Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ-ΘΕΑΤΡΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ

«Η αγάπη της μαϊμούς», 1995

     Το θεατρικό κείμενο, είναι μια εν αναστολή σκηνική παρουσία. Δεν είναι το άπαν της θεατρικής δημιουργίας, αλλά το εύνασμά της, ο αφετηριακός της πυρήνας που αναμένει μια μορφή ολοκλήρωσής του, όταν σκηνοθετηθεί και παιχτεί στην σκηνή. Και λέω, μια μορφή ολοκλήρωσής του, θεωρώντας ότι το θεατρικό κείμενο δεν ολοκληρώνεται σχεδόν ποτέ. Είναι εν δυνάμει απεριόριστες οι μεταβολές που υφίσταται αφού η «ολοκλήρωση» και «συμπλήρωση» του, είναι ανάλογες με τις σκηνικές παρουσίες του και ερμηνείες του.
Το θεατρικό κείμενο πέρα από μια σειρά λέξεων, ιδεών, θέσεων και μηνυμάτων του θεατρικού συγγραφέα, είναι μάλλον περισσότερο η γλώσσα των ήχων, των εικόνων, των σκοπών, των σχημάτων, των χρωμάτων, των παιχνιδισμάτων του φωτός, οι παύσεις, οι υπονοούσες χειρονομίες και κυρίως, οι πολυποίκιλες τροχιές της σωματικής γλώσσας των ηθοποιών, οι μυϊκοί τόνοι τους μέσα στον χώρο.
Το θεατρικό έργο, κατανοείται όχι μόνο από την ανάγνωσή του, αλλά και από την προοπτική της σκηνικής του απόδοσης.
Ένας «αυτοτελής» θεατρικός λόγος όσο «τέλειος» και αν είναι, δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν σκηνοθετηθεί νοερά και από τον αναγνώστη, κατά την διάρκεια της ανάγνωσής του.
Αντίθετα, ένα όχι άρτιο θεατρικό κείμενο, στα χέρια ενός έμπειρου σκηνοθέτη, ή σπουδαίου ερμηνευτή, αποκτά την απαραίτητη εγκυρότητα.
     Η θεατρική γραφή προσομοιάζει σαν ένα μη εκτελωνισμένο προϊόν που χρειάζεται τον εκτελωνισμό της σκηνικής παράστασης  για να κοινοποιηθεί. Κάτω από αυτήν την προοπτική κατανοούμε την θέση του μεγάλου Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ, ότι το θέατρο δεν αποτελείται από λέξεις, αλλά από ηθοποιούς που χρησιμοποιούν τις λέξεις.
    Οι σκέψεις αυτές έρχονται στον νου μου καθώς διαβάζω το θεατρικό έργο του Πειραιώτη συγγραφέα Άγγελου Βογάσαρη, το οποίο ανέβηκε πρώτα από την θεατρική σκηνή της Αλίκης Πωλ Νορ, για δύο συνεχής σαιζόν.
    Το έργο είναι τετραπρόσωπο, και ο συγγραφέας καταγράφει το φλέγον θέμα της εποχής μας που είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις. Και, ειδικότερα τα προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψη μιας ουσιαστικής και αρμονικής συμβίωσης μέσα σε ένα τυπικά οικογενειακό μικροαστικό περιβάλλον. Επικεντρώνεται η προσοχή στην καταχρηστική αγάπη της μητέρας απέναντι στο μοναχογιό της, και τις παρενέργειες ασφυκτικού αυτού εναγκαλισμού. Μια υπερπροστατευτική μάνα που αρνείται να αποδεχθεί την ωρίμανση των παιδιών της και με την δυναστική παρουσία της φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει. Μην μπορώντας να απεγκλωβιστεί από την μητρική υπερβολή και μην έχοντας άλλες διεξόδους, ο γιος καταφεύγει στην θανατηφόρα εύκολη λύση των παραισθησιογόνων.
Άλλα πρόσωπα είναι ακόμα, η παρουσία της ευνουχισμένης ψυχικά αδερφής, η οποία μην κατανοώντας και η ίδια τα προβλήματά της που δημιουργούνται από την υπερβολική μητρική αγάπη, δεν μπορεί να σταθεί αρωγός στον αδερφό της, ούτε και το επιδιώκει, κρατώντας το ρόλο του σιωπηλού παρατηρητή των συμβάντων και μόνο μετά από τον τραγικό θάνατο του γιου καταφεύγει στις δικαιολογητικές διαπιστωτικές κρίσεις. Το άλλο πρόσωπο που ολοκληρώνει την τραγική μικρή αυτή πινακοθήκη, είναι ο στενός φίλος του γιου που στην ουσία, είναι το alter ego του γιου, και όπου το διαλεκτικό ζεύγος υπερπροστατευτισμός-έλλειψη, στέρηση- μητρικής αγάπης, τροφοδοτεί την εξέλιξη του έργου.
     Στις αρετές του έργου, είναι η έλλειψη διδακτισμού που συνήθως υιοθετείται από δημιουργούς που απασχολούνται με παρόμοια θέματα, η επισήμανση της υπερβολικής μητρικής προστασίας (θέμα που έχει θίξει εύστοχα ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Μανιώτης, και άλλοι) και φυσικά η τραγική εξέλιξη των ατόμων που καταφεύγουν σε ναρκωτικές ουσίες.
    Ο Πειραιώτης θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, δεν σχολιάζει με ρομαντική διάθεση τις πράξεις των ηρώων του, αλλά, ούτε δυστυχώς εμβαθύνει αρκετά στην ψυχοσύνθεσή τους. Δεν βυθοσκοπεί στα ενδόμυχα αλλά με μονότονες πινελιές ιχνογραφεί την ιδιάζουσα σχέση στοργής του γιου με την μητέρα του και τον φίλο του.
Αν και σε ορισμένα σημεία του έργου επικρατεί μια θλίψη ανάλογη με εκείνη που σε διατρέχει όταν ακούς το Αντάτζιο του Αλμπινόνι, από το έργο απουσιάζει το νεύρο και η δράση. Η δε ένταση των εξομολογητικών διαλόγων είναι αρκετές φορές τόσο χαλαρή, που δεν καταφέρνει πάντοτε να μεταφέρει το συναισθηματικό φορτίο κενού των προσώπων. Αντί δηλαδή να έχουμε μια ψυχογραφική απεικόνιση κάθετη, έχουμε μια οριζόντια μάλλον εξομολογητική διάθεση, που μένει ενίοτε στο επικαιρικό ερέθισμα. Η επισήμανση της μοναξιάς που διακατέχει τους ήρωες και κατ’ επέκταση του μουντού και λυγρού συναισθήματος που διατρέχει το έργο, δεν αναιρεί την εφήμερη διαπιστωτική ικανότητα του συγγραφέα. Δεν μας αποκαλύπτονται ολοκληρωμένες συναισθηματικά προσωπικότητες. Ακόμα και η πολύ στενή σχέση, η ιδιαίτερη αυτή επαφή των δύο φίλων, όπως την χειρίζεται ο συγγραφέας είναι από τις πιο άστοχες.
     Η αντρική φιλία, και μάλιστα η ιδιαίτερη επαφή μεταξύ δύο ατόμων του ιδίου φύλου, δεν σημαίνει κατ’ επέκταση και συμμετοχή στον κόσμο των παραισθησιογόνων. Δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η σχέση αγάπης το πρόβλημα, αλλά ο μίζερος και λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης της από τους δύο νέους. Γιαυτό και η σύνδεση της αντρικής φιλίας με τα παραισθησιογόνα, είναι μια ανεδαφική ερμηνεία και επιδερμική. (Αν διαβάσει ο αναγνώστης τις κρίσεις για το έργο που βρίσκονται στο τελευταίο δεκαεξασέλιδο του βιβλίου θα κατανοήσει τα λεγόμενά μου). Το θέμα δεν φωτίζεται και ερμηνεύεται στις σωστές του διαστάσεις. Οι δυο νεαροί ήρωες οδηγούνται σε αδιέξοδα και αυτοκαταστροφικές λύσεις, όχι λόγω του ιδιαίτερου τρόπου ερωτικής τους συμπεριφοράς και ερωτικής επιλογής, αλλά γιατί, και οι δυο πατούν στο ίδιο επίπεδο ψυχολογικού αδιεξόδου.
Το έργο διατρέχει μια έντονα θηλυκή νοσηρή ατμόσφαιρα, υπερτονισμένη σε ορισμένα σημεία που απορρέει από την παρουσία ή αντίστοιχα απουσία του γυναικείου στοιχείου, χωρίς ωστόσο να προβλεφθεί και η αναγκαία εξισορροπητική διέξοδος του αρσενικού στοιχείου. Λες, και τα τέσσερα πρόσωπα, να απεικονίζουν μάλλον τις διαφορετικές διαβαθμίσεις μιας και μόνης θηλυκής προσωπικότητας. Γιαυτό και η συχνή αναφορά των λέξεων μοναξιά, αγάπη, που σαν  επωδός επανέρχονται στο έργο να χάνουν κάπως την υποδηλούμενη σημασία τους.
     Διέλαθε ακόμα της προσοχής του Πειραιώτη συγγραφέα η διαφορά ανάμεσα στους καταραμένους και τους αμαρτωλούς συγγραφείς που αναφέρει άστοχα στην σελίδα 47, όχι μόνο γιατί ασφαλώς άλλα εννοούσε ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βερλαίν, όταν έγραφε το σχετικό βιβλίο του, αλλά γιατί και άλλα καυτηρίαζε στο δικό του βιβλίο στα καθ’ ημάς ο συγγραφέας Δημήτρης Σιατόπουλος, και άλλα ο συγγραφέας και ανθολόγος Μιχάλης Περάνθης. Και επίσης, γιατί δεν μας δηλώνονται τα ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα των νέων, ώστε να υποψιαστούμε ότι η παράθεση των ονομάτων έχει κάποια βαρύνουσα σημασία, έστω και αν συνδέονται άδοξα έννοιες, στην ετοιμόρροπη σχέση τους.
     Πέρα όμως από τις καθαρά πολύ προσωπικές διαπιστωτικές κρίσεις, το έργο αυτό του Άγγελου Βογάσαρη, καυτηριάζει το οξύ πρόβλημα των ναρκωτικών και αυτό είναι το ουσιώδες, πέρα από τις συγγραφικές θεατρικές του προθέσεις.
    Γνωρίζουμε ότι ο θεατρικός συγγραφέας έχει το τάλαντο της συγγραφικής προσφοράς, αρκεί να μην χαθεί η πρόθεση σε θέματα που χρειάζονται πολύ διάκριση και αρκετή προσοχή για να αναπτυχθούν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιά» αριθμός 14.739/ Δευτέρα 15/5/1995.
Πειραιάς Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2013.

Σημείωση: Τον Άγγελο Βογάσαρη, τον Πειραιώτη αυτόν δημιουργό, τον γνώρισα εντελώς τυχαία από την γνωριμία μας με έναν κοινό μας φίλο, όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα. Ο συγχωρεμένος πια, Βασίλης Σταυρόπουλος, ένα πάρα πολύ καλό αλλά άτυχο παιδί-έχασε την οικογένειά του νομίζω σε τροχαίο-γνώριζε έναν όμορφο και καλοκάγαθο νέο τον Μανώλη που ήταν στενοί φίλοι, αυτός λοιπόν, ο Μανώλης( είναι αυτός που κληρονόμησε τον Άγγελο και το σπίτι στον Πειραιά), μας πρωτομίλησε για έναν φίλο του Πειραιώτη που είχε στενή φιλική σχέση μαζί του. Έτσι από, ο φίλος τον φίλο, γνώρισα την εποχή εκείνη τον Άγγελο Βογάσαρη. Έναν ευκατάστατο και αρκετά γνωστό διανοούμενο ο οποίος με έμπασε στο σπίτι του αμέσως και έκτοτε οι συζητήσεις μας για τα πράγματα και την πνευματική παθογένεια του Πειραιά ήταν συχνές. Τον Άγγελο επίσης, τον συναντούσα και στα διάφορα μπαράκια της εποχής εκείνης-αρχές δεκαετίας του 1980- τα οποία δεν ήταν και λίγα στον Πειραιά, όπου ξεφάντωναν οι τότε νέοι και νέες της εποχής και που γινόντουσαν οι σχετικές γνωριμίες.
Ο Άγγελος για μένα, υπήρξε ένα ευγενέστατο άτομο, που, ασχολήθηκε και με πράγματα που δεν του πήγαιναν. Πέρα ασφαλώς ότι τα έτσουζε λιγάκι παραπάνω. Θυμάμαι ότι όποτε με έβλεπε μου μιλούσε υπερβολικά θετικά για τα κείμενά μου στον στενό χώρο του Πειραιά και γνώριζα ότι ήθελε να γράψω και γιαυτόν. Όταν λοιπόν μου τηλεφώνησε και πήγαμε μαζί δυο φορές και είδαμε το θεατρικό του έργο, του είπα την άποψή μου ευθαρσώς. Κατόπιν μου έδωσε το βιβλίο και έγραψα την παραπάνω κριτική. Θυμάμαι ότι πικράθηκε και μου το είπε αμέσως, όμως παρόλα αυτά δεν μου κράτησε κακία, μιλήσαμε για τις αρετές αλλά και τα εσωτερικά προβλήματα που έχει το έργο και εξακολουθήσαμε να παραμένουμε φίλοι, και, το πιο χαριτωμένο, να με κερνάει όποτε συναντιόμαστε στα μπαράκια. Άλλη εποχή, ενδιαφέρον άτομο, που δεν κυκλοφορούσε όπως άλλοι ή άλλες στον Πειραιά που νομίζουν ότι είναι Ιάκωβοι Καμπανέληδες. Αυτές οι σκουριασμένες σνομπαρίες, οι βολεψιματίες της μέτριας συγγραφικής προσπάθειας είναι που κατέστρεψαν τα πνευματικά πράγματα στον Πειραιά και τα καθήλωσαν σε ένα μανταμσουσουνίστικο περιβάλλον.
Θυμάμαι, μου έλεγε ο Μανώλης, ότι δυστυχώς ο Άγγελος ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία χρόνια με την υγεία του και έφυγε κουρασμένος. Δυστυχώς έκτοτε δεν έμαθα τι έγινε το έργο του, τα βιβλία του, ή τα άλλα στοιχεία που αφορούσαν την προσωπική συγγραφική του περιπέτεια στον χώρο του Πειραιά. 
        
                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου