ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ
«Ύδρας Λεξιλόγιον», Ύδρα 1996
Η γλώσσα λέει σε ένα κείμενό του ο Κάρλ Γιάσπερ, είναι έργο του
ανθρώπου. Αλλά, ένα τέτοιο έργο που δεν υφίσταται αποδεσμευμένο από αυτόν, αλλά
υπάρχει και ζει μόνο καθώς παράγεται διαρκώς και έρχεται στο φως.
Εμπειρική γλώσσα και άνθρωπος είναι
μάλλον ένα, μια που με τον λόγο επιδιώκει να παράγει σχέσεις, όχι ατομικές αλλά
καθολικές, αποπειράται να βγει από τον εαυτό του. Να ψηλαφίσει την εικόνα του
άλλου, να κοινωνήσει την απουσία του, να μεταλάβει την παρουσία του, να
συν-προσευχηθεί στο υπέρτατο μυστικό εγώ του κόσμου, να εξομολογηθεί την
εκούσια μοναξιά του.
Αναλύει γεγονότα, ερμηνεύει έννοιες,
ξεκαθαρίζει μεταφυσικές φοβίες, πλάθει σύμβολα, δημιουργεί παραστάσεις,
στοχάζεται, ονοματίζει τη σιωπηλή φύση γύρω του μέσω της γλώσσας. Η σκέψη του,
ορίζεται από τον εκάστοτε γλωσσικό του κώδικα. Και οι λέξεις, αποτελούν το ακρότατο
ίσως όριο της συνείδησής του.
Ακόμα και η αμφιλογία των λεκτικών κωδίκων πάλι με νέους λεκτικούς
κώδικες διασαφηνίζεται. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά εραστής του ίδιου του λόγου,
δημιουργός και δημιούργημά του. Θωπεύει τις λέξεις από τη δομική και τη
σημειολογική τους σημασία για να κατανοήσει τον κόσμο, να προβληθεί μέσα σε
αυτόν για να κατορθώσει να επιβιώσει. Ο λόγος είναι ίσως η μοναδική «εξόδιος»
εμπειρία του ανθρώπου. Ο κόσμος αποκτά υπόσταση, μόνο όταν λεχθεί, όταν
ονοματισθεί. Ο κόσμος υπάρχει στον βαθμό που ο άνθρωπος κατορθώνει να τον
περιγράψει. Η λεξιλογική ικανότητα του ανθρώπου είναι η κίνηση του κόσμου, η θεία
εκπνοή του θανάτου που «κερδίζει» την αθανασία. Ή όπως έγραψε ο σημαντικός
φιλόσοφος της εποχής μας, Λούντβιχ Βιττγκεστάιν: «τα όρια της γλώσσας μου είναι
τα όρια του κόσμου μου».
Η διάφοροι γλωσσικοί κώδικες είναι το μοναδικό μέσο διαφύλαξης και αναμετάδοσης
της πολιτιστικής και ιστορικής γνώσης ενός λαού.
Η εικόνα μπορεί ίσως και να μας
ξεγελάσει, οι λέξεις όμως μάλλον όχι. Η εικόνα προτείνει, η λέξη βεβαιώνει. Η
εικόνα μας υποψιάζει η λέξη πραγματώνει. Η εικόνα θυμίζει η λέξη ενεργεί.
Οι πολιτισμικές παρακαταθήκες ενός
λαού, φυλάσσονται μέσα στο λεκτικό θησαυροφυλάκιο του. Και η τράπεζα του
μέλλοντός του, είναι τα διάφορα λεξικά, τα διάφορα λεξιλόγια που αντικατοπτρίζουν,
«υποστασιάζονται» τα διάφορα μνημονικά του σύμβολα. Εκεί, όπως σημειώνει η
ποιήτρια και αρθογράφος Δήμητρα Παυλάκου κάθε λέξη παραπέμπει στα φαινόμενα,
εκεί αναπαριστάτε γλωσσικά ο έξω γλωσσικός κόσμος.
Στις μέρες μας, κυκλοφορούν πάμπολλα λεξικά. Ορθογραφικά, Ερμηνευτικά, Ετυμολογικά,
διαφόρων Ορολογιών, Ξενόγλωσσα, ειδικότερα, διαφημίζονται τα εξειδικευμένα
στους διάφορους τομείς της Τέχνης, της Επιστήμης, της Τεχνολογίας, κ.λ.π. Χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι έχει κατορθωθεί να καλυφθούν οι ανάγκες της καθημερινής
γλωσσικής μας πραγματικότητας αλλά και οι ιδιαιτερότητες της παλαιότερης αλλά
και σύγχρονης λεξικογραφίας.
Και ένα ειδικού λεξικογραφικού ενδιαφέροντος βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα
ο κύριος Γιάννης Καραμήτσος.
Με τον τίτλο «Ύδρας Λεξιλόγιον» και
υπότιτλο «ήγουν οι Υδραίικές λέξεις με κάποιες σημειώσεις ιστορικές,
λαογραφικές και άλλες, σοβαρές ή ευτράπελες…, το κατά δύναμιν».
Ο Γιάννης Α. Καραμήτσος, είναι ένας πολύ γνωστός και διακεκριμένος
δημοσιογράφος με αρκετές περγαμηνές κατά την διάρκεια της δημοσιογραφικής του
σταδιοδρομίας.
Το βιβλίο αυτό, το οποίο όπως και ο ίδιος σημειώνει στην σελίδα 8, το
άρχισε σαν παιχνίδι, ή μάλλον δεν είναι λεξικό και οι Υδραίικοι ιδιωματισμοί,
δεν είναι γλώσσα, μήτε ιδίωμα και διάλεκτη, ή αργκό, σαν τα ποντιακά, τα
μανιάτικα, τα Τσακώνικα. Είναι ένα ποσοστό λέξεων ποικίλης ρίζας, ετυμολογίας
και προέλευσης. Μια βάση όχι τα Αρβανίτικα…
Προσφέροντάς μας το στίγμα του, είναι σαν ο συγγραφέας να θέλει να μας
προετοιμάσει για το τι βιβλίο έχουμε στα χέρια μας, τώρα που αποφασίσαμε να το
μελετήσουμε. Μας αναφέρει για το τι ποιότητας λέξεις έχει με κόπο συλλέξει. Δυστυχώς
όμως ο συγγραφέας και αξιόλογος δημοσιογράφος δεν μένει μόνο στην συναγωγή,
ερμηνεία και καταγραφή των λέξεων. Οι διάφορες λέξεις που συναθροίζει, που πάρα
πολλές από αυτές είναι ακόμα εύχρηστες στη νεοελληνική μας γλώσσα, και άλλες
που συγκεντρώνονται στο παρόν έργο δεν συνοδεύονται μάλλον από τα απαραίτητα
εκείνα ερμηνευτικά στοιχεία που θα βοηθούσαν στην όσο το δυνατόν καλύτερη
κατανόηση και ευστοχότερη χρήση τους.
Δεν γνωρίζουμε την ρίζα τους,
αγνοούμε τα συνώνυμά τους, δεν μας παραπέμπουν σε άλλου είδους, αναγκαίους
επιστημονικούς προσδιορισμούς, που θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε το ύφος
τους, το χρωματισμό τους, την ποικιλία του ρυθμού τους, και την διαφορά τους
από τα άλλα γλωσσικά ιδιώματα των γειτονικών νησιών με την Ύδρα. Ανταυτού, φορτίζεται
το λήμμα με διάφορες όχι μάλλον χρήσιμες κουραστικές πληροφορίες, που δεν
ταιριάζουν στο λακωνικό ύφος και την απλή περιγραφή ενός λεξιλογίου. Και αν
έμενε ο συγγραφέας μόνο στην καταγραφή και την ερμηνεία της λέξης δεν θα υπήρχε
πρόβλημα, ενδεικτικά αναφέρω από μνήμης ορισμένα «γλωσσάρια» που έχω στην
βιβλιοθήκη μου και, που, μας πληροφορούν για τις ιδιωματικές λέξεις διάφορων
περιοχών της Ελλάδος, όπως του: Στέλιου Σβαρνόπουλου, «Γλωσσάριο της Βέροιας»,
του Ηλία Τσιτσέλη, «Γλωσσάριον της Κεφαλληνίας», ή του Ευάγγελου Μπόγκα, «Τα
γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου» και διάφορα άλλα. Τα οποία μας περιγράφουν τον
μυστικό και αρίφνητο πλούτο της Ελληνικής γλώσσας, και τον ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό τρόπο προφοράς, ηχητικής τους εκφοράς, ή γραμματικής καταγραφής
και την ποικιλία του συγκεκριμένου ιδιώματος.
Το «Λεξικόν της Ρωμαϊκής και
Αρβανίτικης απλής», επίσης του ήρωα της επανάστασης Μάρκου Μπότσαρη, μας
πληροφορεί για την συγγένεια αρκετών Ελληνικών λέξεων με εκείνη της Αλβανικής
γλώσσας.
Ο συγγραφέας όμως αντί να σταθεί στις καθαρά λεξικογραφικές ανάγκες,
φορτίζει τα διάφορα λήμματα με πάμπολλες «προσωπικές» μάλλον ενθυμίσεις και
κρίσεις, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να εστιάζεται πλέον στις πάμπολλες όχι
πάντα εύστοχες παραπομπές.
Τα λήμματα βαραίνουν κάτω από το βάρος λαογραφικών κειμένων, προσωπικών
σημειώσεων, «άκαιρων» κρίσεων, ή πληθώρα ονομάτων, όπως εκείνων στη σελίδα 90,
που δεν αφήνουν τον αναγνώστη
Να κατανοήσει τους ιδιαίτερους
γλωσσικούς χρωματισμούς της Υδραίικης ντοπιολαλιάς, ούτε πάλι οι λέξεις
συσχετίζονται με άλλες συγγενικές τους.
Στην σελίδα πάλι 152, ο συγγραφέας
αναφέρεται σε υπόμνημα «περί της νήσου Ύδρας», το οποίο καταλαμβάνει περίπου
δέκα (10) σελίδες πράγμα αρκετά ανούσιο για τον αναγνώστη ενός λεξιλογίου.
Το βιβλίο δεν έχει ούτε την δομή ενός άρτιου λεξικού, ούτε είναι ένα
βιβλίο που θα το ονομάζαμε προσωπική μαρτυρία, αλλά ούτε εντάσσεται στην
κατηγορία των λαογραφικών μαρτυριών ή «ντοκουμέντων», και δεν είναι επίσης ιστορικό
σύγγραμμα.
Μάλλον, από την υπερβολική αγάπη προς τον γενέθλιο τόπο του ο
συγγραφέας, θέλησε να διασώσει οτιδήποτε η μνήμη του, του επέτρεπε χωρίς
διάθεση να ξακρίσει το περιττό από το αναγκαίο για τις ανάγκες ενός τοπικού
λεξιλογίου. Η αναγραφή επίσης των συγκεκριμένων πηγών, ή σωστότερα εκτενών
κειμένων προσωπικής υφής, δεν βοηθά στην απομνημόνευση του λήμματος, η λέξη
χάνεται μέσα στα εκτενή μνημονικά κρίσης κείμενα που δεν δένουν με την όλη
σύλληψη του εγχειρήματος.
Τα λαογραφικά αλλά και ιστορικά
στοιχεία, θα μπορούσαν να παρατεθούν σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, χωρίς να «μπουκώσουν»
την σελίδα, έτσι το βιβλίο θα αποκτούσε διπλή αξία και θα φαινόταν η ταυτότητά
του.
Ο δημοσιογραφικός σχολιασμός του συγγραφέα, υποσκελίζει την επιστημονική
του προσπάθεια.
Ο αναγνώστης δεν κατανοεί αν ο
συλλέκτης και συγγραφέας διαπραγματεύεται τις προσωπικές του και μόνο απόψεις
με αφορμή την Υδραίικη ντοπιολαλιά ή σχολιάζει λαογραφικά ορισμένες λέξεις που
έχει συγκρατήσει η μνήμη του.
Ένα παράξενο βιβλίο, που δεν ξέρεις
που να το κατατάξεις, και δεν θυμάσαι τι θυμάσαι αφού το τελειώσεις.
Το βιβλίο πάντως είναι χρήσιμο όχι μόνο
γιατί γράφτηκε από έναν Υδραίο που αγαπά υπερβολικά το νησί του, αλλά και γιατί
μας διασώζει επίσης έναν μεγάλο αριθμό λέξεων και άλλων στοιχείων, που αφορούν
ένα από τα ενδοξότερα νησιά του Αιγαίου. Και ακόμα, μας προσφέρει ένα θαυμάσιο
γλωσσικό πλούτο, έναν πλούτο που χάνεται αργά αλλά σταθερά μέσα στον ωκεανό της
αβάσταχτης τουριστικής επιθυμίας των σημερινών του κατοίκων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς»,
Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 1997.
Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 1997.
Πειραιάς, Πέμπτη, 24 Οκτωβρίου 2013.
Υ. Γ. Χωρίς σχόλια, αλλά με αρκετή
εκτίμηση στον δημοσιογράφο Γιάννη Καραμήτσο, ανεξάρτητα αν δεν ήταν εύστοχες οι
συγγραφικές του καταθέσεις που έγραψε σε προχωρημένη ηλικία. Ακόμα θυμάμαι τις
ενδιαφέρουσες συζητήσεις μας στο υπόγειο Γραφείο του και στο γνωστό
παλαιοβιβλιοπωλείο της οδού Κολοκοτρώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου