Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ

«Οράματα και Θεωρήσεις»

     Ο Ευάγγελος Ν. Μόσχος είναι ένας πολυγραφότατος και έμπειρος κριτικός που εμμένει με αυτοθυσία στις θέσεις και αξιολογήσεις του. Θέσεις και κρίσεις μάλλον πεπαλαιωμένες, γενικόλογες και πληκτικά ανώδυνες. Αυτό διαφαίνεται και από τους αφρώδεις σχολιασμούς και τις ωραιόλογες φιλοφρονήσεις που δημοσιεύονται στο περιοδικό που διευθύνει, που, με την αλλαγή στην διεύθυνσή του, προσομοιάζει μάλλον προς τα αλήστου μνήμης παραεκκλησιαστικά περιοδικά «Προς τη Νίκη», η «Ζωή του Παιδιού», ή τα κενοσπούδαστα «Η Συζήτηση», και «Η Φωνή του Κυρίου».
Είναι η κριτική θεώρηση των λογοτεχνικών πραγμάτων των «μικροαστοχριστιανών»,-που για μεγάλο ,ιστορικά χρονικό διάστημα επεβίωσε ως κρατική ιδεολογία και συντηρητική πολιτική και κυβερνητική επιλογή-που θέλουν οι ομάδες αυτές την Τέχνη απαλλαγμένη από κάθε επαναστατικό της πυρήνα ή εκρηκτική της διάσταση. Μια Τέχνη, αφυδατωμένη, ανάλαφρη, και ανώφελα προσδιορίσημη στην προπαγανδιστική της προοπτική και καταστολή, στατική στην επεξεργασμένη ακινησία της και εννοιοχρησιακή διατύπωσή της. Μια φιλτραρισμένη καλλιτεχνική παράδοση και εκφραστική, για διανοούμενους και τάχα σκεπτόμενους κοντά στο τζάκι του Μεγάρου, στοχαζομένους τα προβλήματα του τόπου τους και της Τέχνης, καθώς η λαβίδα της επιλεκτικής μνήμης τους ανασκαλεύει τα περασμένα κλέη τους. Απόψεις μελετητών για περισπούδαστους στοχαστές και αναγνώστες που κάνουν κρόουλινγκ στα αφρισμένα κύματα της καλλιτεχνικής μας παράδοσης.
     Το νέο βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα, είναι μάλλον χωρίς εσωτερική ενότητα, από ένα συνδετικό και συνθετικό σκελετό. Αποτελείται από δεκαέξι κείμενα που φιλοδοξούν να αρθρώσουν έναν ερμηνευτικό δοκιμιακό λόγο και να αξιολογήσουν το επιλεγμένο έργο των εξεταζόμενων δημιουργών.
Συνεξετάζονται ποιητές μαζί με πεζογράφους, που μάλλον δεν προάγουν έναν ενιαίο αισθητικό κοινό λόγο. Δεν αποτελούν ένα ερμηνευτικό όλο που παράγει τους αναγκαίους ερεθισμούς επεξεργασίας, πέρα ασφαλώς από την επιμέρους διερεύνησή τους.
Ποια σχέση μπορεί παραδείγματος χάρη να έχει ο μύστης Άγγελος Σικελιανός με τον χαμηλόφωνο υπερρεαλιστή Δημήτρη Παπαδίτσα.
Ο πολιτικός και παραλίγο ποιητής Γεώργιος Αθάνας με τον σύγχρονο Έλληνα άγιο Νίκο Καζαντζάκη. Ο μελιστάλαχτος και δακρύβρεχτος Γεώργιος Βερίτης με τον Πέτρο Πικρό;
    Τα κείμενα αυτά, είναι παλαιότερες δημοσιεύσεις σε διάφορα περιοδικά του συγγραφέα που η ένταξή τους όμως σε έναν τόμο δεν αποτελεί απαραίτητα Οραματικές Θεωρήσεις της λογοτεχνίας μας κατά την γνώμη μου. Περισσότερο προβάλλουν στον αναγνώστη την προστατευτική θρησκευτικότητα του Πειραιώτη ερμηνευτή στις υψίσυχνες υποβολές της. Ξεχωρίζουν ασφαλώς οι επισημάνσεις των όχι και τόσο άγνωστων ποιητικών φλεβών στους δύο πασίγνωστους πεζογράφους, του Γιώργου Θεοτοκά και του Στρατή Μυριβήλη, που όμως, δεν στοιχειοθετούν επαρκές ερέθισμα για μια ιδιαίτερη ανάγνωση των συγκεκριμένων λογοτεχνών.
   Η Γενιά του 1930 η προσκολλημένη στην εξουσία και τους μηχανισμούς λογοκρισία της εποχής της, γνωρίζουμε πλέον-πέρα ασφαλώς από τα θετικά-πεταρίσματά της και την προσφορά της στα καλλιτεχνικά διαδραματιζόμενα, ότι σε γενικές γραμμές εγκιβώτισε τα λογοτεχνικά πράγμα της χώρας σε μια προσχεδιασμένη προοπτική αλλότρια των Ελληνικών προβλημάτων.
     Σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα μεγαλουργεί χάρις των μεγαλοφυών γονιμοποιών ιστορικών της Μύθων, επεδίωξε να αλλοιώσει το φρόνημα του λαού της, να τροποποιήσει την παράδοσή της, και να προάγει την αισθητική των «προστατών της». Και μάλλον σπάνια συναντάμε μελέτες που να μας κάνουν λόγο για το λοξοδρόμισμα της λογοτεχνικής πορείας από την συγκεκριμένη Σχολή. Και ακόμα, γιατί ιεροί κολοσσοί της παράδοσής μας όπως υπήρξαν ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, και γιατί όχι και ο Αντρέας Λασκαράτος, ο Γεώργιος Σουρής, ο Ίωνας Δραγούμης και άλλοι, παραγνωρίσθηκαν, αν όχι σκοπίμως θάφθηκαν στην λήθη.
Γιατί ασφαλώς η Ελλάδα δεν είναι οι κατά τα άλλα αγαπητοί και σεβαστοί στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, και ο Γιώργος Σεφέρης, ή δεν είναι μόνον αυτοί.
     Ο Πειραιώτης συγγραφέας ακόμα, αναφερόμενος στα έργα λογοτεχνών που υποδηλώνουν την υπαρξιακή τους αγωνία, αντί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να μας προσφέρει μια ουσιαστική ψυχογραφία των εξεταζόμενων, αναλίσκεται μάλλον σε δευτερευούσης σημασίας σκιαγραφήσεις. Η διακρίβωση της αναζήτησης του Θεού, του αισθήματος της μοναξιάς, της λήθης, κ.λ.π., είναι μοτίβα που συναντώνται συχνά στον λογοτεχνικό χώρο, σε μια χώρα τουλάχιστον, που μέχρι τις αρχές της προηγούμενης γενιάς παρήγαγε μύθους δημιουργικής παραμυθίας. Και η εκκλησιαστική και ποιητική παραμυθία της ιστορίας, ήσαν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων της.
    Ο Ευάγγελος Μόσχος, δεν φωτίζει τις ιδιαίτερες στιγμές της ειδοποιούς διαφοράς των εξεταζόμενων συγγραφέων. Ίσως τα σκόρπια και ανομοιογενή κείμενα να μην βοηθούν στην εμβάθυνση των αναλυόμενων θεμάτων. Ακόμα και οι γλωσσικοί του σχολιασμοί μένουν μετέωρες επισημάνσεις χωρίς την απαραίτητη ένταξή τους στην γενικότερη προβληματική του γλωσσικού μας ζητήματος.
   Το μόνο που απομένει από την αξιέπαινη προσπάθεια του συγγραφέα, είναι ορισμένες προσωπικές κρίσεις που δυστυχώς δεν αναπτύσσονται αλλά πνίγονται σε μάλλον ανώφελες διαπιστώσεις.
     Το ευρύτερο πρόβλημα σε μια άλλη του διάσταση, είναι ότι ενώ όλοι μας διαπιστώνουμε ότι ο Κόσμος μας γύρω αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ξέφρενους ρυθμούς, η ερμηνευτική του προσέγγιση και το πλησίασμά του παραμένουν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, και φυσικά και η απεικόνισή του από τον χώρο της Τέχνης.
Είναι αναγκαίο να ανανεώσουμε το πνευματικό μας βεστιάριο και να βιώνουμε την ιστορικά πονεμένη παράδοση μας και τα τραγικά ρηξικέλευθα στοιχεία της, και των εκατοντάδων δημιουργών της, αντί να επαναθηλάζουμε τις ωραιολογίες μας, και να δογματίζουμε τις φοβίες της πίστης μας. Πίσω μας, έχουμε μια ιερή και ηρωική παράδοση που δυστυχώς βρίσκεται στα χέρια κρατικοδίαιτων ερμηνευτών και σχολιαστών και ολιγόνοων Έρκουρων.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η Τέχνη είναι η κατεξοχήν ανατρεπτική διαδικασία του ανθρώπου, κι η μόνη αντιεξουσιαστική πρόταση. Αναγεννάται στο «περιθώριο» και αρκετές φορές δεν αποζητά ούτε την δική της αθανασία, ή ακόμα και υστεροφημία.
Η Τέχνη προκαλεί ζυμώσεις δημιουργίας θύλακες αμφισβήτησης και όχι δρόμους πρόσβασης προς την εξουσία ή συμπόρευση μαζί της.
     Ο ουσιαστικός δημιουργός είναι ένας πραγματικός αντιεξουσιαστής στυλίτης, και όχι ένας ανιχνευτής κατεστημένων επιλογών και κριτηρίων που απορρέουν από την κρατική πελατειακή πρόταση ή την σωματειακή ιδεολογία ή συνδικαλιστική υπεκφυγή.
     Η Τέχνη όσο οι άνθρωποι εξακολουθούν να ονειρεύονται, θα είναι η σχάση των επιθυμιών τους και της ανεξερεύνητης ακόμα ευαισθησία τους. Και όχι η πρόσβαση στο Ίντερνετ της άκομψης αθανασίας τους.
     Τέλος, η καθαρή Τέχνη είναι ή θα είναι το ευκταίο Όραμα μέσα στη γενικότερη θεώρηση τη Ζωής, όσο θα υπάρχουν θνητά δίποδα όντα που αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Κόσμο γύρω τους.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 14.983/ Τετάρτη 13 Μαρτίου 1996, σελίδες 1,2.

Πειραιάς, Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013.

Άξιον εστί το τίμημα των εκατοντάδων αγώνων των προγόνων μας.
Οφειλή μας η διατήρηση της μνήμης τους.                          

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου