Χρίστος Παπαγεωργίου,
Το γήπεδο γέρνει, εκδ.
Ύψιλον 2009
Θρυμματισμένες ποιητικές εικόνες
Ένας από τους πιο απομόναχους και
σκοτεινούς ποιητές της γενιάς του 1970είναι ο Χρίστος Παπαγεωργίου. Αναγνωρισμένος
δημιουργός, συνεκδότης του βραχύβιου περιοδικού «Σχήμα λόγου», κριτικογράφος σε
διάφορα έντυπα, κρατά μια σταθερή παρουσία στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Ποιήματά
του έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετές ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί κατά
καιρούς σε διάφορες γλώσσες. Στο ενεργητικό του από το 1977 με τη «Δίνη
συνείδησης» έως το 2005 με τον «Ο τοίχος σημαία» αριθμεί επτά ποιητικές
συλλογές.
Συλλογές-συνήθως ολιγοσέλιδες-οι
οποίες με αρκετή σαφήνεια ο τίτλος τους προσδιορίζει το ιδιόρρυθμο και σκοτεινό
λεκτικό περιεχόμενό τους. Και φωτίζει καταλυτικά την αφασιογόνο ποιητική τους
ατμόσφαιρά, όπως θα επεσήμανε ένας απροκατάληπτος αναγνώστης. Δισύλλαβοι
«Μόνιμο ρεπό»(2002) ή μονοσύλλαβοι τίτλοι «Στάχτες»(1981),που με ωμό και αγχοτικό
τρόπο «Απειλή»(1992),φανερώνουν τους υπαρξιακούς άξονες αγωνίας, εσωτερικής
απειλής και αποτυχίας που διαπραγματεύεται, της σύγχρονης ατομοκεντρικά και
εγωτικά δομημένης καθημερινής ζωής μας. Της διαλυμένης μέσα στην κοινωνική
αλογία των καιρών. Αυτήν την εσωτερική και εξωτερική παθογένεια του μέσα και
του έξω κόσμου μας εκφράζει με τον εμφανή αποδραματικό και σκληρό υφολογικά
τρόπο του, ο Χρίστος Παπαγεωργίου.
Στις χρεοκοπημένες ιδεολογικά και
προσχεδιασμένου πολιτιστικά εντυπωσιασμού εποχές που διανύουμε, ο ποιητής αλλά και
ο ποιητικός λόγος, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αναχαιτίσει τα πολύστικτα
αδιέξοδα του μοντέρνου ατόμου(αν μπορούσε ποτέ ο ποιητικός λόγος να
διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο μέσα στην Ιστορία του ανθρωπίνου είδους). Είναι
ακατόρθωτο να συνεγείρει έστω και κατ’ ελάχιστο την όποια κοινωνική δυναμική
απελευθέρωσης από το τέλμα της κοινωνικής αποφοράς στην οποία συνήθως κατ’
εξακολούθηση ρέπει το ανθρώπινο Ον. Ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες-τις
ανοικτές κατά τον Κάρλ Πόπερ-που αξονοποιούν την οικονομία και το άπληστο
κέρδος ως στάση ζωής, του Είναι και του Φαίνεσθε. Ίσως σε παλαιότερες εποχές, ο
ποιητικός λόγος, ο δομημένος πάνω σε παραμυθιακούς οικουμενικούς μύθους και
αναφορές, να ήταν μια δραστική πράξη ελευθερίας σιμά ή παράλληλα με την κοινωνική
ή ατομική ελευθερία. Να ήταν μια λειτουργική αναγκαιότητα ενάντια στο φυσικό
κακό, την οικονομική αλλοτρίωση, την πολιτική καταπίεση που εκπορεύονταν από
μια αντι-ανθρώπινη εκμετάλλευση της κάθε είδους και μορφής μεταφυσικής ή
ιδεολογικής εξωτερικότητας. Ίσως-ο ποιητικός λόγος-να ήταν το πιο πρόσφορο και
γονιμοποιό έδαφος, πάνω στο οποίο εξαντλούσαν τις ανάγκες τους, οι κάθε μορφής
κοινωνικές ετερότητες και οριοθετούσαν τις καταγωγικές τους ρίζες. Ίσως να ήταν
ο ενδιάμεσος σύνδεσμος μεταξύ των θεσμοποιημένων κανόνων και αξιακών πρακτικών
και των δεσμευμένων από αυτούς διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Ίσως η κάθε ύπαρξη
ξεχωριστά να δήλωνε παρών για τους άλλους, μέσω του ποιητικού γίγνεσθαι. Και
μάλλον θα μπορούσαμε με κάποια επιφύλαξη να πούμε, ότι ο ποιητικός λόγος-ρόλος
ήταν ο πιο συλλογικός τρόπος συνολοποίησης μιας οποιασδήποτε ομάδας. Ασφαλώς
δεν ήταν ο μοναδικός. Υπήρχαν και άλλες πολλαπλές αμοιβαιότητες συνύπαρξης των
ανθρώπινων όντων μέσα στην ιστορία.
Σίγουρο πάντως είναι ότι αυτός ο
ουσιαστικός και οικουμενικός ρόλος του ποιητικού λόγου συνύπαρξης έχει πλέον
χαθεί.
Τον χαμένο ανεπιστρεπτί αυτό ρόλο
της ποιητικής λειτουργίας γνωρίζει βιωματικά, ο Χρίστος Παπαγεωργίου, ο οποίος
προσδίδει έναν άλλο στόχο και στην νέα του ποιητική κατάθεση με τον ασυνήθιστο
τίτλο «Το γήπεδο γέρνει» εκδόσεις Ύψιλον. Ένας τίτλος που ανακαλεί στην μνήμη
μας δεκάδες ποιητικές καταθέσεις που διαπραγματεύονται το θέμα των διαφόρων
σπορ και ιδιαίτερα εκείνο του ποδοσφαίρου. Όταν μάλιστα η συλλογή ανοίγει με
δύο εκ φωνητικές ρήσεις ενός sportscaster, και ακολουθεί η πρώτη ποιητική
πρόταση με τον αναμενόμενο τίτλο «Σπορ».
Το βιβλίο χωρίζεται θα αναφέραμε σε
τρεις ομοειδείς ατμοσφαιρικά και νοηματικά ενότητες. Την πρώτη, αποτελούν 22
ποιητικές ολιγόστιχες ποιητικές μονάδες που είναι αφιερωμένες «Στη Γεωργία».
Ακολουθεί η δεύτερη με 8 ποιητικές προτάσεις που αφιερώνεται «Της Τασούλας».
Και τέλος η τρίτη με τον γενικό τίτλο «Άλλη φάση» με 16 ποιητικές καταθέσεις.
Εν συνόλω ο ποιητής μας προσφέρει 46 ασφυκτικά προσωπικά, αυτοβιογραφικά
ποιήματα. Υπάρχουν ποιήματα κοινωνικού προβληματισμού, πολιτικού στοχασμού, ποιήματα
που αναφέρονται σε κρίσιμα στιγμιότυπα δικών του συγγενικών ατόμων, άλλα που
αφορούν ιδιωτικές ερωτικές του στιγμές και άλλα που εκφράζουν αμιγώς, τους
υπαρξιακούς του τραυματισμούς και οντολογικά του αδιέξοδα.
Ο Χρίστος Παπαγεωργίου δεν
παρεκκλίνει από την ποιητική πορεία που χάραξε και στις προηγούμενες συλλογές
του. Ο λόγος του δεν είναι απαλόπνοος, δεν προκαλεί ρίγη συγκινήσεως, δεν είναι
ηρεμιστικός των αισθήσεών μας, ούτε πραϋντικός των συναισθημάτων μας. Δεν
φτερουγίζει σαγηνευτικά πάνω από αλήθειες ανέξοδης ελπιδοφορίας. Δεν χαϊδεύει
τα αυτιά μας με δακρύβρεχτες συγκινήσεις καθώς με σαφή τρόπο καταθέτει
σκοτεινές στιγμές του προσωπικού του βίου ή του οικογενειακού παρελθόντος του. Η
ατμόσφαιρα του θανάτου που υπερίπταται ή αναφέρεται σαν προσωπικό γεγονός,
γίνεται με φράσεις και νοήματα έτοιμα να εκραγούν όχι στο φως αλλά στο σκοτάδι,
περιγράφεται με εικόνες απροσδόκητες. «Ο θάνατος ήταν σημάδι κακό/Σαν βρώμικη
σαπουνάδα/Που κάποιος σε βίασε να καταπιείς.» σ.40. Η ποιητικότητα της
θρυμματισμένης φωνής του δεν προέρχεται από ιαματικές μαστοριές του χρόνου που
γαληνεύουν τα τραυματικά έλκη της μνήμης. Η ζωή είναι ένα απέραντο σφαγείο που
ο ποιητής «φυτεύει κόλαση» σ.15 και το συναίσθημα αυτό ο ποιητής δεν το
σμιλεύει με χάρη και αρμονία μέσα στους πίνακες της μνήμης του. Αλλά το
καταγράφει με μισοτελειωμένες φράσεις και μονολεκτικά νοήματα. Η ζοφερή και
τρομαχτική όψη του σύγχρονου κόσμου του καλλιεργεί εδώ και χρόνια την συνείδησή
του και πλημμυρίζει ασφυκτικά το υποσυνείδητό του με δέος τρόμου του ίδιου του,
του εαυτού. Η ανυπεράσπιστη συνείδησή του, παρακολουθεί σιωπηλά την δραματική
διαδρομή της. Οι ελάχιστες λυρικές
πένθιμες εξάρσεις που συναντάμε μέσα στο ποιητικό σώμα δεν είναι παρά ένα
μονότροπο ελεγειακό νανούρισμα μιας θλιβερής ύπαρξης καθώς καθρεπτίζεται μέσα
στις πληγές της. Ένας αποσπασματικός και σιγαλόφωνος τόνος συγκίνησης διαπνέει
τα ποιήματα, καθώς η παγιδευμένη φωνή του αγχωμένα αρθρώνει έναν λόγο που
πάντοτε μένει μισοτελειωμένος μέσα σε ένα σκηνικό διάκοσμο εσωτερικών μουντών
χρωματισμών. Οι λέξεις του είναι αποφλοιωμένες από συγκίνηση, στεγνές μέχρι
σημείου ξηρασίας, χωρίς χρωματικές διαθλάσεις, σκληρές σαν λεπίδι, βαθύτατα
τραχιές, όμως αποτελεσματικές όσον αφορά την εφιαλτική ατμόσφαιρα που
εικονίζουν. Λέξεις που το ειδικό τους βάρος ρέπει προς το σκοτεινό, το μουντό,
το μωβ της θλίψης και του θανάτου. Οι κοφτές και αποσπασματικές νοηματικά
φράσεις του, οι προτάσεις χωρίς σημεία στίξεως, είναι τα προσωπικά του σήματα
κινδύνου που εκπέμπει, καθώς συνήθισε πια να βαδίζει πάνω στην τεθλασμένη
διαδρομή του μυαλού του. Καθώς «Ξεκινάω για κει/Που με περιμένει ο ίσκιος μου…»
σ.27. Η γλώσσα του αποκτά συχνά έναν παραφασικό χαρακτήρα ενώ αγωνίζεται να
αποκαλύψει μια πραγματικότητα χωρίς σημασία. Ένα κενό ζωής. Τα άλεκτα γλωσσικά
σήματα που εκρέουν από το υποσυνείδητο μένουν συνήθως μετέωρα μεταξύ
παρελθόντος και στιγματισμένης πραγματικότητας. Μέσα σε ένα σύστημα
παρελθοντολογικών παρασημασιών από το οποίο φιλοδοξεί να ξεφύγει. Γλωσσικά
σήματα που με επαγγελματική ευσυνειδησία προβάλουν τη δυσλειτουργία του
ποιητικού υποκειμένου στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει με το περιβάλλον. Ένας
λόγος ποιητικά ασυντεχνιακός, ελκυστικά πτωχευμένος, φθαρμένος από την απέλπιδα
λυτρωτική του προοπτική, που καθρεπτίζει με αβεβαιότητα μεν αλλά επάξια δε, τις
υπαρξιακές αδυνατότητες συνεννόησης των σύγχρονων ατόμων.
Εύκολα ακόμα συναντάμε ποιητικές
εικόνες φθαρμένες, α-συστηματικής αναγνωρισιμότητας που φέρουν το βάρος μιας
σκοτεινής συναισθηματικής διαύγειας. «Δυο ολόμαυρα υπόλοιπα/Σαν λεπτο-
-μέρειες που πιστοποιούν το δράμα»
σ.20. Που στοιχειώνονται μέσα σε ένα προσωπικής υφής υπερρεαλιστικής
τεχνοτροπίας περιβάλλον. «Μόλις μπήκες στο μπάνιο ήταν που αντίκρισες ένα
βιδωμένο κεφάλι…» σ.54. Ορισμένες φορές οι εικόνες του έχουν μια φουτουριστική
βιαιότητα. Έχουμε μια αταξινόμητη μέσα στο σκηνικό χώρο συνήθως «παραληρηματική»
εκφορά του ποιητικού επιτηδεύματος, που σκοντάφτει πάνω στους θερμούς
μνημονικούς υφάλους του ποιητικού υποκειμένου.
Η ποιητική θρυμματισμένη κοινωνία του
Χρίστου Παπαγεωργίου, σίγουρα εγείρει δυσκολίες στο επίπεδο της ερμηνευτικής
αναγνωστικής διαπραγμάτευσης. Παρά την χαλαρή οικειότητα που νιώθουμε από την
εφιαλτική συνήθως αυτοαναφορικότητά της. Τα χαρακτηριστικά της είναι από
πολλούς σίγουρα αναγνωρίσιμα όσο εκφράζουν αυτή την καθημερινή μηδαμινότητα των
γεγονότων που με άγχος και ακηδία βιώνουμε καθημερινά.
Ο σύγχρονος αυτός κόσμος που
τροφοδοτείται ανελέητα από έναν αστικοποιημένο μηδενιστικό ατομοκεντρισμό και
ερωτοτροπεί με την αυτοκαταστροφική του διάθεση, είναι ο Κόσμος μας, ο δικός
μας χώρος που μας έλαχε ιστορικά να ζήσουμε.
Και ο ποιητικός του λόγος είναι το
στίγμα της ενοχικής μας συνείδησης, καθώς ο ίδιος αγωνίζεται να «Κερδίσει μιαν
αθανασία πρόσκαιρη» σ.55. Επιθυμεί να υπάρξει «Εγώ απών/ Κυνηγημένος στη φυλακή
μου» σ.51. Ερωτηματικά έγκλειστος, αυτός που «-γιατί εγώ ποιητής δεν είμαι»- σ.11.
ανάμεσα σε μια ενδοσυνομιλία ποιητικής ιστορίας που «είναι αυθεντική κι ας
φαίνεται» σ.13, και σε μια ιστορία που «είναι αυθεντική κι ας μη φαίνεται».
σ.60
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα, «Η Αυγή της Κυριακής», 24-Ιανουαρίου
2010, σελίδα 38.
Θρυμματισμένες ποιητικές εικόνες,
θρυμματισμένος κόσμος, θρυμματισμένη κοινωνία, θρυμματισμένη χώρα.
Που κάναμε λάθος και από πότε;
Πειραιάς 1-Οκτωβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου