου
αρέσει το άλλο, «εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» και τους
πράσινους συντρόφους του), που θα φύγουν οι βάσεις του θανάτου-προσοχή όχι όμως
οι όμορφες Βασούλες-δεν θα φύγουν, και να οι διαπραγματεύσεις με τους
γιάνκηδες, και να εμείς σε πορεία έξω από την Αμερικάνικη πρεσβεία. Να οι
συμφωνίες για συμμαχίες, μετά το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο», που εκπαραθύρωνε
υπουργούς μέσα από το αεροπλάνο, που δημιούργησε τα πράσινα καφενεία σε
αντιδιαστολή με τα μπλου, που καρατομούσε τους πάντες σαν άλλος Ροβεσπιέρος,
που ταξίδευε στας Ελούντας με τον Μουαμάρ, και υμνούσε τον σύντροφο Πολωνό
στρατηγό Γιαρουζέλσκι και άλλα πολλά πολιτικά τινά. Που αυτό δεν ήταν χώρα,
ήταν καζίνο πολιτικών και οικονομικών συναλλαγών.
Και από κοντά, για να είμαστε δίκαιοι, οι
καράβλαχοι του καπετάν Γιώτη, οι ψωμωμένοι οικοδόμοι του Γιαννάκη, που δεν
πήραν χαμπάρι ότι ο κινηματογράφος έγινε ομιλών, και αντί για τον Ροδόλφο
Βαλεντίνο θαυμάζουμε πια τον Ροκ Χάτσον. Αυτοί, που όταν σκότωναν οι κόκκινοι
ήταν μαρξιστικά θεάρεστο, όταν σκότωναν οι από εκεί, ήταν του σατανά
καπιταλιστή Άνταμ Σμιθ. Και οι άλλοι, με τα πολλά βιζόν, που έλεγε ο Πειραιώτης
ηθοποιός Θύμιος Καρακατσάνης, οι σύντροφοι από την χαμένη Ατλαντίδα και οι
συντρόφισσες μανικιουρίστριες του Τζένγκις Χαν που έκαναν την πολιτική και
ιδεολογική υπέρβαση και έφαγαν τα ντολμαδάκια στην οικία του Δρακουμέλ(ο
χαρακτηρισμός δεν είναι δικός μου, είναι του Μάνου Χατζιδάκι, έτσι αποκαλούσε
τον περί ου ο λόγος), που εντέλει, είχαν δεν είχαν, έστειλαν αδίκως περ με, τον
Ηγεμόνα στο ειδικό δικαστήριο. Που όταν οι άλλοι έτρωγαν βαλανίδια εμείς
φτιάχναμε Παρθενώνας, σύμφωνα με την γνωστή φράση του καλαμποκάνθρωπου.
Και συνεχίζοντας τα Μποστικά σοβαρότερα, για
μεν την συντηρητική παράταξη, η οποία δεν είχε παρά μόνο ίσως τα τελευταία
χρόνια μια συγκροτημένη ιδεολογική φωνή, εκσυγχρονισμός σήμαινε την υποταγή του
πόπολου-λαού, στον πανηγυρικό «τραμπουκισμό» των οικονομικών κέντρων, τόσο
εντός όσο και εκτός της Ελληνικής επικράτειας. Η συντηρητική παράταξη ελέω
εξωτερικής προστασίας, διατήρησε τις πληγές και τα πάθη του εμφύλιου σπαραγμού
σχεδόν μέχρι το 1981. Η πολιτική βία, η εκλογική νοθεία και ο κομματική
αγυρτεία ήταν μάλλον η μόνη σχεδόν πολιτική της και ίσως και κυβερνητική πρακτική
της, είτε εκφραζόταν με τον στρατιωτικό είτε με τον πολιτικό κοινοβουλευτικό
μανδύα.
Η
πρωτόγονη εξουσία που εκπορεύονταν από την ίδια της την ισχύ, καθήλωσε δυστυχώς
την Ελλάδα για πάνω από σαράντα χρόνια στο άρμα της υπανάπτυξης.
Η κοινωνική υπανάπτυξη, η πολιτική
αναξιοκρατία, η γενικευμένη «γραφειοκρατικοποίηση», η ομαδική κομματικοποίηση
μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, που λειτουργούσαν σαν πειθήνια κομματικά προσκοπάκια,
η οικονομική εξαθλίωση, μείωσαν μέχρι τσακίσματος και καθοριστικά τις όποιες
πολιτικές και ιδεολογικές ανατάσεις του λαού.
Ο παρατεταμένος με πολιτικά μέσα εμφύλιος,
και η σπονδυλωμένη κρατική βία και καταστολή μεταμόρφωσαν τον πολίτη σε ένα
άψυχο γρανάζι μέσα σε ένα αντιδραστικό μηχανισμό που μεγάλωνε σε περιπλοκότητα
πολιτική, έλλειψη και των στοιχειωδέστερων ατομικών δικαιωμάτων και απομάκρυνση
οποιασδήποτε πιθανότητας αυτοδιάθεσης του. Όνειρο του τιμημένου λαού, ήταν μόνο
να γίνουν χαρτογιακάδες, να βάλουν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και αυτά που
θα γεννούσαν οι κορούλες τους στο μέλλον, στο Δημόσιο. Τα δικά μας παιδιά
έπρεπε να βολευτούν και μετά να «κάααθονται» σύμφωνα με την χαρακτηριστική
φράση του αξέχαστου Μίμη Φωτόπουλου. Ή κατά την γνωστή φράση του Γιάννη Ζίγδη,
οι «Έλληνες θέλουν ραχάτ Σοσιαλισμό». Δυστυχώς φοβάμαι αυτή η πολιτική πρακτική
είναι μια από τις παθογένειες που κράτησαν ανοιχτές τις πληγές του εμφυλίου,
και σίγουρα και η ηττημένη αριστερά αποδέχθηκε αυτούς τους όρους και «βόλεψε»
όσους μπορούσε. Ο δικτάτορας της Ισπανίας Φράνκο έχτισε ένα μνημείο για όλους
τους νεκρούς του Εμφύλιου της Ισπανίας, εμείς εδώ, ο καθένας το πολιτικό και
οικονομικό μαγαζάκι του και όλοι μαζί μια θέση στο δημόσιο. Ακόμα και σήμερα, ο
ιδεολογικός εμφύλιος συνεχίζεται σαν να μην άλλαξε τίποτα στον κόσμο. Κάθε Έλληνας και μια διαλυμένη αυτοκρατορία.
Η συντηρητική παράταξη υιοθετώντας τον νόμο
της αντιδραστικής αναγκαιότητας, λόγω του παγκόσμιου διπολισμού κράτησε την
ηττημένη μεγαλύτερη μερίδα του λαού στο ελεγχόμενο από αυτήν κοινωνικό και
οικονομικό περιθώριο. Η πολιτική βία ήταν η μόνη μάλλον επιλογή της, που προβάλλονταν
ως προϋπόθεση της ελευθερίας του αστικού καθεστώτος που προστάτευε.
Μετά την πτώση της στρατιωτικής
δικτατορίας της 21ης
Απριλίου, και την μη, ευτυχώς, επαναφορά της ξενοκίνητης δυναστείας στην
Ελλάδα, μιας δυναστείας που δεν στάθηκε πάντα στο ύψος των ιστορικών της
περιστάσεων και δημιούργησε πολλά πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, αλλά και,
τους επιθανάτιους σπασμούς του τότε κρατικού σοσιαλισμού των χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης, του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ενός Σοσιαλισμού που
αποδείχθηκε ιστορικά ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από προέκταση του Δυτικού
καπιταλισμού εφαρμοσμένου με στρατιωτικά και πολιτικά πιο αποτελεσματικά μέσα,
μια σκληρή δικτατορία πάνω σε οτιδήποτε κινείτο, (πως το έλεγε ο σύντροφος
Λεωνίδας, «άλλο δικτατορία του προλεταριάτου, και άλλο δικτατορία επί του
προλεταριάτου», τελικώς τα έκανε μπάχαλο το τιμημένο προλεταριάτο και
ησυχάσαμε), ο άνεμος της αλλαγής έπρεπε να φυσήξει και σε αυτήν την μικρή νότια
χώρα της Μεσογείου.
Το πείραμα του Σαλβατόρ Αλιέντε στην Χιλή,
είχε πνιγεί στο αίμα από αδίστακτους δικτάτορες καραβανάδες που η ίδια η
κυβέρνηση Αλιέντε έθρεψε στα σπλάχνα της.
Τα
κράτη της Ιβηρικής χερσονήσου αποκτούσαν σιγά-σιγά την δημοκρατική τους
ελευθερία, ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Σαλαζάρ είχε φύγει εξόριστος στο
εξωτερικό μετά την επανάσταση των γαρυφάλλων, και ο Καουντίλιο της Ισπανίας πέθανε
το 1975, και έμενε μόνο η μικρή βαλκανική και υπανάπτυκτη Ελλάδα να ενσωματωθεί
με τις άλλες δυτικές δυνάμεις, μια που σίγουρα, προετοιμάζονταν οι πτώσεις των
Ανατολικών δικτατοριών. Κοινωνικά κινήματα, ριζοσπαστικές ομάδες, διεθνείς
συγκυρίες, οικονομικά συμφέροντα, γεωστρατηγικές επιλογές, επέβαλαν την αλλαγή του σκηνικού στην Ελλάδα.
Στόχος του νέου ηγεμόνα, του εξ Αμερικής
ερχομένου, ήταν η Σοσιαλιστική αλλαγή. Ένας ατέλειωτος φραστικός ριζοσπαστισμός
που μιλούσε στο θυμικό και όχι την λογική του πολίτη. Τα νέα συνθήματα-και όπως
είχε το χάρισμα να τα εκφέρει ο ηγεμών-άγγιζαν την καρδιά του κόσμου αλλά, δεν
άλλαζαν την συμπεριφορά του, ούτε επέφεραν την απαραίτητη ρήξη που είχε ανάγκη
ο τόπος. Το σταμάτημα της διαχρονικής κομματοκρατίας και την αλλαγή επί τα
βελτίω των κυβερνητικών δομών της κρατικής μηχανής. Φιλοδοξία του ηγέτη της
αλλαγής, ήταν η ανάπτυξη μιας μικροαστικής δημοκρατίας με πληβειακές και
λαϊκίστικες μεθόδους. Ο νέος ηγεμών ήθελε να πετύχει εκεί που ο ισάξιος
αντίπαλός του της συντηρητικής παράταξης απέτυχε. Στον αστικό-μικρομεσαίο
εκσυγχρονισμό της Ελληνικής κοινωνίας και την ενσωμάτωση σε αυτόν όλων των
ηττημένων λαϊκών στρωμάτων του εμφυλίου. Έτσι, με την άνοδό του στην εξουσία,
και κατατροπώνοντας τους εσωτερικούς του αντιπάλους στον ίδιο με αυτόν
κομματικό χώρο που τον ανέδειξε(ποιος δεν θυμάται την γνωστή ρήση του
Κατσιφάρα, «Αν δεν ήταν ο Αντρέας, ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας δεν θα μας
ήξερε», στο τέλος μας έμαθαν οι θυρωροί και μας αγνόησαν οι ιδιοκτήτες),
αναδύθηκαν και πάλι στην επιφάνεια όλες οι εσωτερικές αντιφάσεις, οι προσωπικές
ραδιουργίες, οι αιώνιες ελληνικές σπιουνιές, τα συντροφικά μαχαιρώματα που
ενυπήρχαν στην ίδια την πολιτική φύση της νέο-ιακωβίνικης σοσιαλδημοκρατικής
εξουσίας. Τι είχες εσύ Κώστα, ότι θα έχεις εσύ Αντρέα.
Ασφαλώς η νέα πολιτική αρχή είχε και τα
θετικά της πολιτικά ιδανικά και ένα θετικό ποπουλίστικο πρόγραμμα που
εμπνέονταν από αυτό. Είχε ένα σκοπό προς τον οποίο προχωρούσε συνειδητά
ξεπερνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ
βοήθησε την νέα κυβέρνηση να πετύχει στα νέα της βήματα, στα οποία η
αρτηριοσκληρωτική και οπισθοδρομική συντηρητική παράταξη φοβόταν να κάνει. Οι
λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις αν και ποδηγετήθηκαν βρήκαν μια πολιτική κυβερνητική
διέξοδο.
Ο εγωτισμός όμως, οι διάφορες
μωροφιλοδοξίες και ο επιδεικτικός εγωκεντρισμός του νέου Ηγεμόνα, καθήλωσε την
επαναστατική πνοή του κινήματος του, και εγκλώβισε το όραμα και τις κοινωνικές
εξαγγελίες στην ατομική «ψυχοπαθολογία» του ηγεμόνα, του πατέρα-αφέντη.
«Οι άνθρωποι βλάφτουν είτε από φόβο είτε
από μίσος».
Ο Έλλην Ροβεσπιέρος του κομματικού
σοσιαλισμού, κατεχόταν από ένα και μόνο πάθος. Την άνοδό του στην εξουσία
έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Είναι δυστυχώς μια γνήσια ελληνική αρετή, η
φιλοδοξία αυτή που καλύπτεται από τον φραστικό πόθο του κοινωνικού αγαθού της
προσφοράς και της δικαιοσύνης.
Ο όρος σοσιαλισμός, στην ελληνική ακόμα
εκδοχή του, έστω και ως ραχάτ σοσιαλισμός, είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο
προπαγάνδας που καλύπτει πάμπολλες φιλοδοξίες, ακόμα και στην ηθικο-ουμανιστική
μορφή του είναι ένα ειδικό μέσο προαγωγής του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου,
για να παραλλάξουμε και τις φράσεις του Καρλ Σμιτ από το βιβλίο του «Η έννοια
του πολιτικού».
Ο ηγεμόνας για να κρατηθεί στην εξουσία
καρατόμησε όλους σχεδόν τους παλαιούς συντρόφους του, τους εσωκομματικούς του
αντιπάλους και ταπείνωσε μέχρι εξαθλίωσης τους υπόλοιπους συνεργάτες του. Του
έμειναν όπως χαρακτηριστικά έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, όλοι οι «γιες
μεν». Μετέφερε την πολιτική διαμάχη από τα έδρανα του κοινοβουλίου στο
μπαλκόνι. Υπήρξε ο ποιο αντικοινοβουλευτικός πολιτικός των τελευταίων
δεκαετιών. Ποτέ του μάλλον δεν άκουσε εκτός του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολίτευσης άλλον κοινοβουλευτικό άνδρα. Αγνόησε επιδεικτικά και προκλητικά
την εκπροσώπηση της Αριστεράς. Άκουγε μόνο τον αντίλαλο της δικής του
φρασεολογίας συνοδευμένης από τον ήχο των κατ’ επάγγελμα χειροκροτητών του.
Αρχή του λαοπλάνου πολιτικού είναι να
μεταθέτει την συζήτηση από την σφαίρα του πολιτικού, των κυβερνητικών
προγραμμάτων και της ιδεολογικής διαμάχης, στην σφαίρα των αίολων συνθημάτων (Η
Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες), αλήθεια οι Έλληνες σε ποιόν ανήκουν; Και των
τεράστιων μαζικών συγκεντρώσεων, όπου κανένας δεν ακούει κανέναν πέρα από την
συναισθηματική τους εκτόνωση. Αχ! αυτά τα «Κάρμινα Μπουράνα» και τα μεγάλα
σκηνοθετικά πλάνα του Μπρισίμη. Ούτε ο Αϊζενστάιν να γύριζε τον Ιβάν τον
τρομερό πρώτο και δεύτερο μέρος παρακαλώ.
«Γιατί είναι νόμος γενικός κι αλάθητος, ο
ηγεμόνας που δεν είναι από δικού του συνετός δεν μπορεί να δεχθεί συνετούς
συμβούλους».
Ο βάρβαρος ατομικισμός του, συνέθλιψε
κάθε εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, ακόμα και μέσα στον ίδιο τον πολιτικό
του χώρο.
Η
κοινωνία αποδιοργανώθηκε την περίοδο της διακυβερνήσεώς του, και αντί να
συνυπάρξει με τις υπάρχουσες τάσεις της, να τις αφομοιώσει και να τις συνθέσει,
η κοινωνία ή τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι της, κρατικοποιήθηκε επικίνδυνα με
τα μελλοντικά καταστροφικά αποτελέσματα. Το αντιδραστικό και συντηρητικό
κράτος, δηλαδή οι μηχανισμοί του, αντικαταστάθηκαν από τους κομματικούς
σοσιαλιστικούς μηχανισμούς. Τα κινήματα μιας αριστερής, μη κρατικίστικης και
κρατικοδίαιτης προοπτικής καθυποτάχθηκαν ή περιθωριοποιήθηκαν.
Ποια σημαντική νίκη πέτυχε η Ελλάδα στην
εξωτερική της πολιτική την περίοδο αυτή; Πέρα από τις πολιτικές ερωτοτροπίες
του ηγεμόνα με τις τριτοκοσμικές χώρες και τις ανέξοδες πολιτικά συμμαχίες
τους. Το Κυπριακό παρέμεινε άλυτο. Το βορειοηπειρωτικό μετέωρο. Το σκοπιανό
χαμένη υπόθεση(αφού ήμασταν τόσο ξύπνιοι εμείς οι Ελληναράδες και δεν δεχθήκαμε
τον όρο Σλαβομακεδονία που φλέρταρε ο Γκλιγκόροφ). Και οι εξ ανατολών γείτονές
μας καραδοκούν το μοιραίο μας λάθος στο Αιγαίο.
Τα εσωτερικά αδιέξοδα στην οικονομία
εξακολουθούν να τα υπομένουν ο υπερήφανος λαός και τα τιμημένα γηρατειά. Ιο που
ανήκω; Σφικτή πολιτική για τους εργαζόμενους, θαλασσοδάνεια για τους ημέτερους
πατριώτες του σοσιαλιστικού μεγαλείου. Η κυβέρνηση του ηγεμόνα, υπήρξε η μόνη
κυβέρνηση που τιμώρησε την εργοδοσία γιατί έδωσε αύξηση στους εργαζόμενους.
Τέτοιο εργασιακό μέτρο ούτε οι πιο στυγνές συντηρητικές κυβερνήσεις δεν είχαν
επιβάλει. Αν και, ποιος δεν θυμάται τον περιβόητο εκείνον υπουργό εργασίας
(νομίζω Λάσκαρη τον έλεγαν) του συντηρητικού ηγεμόνα, που φώναζε: «φέρτε μου
έναν απεργό πεθαμένο και εγώ θα παραιτηθώ» αν θυμάμαι μετά από τόσα
σοσιαλιστικά χρόνια. Το μόνο που θυμάμαι είναι το «φέρτε μου ένα μαντολίνο για
να δείτε πως πονώ…»).
Η
περιβόητη ΑΤΑ, υπήρξε η μάλλον ψευδή κοινωνικά
πρόταση για να καλυφθεί η συσσώρευση του υπερκέρδους στις ξένες τράπεζες
από τους εδώ οικονομικά ισχυρούς. Και οι μοιραίοι συνδικαλιστάδες ότι φάμε ότι πιούμε
και ότι η σοσιαλιστική μας βράκα χωρά.
Θα μείνουν στην μνήμη μας οι κρουαζιέρες
του με τους φίλους του στο Αιγαίο, την ίδια στιγμή που ο κάτοικος της Καλαμάτας
στέναζε κάτω από τους σεισμούς. Αξέχαστες και οι γελοιογραφίες του Γιώργου
Ιωάννου στην εφημερίδα «το Ποντίκι», για τα γεγονότα αυτά. «Αφήστε με
καταραμένες σειρήνες να πάω να βοηθήσω το λαό μου» φώναζε ο δεμένος στο κατάρτι
ηγεμόνας. Ίσως, για να δικαιωθεί το περιβόητο σύνθημά του, «το κόμμα-Πασόκ στην
κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Καλά μου έλεγε η γιαγιά μου, «παιδάκι μου
έχεις προβλήματα, φόρεσε στενά παπούτσια». Η εκπαραθύρωση συνεργατών του, τα
συνθήματα mea culpa, το παλαιότερο «κάτσε κάτω κουλοχέρη»(για
τον Σάκη Καράγιωργα όπως άδετε), το «Τσοβόλα δώστα όλα»(καλέ, από κάτω ήμουνα
τότε και άκουγα τον γιο του αγωγιάτη), και η επικρότηση της διασπάθισης του
δημόσιου χρήματος από διοικητές οργανισμών, άλλους παρατρεχάμενους συμβούλους,
(πάντως
μεταξύ μας, ποτέ δεν κατάλαβα, πως από την πτωχή πλην τιμία μητέρα πατρίδα
Ελλάς, βγήκανε τόσα άτιμα πλούσια παιδιά, λαμόγια υπερήφανων προγόνων; σε ποιόν
έμοιασαν εν τέλει. Μπάσταρδοι απόγονοι ή εκδιδομένη μάνα;), ποιος δεν θυμάται
τον περιβόητο κύριο Τόμπρα και τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών
συνδιαλέξεων, αλλά και τα σημαδεμένα ψηφοδέλτια για την εκλογή προέδρου της
Δημοκρατίας, και άλλα σοσιαλιστικά μεγαλεία(που, «νάταν η θάλασσα μελάνι νάταν
ο ουρανός χαρτί πάλι δεν θα έφταναν να γράψω…» που λέει και το άσμα) μερικά
μόνο από τα πολιτικά λάθη τα τραγικά για την χώρα, του ηγεμόνα που φιλοδόξησε
να αλλάξει και μάλιστα σοσιαλιστικά-τρομάρα μας-την Ελλάδα.
Και όσο για την μεγάλη ρήξη των μπλε και
πράσινων ψηφοδελτίων, δεν ήταν παρά ένας αγώνας παραίτησης από την εφαρμογή του
συνταγματικού καθεστώτος, και την αντικατάστασή του από μια κεντρική
προσωποπαγή εξουσία, αυτήν της κομματικής νομενκλατούρας.
Έτσι το δίλημμα του ψηφοφόρου, μεταξύ
μιας απολυταρχικής προσωποκρατίας και μιας κοινοβουλευτικής δικτατορίας των
συντηρητικών, υπήρξε έντονο, και τον εγκλώβισε στα γρανάζια του διπολισμού και
των πολιτικών αδιεξόδων.
Στην περίοδο της διακυβερνήσεώς του, είχαμε
την ανάπτυξη ενός «προλεταριάτου» της μικροαστικής τάξης, δίπλα στην
προλεταριακή ομάδα της εργατικής. Υιοθετώντας ένα πορτ πουρί από τα πιο αίολα
και νεφελώδη μαξιμαλιστικά συνθήματα της αριστεράς, έθεσε εκείνη και το
πρόγραμμά της στο χρονοντούλαπο της πολιτικής ιστορίας και ενστερνίστηκε
τεχνηέντως όλη την διωκόμενη έκφραση και πολιτική της προδικτατορικής λαϊκής
τάξης.
Κατάφερε κάπως να εκσυγχρονίσει τη
συντηρητική παράταξη, να ξεδοντιάσει τα διάφορα Αβερωφικά σταγονίδια, ενώ ώθησε
άλλες δυνάμεις στο περιθώριο.
Ο
σοσιαλιστικός μετασχηματισμός που επαγγέλλονταν ο ηγεμόνας, αναφέρονταν σε μια
άλλη ιστορικά εποχή, όπου ήταν περισσότερο ένας τρόπος ζωής και αποτελεσματική
πολιτική απάντηση στην εξαθλίωση των αστών. Η ελληνική εκδοχή του, τον
αποψίλωσε από την δυναμική του και την θετική εκτίμηση των λαϊκών στρωμάτων.
Αν αληθεύουν ως πολιτική ερμηνεία οι
παραπάνω σκέψεις-που αποτυπώνονται με ένα σατιρικό τρόπο-ενός απλού πολίτη,
άνευ εξουσίας και πολιτικής φιλοδοξίας, και δεν είναι μια παρερμηνεία των
πρόσφατων πολιτικών γεγονότων που έζησε και εκείνος, τότε αναρωτιέται κανείς,
αν άξιζε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί όλη αυτή η φανφάρα της επικήδειου τελετής.
Μια παράσταση, που εκθέτει και τον πολιτικό βίο του ηγεμόνα με τις αρετές, τα
προτερήματα και τις παρασπονδίες του πολιτικού ανδρός, αλλά και ολόκληρο τον
περήφανο λαό. Αφού, το ήθος του πολιτικού, καθορίζει και την απόσυρσή του από
αυτήν.
Και
αναρωτιέται κανείς, πως θα κηδεύαμε έναν ήρωα που έπεσε στο πεδίο της μάχης,
έναν επαναστάτη πολεμιστή της απελευθέρωσης του 1821, έναν εθνικό ευεργέτη,
έναν θρησκευτικό «άγιο» άνθρωπο; Τέλος, έναν απελευθερωτή, που δεν βαρύνεται ο
πολιτικός του βίος από ένα οικονομικό σκάνδαλο και το Ωνάσειο άγος. Ένας
πρόεδρος της Δημοκρατίας πως κηδεύεται; Πως κηδεύτηκαν οι άλλοι σοσιαλιστές
ηγέτες των φίλων Ευρωπαϊκών κρατών;
Δεν είναι επικίνδυνη αυτή η έντονη και άκομψη
προσωπολατρία; Πως κηδεύτηκε πριν λίγο καιρό ο νομπελίστας μας ποιητής;
Δηλώνει
σοσιαλιστικό ήθος και πρακτική, η ταύτιση ενός Έθνους με το κόμμα; Δηλώνει
πολιτική ωριμότητα η ταύτιση της πατρίδας με τον ηγεμόνα;
Είμαστε
σκεπτόμενοι πολίτες ή εξαθλιωμένα ανδράποδα;
Είμαστε
πολιτικά όντα όπως μας όρισε ο παππούς μας Αριστοτέλης ή μήπως προλεταριακές
μονάδες αναπαραγωγής όπως πρέσβευε ο άλλος παππούς μας ο Καρλ Μαρξ.
Ασφαλώς η Ιστορία θα αξιολογήσει και θα
κρίνει την θετική συνεισφορά του ηγεμόνα και των κυβερνήσεών του, όμως την
εξαθλίωση και την οικονομική και κοινωνική αναξιοπρέπεια την ζούμε και την
βιώνουμε εμείς εδώ και τώρα, στο αμείλικτο πολιτικό παρόν.
Μήπως
λέω, μήπως χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε μας ευνούχισε πολιτικά όπως και τους
κομματικούς του συντρόφους; Η Δημοκρατία των κουπονιών και των κάθε λογής σόου,
μήπως έχει ανάγκη από τέτοιου είδους και χροιάς θεάματα, που καταργούν την μόνη
ισότητα που μας έχει απομείνει αυτήν του θανάτου;
Τέλος, το ερώτημα του Μακιαβέλλι παραμένει
για τους σύγχρονους Έλληνες που τους ανήκει η Ελλάδα:
«Υπάρχουν
τριών λογιών μυαλά: Όταν καταλαβαίνεις μόνος σου, όταν καταλαβαίνεις όταν οι
άλλοι σου δείξουν, όταν δεν καταλαβαίνεις μήτε μόνος σου, μήτε όταν οι άλλοι
σου δείξουν».
Άραγε εμείς οι σύγχρονοι νεοέλληνες σε
ποια κατηγορία ανήκουμε;
Υ.
Γ. Τα αποσπάσματα του κειμένου ανήκουν στο βιβλίο του Νικολό Μακιαβέλλι «Ο
Ηγεμών» σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη, των εκδόσεων Γαλαξίας 1961.
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, "Η Φωνή του Πειραιώς", αριθμός 15090/26-Ιουλίου 1996.
Πειραιάς 5 Ιανουαρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου