Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ-Η ΖΩΗ ΜΟΥ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ  ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

«Η ζωή μου» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, δημοσιεύτηκε σε είκοσι εννέα συνέχειες στο εβδομαδιαίο λαϊκό περιοδικό «Μπουκέτο» περιοδικό με το οποίο συνεργαζόταν συχνά ο ποιητής. Κρατώντας όμως και τις σχετικές αποστάσεις από την εκδοτική του ομάδα, όπως μας φανερώνουν τα προτρεπτικά γράμματά του προς τον νέο εκκολαπτόμενο συγγραφέα, τον Γιώργο Κοτζιούλα. (1) Και, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος: «Πως υποφέρω τους ανθρώπους του Μπουκέτου. Μα, διάβολε, πάλι να το ξαναλέμε. Με διασκεδάζουν απλούστατα. Δεν τους παίρνω στα σοβαρά…».
Δημοσιεύτηκε με τον επίτιτλο «Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας» επίτιτλος που υποδηλώνει τις προθέσεις, την διάθεση αλλά και το περιορισμένο χρονικό όριο της απομνημονευματικής αυτής προσπάθειας. Παρουσιάστηκε από 28 Απριλίου έως 31 Οκτωβρίου 1940, χάριν των αναγνωστών όπως αναφέρεται στην προεξαγγελτική έκδοση του περιοδικού.
Το έργο επιμελήθηκε, σχολίασε, ο δοκιμιογράφος και μελετητής Γιάννης Παπακώστας και εκδόθηκε για πρώτη φορά, το 1986 από τις εκδόσεις «Στιγμή». Μια επαινετή προσπάθεια που εκφράζει την ευαισθησία τόσο των εκδοτών, όσο και του επιμελητή.
Για την έκδοση αυτή, ο κριτικός Δημήτρης Δασκαλόπουλος(2) σημειώνει: «Η ζωή μου» γράφτηκε πιθανότατα το 1940 και όχι πάντως πολύ πριν από τη δημοσίευσή της. Το άτσαλο ύφος που τη διακρίνει, δείχνει ζεστό κείμενο που δεν έχει περάσει αναθεώρηση…, σελίδα 135 και αλλού. Το χρονογραφικό, παιγνιώδες και ανεπεξέργαστο ύφος του, μαρτυράει τον άνθρωπο, που βιάζεται να μεταδώσει και να περισώσει τις μνήμες του, προσωπικά και μόνο ενδιαφέρουσες».
Από το έργο αυτό, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης άφησε απέξω την αυστηρά προσωπική του ζωή και, περιορίστηκε στην εξιστόρηση πραγμάτων και γεγονότων που ενδιαφέρουν τον μελετητή. Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία, έχουμε την αίσθηση ότι ζωντανεύει μπροστά μας το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Οροφέρνης», χωρίς ίσως, τις μάταιες ραδιουργίες μεταμέλειας του μισοζαλισμένου αγοριού της Ιωνίας, του έμορφου Οροφέρνη Αριαράθου. Οι ραδιουργίες, ήταν κάτι που δεν ταίριαζαν στην νωχελική ιδιοσυγκρασία του Πλάτωνα Χαρμίδη. Για τον συνεπή χαρακτήρα του γράφει ο ποιητής Τάκης Κ. Παπατζώνης:(3) «Η απόλυτη συνέπεια που διέπει ολόκληρη την ζωή του και το έργο του μία και μόνη γραμμή αισθητική, μία και μόνη γραμμή ηθική, απότοκη της αισθητικής και παράλληλη ανάληψη όλων των ευθυνών που απορρέουν από την στάση του αυτή, ευθυνών πολύ βαριών που μοιραία θα κατάληγαν εκεί που κατάληξαν».
Η αυτοβιογραφία, μας προσφέρει στοιχεία απαραίτητα όχι μόνο στην έρευνα για την ζωή του ποιητή, αλλά και για τα φιλολογικά γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας.
Μέσα από τις 167 σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν, ο ποιητής, η πολυφίλητος μητέρα του, ο αυστηρός και κάπως αυταρχικός πατέρας του, το ιστορικό γεγονός του θανάτου του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, που είναι για τον νέο ποιητή η πρώτη του επαφή με την ιδέα του θανάτου, καταθλιπτική σαν εφιάλτης όπως ο ίδιος σημειώνει δες σελίδα 23. Με γλαφυρότητα περιγράφει το ταξίδι του στο Ναύπλιο, αναφέρει το οικογενειακό τους οδικό ατύχημα στο Παλαμήδι, μας πληροφορεί για τα πρώτα του διαβάσματα, τους αγαπημένους του συγγραφείς. Με χάρη σημειώνει τις αθώες παιδικές του σκανδαλιές με αρκετή νοσταλγία, μιλά για τα παιδικά του χρόνια, κάνει λόγο για το πρώτο του ψευδώνυμο «Αιθήρ» που χρησιμοποίησε στο πασίγνωστο στην εποχή του περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» που εξέδιδε ο θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Η πρώτη ενότητα κλείνει χρονολογικά γύρω στο 1900 με την ζωή του μικρού ποιητή. Αξίζει νομίζω να αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα, για να κατανοήσουμε σωστότερα και ουσιαστικότερα την ατίθαση και αδέσμευτη φύση του. Και ίσως έτσι κατανοήσουμε την άστοχη μάλλον κρίση του μελετητή Αλέξανδρου Αργυρίου(4) για τον ποιητή, ο οποίος ανάμεσα στις άλλες αρνητικές κρίσεις του σημειώνει τα εξής: «Με τις ψυχολογικές ερμηνείες που είχε θρέψει ένας αναφομοίωτος φροϋδισμός εύκολα και ανώδυνα κατέληγες ότι ο προκλητικός του λόγος αποτελούσε έκφραση του εξιμπισιονισμού του».
Και σαν μία ακόμα συνμαρτυρία για την μάλλον μεροληπτική και άστοχη όχι από άγνοια, αλλά, από προσωπική ιδιοσυγκρασία κρίση του Αλέξανδρου Αργυρίου για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αναφέρω μία από τις πολλές κρίσεις του Τάσου Κόρφη(5), ο οποίος κρίνοντας τις θέσεις του κριτικού σημειώνει: «Όλο αυτό το απόσπασμα θλίψης ενός απροσάρμοστου για την εποχή του ανθρώπου, που εκφράζεται με μια βιωματική ποίηση, σπαρακτικού ή προκλητικού τόνου τον αφήνει αδιάφορο».
Γράφει λοιπόν ο μελαγχολικός ποιητής στην αυτοβιογραφία του: σελίδα 42
«Τη μαθητική μου ζωή, παρ’ όλες τις ωραίες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και τις περιποιήσεις των δασκάλων μου, ακόμα κι ως τα τελευταία χρόνια της, δεν την αναπολώ ευχάριστα. Το πνιγηρό της το σχολαστικό της ο διαρκής της εξαναγκασμός το αμέθοδο κι αψυχολόγητό της για την πολύ ευαίσθητη ψυχή μου, της έχουν μείνει άχαρα και αντιπαθητικά… Δίχως να δείχνω τίποτα το δύστροπο ή το ατίθασο κι επαναστατημένο, είχα πάντα ένα μίσος έμφυτο σε κάθε πειθαρχικό, συμβατικό, υποχρεωτικό κι επιβαλλόμενο».
Σκέψεις, όπως και άλλες, σκόρπιες μέσα στο έργο του, που φανερώνουν πόσο άδικο έχουν οι επικριτές του.
Η δεύτερη ενότητα, αρχίζει όταν ο ποιητής ήταν 12 χρονών. Με σαφήνεια αναφέρει τις πρώτες απόπειρες της συγγραφικής του δημιουργίας, μιλά επίσης για την συγγραφή ενός πρωτόλειου θεατρικού έργου με τον τίτλο «Νέρων ο Τύραννος», δράμα εις δύο πράξεις. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και από τις σελίδες της εφημερίδας «Εστία». Σχολιάζει τις αποτυχημένες του απόπειρες έκδοσης μικρών σχολικών εφημερίδων όπως: «Το Ωχρόν Λυκόφως», η «Μελέτη», και το «Πάρθιον Βέλος» σελίδα 46. Τίτλοι που ξενίζουν αλλά και υποδηλώνουν το ρομαντικό του ύφος. Με όχι και τόσο ευχάριστη ανάμνηση γράφει για την ημιτελή του απόπειρα να συγγράψει ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο «Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» που ευτυχώς για τα φτωχά μας γράμματα έμεινε κι αυτό ημιτελές, γράφει ο ίδιος στην σελίδα 47.
Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης σπούδασε την επιστήμη της Νομικής, χωρίς ποτέ να εξασκήσει το επάγγελμα του Δικηγόρου. Και από προσωπικό του σχολιασμό, για τις σπουδές του στην σελίδα 61, διαπιστώνουμε ότι δεν συμπαθούσε και τόσο την επιστήμη αυτή. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του για την γνωστή υπόθεση των Ευαγγελικών. Την μετάφραση του Ευαγγελίου στη Δημοτική γλώσσα από τον Πειραιώτη συγγραφέα και μάλλον ακραίο δημοτικιστή Αλέξανδρο Πάλλη στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1901, που δημοσιεύτηκε στις στήλες της εφημερίδας Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη.
Σκιαγραφεί με νοσταλγία τις φιλικές του σχέσεις με τους αδερφούς Γιώργο και Φώτο Πολίτη, και ακροθιγώς αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα. Τις απόψεις και το ενδιαφέρον του Λαπαθιώτη για την γλώσσα, εκτός των άλλων, το διαπιστώνουμε και από μία απάντηση που έστειλε στον συγγραφέα-δοκιμιογράφο Νάσο Δετζώρτζη(6) και μιλά για τις «ερασιτεχνικές του ασχολίες».
Εκπλήσσει η επιθυμία του να συγγράψει μια γραμματική της Αρβανίτικης γλώσσας, και η κατάρτιση της συλλογής των Ομωνύμων της Ελληνικής τόσο της Δημοτικής όσο και της Καθαρεύουσας. Με χαρά θυμάται τις πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθούσε και τους ηθοποιούς που συνάντησε. Η πολιτική σταδιοδρομία του πατέρα του ιχνογραφείται με στην σκιά του οποίου βρισκόταν πάντα ο ποιητής, όσον αφορά την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αρκετές ακόμα φορές, κάνει λόγο για την δεύτερη αγάπη του, που είναι η Μουσική, μιλά για τις συνθέσεις του, και τα μουσικά του κομμάτια που συνέθεσε. Σκιαγραφεί ακόμα την συνάντησή του με τον Εθνάρχη πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Αρκετές σχετικά σελίδες της αυτοβιογραφίας του καταλαμβάνουν οι θύμησές του, της έκδοσης του γνωστού περιοδικού «Ηγησώ», που εξέδωσε μαζί με μια πλειάδα γνωστών λογοτεχνών. Όπως οι: ποιητές Κώστας Βάρναλης, Ο Πειραιώτης Νίκος Χαντζάρας, ο Ρώμος Φιλύρας, ο γιος του Κωστή Παλαμά ο Λέανδρος Παλαμάς, ο συγγραφέας Νίκος Καρβούνης, ο Κουμαριανός, ο Καλαμάς, και οι αδερφοί Γιώργος και Φώτος Πολίτης.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε την ιδρυτική διακήρυξη του περιοδικού:(7)
«Λίγοι νέοι, ενωμένοι από κοινά κάπως ιδανικά, είδανε πως δεν είναι άσκοπο από καιρό σε καιρό να ανταμώνουν τα τραγούδια τους σε ένα φύλλο χωριστό. Το αντάμωμα τούτο γίνεται, χωρίς να τους κρατεί μακριά από το σεβαστό κέντρο που υπηρετούνε στον τόπο μας και δυναμώνουν την ποιητική ιδέα, και που τους κάνει την τιμή να δέχονται να δημοσιεύουν τα έργα τους. Δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό παρά τον πόθο που τους γεννήθηκε να συντελέσουν, όπως μπορούν, σε κάποιο οργάνωμα-να πει κανείς-συναυλιών, ξεχωρισμένων ποιητικών που θα στέκονταν ικανό με τον καιρό να κινήσει πιο πολύ την προσοχή και να γεννήσει πιο ζωηρή την συμπάθεια όλων εκείνων που καταλαβαίνουν και αγαπούν ξεχωριστά την Ποίηση. Τέτοιο με λίγα λόγια το πρόγραμμα της Ηγησώς και τέτοια η φιλοδοξία των ιδρυτών της».
Μια ιδρυτική διακήρυξη που δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1907 και που μάλλον δεν θα δοθεί η ευκαιρία από άλλους ευαίσθητους νέους να ξανακουστεί. Αφού, είμαστε οι τελευταίοι μάρτυρες ενός πολιτισμού που στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στον Λόγο. Ίσως η ποιητική γραφή ολοκλήρωσε τον κύκλο της, ακριβέστερα, ο γραπτός λόγος. Εκτός ίσως αν το όραμα του Όσβαλντ Σπέγγλερ και οι θεωρίες του να επαληθευτούν.
Ο πάντοτε σαρκαστικός και παιγνιώδης Κώστας Βάρναλης(8) γράφει σχετικά στο κεφάλαιο των Απομνημονευμάτων του, με τον τίτλο «Προς κατάκτησιν της Αθανασίας»:
«Την άνοιξη του 1907 που…, κελαηδούσε τα πουλιά κι ανθοβολούσανε οι λεμονιές κι οι ακακίες, παραβιάσαμε την… πύλη της Αθανασίας. Δέκα άγνωστοι στο κοινό και… συναμεταξύ τους νεαροί φοιτητές, παραστρατισμένοι από τις «σοβαρές» σπουδές στις πλαγιές του Ελικώνα, αποφασίσαμε να βγάλουμε ένα περιοδικό. Στα καλά καθούμενα πιστεύουμε, πως από μας άρχιζε νέα εποχή για την ανθρωπότητα από μας θα άρχιζε η… Ιστορία».
Την ίδια εποχή γνωρίζεται και με τον Ρώμο Φιλύρα, ο οποίος τον απεκάλεσε Σέλλεϋ της Ελλάδος σελίδα 88. Συνδέεται επίσης φιλικά με τους Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, Άγγελο Σικελιανό, Τάκη Παπατζώνη, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Παύλο Νιρβάνα, κ.ά.λ.
Ένα αίσθημα που διακρίνεται έντονα μέσα στο έργο του και επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, είναι αυτό της Δικαιοσύνης, όπως επίσης και της Φιλοζωίας. Της μεγάλης του αγάπης για τα ζώα και ιδιαίτερα για τις γάτες. Στην σελίδα 99 επίσης, μας μιλά για έναν ιδανικό ομιχλώδη έρωτα για μια γειτονοπούλα του.
Την περίοδο αυτή, αρχίζει να κρατά ημερολόγιο της αισθηματικής του ζωής. Δεν προκαλεί έκπληξη ακόμα η αναφορά του στην έντονη φιλία του με τον Ε. Κ. το 1908 μαθητή Πρακτικού Λυκείου. Μια στενή φιλία που όπως σημειώνει σελίδα 105, κράτησε για πολλά χρόνια.
Ένα από τα ενδιαφέροντα μέρη της αυτοβιογραφίας μάλλον αρχίζει την χρονική αυτή περίοδο. Είναι η εποχή που ο Αθηναίος Ντόριαν Γκρέϋ κατά τον χαρακτηρισμό του καθηγητή και μελετητή Κώστα Στεργιόπουλου(9) παρουσιάζει στο γνωστό περιοδικό Νουμάς, το γνωστό Μανιφέστο του. Ένα Μανιφέστο, που, αν το διαβάσει κανείς προσεκτικά, και γνωρίζει τις κατοπινές αντιδράσεις που προκάλεσε θα διαπιστώσει μάλλον ότι ο Λαπαθιώτης, το συνέγραψε χωρίς επίγνωση της όποιας αξίας και συμβολής του, και με πρόθεση όχι τόσο να αλλάξει τα λογοτεχνικά δεδομένα της εποχής του, αλλά μάλλον να στηλιτεύσει πρόσωπα και καταστάσεις του πνευματικού κατεστημένου.
Ο μοναχικός νυκτόβιος-ισόβιος εραστής των «Αττικών νυκτών» κι απόκοσμος ωραιοπαθής, όπως τον απεκάλεσε ο κριτικός Τέλλος Άγρας(10) δεν διακρινόταν για την ριζοσπαστικότητά του, την ρηξικέλευθη σκέψη του-εκτός από την ερωτική ζωή- ο Λαπαθιώτης περισσότερο διαισθανόταν τα προβλήματα του καιρού του, αλλά δεν αποφάσιζε εύκολα να τα λύσει. Ίσως, γιατί ο ποιητής έβλεπε την ζωή μάλλον ορισμένες φορές σαν θέαμα και όχι σαν ένα διαρκή αγώνα. Σαν θέαμα που η αληθινή τραγωδία παιζόταν πίσω από τα παρασκήνια, έξω από την κουΐντα, στην ίδια την ζωή των ανθρώπων και την προσωπική του ζωή παρά πάνω στην σκηνή.
Την περίοδο αυτή, αρχίζει και η έντονη, ξέγνοιαστη, ανέμελη, και πλουσιόδωρη νυχτερινή ζωή του. Έχουμε επίσης, την σύντομη επαγγελματική του σταδιοδρομία κοντά στον στρατιωτικό πατέρα του, και το ενδιαφέρον όσο και μοιραίο ταξίδι του ποιητή στην Αίγυπτο, όπου ακολούθησε τον πατέρα του ως εκπρόσωπο της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Με έναν ελεγχόμενο και μάλλον «αδιάφορο» ενθουσιασμό σκιαγραφεί την συνάντησή του με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Και γράφω την λέξη «αδιάφορο», αν σκεφτούμε την συγγενή με εκείνη του κλεινού Καβάφη ιδιοσυγκρασία του Λαπαθιώτη και τον τρόπο περιγραφής της συναντήσεώς των σε αντιδιαστολή με μια άλλη περιγραφή του Αλεξανδρινού από τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη.
Τέλος, με προσοχή και κάποια θλίψη, διαβάζεται το κομμάτι εκείνο της αυτοβιογραφίας που ο ποιητής μιλά για την μύησή του στον παράξενο κόσμο των ναρκωτικών. Μια μοιραία μύηση που οδήγησε μάλλον τον ωραίο αυτόν δανδή, αυτόν τον μετενσαρκωμένο στην Αθήνα, Κυρηναϊκό των Ελληνιστικών χρόνων, εθελοντικά στα ένδοξα τάγματα του Πλούτωνα.
Όπως εύστοχα και με ποιητικό τρόπο σημειώνει ο συγγραφέας Νίκος Δανδής, ο Λαπαθιώτης, έκτοτε ζούσε μια ζωή εν αναστολή. Θα σημείωνα ότι ίσως να ήταν χρήσιμο αν κάποιος μελετητής σχολίαζε και ερευνούσε την ζωή και το έργο των πνευματικών εκείνων ανθρώπων που μυήθηκαν στους τεχνικούς αυτούς παραδείσους, ατόμων όπως ο Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, κ.λ.π., αλλά και ξένων, όπως ο Άλντους Χάξλευ, ο Κάρλος Καστανέτα, ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ κ. ά. λ.
Η αυτοβιογραφία δημοσιεύτηκε μετά την έκδοση 1939 της μοναδικής του επιλεκτικής ποιητικής του συλλογής, «μεσούσης» της δικτατορίας Μεταξά.
Για την διστακτικότητα του ποιητή, στο να συγκεντρώσει και να εκδώσει το διασκορπισμένο σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες έργο του, μας μιλούν με γλαφυρότητα διάφοροι ομότεχνοι και προσωπικοί φίλοι του ποιητή. Όπως ο Τάκης Παπατζώνης, ο Μήτσος Παπανικολάου κ. ά. λ.
Χωρίς να τον διακρίνει κανενός είδους ευδιάκριτος ιστορικός ή συγγραφικός μεγαλοϊδεατισμός, και που ταίριαζε στην εποχή του, αλλά ίσως και την αστική καταγωγή του, ένα μεγαλοπρεπές-πομπώδες ορισμένες φορές-στην απλότητά του και συγκινητικό ύφος, έστω άτσαλο, χωρίς όμως να χάνει την επισημότητά του, ένα ύφος που καλλιεργεί «ευγενείς και τραγικές ανατριχίλες» υαλογραφεί τις περιόδου της ζωής του από την στιγμή της γέννησής του έως το 1917, μετά τον γυρισμό του από την Αίγυπτο.
Χωρίς φραστικούς εκκεντρισμούς, παρ’ ότι εκκεντρικός και αρκετά είρων ο ίδιος στην ατομική του ζωή, μέσα από τα ενδιαφέροντα αυτά απομνημονεύματα-κείμενα που δυστυχώς δεν έχει την μεγαλειώδη ανθρωπιστική ατμόσφαιρα, την λυτρωτική εξομολογητική υφή, του θεολογικότατου De Profundis του Άγγλου συγγραφέα Όσκαρ Ουάίλντ, αναδύεται ένας ποιητής μειλίχιος, πράος αλλά και σαρκαστικός, φιλάνθρωπος και φιλόζωος.
Λυρικός στα αισθήματα, απαισιόδοξος από φύση, και επιρρεπής στις ηδονές που ενσυνείδητα επέλεξε.
Αλλά, πάνω από όλα, είναι ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, λάτρης της ιδανικής ομορφιάς. Ένας καλλιτέχνης που παρ’ όλη την άπτερη αισιοδοξία του, μόνο το «ζην αισθητικώς» επεδίωκε.
Με ένστικτη καχυποψία και εμφανή διακριτικότητα, μήπως «συνεισελάση» μέσω της γραφής η ιδιωτική του ερωτική ζωή, καταγράφει όχι μόνο τις νεανικές συναισθηματικές του ευπάθειες, αλλά μας αποκαλύπτει έναν ψυχικό κόσμο όλο αρχοντιά που ανεμοζυγιάζεται ανάμεσα στην Ομορφιά και το Όνειρο, την Τέχνη και τις βιοποριστικές ανάγκες, έστω και αν το «δόγμα το τυραννικό», ο «έρωτας που ντρέπεται να πει το όνομά του», υφέρπει μέσα στα κείμενά του και σκιάζει την ατμόσφαιρά τους, ενώ είναι εμφανέστερο στην ποίησή του.
Την ψυχή του ποιητή θα την παρομοιάζαμε με μοναστήρι που παρόλες τις αποκαλύψεις του επισκέπτη, πάντα κάτι παραμένει μυστικό. Ένα μυστικό ερωτικό Πάσχα, ή για άλλους ένα μυστικό κενοτάφιο που ο αναστάς Λόγος δεν απεκύλησε ακόμα το σκέπασμά του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, είναι ένας εστέτ, ένας μάλλον Monsieur Test του Πωλ Βαλερύ. Η αισθητική του συνέπεια, το ύφος του, η γλώσσα του, συναποτελούν το εύνασμα για μια πληθωρική γοητεία μέσω της πύκνωσης και λυρικότητας των συναισθημάτων του.
Η πλαγιοσκόπηση αυτής της μνήμης, της απόστασης που την χωρίζει από τα τελεσθέντα γεγονότα της ζωής, είναι η προσπάθεια συνάντησης του εσωτερικού κόσμου του ποιητή με το αντίκρισμα των ιστορικών γεγονότων, την χρονική στιγμή της καταγραφής των. Έτσι ώστε να επέλθει η ποθητή και προσχεδιασμένη αισθηματολογική εκτόνωση. Η αφήγηση, δεν πραγματοποιείται από το πεδίο της επίδρασης που ασκεί στον γράφοντα την στιγμή της αυτοβιογραφικής λειτουργίας ένα συμβάν ή ένα περιστατικό που έχει προηγηθεί, αλλά κάτω από την αισθαντική περίσκεψη. Την ελεγχόμενη και ίσως προσχεδιασμένη κρίση του και τον εμφανή σκεπτικισμό του, αφού η αστική του παράδοση, ο αυστηρός έλεγχος της οικογενειακής του αγωγής, η πολυσύνθετη καλλιτεχνική προσωπικότητά του, εποπτεύουν και προσδιορίζουν θα σημειώναμε, όχι ως έννοια οικονομική ή ταξική, αλλά ως ψυχολογική και ιδιαίτερα ως καλλιέργεια.
Και καθώς μέσω της μνήμης ο κολασμένος Απόλλωνας έρχεται σε επαφή με οτιδήποτε ωραίο τα προηγηθέντα χρόνια της ένδοξης νιότης του, αναπλάθει την βαθειά του απογοήτευση, τις διαψεύσεις του, με κάποια υποσημειωμένη έκκληση, όπως διακρίνεται και από το τέλος της αυτοβιογραφίας του, για τα σημερινά όρια της μάλλον κατεστραμμένης ζωής του.

Σημειώσεις:
1.    Αγαπητέ Κοτζιούλα. Η αλληλογραφία του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα (1927-1956), πρόλογος Γιάννη Παπακώστας, εκδόσεις Οδυσσέας 1994, σελίδα 40. Επίσης, και Γιάννης Παπακώστας, εφημερίδα Το Βήμα 9-Ιανουαρίου 1994.
2.    Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Τα Βήματα του χρόνου, εκδόσεις Διάττων 1987, σελίδες 131-141, για περισσότερα στοιχεία βλέπε σημείωση 9, σελίδα 141. Ο κριτικός Δημήτρης Δασκαλόπουλος επίσης, κρίνει και αξιολογεί αρνητικά την επιμέλεια της έκδοσης.
3.    Τάκης Κ. Παπατζώνης. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, μετέωρο και σκιά. Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 398-399/ 1-15/ 1/ 1944, σελίδα 36.
4.    Αλέξανδρος Αργυρίου. Ένας Λαπαθιώτης, κοιταγμένος μεροληπτικά. Περιοδικό Η Λέξη τεύχος 33/Μάρτης-Απρίλης 1984, σελίδα 189.
5.    Τάσος Κόρφης. Ναπολέων Λαπαθιώτης, εκδόσεις Πρόσπερος 1985.
6.    Νάσος Δετζώρτζης. Συνεντεύξεις και έρευνες, εκδόσεις Γαβριηλίδης 1994, σελίδα 217.
7.    Περιοδικό Ηγησώ (1907-1908), μηνιαία έκδοση. (Φωτογραφική αναπαραγωγή) από τις εκδόσεις
Ε. Λ. Ι. Α. 1980, σελίδα 1.
8. Κώστας Βάρναλης. Φιλολογικά Απομνημονεύματα
Εκδόσεις Κέδρος 1980, σελίδα 84.
9              Κώστας Στεργιόπουλος. Ένας Αθηναίος Ντόριαν
Γκρέϋ. Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 881/15-3-1964,
Σελίδα 367.
10.      Τέλλος Άγρας. Ναπολέων Λαπαθιώτης.     Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 398-399/ 1-15-1994, σελίδα 97.
11.      Νίκος Δανδής. Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944). Ένας συνεπής του Αισθητισμού. Περιοδικό Οδός Πανός τεύχος 72/ Μάρτιος-Απρίλιος 1994.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Πνευματική Ζωή», τεύχος 81-82/ 11,12,1994, σελίδες 540-544.

Υ. Γ. Το τραγικό των τελευταίων ετών για την Ελλάδα, την χώρα μας, είναι ότι ακόμα και αν με ένα μαγικό ραβδάκι μπορούσαμε να ξοφλήσουμε το οικονομικό μας χρέος, ή να μας το χάριζαν, δεν θα είχε επέλθει η Κάθαρση, θα παραμέναμε στην Ύβρις.
Η χώρα μας θα παρέμενε και πάλι στην Ύβρις. Οι Έλληνες, δηλαδή εμείς δεν έχουμε καταλάβει σε τι καταστροφή οδηγήσαμε εμείς οι ίδιοι την χώρα μας.
Ακόμα και σήμερα, εξακολουθούμε να διαπράττουμε τα ίδια λάθη. Κυβερνώντες και Κυβερνώμενοι.
Και αν οι καλλιτέχνες, ήθελαν να συμβάλλουν με τον τρόπο τους να βγούμε από αυτήν την πνευματική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική και θρησκευτική δίνη στην οποία έχουμε περιπέσει, θα έπρεπε να ζητήσουν, να μην ανεβάζονται στα Θέατρα οι αρχαίες τραγωδίες, οι οποίες κατεξοχήν εμπεριέχουν το στοιχείο της Κάθαρσης.

Φίλιες Κοινοβουλευτικές Δικτατορίες, ονομάζουν οι Αμερικανοί, τα πολιτεύματα αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου