Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ


Η Σονάτα, είναι το πρώτο από μια μεγάλη σειρά θεατρόμορφων έργων του Γιάννη Ρίτσου που ξεπερνούν τα είκοσι. Γράφτηκε στην Αθήνα, το 1956, και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Είναι το έργο εκείνο που έκανε διεθνώς γνωστό τον ποιητή και του χάρισε, το Α΄ βραβείο της Κρατικής Ποίησης το 1957.
(για την ιστορία αναφέρω, ότι την ίδια χρονιά ο ποιητής και μεταφραστής Άρης Δικταίος, παίρνει επίσης το βραβείο για την συλλογή του «Πολιτεία», και το Β΄ βραβείο δίνεται στον ποιητή Μηνά Δημάκη για την συλλογή του «Σκοτεινόν πέρασμα»).
Η δομή και η προβληματική της Σονάτας, είναι η αφετηρία πάνω στην οποία οικοδομήθηκε όλη σχεδόν η σειρά ποιημάτων, της Τέταρτης Διάστασης. Η Σονάτα είναι το πρώτο του έργο, που εγκαινιάζει έναν συγκεκριμένο και μεγαλόπνοο τρόπο δομής και γραφής του ποιητή, ή έναν τρόπο δομής και γραφής πρόσφορο να ανιχνεύσει όλη τη διάσταση και λειτουργία του χρόνου, σημειώνει ο δοκιμιογράφος Κώστας Τοπούζης(1).
Η δομή των έργων της Τέταρτης Διάστασης, καθορίζεται από ένα σχοινοτενή μονόλογο με μετρικά ρυθμικά αδέσμευτους μακρόσυρτους στίχους, που, απαγγέλλονται μονορούφι(θα γράφαμε) μπροστά σε ένα βουβό πρόσωπο, ο μονόλογος πλαισιώνεται, με δύο ή τρεις εξαιρέσεις από μια σκηνική εισαγωγή, και ένα σκηνικό επίλογο μέσα σε παρενθέσεις που λειτουργούν ως ειρωνική αποστασιοποίηση και ως διαλεκτική άρση του μονολόγου, συμπληρώνει ο μελετητής και κριτικός Γιώργος Βελουδής(2).
Το ύφος του κειμένου είναι αφοπλιστικά λυρικό και έντονα και εμφανή μουσικό, ο λόγος του αποφεύγει οτιδήποτε το αφηρημένο ή σχηματικό, καθώς καταγράφει την αποθησαύριση των εσωτερικών διακυμάνσεων του τραυματισμένου και θρυμματισμένου ψυχικού κόσμου της ηρωίδας, και, αποταμιεύει, με ποιητικότατο τρόπο τις μουντές συνήθως αποχρώσεις των διαθέσεών της.
Η μεταφορική γραφή του ποιητή και δασκάλου Γιάννη Ρίτσου, η πλούσια σε επίθετα(εδώ ας θυμηθούμε τα πολλαπλά επίθετα που χρησιμοποιεί ο γεραρός ποιητής Κωστής Παλαμάς), σε ρήματα, επιρρηματικούς προσδιορισμούς, επαναλαμβανόμενες και ορισμένες φορές κουραστικές επαναλήψεις, αφηγηματικές εικονοποιήσεις, η ηφαιστειώδη λεξιλαγνεία του, κ.λ.π., αποκτά μια λιτότητα, εμφορείται από μια διάσπαρτη στιλπνάδα του ποιητικού συνόλου, και μια πύκνωση του συναισθήματος και της αίσθησης της αφήγησης αξιοπρόσεκτη. Αν και, το φάσμα των εκφραστικών δυνατοτήτων του ποιητή, και των πειραματικών αφηγηματικών του προθέσεων είναι ευρύ, σε όλες τις ποιητικές θεατρόμορφες συνθέσεις του συνθετικού έργου της Τέταρτης Διάστασης.
Ο Ρίτσος, γνωρίζει τις καθημερινές και τετριμμένες λέξεις που χρησιμοποιεί, ξέρει πώς να ξεκινήσει και να σπονδυλώσει μια τεράστια ή μικρής μορφής σύνθεση με αυτές, και με το καθημερινό και τετριμμένο και κουραστικά επαναλαμβανόμενο αυτό υλικό πλάθει τις μορφές του, αναζητά τις εκφραστικές πολιτικές ή στρατευμένες στροφές του, επιλέγει τις ομοιοκαταληξίες του.
Το κεντρικό μοτίβο παραλλάσσεται έντεχνα κατά πολλούς τρόπους, παραμένοντας όμως πάντα σαφώς αναγνωρίσιμο. Η γραφή απρόσμενα άμεση στους πολυσύνθετους αυτούς ποιητικούς μονολόγους, κυμαίνεται ανάμεσα σε μια αδρή ρωμαλεότητα, και μια μάλλον «μετέωρη» κομψότητα. Παρά την εξαιρετική συντομία των συνθέσεων και την ασυνήθιστη αλλά ευχάριστη δραματική έντασή τους. Είναι ένας κόσμος-εικόνα, επαναλαμβανόμενες αισθήσεις, πρακτικές ζωής και ανεξάντλητες εμπειρίες που απεικονίζονται σε έναν πανοραμικό κόσμο εικόνων. Οι σκοτεινότεροι επίσης, υφολογικοί τόνοι αυτού του μακρόστιχου, πολύστιχου δραματικού μονολόγου, που οδηγούν τα απορρέοντα συναισθήματα ως την έσχατη προσωπική μας απόγνωση, καθώς ακόμα και η δηκτική ειρωνεία, έτσι όπως διακρίνεται στον επίλογο του έργου, φαίνονται να μην περνούν απαρατήρητοι, παρόλο που και πλήθος άλλων εσωτερικών διαθέσεων απαντώνται στην σύνθεση αυτή.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, που παραπέμπει με τόση καθαρότητα στην γνωστή μουσική σύνθεση, είναι μάλλον ένα διηγηματικό κείμενο εκφρασμένο σε ποιητική φόρμα όπως συμβαίνει και με άλλα έργα του ποιητή. Η θεατρικότητά του έγκειται, στην εμπρεσιονιστική γραφή του. Ασφαλώς δεν διέπεται, ούτε εφαρμόζονται πιστά οι «κανόνες» που αρχιτεκτονούν το θέατρο της εσωτερικότητας, το θέατρο δωματίου.
Ο σκηνικός ελεγειακός αυτός μονόλογος, θυμίζει έντονα τον ψυχικό ρεαλισμό των ηρωίδων του Ρώσου θεατρικού συγγραφέα  Άντον Τσέχωφ, και, ανακαλεί στην μνήμη μας, την ατμόσφαιρα από το έργο του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Κοκτώ «Ανθρώπινη Φωνή».
Δεν ομοιάζει φυσικά η ελεγειακή αυτή μακροσκελής μονωδία με τον διανοητικό εξπρεσιονιστικό κόσμο του Ιταλού Λουϊτζι Πιραντέλλο.
Στον Γιάννη Ρίτσο, μάλλον όλα τα θεατρικά του προσωπεία κρύβουν τον ίδιο τον δημιουργό και τις διάφορες εσωτερικές και εξωτερικές καταστάσεις και συναισθήματα που βιώνει. Ο Ρίτσος συνήθως αναδύεται μέσα από την ποιητική θεατρική προοπτική, σαν ένας καθρέφτης με αναρίθμητες επιφάνειες του αυτού πεπρωμένου. Ένα ιστορικό και προσωπικό πεπρωμένο-μιας όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ηττημένης ιδεολογικά και πολιτικά ύπαρξης,-που η ποιητική γραφή αγωνίζεται αν όχι να το σβήσει, τουλάχιστον να το απαλύνει. Οι θεατρικές του φόρμες χωρίς να χάνουν τίποτα από την μαγεία και την γοητεία τους δεν ποιούν μάλλον χαρακτήρες, όπως συμβαίνει με τα έργα άλλων ποιητών που έγραψαν και εκείνοι σε θεατρική φόρμα, όπως είναι: ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Βάρναλης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης και γιατί όχι, και ο Κωνσταντίνος Καβάφης με τα ιστορικά ποιητικά του «θεατρικά» προσωπεία, αλλά, αντανακλούν μονοδιάστατα θα σημειώναμε την απύθμενη αγωνιστική ευαισθησία και εσωτερική διάθεση που ο χρόνος κρατά ανοιχτή του ποιητή.
Η αλήθεια της θεατρικής φόρμας, είναι ενίοτε ανέφικτη, εξαιτίας της πολλαπλότητας των ειδώλων του ποιητή. Το ισχυρό και συμπαγές ποιητικό αίσθημα διαψεύδει εκ των έσω την απόπειρα θεατροποίησής του. Το ποιητικό αίσθημα διασώζεται από μόνο του χωρίς να διακινδυνεύσει την ενδεχόμενη υπόσκαψή του από την υιοθέτηση της θεατρικής φόρμας. Και προσθετικά αναφέροντας, ενώ ο προθετικός λόγος του ποιητή εργάζεται για την οικοδόμηση της θεατρικής φόρμας, το έντονο και ιδιαίτερο ποιητικό αίσθημα του κειμένου απεργάζεται την από-οικοδόμησή της.
Ο οποιοσδήποτε ουσιαστικός ποιητικός γλωσσικός κώδικας, θεωρώ, θεραπεύει την διαφοριστική λειτουργία της όποιας υποκειμενικής κρίσης, αντίθετα από τον θεατρικό που νομιμοποιεί την κρίση, για να επιτύχει την αναμετάδοσή της σκηνικά.
Παρότι ο αγωνιστής ποιητής, είχε εκούσια και με επιμονή συγκατατεθεί να εγκαταλείψει-αφιερώσει την ζωή και το έργο του στον διαρκή αγώνα για την διάδοση της ιδεολογίας του, και ενθέρμως πιστέψει στα τότε πολιτικά συστήματα της Ανατολικής Ευρώπης, η ποιητική θεατρόμορφη ή μη γραφή του είναι ανοιχτή στην οποιαδήποτε τυχαιότητα των συμβάντων της ζωής και απρόβλεπτης περατότητά της.
Η αίσθηση που απορρέει από την ποίηση αυτή που καθηλώνει ψυχικά τον αναγνώστη της, δεν είναι μόνο η μετάδοση κάποιας εικόνας, μιας εμπειρίας, ή ενός συναισθήματος,  αλλά η υποβολή της ενεργούσας φράσης, της μεταποιημένης έστω ιδεολογικά εικόνας, πέρα από το εννοιολογικό της περιεχόμενο. Αυτή που ποιεί τα πράγματα και δεν τα εικονίζει απλώς στο κάντρο της ευαισθησίας μας, που μέσα στην μετουσιωμένη της απροσδιοριστία κατορθώνει να ονοματίσει το υπεραισθητό, και, να ψηλαφίσει το μεταφυσικό.
Σε σχέση με τον θεατρικό λόγο, που χρειάζεται να υποταχθεί στην χαρακτηρολογία, τις θεατρικές στάσεις, τις χειρονομίες των υποκριτών, τις θεατρικές πόζες των ηθοποιών, τις συνειρμικές συνδέσεις με άλλες παραστάσεις, τις σκηνοθετικές υποδείξεις και οριοθετήσεις, τις υποκρούσεις της μουσικής ένδυσης κ.λ.π. για να υποβάλει την δραματικότητά του και να υπερβεί την σκηνική εικόνα. Την εικόνα ως παρελθούσα καταγραφή ενός γεγονότος, ενός τυχαίου η μη συμβάντος.
Ο ποιητικός λόγος όπως όσοι μελετούν ποίηση γνωρίζουν βιώνεται, αναλύεται, διαθλάται μέσα μας, συνεχίζει την ταραχή της ψυχής, το κυμάτισμα των ανέκφραστων συναισθημάτων που επιδιώκου να απογραφούν από την ποιητική γραφή για να χάσουν κάτι από το βάρος της απόγνωσής τους.
Ο θεατρικός λόγος που συμβαίνει τώρα, μπορεί να ακυρωθεί ή να αλλοιωθεί από τις προθέσεις του όποιου σκηνοθέτη, ανανεώνει όμως την παθητική διαθεσιμότητά του, εξαντλεί τα δυναμικά του αποθέματα για να μετατρέψει ή μεταμορφώσει με εφιαλτική προσπάθεια τον ποιητικό λόγο σε σκηνική εικόνα, σε παράσταση για περισσότερο από έναν ακροατή ή θεατή.
Ο συγκερασμός των δύο προθέσεων είναι θεία έμπνευση, θεία χάρη. Και η Σαρξ εγένετο Λόγος για να αναδυθεί η σκηνική εικόνα. Αφού τόσο η ποιητική όσο και η θεατρική πρόθεση που αρκείται στον εαυτό της-είναι δηλαδή εν εαυτό-είναι μάλλον εωσφορική, μια νίκη της Τέχνης απέναντι στο Είναι. Αντίθετα, από την αλληλοπεριχώρηση των δύο προθέσεων, που οδηγεί στην προσωρινή έστω χρονική αθανασία.
Κάτω από αυτήν την ερμηνευτική προοπτική, καταλαβαίνουμε την κριτική για την Σονάτα του θεατρικού κριτικού, στιχουργού, εκπαιδευτικού και μεταφραστή Κώστα Γεωργουσόπουλου(3) που σημειώνει ανάμεσα στα άλλα: «ο λυρικός μιλάει για να πεισθεί ο ίδιος. Ο θεατρικός ποιητής για να πείσει τους άλλους. Ο λυρικός εκτίθεται, ο θεατρικός εκθέτει…».
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος δεν είναι παρά μια πένθιμη σύνθεση, μια πένθιμη λιτανεία από το σκοτάδι της θλίψης και των αρνητικών συναισθημάτων, της λύπης και των κρυφών στεναγμών, προς το Φως της νέας μέρας και μοίρας των ανθρώπων της Πολιτείας, της μαχόμενης ζωντανής πραγματικότητας του ανθρώπου, γράφει η συγγραφέας και κριτικός Ελένη Χωρεάνθη(4). Την ποιητική αυτή σύνθεση σχεδίασε ο Γιάννης Ρίτσος-ο Παραστάτης του Έθνους-όπως τον ονομάζει ο καθηγητής και μελετητής Παναγιώτης Μαστροδημήτρης(5), έχοντας κατά νου το μουσικό έργο Σονάτα του Σεληνόφωτος του συνθέτη Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, όπου και παραπέμπει και ανήκει και ο τίτλος της.
Η ανώνυμη, ανέραστη γυναίκα με τα μαύρα της Σονάτας, όπως και οι άλλες εξομολογούμενες τον βαθύ και ανυπεράσπιστο πόνο τους ηρωϊδες-ποιητικές φωνές-της Τέταρτης Διάστασης, βρίσκονται σε μια διαρκή εσωτερική αναστάτωση γιατί στερούνται μιας κυρίαρχης πίστης. Ο λόγος τους είναι γενναιόδωρος αντίθετα από την καθημερινή πρακτική τους και τα ατομικά τους αδιέξοδα συμβάντα. Η ζωή τους, διαμελίστηκε σε βιαστικά ρηχά επεισόδια, που κανένας ή ελάχιστοι τα παρακολούθησαν ή ενδιαφέρθηκαν για αυτά.
Σκορπίστηκε ο βίος τους, σε θραύσματα συζητήσεων και περασμένων αναπολήσεων, λησμονημένος από θραύσματα και αρνητικές εμπειρίες ανθρώπων. Η άδοξη ζωή τους, εικονίζει την τραγωδία ενός Κόσμου που δεν υπήρξε και ούτε ακόμα είναι ευτυχισμένος, και δεν έζησε αρμονικά και ισορροπημένα με το άμεσο περιβάλλον του.
Η τραγωδία αυτού του Κόσμου έγκειται, στο ότι οι πάντες νιώθουν μόνοι, και είναι μόνοι, ανεξάρτητα από τον εγκλωβισμό τους σε περιόδους θλίψης, ή χαράς. Είναι οι υπάρξεις εκείνες που προσπάθησαν να μοιραστούν με το παρόν την αγκιστρωμένη από το παρελθόν ζωή τους και απέτυχαν.
Είναι τα άτομα που δεν κατανόησαν ότι οι ανθρώπινες καταστάσεις προκαλούνται από άλλες καταστάσεις, και όχι από τον παρελθόντα χρόνο. Και ότι, σε έναν Κόσμο δίχως μέλλον, κάθε μοναξιά είναι αποδεκτή και ανέκκλητη, και οι άνθρωποι γαντζώνονται από το παρελθόν τους σαν να κρέμονται από το χείλος μιας αβύσσου.
Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που σταμάτησαν το ρολόι της ιστορίας της πατρίδας τους στα παλαιά κλέη και δεν ανίχνευσαν παρά πέρα. Αυτοί που έμεινα μέσα στο ιδεολογικό περιβάλλον του θυσιαστικού αίματος( από όποια πλευρά και αν ανήκαν) και αφέθηκαν σε μια πένθιμη εξορία, και μια μάλλον επικίνδυνη ιστορική παρελθοντολογία.  Είναι οι διπλά άτυχοι.
Η ζωή των περισσοτέρων ηρώων της Τέταρτης Διάστασης, όπου ανήκει και η γυναίκα με τα μαύρα, είναι σαν μια ευπαθή σκιά μιας πόρτας που κλείνει γρήγορα.
Η ηρωϊδα της Σονάτας καθώς και ο γύρω χώρος όπως «και σε ολόκληρη την Τέταρτη Διάσταση έχουν χτικιάσει» σημειώνει ο ποιητής και κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου(6).
Ο κόσμος της καθορίζεται από το σκοτάδι, παρά από το Φως. Το σκιόφως τυλίγει την εξωτερική και εσωτερική ατμόσφαιρα. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και αμφισβητεί το μέλλον, κυριαρχεί η αναπόληση παρά την αναγκαία δράση που επιβάλει η τωρινή κατάσταση, επικρατεί η παραίτηση παρά το ρίσκο της ευτυχίας.
Ο χρόνος στην Σονάτα κυλά αντίστροφα. Η γυναίκα συνειδητοποιεί, ότι ζει από την στιγμή της εξομολόγησής της. Σαν να λυτρώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα του ναρκισσισμού της. Η εξομολογητική της αφήγηση-έκθεση είναι και η λύτρωσή της. Η ίδια είναι ένα περιφερόμενο ναυάγιο. Δεν διανοήθηκε ποτέ της να πει τα λόγια του ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «αυτό το κενό, αυτό το τίποτα, μου έδωσε ένα έντονο αίσθημα πληρότητας και ευρυχωρίας». Εκείνη, εν υποπτεύθηκε ποτέ την σκληρή πραγματικότητα, παρέμεινε άβουλη και μοιραία. Κλείστηκε αυτάρεσκα στην νεανική της μακαριότητα και απλοϊκά αυτοδεσμεύτηκε στην όποια αισιοδοξία της προσέφερε η μνήμη της. Στην φωτογραφική και όχι «κινηματογραφική» αναπαράσταση.
Η δραματοποιημένη γεμάτη λυρισμό εξομολόγησή της, είναι η αφετηριακή υπόμνηση, ότι τώρα αρχίζει να ζει. Το ρίγος της παρουσίας του Άλλου την αναστατώνει, της υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι αλλού. Είναι ο δυνατός και θυελλώδης άνεμος που απειλεί το είναι της περασμένης ζωής της και διακυβεύει το μουχλιασμένο παρόν της.
Ο Άλλος της υπενθυμίζει ότι οφείλει να συμφιλιωθεί μαζί του, αν θέλει να συνεχίσει να ζει μέσα στον καινούργιο χώρο αλλά και ιστορικό χρόνο όπου παίρνει υπόσταση με την παρουσία του, όπου θα πρέπει να πάρει νέες αποφάσεις, να κάνει νέες επιλογές για αυτό που θα είναι το νέο της ατομικό και ιστορικό πεπρωμένο.
Η μνήμη της είναι το φιλί του Ιούδα, που της στέρησε την προσωπική της Ανάσταση.
Παρ’ όλη όμως την κατεστραμμένη ζωή της, η γυναίκα με τα μαύρα-αυτή που κάποτε είχε ασχοληθεί και με την ποίηση-διατηρεί ακόμα την αρχοντιά της, την υπερηφάνεια της, την αξιοπρέπειά της μέσα στην σκοτεινή υπαρξιακή συνθήκη που της έτυχε από την μοίρα.
Η σπαρακτική επωδός, που συνεχώς επαναλαμβάνεται μέσα στο ποίημα «Άφησε με νάρθω μαζί σου» είναι μια λυγμική προσευχή, όπως το «Κύριε ελέησον» που ψέλνει ο μοναχός μέσα στο κελλί του. Είναι η απόπειρα επικοινωνίας με τον Άλλον. Όπως αντίστοιχα η ερωτική εξομολόγηση δεν είναι παρά η κατεξοχήν προσευχή. Σημειώνει ο Κοσμάς Κορωναίος(7)
Η γυναίκα δέεται προς τον νέο, προς τον άλλον, δηλαδή προς τον στερημένο εσώτερο εαυτό της που προβάλλει προς το μέλλον, προς το άπειρο. Στο μέλλον που ενδεχομένως να συναντήσει τον Άλλον. Εκεί που η συνείδηση του εαυτού μας δεν καταδικάζει την συνείδηση του άλλου για να ελευθερωθεί η ίδια. Και, η αιωνιότητα δεν πανικοβάλλει αλλά λυτρώνει.
Η γυναίκα γνωρίζει ότι δεν μπορεί πια να απαιτεί, αλλά και δεν επιτρέπει στον εαυτό της να επαιτεί. Σημειώνει εύστοχα η μελετήτρια του έργου του Χρύσα Προκοπάκη(8). Παρόλο που η ίδια της η ύπαρξη, καταρρέει προς την μηδαμινότητα. Ο εξομολογητικός της πένθιμος τόνος της επιτρέπει να είναι εναργής η αναφορά της στην σημερινή πραγματικότητα αν και, η λεκτική της εκφορά παραμένει η ίδια σε όλη την μακροσκελή θρηνητική φόρμα. Η επίκλησή της στην παλαιά της νεανική ομορφιά αποτελεί ένα εύχρηστο πρόσχημα για να μην αντικρίσει την σημερινή της κατάσταση.
Η γυναίκα με τα μαύρα δεν κατανόησε ότι η ουσιαστική διάρκεια της ζωής μας ορίζεται από τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους του παρόντος και του μέλλοντος χρόνου και όχι του παρελθόντος. Έμεινε αγκυλωμένη στο παρελθόν- τις ηρωίδες του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τέννεσυ Ουίλλιαμς.
Έτσι ο πραγματικός χρόνος της ζωής ο εν διαστολή ατάραχος, και εν συστολή απρόσβλητος αυτός θεός, μετετράπηκε σε μια απλή παράμετρος υποταγμένη στην ανασταλτική βούληση της, που από φόβο επέλεξε μόνο τα παρελθοντολογικά σημεία αναφοράς του.
Το κορμί της επίσης, από ζεστή αγκαλιά έγινε πατρίδα ξενιτιάς.
Αυτή η τόσο υποκειμενική αίσθηση της γυναίκας με τα μαύρα που την έκανε να νιώθει μόνη και εξαιρετική μπροστά στα προβλήματά της, τώρα γίνεται μια αίσθηση εφ όρου ζωής δοκιμασμένη αλλά ανώφελη, γράφει ο δοκιμιογράφος Κώστας Τοπούζης(9),
Η Σονάτα, είναι ένα έργο αυτοσυνειδησίας. Η γυναίκα με τα μαύρα (άραγε είναι τυχαίο ότι πενθηφορεί;) συνειδητοποιεί ότι το οικτρό ναυάγιο των ονείρων της, την μετέτρεψε σε άθυρμα που διακοσμεί και φαιδρύνει όπως και τα άλλα ξεχαρβαλωμένα αντικείμενα, το κατερειπωμένο αρχοντικό της. Το δράμα της είναι το τρομαγμένο ξύπνημα της ψυχής της που την οδηγεί στην αυτογνωσία. Μια συνειδητοποίηση, που όπως λέει και ο καθηγητής και μελετητής της λογοτεχνίας και κριτικός Μιχάλης Μερακλής(10), τώρα που ο χρόνος τους άνοιξε τα μάτια και είδαν το λάθος τους, ή έστω το τίποτα! έγιναν έτσι κι αυτοί βαθείς, σωστοί άνθρωποι.
Ίσως, γιατί όλοι μέσα στην προαπελθούσα νεανική μακαριότητά μας κρύβαμε μια αδιόρατη περίεργη προσδοκία.
Και, παρ’ όλη την εσωτερική κατάρρευση, εξακολουθούμε να εμπιστευόμαστε τον άνθρωπο και την ζωή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.   Κώστας Τοπούζης, πρώτες σημειώσεις στο έργο του, εκδόσεις Κέδρος 1979.
2.   Γιώργος Βελουδής, προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος 1984.
3.   Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφημερίδα Το Βήμα 17 Ιουνίου 1975.
4.   Ελένη Χωρεάνθη, Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, περιοδικό Ελίτροχος τεύχη 4-5/ Χειμώνας 1994.
5.   Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Εγκώμιο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Καρδαμίτσα 1987.
6.   Κώστας Παπαγεωργίου, Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Κέδρος 1980.
7.   Κοσμάς Κορωναίος, Ο φόνος του Θεού,, περιοδικό Τομές τεύχος 33/Φεβρουάριος 1978.
8.   Χρύσα Προκοπάκη, πρόγραμμα παράστασης της Σονάτας, από την καλλιτεχνική εταιρεία «Μυθολογία», Φθινόπωρο 1995.
9.   Κώστας Τοπούζης, πρώτες σημειώσεις στο έργο του, εκδόσεις Κέδρος 1979.
10.     Μιχάλης Μερακλής, Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Κέδρος 1980.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Ομπρέλα» τεύχος 31/ Δεκέμβριος 1995-Ιανουάριος 1996, σελίδες 64-68.
Πειραιάς 2 Οκτωβρίου 2013.
Υ.Γ. Και στο πνεύμα των ημερών, δηλαδή στην δολοφονία του νέου μουσικού Παύλου Φύσσα, για τους απανταχού εθνικιστές τα εξής:
«Δεν ξέρω ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Δεν ξέρω παρά δύο ράτσες στον κόσμο-εκείνη με τις ψυχές που ανεβαίνουν και εκείνη που κατεβαίνουν.
Από την μια μεριά το επίμονο, φλογερό, υπομονετικό, άτρομο πάθος των ανθρώπων προς το φως-κάθε φως: της επιστήμης, της ομορφιάς, της ανθρώπινης αγάπης, της κοινής προόδου.
Από την άλλη μεριά, οι δυνάμεις της καταπίεσης, το σκοτάδι, η αμάθεια, οι φανατικές προκαταλήψεις, η κτηνωδία.
Είμαι με τους πρώτους. Απ’ όπου κι αν προέρχονται τους νιώθω φίλους μου, συμμάχους μου κι’ αδέρφια μου.
Πατρίδα μου η λεύτερη ανθρωπότητα. Οι μεγάλοι λαοί είναι οι επαρχίες της. Και το αγαθό όλων είναι ο Θεός Ήλιος».
Γενάρης του 1925, συγγραφέας του ο Γάλλος δημιουργός Ρομαίν Ρολλάν.
Από το περιοδικό,
Ο Λογοτέχνης, τεύχος 17/Αύγουστος 1958.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου