Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Για τον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

Ο δικός μου Γιάννης Ρίτσος

Σπάνια μάλλον στη διαχρονική πορεία της Ελληνικής γραμματείας, πνευματικός δημιουργός-ιδιαίτερα ποιητής- έγινε με το απροσδόκητου όγκου και ποιότητας έργο του, από πολύ νωρίς σημείον αντιλεγόμενον. Και σίγουρα, η θυσιαστική συνέπεια που επέδειξε έναντι των ιδεολογικών του θέσεων και η αταλάντευτη αγόγγυστη αγωνιστική του πορεία που ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολύπαθου βίου του, υπήρξε «σκάνδαλο» για τους μη ομοφρονώντας της γενιάς του. Τους μη ενστερνιζόμενους τους πολιτικούς του οραματισμούς. Και, τις κομματικά στιγματισμένες κοινωνικές του πεποιθήσεις από τους εκάστοτε κριτικούς και σχολιαστές της εποχής των πρώτων ποιητικών του καταθέσεων. Δημιουργήθηκε γύρω από την παρουσία του μια αμφιλογική κριτική ανάλυση και ερμηνεία, που συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Ο Ρίτσος είναι από τους ελάχιστους δημιουργούς που κατόρθωσε να πετύχει την πραγμάτωση της ιδεολογίας του στο δημιουργικό του έργο αλλά και στον προσωπικό του βίο. Αλλά υπήρξε και «μωρία» για ορισμένους λόγιους ιδεολογικούς του συντρόφους. Ομοϊδεάτες συναγωνιστές τους που ενώ εκείνος στάθηκε σταθερά σιμά τους, από τα πρώτα διαμορφωτικά του χαρακτήρα του χρόνια που ασπάσθηκε την κομμουνιστική θεώρηση της κοινωνίας και του κόσμου, αυτοί, μη κατανοώντας το «μαρτύριο της συνειδήσεως του»-σε προσωπικό επίπεδο-αλλά και το μεγαλείο της καλλιτεχνικής του ευφυΐας, ήθελαν να το μικρύνουν και να τον περιορίσουν στα δικά τους κομματικά και καλλιτεχνικά μέτρα. Εδώ αξίζει να τεθεί το ερευνητικό ερώτημα, πως κατανόησαν την μαρξιστική ιδεολογία και τι οι λόγιοι καλλιτέχνες της αριστεράς, πέρα από τα κλασικά λογοτεχνικά έντυπα, και ασφαλώς την προσωπική αγωνιστική τους πορεία ατομικό επίπεδο ξεχωριστά. Είναι ένα ερώτημα μάλλον ανοιχτό ακόμα.
Ένα όχι και τόσο μικρό κομμάτι της αριστερής διανόησης της γενιάς του δεν κατόρθωσε μάλλον να ερμηνεύσει αυτή την προσωπική ευμένεια του Γιάννη Ρίτσου απέναντι στην κοινωνία και τον κόσμο γενικότερα, έτσι όπως εκείνος τη σκιαγραφούσε μέσα στο έργο του. Αυτή την ποιητική αγαθότητα του κόσμου, που αναδύεται ακόμα και μέσα από τα χαλάσματά του. Και κυρίως μέσα από αυτά θα σημειώναμε. Ένας αισθητικός τρόπος, που τον συναντάμε, ιδιαίτερα στον προσφυγικό κόσμο του Γιώργου Σεφέρη κάτω από άλλες ασφαλώς ερμηνευτικές. Αυτήν την τόσο έντονα τονισμένη ανθρωπιστικά αγωνιστική αγαθότητα που εκφράζει με τον πολύτροπο γλωσσικό του πλούτο, εύληπτο ύφος και την τεράστια ποιητική του δυναμική, που ξορκίζει κάθε παρυπόστατη ενέργεια. Που υμνεί με πάθος, με τις χιλιάδες εκτυφλωτικής διαφάνειας εικόνες του, τις πολύσπαρτες κάθε είδους παρομοιώσεις του, τις καντιλένιες φωνητικές γραφές του, τις εκλεπτισμένες και μελαγχολικές ονειρικές του παιδικές και εφηβικές περιπλανήσεις, την ιδιοτυπία του αγωνιστικού του φρονήματος έτσι όπως αυτό προβάλει μέσα από τις κάθε είδους συνθέσεις του.  Επίσης μέσα από τις δεκάδες οσμώσεις του καθημερινού μας θανάτου αλλά και του ιστορικού της χώρας του. Τις θυμιαματικές οσμές που αναδύονται με μαγευτικό τρόπο από το φυσικό περιβάλλον. Τις ονειρικές χιλιάδες μικρολεπτομέρειες της ζωής των απλών ανθρώπων-και ιδιαίτερα των γυναικών-που σπονδυλώνουν με μανία τον άχαρο και ταλαίπωρο βίο μας. Αυτή η ζωγραφική απεικόνιση της καταβύθισης της μνήμης μέσα στους προικισμένους αναβαθμούς των αισθήσεων των ματαιωμένων πραγμάτων που κατανοούνται πλέον μόνο ως λεκτικό σήμα και στίγμα ανεξίτηλο της ψυχής είναι που συνδέει με τον αγωνιστικό Λόγο τον ποιητικό όρο της δημιουργίας του Ρίτσου. Και ασφαλώς η απροσδόκητη και κατ’ εξακολούθηση δοξαστική οικειότητα που με τόση ευχέρεια αναφέρεται σε καταστάσεις, συμβάντα, περιπέτειες, όνειρα, έρωτες, εκπλήξεις, διαψεύσεις ζωής, ψηλαφήσεις σωμάτων, αφές αγαλμάτων, ρίγη βλεμμάτων, δάκρυα ελπίδων που οργανώνουν και οργώνουν το σύνολο ποιητικό γίγνεσθαι του έργου του, μαζί με την τεράστια σιωπηλή του ευγλωττία, αλλά και της καθημερινής επισφαλούς ζωής του. Είναι που θαυμάζουμε με δέος στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Στεκόμαστε με προσοχή αν αναλογιστούμε την βεβαρυμμένη και κλονισμένη υγεία του, τις τόσο συχνές κακουχίες του, τις εξακολουθητικές φυλακίσεις του, τις μακρές εξορίες του, και τις κάθε είδους πολιτικές ταλαιπωρίες που υπέστη και παρ’ όλα αυτά στάθηκε ορθός και θαρραλέος. Στυλίτης των προσωπικών του αγώνων αλλά και εκείνων της γενιάς του. Στάθηκε αγέρωχος και καρτερικός σαν φαροφύλακας των ιδεών και του έργου του. Γνωρίζοντας ότι το μόνο που έχει να αντιτάξει στα απανωτά χτυπήματα της ζοφερής Μοίρας είναι εκτός από την ίδια τη ζωή του, το τεράστιο έργο του.  Την ποιητική του αγαθότητα.
Η οποία είναι το μόνο κινούν αίτιο ελπίδας αυτής της σκοτεινής και ανερμήνευτης συνήθως φυσικής νομοτέλειας. Αντιτάσσει το ήθος των αισθήσεών του, των λέξεών του, το ακτινοβόλο εσωτερικό του πάθος για ζωή, για περιπλανήσεις σε ανέκφραστες αισθήσεις. Προτείνει την φλογώδη αλήθεια των ανανεωμένων συναισθημάτων του. Το βαθύ σπαραγμό του για την χαμένη του-μας αθωότητα. Μας αποκαλύπτει την σημασία της εκκλησιαστικοποίησης των μικρών καθημερινών λεπτομερειών και πραγμάτων. Το ατελές του κόσμου αγωνίζεται να τελειοποιηθεί μέσα στο ποιητικό Είναι της καθόλου δημιουργικής μαρτυρίας που μας προσφέρει ο Ρίτσος. Το ατελεύτητο του φυσικού κάλλους εξαγιάζεται από την αγαθή πρόθεση του περιπορευόμενου μέσα στο κοινωνικό χάος ποιητή. Η φωνή του είναι η συλλογική παραμυθία της γενιάς του.
Η οντολογική αυτή ματιά του Ρίτσου καλλιεργείται και προτείνεται σταθερά σε όλη τη μακρά και επίπονη διαδρομή του. Ο Ρίτσος δεν υπήρξε ένα «σοκολατόπαιδο» της ποίησης, που στα διαλλείματα της ραστώνης του βίου του έγραφε στίχους, συνέθετε θεατρικά έργα, ζωγράφιζε πέτρες, μετέφραζε ποιητές, ονειρευόταν βελούδινες επαναστάσεις. Ούτε κυκλοφορούσε σαν ξεπεσμένος αριστοκράτης, πλούσιος γόνος φημισμένης οικογένειας, που μέσα από το αστικό μονόκλ του ερμήνευε τη ζωή και τα πάθη της. Και ούτε κατέφυγε σε «κλειστές αυτοκτονίες» στάσεις ζωής, ποιητών με μεγάλο καλλιτεχνικό εύρος. Και ασφαλώς, δεν υιοθέτησε την γέρικη αναμνησιολογία του Αλεξανδρινού, αυτού του παμπόνηρου λάγνου, αισθητή. Από πολύ νωρίς συνέδεσε φόρμες της λαϊκής παράδοσης, της δημοτικής ποίησης, των βυζαντινών τροπαρίων μέσα στο έργο του. Καθώς και την μορφή των χορικών της αρχαίας τραγωδίας. Όμως ο Ρίτσος δεν έμεινε ένας παραδοσιακός ποιητής. Συνεχώς επεξεργαζόταν την ποιητική του φόρμα και ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησε το μοντέρνο τρόπο γραφής στην ποίησή του. Δηλαδή το σπάσιμο της φόρμας. Κάτι που είχε κάνει νωρίτερα πριν την εκδοτική φανέρωση του ο Κώστας Βάρναλης. Είναι επίσης, εύστοχη η παρατήρηση του Νάσου Βαγενά, ο οποίος γράφει ότι: «τα ποιήματά του που πέφτουν κάτω από ένα ανεκτό αισθητικό επίπεδο είναι πολύ λιγότερα από όσα θα περίμενε κανείς από έναν τόσο πολυγράφο ποιητή». Μια ορθή αντιμετώπιση για έναν δημιουργό που τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του σημαδεύτηκε σκληρά από την Μοίρα. Έτσι όπως βλέπουμε να παγιδεύονται από την Ειμαρμένη οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας. «Απ’ την πληγή μου, κοιτάξτε του κόσμου την πληγή» γράφει από την εισόδια ακόμα συλλογή του «Τρακτέρ» και αυτόν τον βιωματικό λόγο δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει κανείς.
Ο Ρίτσος δεν είναι μόνο ο στρατευμένος ποιητής της αριστεράς όπως αρέσκονται συνήθως να το αποκαλούν αυτοί που δεν έχουν μελετήσει το σύνολο έργο του. Ούτε ένα αξιοποιήσιμο χρηστικό μέγεθος για να προβληθεί και προπαγανδιστεί η όποια κοινωνική ιδεολογία. Ο Ρίτσος ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ποιητή της αριστεράς, είναι ένας λαϊκός τροβαδούρος, μια λυρική γλαύκα που μέσα από τα χαλάσματα της ζωής και της ιστορίας, παρατηρεί, θαυμάζει, υμνεί, ευλογεί, την ομορφιά του κόσμου. «Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες φώτισα.» γράφει στα «Τα αρνητικά της σιωπής». Δοξολογεί αυτή την ανεπίγνωστη διαρκή ξενιτιά του ανθρώπινου όντος. «Ω αυτή η ξενητειά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν, μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει» λέει στην «Ελένη»
Από τις πολύστιχες συνθέσεις του έως τις μικρές ποιητικές του βινιέτες. Από τους θρηνητικούς του ύμνους για την δολοφονία αθώων ιδεολόγων νέων έως τις αμιγώς θεατρικές του συνθέσεις. Από τους δοξαστικούς παιάνες της Ρωμιοσύνης έως τους θούριους για διάφορα εθνικά και πατριωτικά σύμβολα της χώρας. Και από τους υπαρξιακούς θεατρόμορφους μονολόγους του έως τους κατά καιρούς συντροφικούς του χαιρετισμούς, ο ποιητικός του στόχος ή ευρύτερα ο δημιουργικός του, είναι ξεκάθαρος και σταθερός. Ο ρόλος και η λειτουργία της Τέχνης είναι ένας. Ερχόμενη κοντά στον άνθρωπο, να βοηθήσει στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας, μέσω της αγιοποιητικής και εξαγνιστικής της λειτουργίας. Ο κοινωνικός λειτουργισμός της ποίησης για τον Ρίτσο, είναι η μόνη διέξοδος στο σκοτεινό παρόν. Η ποιητική δημιουργία συντελείται με την συμμετοχή του ποιηθέντος αποτελέσματος στο γενεσιουργό ποιούν. Αλλά και το αντίστροφο. Το ποιητικό υποκείμενο αυτοτροφοδοτείται εν-ευατώ, από τις επιμέρους εμπειρίες της ποιητικής κατάθεσης. Και ταυτόχρονα αποδεσμεύεται από το μερικό-τη διάσπαση και γίνεται οικουμενικό-σύνθεση, χωρίς να ξεστρατίσει του αρχικού του σκοπού. Η ζωή αενάως μετέχει του εκάστοτε ποιητικού γίγνεσθαι και ο ποιητικός λόγος συνεχώς διαθλάται κατά τον οικείο δυνάμενο λόγο των ανεξάντλητων εμπειριών αυτής.
Αυτό το διαρκές παιχνίδι της γονιμοποιού ανταλλαξιμότητας  μεταξύ ζωής και τέχνης μας μαγεύει
στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Διάσπαρτα μέσα στο έργο του κυριαρχεί αυτή η διαρκής ενδοσυνομιλία. Του ποιητή για τον ρόλο και τη λειτουργία της τέχνης του και του ποιητικού του αποτελέσματος. Αναζητά διαρκώς νέους τρόπους να μας μιλήσει για το άρρητο της ομορφιάς του κόσμου. Να μας καταστήσει κοινωνούς των δικών του θαυμάτων. Η αθώα του συνήθως ματιά και ο παραμυθιακός του λόγος και η τεράστια φυσική πανδαισία της εικονοποιίας του, φέρνει στο νου έντονα τον λόγο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και τον τρόπο με τον οποίο και εκείνος ξόρκιζε το φυσικό κακό. Η ατιθάσευτη πίστη στον ποιητικό σκοπό του ανθρώπου είναι η ίδια. Πέρα από θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς συμβολισμούς.
Ο Ρίτσος κατά την προσωπική μου αναγνωστική κρίση είναι ένας σπουδαίος οντολογικός περισσότερο παρά πολιτικός ποιητής. Αν στέκει η θέση, ένας νηπτικός της πολιτικής ποίησης. Ένας ποιητής που από την συναισθηματική πυρά της μόνωσής του και της ατομικής του μοίρας, παράγει ένα λαμπροφόρο ιστορικό παρόν.
Δυστυχώς η πολυπλευρικότητα του και το τεράστιο σε όγκο έργο του λειτουργούν απωθητικά στην ανάγνωσή του. Οι αναγνώστες της ποίησης στέκονται αμήχανα και κάπως έντρομοι μπρος σε αυτόν τον μόχθο. Όπως στέκονται το ίδιο, μπροστά στο έργο του Κωστή Παλαμά, ή την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη.
Και αν θλιμμένα και μελαγχολικά ο ίδιος αναρωτιέται: «Είναι αργά. Μήτε ο θάνατος με δέχεται μήτε η ζωή. Πού θα πάω;»«Το Τραγούδι της αδελφής μου».
Φρονώ αβίαστα ότι μπορούμε να του αποκριθούμε.
Στις καρδιές μας σύντροφε Γιάννη Ρίτσο. Στις καρδιές μας δάσκαλε.

Γιώργος χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα, «Η Αυγή της Κυριακής» 3 Απριλίου 2010, σελίδες 35-36.
Και πάλι για τον Γιάννη Ρίτσο, τον αγωνιστή, τον ποιητή, τον δάσκαλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου